Ο Ραλφ Δ΄ του Βαλουά (γαλλικά: Rudolf IV, 1025 - 1074) ήταν Γάλλος ευγενής που κατείχε μια μεγάλη σειρά από ηγεμονίες γύρω από το Ιλ-ντε-Φρανς, από το Δουκάτο της Νορμανδίας στα βορειοδυτικά μέχρι την Καμπανία στο νοτιοανατολικά. Ο Ραλφ κατείχε 7 κομητείες : Βαλουά (1037), Μπαρ-συρ-Ωμπ και Βιτρί τη δεκαετία του 1040, Μοντιντιέ (1054), Βεξάν και Αμιένη (1063) και Ταρντενουά. Κατείχε επίσης 7 κομητείες τις Κορμπί, Νταμαρτέν, Μελάν, Μόντφορτ, Περόν, Σουασόν and Βερμαντουά και 5 Αββαεία.[9][10] Αρχικά ήταν αντίπαλος των Καπετιδών αλλά αργότερα έγινε βασιλικός σύμμαχος (1041). Ο ιστορικός Τζων Κάουντρυ αναφέρει ότι τα εδάφη του Ραλφ βρίσκονταν "στο βόρειο άκρο της κυριαρχίας των Καπετιδών".[11] Όταν πέθανε ο Ερρίκος Α΄ της Γαλλίας (1060) ο Ραλφ παντρεύτηκε τη χήρα του Άννα του Κιέβου, παρέμεινε σύμβουλος του διαδόχου Φιλίππου Α΄ μέχρι τον θάνατο του. Ο ιστορικός Γκίμπερτ του Νόζαν που έζησε την ίδια εποχή με τον Ραλφ έγραψε "το πόσο σπουδαίος ήταν φαίνεται από το γεγονός ότι παντρεύτηκε τη χήρα του βασιλιά Φιλίππου μετά τον θάνατο του".[12]

Ραλφ Δ΄ του Βαλουά
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Raoul IV de Vexin (Γαλλικά), Raoul II de Péronne (Γαλλικά)[1], Raoul III de Valois (Γαλλικά) και Raoul de Crépy (Γαλλικά)
Γέννηση1020 (περίπου)[2]
Θάνατος23  Φεβρουαρίου 1074[3][2] ή 8  Σεπτεμβρίου 1074[4][2][5]
Περόν
Τόπος ταφήςΜοντιντιέ
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΆννα του Κιέβου[6]
Αδέλα του Μπαρ-συρ-Ωμπ[6]
ΤέκναΣιμόν ντε Κρεπί
Αδελαΐδα του Βαλουά[7]
Adela de Valois
Hawise de Valois
ΓονείςΡαλφ Γ΄ του Βαλουά και Adèle de Breteuil[8]
ΟικογένειαHouse of Vexin
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαLay abbot

Με βάση την πολυπλοκότητα των τίτλων του η προφορά του ονόματος του δημιούργησε πολλά προβλήματα επειδή στην εποχή του η προφορά ήταν στα αρχαία Λατινικά. Ο Δουκάγγιος τον 17ο αιώνα και μετέπειτα ιστορικοί όπως ο Λουί Κάρολους-Μπαρέ τον 20ο αιώνα γράφουν ότι ο Ραλφ του Γκουί (πέθανε το 926) δεν έχει καταγραφεί ποτέ σαν βασιλιάς, συνεπώς ο Ραλφ Δ΄ γίνεται Ραλφ Γ΄ και ο πατέρας του Ραλφ Γ΄ γίνεται Ραλφ Β΄.[13] Στην παλιότερη λογοτεχνία καταγράφεται πολλές φορές ως "Ραλφ ο Μέγας".[14] Οι χρονικογράφοι της εποχής του τον αναφέρουν συχνά σαν "Ραλφ του Κρεπί", οι σύγχρονοι αντίστοιχα "Ραλφ των Βαλουά". Ο σύγχρονος Άγγλος ιστορικός Όρντερικ Βιτάλις που ζούσε στη Νορμανδία τον κατέγραψε σαν "Ραλφ του Μοντιντιέ" και "Ραλφ του Μαντ" με διαφορετική προφορά του ονόματος του κάθε φορά. Σε ένα βασιλικό έγγραφο (27 Μαίου 1067) καταγράφεται σαν "Ρόντουλφ, κόμης του Κρεπί", τα ονόματα "Ρόντουλφ" και "Ράντουλφ" σύμφωνα με τις σύγχρονες πηγές έχουν Γερμανική προέλευση.[15][16][17]

