Το πρωτόγαλα (γνωστό και ως πύαρ, κολάστρα και γκουλιάστρα[1]) είναι το υγρό που παράγεται στους μαστικούς αδένες των θηλυκών θηλαστικών ζώων πριν από την έκκριση του γάλακτος. Έχει κιτρινωπό χρώμα και η παραγωγή του αρχίζει λίγο πριν από τον τοκετό.[2] Μολονότι παρατηρούνται μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς τη χημική σύσταση του πρωτογάλακτος μεταξύ των ειδών, το πρωτόγαλα είναι σε γενικές γραμμές πλουσιότερο σε θρεπτική αξία και βιοενεργά συστατικά από το κανονικό γάλα. Είναι υψηλής περιεκτικότητας σε αντιμικροβιακούς παράγοντες (αντισώματα, λυσοζύμη κ.ά.), πεπτικά ένζυμα (λιπάσες, αμυλάσες κ.ά.), ορμόνες (κορτιζόλη, ινσουλίνη κ.ά.) και αυξητικούς παράγοντες.[2] Για είδη όπως το ποντίκι, ο σκύλος και τα οπληφόρα, η κατανάλωση πρωτογάλατος βοηθά στην πρόσδοση ανοσίας εν γένει, ενώ στον άνθρωπο σχετίζεται κυρίως με την προστασία του γαστρεντερικού συστήματος.[3]

Ανθρώπινο πρωτόγαλα (αριστερά) συγκρινόμενο με κανονικό γάλα (δεξιά)

Το ανθρώπινο πρωτόγαλα Επεξεργασία

 
Σταγόνες πρωτογάλακτος από το στήθος εγκύου γυναίκας

Το ανθρώπινο πρωτόγαλα είναι πλούσιο σε ανοσοσφαιρίνη Α και λευκοκύτταρα, αλλά σχετικά φτωχό σε λακτόζη, γεγονός που δείχνει ότι η κύρια λειτουργία του σχετίζεται περισσότερο με την άμυνα του οργανισμού του νεογέννητου, παρά με την ανάπτυξή του.[4] Τα επίπεδα νατρίου, χλωρίου και μαγνησίου είναι επίσης υψηλότερα στο πρωτόγαλα, ενώ το κάλιο και το ασβέστιο βρίσκονται σε χαμηλότερες συγκεντρώσεις, πάντα σε σύγκριση με το κανονικό γάλα.[5][6]

Το πρωτόγαλα στα αγροτικά ζώα Επεξεργασία

Στα περισσότερα αγροτικά είδη (βοοειδή, πρόβατο, αίγα κ.λπ.), η λήψη πρωτογάλατος από το νεογνό είναι καθοριστικής σημασίας για την επιβίωσή του, καθώς δε λαμβάνει αντισώματα από τη μητέρα μέσω του πλακούντα, όπως συμβαίνει στον άνθρωπο.[2] Στα μηρυκαστικά ζώα, στο γουρούνι και στο άλογο, κυριαρχεί η ανοσοσφαιρίνη Γ και όχι η Α.[3]

Στα πρόβατα, το πρωτόγαλα παράγεται κατά τις πρώτες 3-5 ημέρες της γαλακτικής περιόδου και η χημική του σύσταση διαφέρει σημαντικά σε σχέση με το γάλα, κυρίως ως προς την περιεκτικότητα σε λίπος.[1]

Στις αγελάδες, η έκκριση του πρωτογάλατος διαρκεί γύρω στις 3 ημέρες μετά τον τοκετό,[7] αλλά μπορεί να φτάσει και τις 7.[8][9] Η σύσταση και η ποσότητα του αγελαδινού πρωτογάλατος ποικίλλουν πολύ, λόγω ενός αριθμού παραγόντων, μεταξύ των οποίων η ατομικότητα του ζώου, η φυλή, η ηλικία της μητέρας και η διατροφή πριν τον τοκετό.[7][10] Ανεξάρτητα από το είδος θηλασμού (φυσικός ή τεχνητός) που εφαρμόζεται σε μία εκτροφή βοοειδών, τα νεογνά πρέπει οπωσδήποτε να διατραφούν με πρωτόγαλα κατά το δυνατόν συντομότερα από την ώρα της γέννησής τους.

Στο γουρούνι, η διαφορά μεταξύ πρωτογάλακτος και γάλατος έγκειται στο ότι το πρώτο είναι πλουσιότερο σε πρωτεΐνες και ιδιαίτερα φτωχό σε λακτόζη.[11] Καθώς τα νεογέννητα χοιρίδια στερούνται ανοσίας, είναι απαραίτητο να καταναλώσουν περισσότερα από 150 g πρωτογάλακτος μέσα σε 12 ώρες, ώστε να προστατευθούν από νόσους του πεπτικού και αναπνευστικού συστήματος.[12]

Κατανάλωση βόειου πρωτογάλακτος Επεξεργασία

Σε διάφορες περιοχές του κόσμου, το πρωτόγαλα των αγελάδων καταναλώνεται από τον άνθρωπο, κυρίως υπό τη μορφή γλυκίσματος.


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Ζυγογιάννης, Δημήτριος (2014). Προβατοτροφία. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σύγχρονη Παιδεία. σελ. 120. ISBN 978-960-357-115-5. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Pond, Wilson G.,· Bell, Alan W. (2005). Encyclopedia of animal science. Marcel Dekker. σελ. 229. ISBN 0824754964. 57033325. 
  3. 3,0 3,1 Hurley, Walter L.; Theil, Peter K. (2011-04-14). «Perspectives on Immunoglobulins in Colostrum and Milk» (στα αγγλικά). Nutrients 3 (4): 442–474. doi:10.3390/nu3040442. PMID 22254105. PMC PMC3257684. http://www.mdpi.com/2072-6643/3/4/442. 
  4. Ballard, Olivia; Morrow, Ardythe L.. «Human Milk Composition». Pediatric Clinics of North America 60 (1): 49–74. doi:10.1016/j.pcl.2012.10.002. PMID 23178060. PMC PMC3586783. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0031395512001678. 
  5. Kulski, J. K.; Hartmann, P. E. (February 1981). «Changes in human milk composition during the initiation of lactation». The Australian Journal of Experimental Biology and Medical Science 59 (1): 101–114. ISSN 0004-945X. PMID 7236122. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/7236122. 
  6. Pang, Wei Wei; Hartmann, Peter E. (December 2007). «Initiation of human lactation: secretory differentiation and secretory activation». Journal of Mammary Gland Biology and Neoplasia 12 (4): 211–221. doi:10.1007/s10911-007-9054-4. ISSN 1083-3021. PMID 18027076. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/18027076. 
  7. 7,0 7,1 McGrath, Brian A.; Fox, Patrick F.; McSweeney, Paul L. H.; Kelly, Alan L. (2016-03-01). «Composition and properties of bovine colostrum: a review» (στα αγγλικά). Dairy Science & Technology 96 (2): 133–158. doi:10.1007/s13594-015-0258-x. ISSN 1958-5586. https://link.springer.com/article/10.1007/s13594-015-0258-x. 
  8. Κατσαούνης, Ν.Κ. (2000). Βοοτροφία. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σύγχρονη Παιδεία. σελ. 226. ISBN 9603570362. 
  9. Abd El -Fattah, Alaa M.; Abd Rabo, Fawzia HR; EL-Dieb, Samia M.; El-Kashef, Hany A. (2012). «Changes in composition of colostrum of Egyptian buffaloes and Holstein cows». BMC Veterinary Research 8: 19. doi:10.1186/1746-6148-8-19. ISSN 1746-6148. PMID 22390895. PMC PMC3344693. http://dx.doi.org/10.1186/1746-6148-8-19. 
  10. Ζέρβας, Γ.Π. (2013). Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων. Αθήνα: Εκδόσεις Σταμούλη. σελ. 196. ISBN 978-960-351-941-6. 
  11. Smith, Paul· Crabtree, Hugh (2005). Pig Environment Problems. Nottingham: Nottingham University Press. σελ. 46. ISBN 1897676182. 
  12. Ζέρβας, Γ.· Καλαϊσάκης, Π.· Φεγγερός, Κ. (2004). Διατροφή Αγροτικών Ζώων. Αθήνα. σελ. 267-268. ISBN 9603515205.