Πρώτος γάμος Επεξεργασία

Ο Ραλφ Δ΄ του Βαλουά ήταν μεγαλύτερος γιος του Ραλφ Γ΄ του Βαλουά και της συζύγου του Αλίκης του Μπρετέγ.[18] Ο πατέρας του πέθανε τη διετία 1037-1038 και ο Ραλφ τον διαδέχθηκε στην κομητεία του Βαλουά με έδρα το Κρεπί.[19][20] Το κάστρο του Κρεπί το διαχειρίστηκε μαζί με τον αδελφό του που κληρονόμησε τα εδάφη της μητέρας του.[21] Ο πατέρας του Ραλφ ήταν φανατικός οπαδός του Όντο Β΄ του Μπλουά εναντίον του βασιλιά Ερρίκου Α΄, τον Όντο διαδέχθηκαν (1037) οι γιοι του Θεοβάλδος Γ΄ του Μπλουά και Στέφανος Β΄ του Τρουά, ο Ραλφ Δ΄ εξακολουθούσε να τους στηρίζει. Εκμεταλλεύτηκε ωστόσο το πλεονέκτημα με τη μάχη στο Μπωβαί για να σπάσει την κληρονομική υποτέλεια με την κομητεία του Τρουά.[22] Αργότερα πολεμώντας στο πλευρό του Θεοβάλδου Γ΄ και Στεφάνου Β΄ αιχμαλωτίστηκε από τις βασιλικές δυνάμεις, από τότε έγινε οπαδός της βασιλικής οικογένειας.[23][24][25] Προσπάθησε να αποτρέψει τον Θεοβάλδο να κάνει κατάσχεση των εδαφών του ανεψιού του Όντο της Καμπανίας όταν μετακινήθηκε στην Αγγλία (1066).[26] Τη δεκαετία του 1040 σε ταξίδι του στη Ρώμη ο Ραλφ συνάντησε την ξαδέλφη του Αδελαΐδα, κόμισσα του Μπαρ-συρ-Ωμπ που είχε μείνει πρόσφατα χήρα.[27] Η Αδελαΐδα είχε κληρονομήσει το Μπαρ-συρ-Ωμπ με τον θάνατο του πατέρα της Νότσερ Γ΄ (1040), ήταν δώρο της κομητείας του Τρουά.[28][29] Μετά της υπόσχεση της Αδελαΐδας συνέχισε το ταξίδι για τη Ρώμη με στόχο να την παντρευτεί αργότερα. Με την επιστροφή του οι υποτελείς της Αδελαΐδας που τον φοβόντουσαν την πίεσαν να παντρευτεί τον Ρενάρ, κόμη του Ζουανί, ο Ραλφ ξεκίνησε την πολιορκία μέχρι τη στιγμή που η Αδελαΐδα επέστρεψε σε αυτόν.[30][31] Με την Αδελαΐδα απέκτησε τέσσερα παιδιά:

Δεύτερος γάμος και αφορισμός Επεξεργασία

 
Οι κομητείες της Γαλλίας (1030)

Η Αδελαΐδα πέθανε τη διετία 1053/1054, ο Ραλφ παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο μιά γυναίκα που πιθανότατα το όνομα της ήταν Ελεονώρα.[34][35] Η Ελεονώρα ήταν διάδοχος της κομητείας του Μοντιντιέ που ήταν επικυρίαρχος στην κομητεία του Περόν αλλά δεν βέβαιο, η πατρότητα της ήταν άγνωστη.[36] Ο γάμος είχε ήδη γίνει το 1054, τη χρονιά εκείνη είχε στην κατοχή του το Μοντιντιέ.[37] Ο Ραλφ δεν απαρνήθηκε την κυριαρχία του στο Μοντιντιέ μετά το διαζύγιο του με την Ελεονώρα (1060).[18] Ο Γκίμπερτ του Νοζάν γράφει ότι το γεγονός αυτό είναι βέβαιο επειδή ο δεύτερος γιος του Σίμων κληρονόμησε το Μοντιντιέ μετά τον θάνατο του. Ο Γκίμπερτ του Νοζάν γράφει "το κάστρο που τάφηκε το είχε κλέψει ο ίδιος, το κάστρο αυτό πήρε ο Σίμων κληρονομικά και τοποθέτησε τα οστά του πατέρα του". Ο Ραλφ κατέκτησε το κάστρο κάποια στιγμή την περίοδο 1033 - 1054, ο νόμιμος κάτοχος Χιλντουίν Δ΄ εξακολουθούσε να κατέχει τον τίτλο του κόμητος του Μοντιντιέ μέχρι τον θάνατο του (1063).[38] Ο Ραλφ κατηγόρησε τη δεύτερη σύζυγο του για μοιχεία και τη χώρισε, παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο (1063) την Άννα του Κιέβου, πριγκίπισσα των Ρως του Κιέβου, χήρα του βασιλιά Ερρίκου Α΄ και μητέρα του Φιλίππου Α΄ της Γαλλίας.[39] Η Ελεονώρα κλήθηκε από τον Γερβάσιο, αρχιεπίσκοπο του Ρεμς που έγραψε στον πάπα Αλέξανδρο Β΄ για να του εξηγήσει την κατάσταση. Ο αρχιεπίσκοπος έγραψε "το γεγονός αυτό εξόργισε πρώτα από όλα τον ίδιο τον βασιλιά μας", ο πάπας κάλεσε την ίδια την Ελεονώρα στη Ρώμη.[40] Ο πάπας απάντησε στον Γερβάσιο και στον ανώνυμο αρχιεπίσκοπο του Σενς, η Ελεονώρα μετέφερε την απάντηση στη Γαλλία, το αίτημα του πάπα ήταν να επιστρέψει ο Ραλφ τα κλεμμένα στην πρώην σύζυγο του και να την απαλλάξει από την κατηγορία της μοιχείας. Τον Μάρτιο του 1062 είχε πεθάνει ο αρχιεπίσκοπος του Σενς και ο πάπας δεν γνώριζε πιθανότατα το όνομα του αντικαταστάτη, γι΄αυτό δεν καταγράφεται.[41][42]

Τρίτος γάμος και αντιβασιλεία Επεξεργασία

Τα "Χρονικά του Αββαείου Σαιντ-Πιερ-Λε-Βιφ" δίνουν την εντύπωση ότι ο Ραλφ είχε μια περίεργη ερωτική σχέση με τη χήρα βασίλισσα. Ο Ερρίκος Α΄ είχε πεθάνει στην πραγματικότητα δύο χρόνια πιο πριν (1060), δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η σύζυγος του είχε μυστική ερωτική σχέση με τον Ραλφ την εποχή που ζούσε ακόμα.[43] Την εποχή που παντρεύτηκε η Άννα τον Ραλφ ήταν περίπου 30 ετών, ο διάδοχος ήταν ακόμα ανήλικος και κατηγορήθηκε από τους νεότερους ιστορικούς ότι τον εγκατέλειψε. Οι ιστορικοί της εποχής της δεν αφήνουν καμιά ένδειξη γι΄αυτό, ο Ραλφ κατηγορήθηκε σαν δίγαμος αφού το διαζύγιο του με την Ελεονώρα ήταν παράνομο σύμφωνα με τους θρησκευτικούς και τους κοσμικούς κανόνες. Ο Ραλφ συμμετείχε ωστόσο στη βασιλική αυλή της Γαλλίας και ήταν συμβασιλεύς μαζί με τον Βαλδουίνο Ε΄ της Φλάνδρας.[44][45] Ο τρίτος γάμος έδωσε σημαντικά πλεονεκτήματα στον Ραλφ, πήρε με προίκα ένα Αβαείο στη Λαν και ανέβηκε σημαντικά η φήμη του σε ολόκληρο τον λαό.[46] Ο Ραλφ καταγράφεται ωστόσο ως "ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Βαλδουίνου στη βορειοανατολική Γαλλία στις προσπάθειες τους να ασκήσουν επίδραση στον νεαρό βασιλιά", ο μικρότερος αδελφός του βασιλιά Ούγος του Βερμαντουά μεσολάβησε να τους συμφιλιώσει.[47] Μετά τη συμφιλίωση του Φιλίππου με τη μητέρα του ο Ραλφ έγινε ο δεύτερος σημαντικός σύμβουλος του βασιλιά μετά τον Βαλδουίνο.[48] Ο Ραλφ καταγράφεται σε τουλάχιστον 30 βασιλικά διατάγματα, σε ένα από αυτά φαίνεται σαφώς ότι ήταν σύμβουλος του βασιλιά (1062).[49] Ο Ραλφ και η Άννα βρέθηκαν μαζί στη βασιλική αυλή του Φιλίππου στη Σουασόν, την Ορλεάνη, τη Λαν και την Κορμπί. Ο Φίλιππος επισκέφτηκε την Αμιένη που βρισκόταν στην αυλή του Ραλφ (1067), πήρε τον τίτλο του θετού πατέρα του βασιλιά (1069).[50] Ο Ραλφ καταγράφεται επίσης σε μία Λατινική αγιογραφία του κόμη Γεράρδου Β΄ των Παρισίων και σε ένα έγγραφο του 13ου αιώνα.

"Ο Ραλφ βρισκόταν στο κάστρο του Μπαρ ον Αούμπε, συγκέντρωσε έναν μεγάλο στρατό από ληστές και τυχωδιώκτες, επιτέθηκε βίαια στο Ποθιέρ"[51]

Νορμανδία Επεξεργασία

 
Η "μάχη του Μόρτεμερ" (1054), μικρογραφία του 14ου αιώνα

Σύμφωνα με τα Χρονικά οι μοναχοί προσκάλεσαν τον Γεράρδο, τον ιδρυτή της μονής του Ποθιέρ που τάφηκε εκεί, ο Γεράρδος έστειλε έναν δαίμονα να βασανίσει τους άντρες του Ραλφ. Η ιστορία αυτή τοποθετείται στη μυθολογία αλλά νεώτεροι ιστορικοί όπως ο Φερντινάν Λοτ (1866 - 1952) τη στηρίζουν σε πραγματικά περιστατικά.[52] Ο Ραλφ υποστήριξε τον Μανασσή Γ΄ του Ρετέλ στη σύγκρουση που είχε με τον επίσκοπο Θεοδώριχο του Βερντέν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με μερικές πηγές επιτέθηκε στον γαμπρό του κόμη Ερβέρτος Δ΄ του Βερμαντουά και κυρίευσε το Περόν στο οποίο είχε κληρονομικά δικαιώματα από τον δεύτερο γάμο του. Η ιστορικότητα του γεγονότος αυτού αμφισβητείται.[53][54] Τη δεκαετία του 1050 ο Ραλφ υποστήριξε τον βασιλιά Ερρίκο απέναντι στον Γουλιέλμο τον Κατακτητή.[55] Τον Φεβρουάριο του 1054 παραβρέθηκε στο πλευρό του βασιλιά στη "μάχη του Μόρτεμερ", ο βασιλικός στρατός συνετρίβη και ο Ραλφ δραπέτευσε στο "κάστρο του Μόρτεμερ". Ο Όρντερικ Βιτάλις έγραψε 75 χρόνια αργότερα ότι ο Ρογήρος διοικητής του κάστρου του Μόρτεμερ τον δέχτηκε "από φόβο επειδή του είχε ορκιστεί πίστη". Ο Ρογήρος εξορίστηκε για την πράξη του αυτή, αργότερα συμφιλιώθηκε, επέστρεψε αλλά δεν ανέλαβε ξανά την παλιά του θέση.[56] Η αιτία για την οποία έκανε τον όρκο δεν είναι γνωστή, σύμφωνα με μια πηγή της εποχή του η σύζυγος του Ρογήρου είχε κληρονομήσει ένα κάστρο στην Αμιένη που βρισκόταν στα όρια της επικράτειας του Ραλφ. Ο ιστορικός Τζέιμς Πλάντσι που έζησε τον 19ο αιώνα γράφει ότι η σύζυγος του ήταν κόρη του Ραλφ.[57]

Ο Ραλφ βρέθηκε στο πλευρό του Ερρίκου στην "πολιορκία του Θίμερτ".[58] O ξάδελφος του Βάλτερ Γ΄ του Βεξάν πέθανε (1063), ο Ραλφ κληρονόμησε τις δύο κομητείες του Βεξάν με έδρες τη Μαντ και την Αμιένη.[59] Ο δούκας Γουλιέλμος παραχώρησε στον Ούγο του Γκρανμενίλ το κάστρο του Νεφ-Μαρσέ για να το υπερασπιστεί επειδή ο Ραλφ απέκτησε το Βεξάν. Ο Ράλφ και ο Ούγος του Γκρανμενίλ πολέμησαν πολλές φορές, σε μια από αυτές ο στρατός του Ούγου σημαντικά μεγαλύτερος αριθμητικά τον συνέτριψε και τον ανάγκασε να δραπετεύσει. Ο αρχιεπίσκοπος της Ρουέν παραχώρησε την περίοδο 1063-1067 στον Ραλφ σαν δώρο το κάστρο του Ζίζορ που είχε αποκτήσει από τους Νορμανδούς. Ο στόχος του αρχιεπισκόπου ήταν ίσως να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Ραλφ στην Αγγλική εκστρατεία, το Ζίζορ επανήλθε στη Ρουέν μετά το 1075.[60][61] Οι σχέσεις του Ραλφ με τους Νορμανδούς βελτιώθηκαν αργότερα, έστειλε τον γιο του Σίμων να μεγαλώσει στην αυλή του Γουλιέλμου.[62][63] Μετά τη Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας (1066) ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής επέστρεψε στη Νορμανδία με πολλά λάφυρα και αιχμαλώτους. Συγκάλεσε Πασχαλινή Σύνοδο στο Φεκάμπ (8 Απριλίου 1067) για να επιδείξει τα λάφυρα, ο Ραλφ ήταν παρόν. Ο Ραλφ πήγε κατόπιν στη Σύνοδο της Πεντηκοστής που συγκάλεσε ο Φίλιππος Α΄ της Γαλλίας, η παρουσία του καταγράφεται (27 Μαίου 1067). Το καλοκαίρι του 1067 βρισκόταν στην αυλή του βασιλιά στο Μελάν, συνάντησε δυο φορές τον επίσκοπο Γκυ της Αμιένης του οποίου η επισκοπή βρισκόταν μέσα στην ηγεμονία του Ραλφ. Με την παρουσία του στη "Σύνοδο του Φεκάμπ" και έναν γιο να μεγαλώνει στην αυλή του Γουλιέλμου μπόρεσε ο Ραλφ να μας δώσει πληροφορίες για τη Μάχη του Χέιστινγκς σε ένα ποίημα που έγραψε αμέσως μετά.[64]

Οι πόλεμοι του βασιλιά Φιλίππου Επεξεργασία

 
Η μονή του Αγίου Αρνούλφου στο Κρεπί, τόπος ταφής του Ραλφ Δ΄

Την περίοδο 1065-1072 πιθανότατα γύρω στο 1069 ο Ραλφ και ο γιος του Βάλτερ συμμετείχαν στην εκστρατεία του βασιλιά Φιλίππου στο Βιτρί, η πόλη είχε πέσει στα χέρια κάποιου εχθρού που δεν είναι γνωστό το όνομα του. Στη μάχη που ακολούθησε ο Βάλτερ έπεσε αλλά το Βιτρί αλώθηκε.[65] Ο κόμης του Σουασόν Γουλιέλμος Μπυζάκ που ήταν υποτελής του Ραλφ Δ΄ συμμετείχε στην εκστρατεία του Βιτρί. Ο Ραλφ διεκδίκησε την κομητεία του Σουασόν την ίδια εποχή που έκανε το ίδιο για την κομητεία του Νταμαρτέν, όταν πέθανε ο ξάδελφος του Βάλτερ. Ο κόμης Όντο του Νταμαρτέν και ο γιος του Ούγος ήταν επίσης υποτελής του Βάλτερ, την ίδια εποχή κυβερνούσαν την κομητεία του Σουασόν ο Ρενώ Α΄ και ο γιος του Γκυ. Δεν υπάρχουν έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι ο Ρενώ ή ο Γκυ ήταν υποτελείς του Ραλφ.[66] Ο Ραλφ συμμετείχε στον "Πόλεμο της Φλαμανδικής διαδοχής" (1070-1071) στο πλευρό του βασιλιά. Ο Βαλδουίνος Ε΄ της Φλάνδρας πέθανε και τον διαδέχθηκε στη Φλάνδρα ο μεγαλύτερος γιος του Βαλδουίνος ΣΤ΄ της Φλάνδρας που είχε παντρευτεί τη Ριχίλδη του Αινώ στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (1067). Ο Βαλδουίνος ΣΤ΄ πέθανε (1070) και τον διαδέχθηκε ο γιος του Αρνούλφος Γ΄ της Φλάνδρας που τον υποστήριξε η μητέρα του Ριχίλδη, τη διαδοχή διεκδίκησε και ο μικρότερος αδελφός του Βαλδουίνου ΣΤ΄ Ροβέρτος Α΄ της Φλάνδρας. Ο βασιλιάς υποστήριξε τη Ριχίλδη και τον Αρνούλφο Γ΄, το ίδιο έκανε και Ραλφ. Σε μια γενεαλογία που έγραψε ένας άντρας από το Περόν φαίνεται ότι ο Ραλφ είχε κυριεύσει λίγο πριν τη γη επειδή συμμετείχε στον βασιλικό στρατό.[67][68][69]

Θάνατος και θρύλοι Επεξεργασία

Ο Ραλφ Δ΄ πέθανε αφορισμένος (1074) και τάφηκε στην εκκλησία του Σαιντ-Ραλφ στο Μοντιντιέ, η πόλη ανήκε στην προίκα της δεύτερης συζύγου του Ραλφ γι΄αυτό τη διεκδίκησε ο κόμης του Βερμαντουά.[70] Ο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ διέταξε να μετακινηθεί το σώμα του, ο γιος του Σίμων το μετέφερε στη μονή του Αγίου Αρνούλφου στο Κρεπί. Η θέα του αποσαθρωμένου σώματος του πατέρα του ανάγκασε τον Σίμων να αρνηθεί την κοσμική δόξα και να αποσυρθεί μοναχός στο Σαιντ-Ουέντ. Η "Ζωή του Αγίου Σίμων, κόμη του Κρεπί" που έγραψε ένας μοναχός του Σαιντ-Ουέντ μετά τον θάνατο του Σίμων είναι μία από τις βασικότερες ιστορικές πηγές για τη ζωή του Ραλφ.[71] Ο μεγαλύτερος γιος του Ραλφ Δ΄ Βάλτερ είχε πέσει σε μάχει, όλα τα εδάφη πέρασαν στον μικρότερο γιο του Σίμων.[72] Ο Ραλφ ξεκίνησε μόνο με την κομητεία του Τρουά που του έδωσε όρκο υποτέλειας, ακολούθησαν άλλες 7 κομητείες και ολοκληρώθηκαν με τις τελευταίες 7.[73] Η Γαλλία ήταν περισσότερο σταθερή τον 11ο αιώνα σε σχέση με τον 10ο, τον πρώτο αιώνα που κυβέρνησαν οι Καπέτιδες δημιούργησαν ένα ισχυρό δίκτυο από πριγκιπάτα με επιγαμίες, σφετερισμούς και κληρονομιές. Η ιστορικός Ζαν Ντουνμπαμπίν ισχυρίζεται ότι μονάχα δύο ισχυρά πριγκιπάτα δημιουργήθηκαν τον 11ο αιώνα, με τον γάμο του Ρομπέρ Β΄ οφ Ωβέρν με την Μπέρτα του Ρουέργκε (1064-1066).[74][75] Με τον θάνατο του Ραλφ ο Ροβέρτος Β΄ προσπάθησε να δημιουργήσει νέο συμμαχικό γάμο ανάμενα στην κόρη του Ιουδήθ και τον Σίμων, απέτυχε επειδή αποσύρθηκαν και οι δύο σε μοναστήρι.[76] Η διάσπαση του πριγκιπάτου του Ραλφ ακολούθησε αμέσως τον θάνατο του, ο θετός του γιος του Ούγος διεκδίκησε τμήμα εδαφών από τον Σίμων και είχε την υποστήριξη του βασιλιά, το πιο "κοντινότερο πριγκιπάτο που δημιουργήθηκε στην Πικαρδία διαλύθηκε.[77][78] Το στέμμα προσάρτησε το Βεξίν, οι κομητείες Κορμπί, Σαίντ-Ντενίς και η Αμιένη επέστρεψαν στον επίσκοπο, ο Σίμων τέλος παραχώρησε στον Ερβέρτο Δ΄ των Βερμαντουά το Βαλουά και το Μοντιντιέ. Οι κομητείες αυτές πέρασαν με τον θάνατο του Ερβέρτου στην κόρη του Αδελαΐδα (1080) που παντρεύτηκε τον ετεροθαλή αδελφό του Σίμων Ούγο ο οποίος ήταν εχθρός του βασιλιά.[79] Οι περισσότερες από τις κομητείες της Αμιένης και του Βαλουά ανήκαν τον 10ο αιώνα στην κομητεία του Βερμαντουά.[80] Ο μοναχός Γκόμπερτ του Νοζάν έγραψε το πρώτο τέταρτο του 12ου αιώνα σχετικά με τον Ραλφ "Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που αύξησε τη δύναμη του, τις κατακτήσεις του και ο δεσποτικός τρόπος που κυβέρνησε. Πολιορκούσε τα κάστρα, τα κατακτούσε όλα με αξιοθαύμαστη τεχνική χωρίς να τα χάσει ποτέ, έγινε ένας από τους κορυφαίους λόρδους του βασιλείου".[81]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Louis Chevalier: «Histoire de Bar-sur-Aube par L. Chevalier» (Γαλλικά) Louis Chevalier. Μπαρ-συρ-Ωμπ. 1851.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 (Πολωνικά) Sejm-Wielki.pl. dw.291. Ανακτήθηκε στις 30  Απριλίου 2021.
  3. (πολλαπλές γλώσσες) Rodovid. 34697. Ανακτήθηκε στις 30  Απριλίου 2021.
  4. Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p46491.htm#i464905. Ανακτήθηκε στις 30  Απριλίου 2021.
  5. www.histoireaisne.fr/memoires_numerises/chapitres/tome_18/Tome_018_page_082.pdf. Ανακτήθηκε στις 30  Απριλίου 2021. σελ. 84.
  6. 6,0 6,1 p46491.htm#i464905. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  7. Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  8. 8,0 8,1 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  9. Cowdrey 1999, σ. 264
  10. Feuchere 1956, σ. 13
  11. Cowdrey 1999, σ. 264
  12. Ward 2016, σ. 449
  13. Feuchere 1956, σ. 11
  14. Planche 1868, σ. 23
  15. van Kerrebrouck 2000, Τόμ. 2, σ. 69
  16. West 2013, σ. 239
  17. Feuchere 1956, σσ. 6–7
  18. Bautier 1985, σσ. 553–554
  19. Bates 1987, σ. 39
  20. Feuchere 1956, σ. 11
  21. Mesqui 1994, σσ. 258–259
  22. Feuchere 1956, σ. 11
  23. Bates 1987, σ. 39
  24. Meyer 1878, σ. 231
  25. Bradbury 2007, σ. 103
  26. Dunbabin 2000, σσ. 215–216
  27. Halphen 1922, σ. 111
  28. Bautier 1985, σσ. 553–554
  29. Meyer 1878, σ. 231
  30. Bautier 1985, σσ. 553–554
  31. Bates 1987, σ. 39
  32. Bautier 1985, σσ. 553–554
  33. Bautier 1985, σσ. 553–554
  34. Cowdrey 1999, σσ. 256–258
  35. Feuchère 1956, σ. 12
  36. van Kerrebrouck 2000, Τόμ. 2, σ. 69
  37. Beauvillé 1857, σσ. 54–60
  38. Beauvillé 1857, σσ. 54–60
  39. Bradbury 2007, σσ. 112, 123–24
  40. Ward 2016, σσ. 447–450
  41. Cowdrey 1999, σσ. 256–258
  42. Ward 2016, σσ. 447–450
  43. Ward 2016, σσ. 447–50
  44. Bradbury 2007, σσ. 112, 123–24
  45. Ward 2016, σσ. 447–50
  46. Dunbabin 2000, σσ. 215–216
  47. Bull 1996, σ. 31
  48. Dunbabin 2000, σσ. 215–216
  49. Feuchere 1956, σ. 13
  50. Hallu 1973, σ. 102
  51. Meyer 1878, σσ. 216–217
  52. Lot 1926, σσ. 259–60
  53. Feuchère 1956, σ. 12
  54. Lemaire 1886, pp. 347–348
  55. Bates 1987, σ. 43
  56. Strickland 1996, σ. 239
  57. Planché 1868, σ. 23
  58. Bates 1987, σ. 43
  59. Green 1999, σσ. 103–104
  60. Bates 1987, σ. 43
  61. Bates 1982, σσ. 77–78
  62. Bates 1987, σ. 43
  63. Green 1999, σσ. 103–104
  64. van Houts 1989, σ. 54
  65. Fliche 1912, σσ. 267–268
  66. Feuchère 1956, σ. 12
  67. Feuchère 1956, σ. 12
  68. Lemaire 1886, pp. 347–348
  69. Fliche 1912, σ. 256
  70. Halphen 1922, σ. 111
  71. Cowdrey 1999, σ. 254
  72. West 2013, σ. 239
  73. Feuchere 1956, σ. 13
  74. Dunbabin 2000, σσ. 215–216
  75. O'Brien 2006, σ. 120
  76. O'Brien 2006, σσ. 81–82
  77. Bradbury 2007, σσ. 112, 123–24
  78. Hallam & Everard 2001, σ. 52
  79. Gabriele 2011, σσ. 59–60
  80. Dunbabin 2000, σσ. 215–216
  81. Feuchere 1956, σ. 11

Πηγές Επεξεργασία

  • Bates, David (1982). Normandy before 1066. London: Longman.
  • Bates, David (1987). "Lord Sudeley's Ancestors: The Family of the Counts of Amiens, Valois and the Vexin in France and England during the Eleventh Century". The Sudeleys: Lords of Toddington. London: The Manorial Record Society of Great Britain.
  • Bautier, Robert-Henri (1985). "Anne de Kiev, reine de France, et la politque royale au XIe siècle: Étude critique de la documentation". Revue des études slaves. 57 (4): 539–64.
  • Beauvillé, Victor de (1857). Histoire de la ville de Montdidier. Vol. 1. Paris: Firmin Didot.
  • Bogomoletz, Wladimir V. (2005). "Anna of Kiev: An Enigmatic Capetian Queen of the Eleventh Century—A Reassessment of Biographical Sources". French History. 19 (3): 299–323.
  • Bradbury, Jim (2007). The Capetians : Kings of France, 987–1328. Hambledon Continuum.
  • Bull, Marcus (1996). "The Capetian Monarchy and the Early Crusade Movement: Hugh of Vermandois and Louis VII". Nottingham Medieval Studies. 40: 25–46.
  • Caix de Saint-Aymour, Amédée de (1896). Anne de Russie, reine de France et comtesse de Valois au XIe siècle. Paris: H. Champion.
  • Cowdrey, H. E. J. (1999). "Count Simon of Crepy's Monastic Conversion". The Crusades and Latin Monasticism, 11th–12th Centuries. Brookfield: Ashgate.
  • Dunbabin, Jean (2000). France in the Making, 843–1180. Oxford University Press.
  • Feuchère, Pierre (1956). "Une tentative manquée de concentration territoriale entre Somme et Seine: La principauté d'Amiens-Valois au Xle siècle: Étude de géographie historique". Le Moyen Âge, 4e Série. 9: 1–37.
  • Fliche, Augustin (1912). Le règne de Philippe Ier, roi de France (1060–1108) (LL.D. thesis). University of Paris.
  • Gabriele, Matthew (2011). An Empire of Memory: The Legend of Charlemagne, the Franks, and Jerusalem before the First Crusade. Oxford University Press.
  • Green, Judith A. (1999). "Robert Curthose Reassessed". Anglo-Norman Studies. 22: 95–116.
  • Hallam, Elizabeth M.; Everard, Judith (2001). Capetian France, 987–1328 (2nd ed.). London: Taylor & Francis.
  • Hallu, Roger (1973). Anne de Kiev, reine de France. Rome: Editiones Universitatis Catholicae Ucrainorum.
  • Halphen, Louis (1922). "France in the Eleventh Century". In H. M. Gwatkin; J. P. Whitney; J. R. Tanner; C. W. Previté-Orton (eds.). The Cambridge Medieval History, Volume III: Germany and the Western Empire. Cambridge University Press.
  • van Houts, Elisabeth M. C. (1989). "Latin Poetry and the Anglo-Norman Court 1066–1135: The Carmen de Hastingae Proelio". Journal of Medieval History. 15 (1): 39–62.
  • van Kerrebrouck, Patrick (2000). Les Capétiens, 987–1328: Nouvelle histoire généalogique de l'auguste maison de France. 2 vols. Villeneuve d'Ascq: Patrick van Kerrebrouck.
  • Lemaire, Emmanuel (1886–87). "Essair sur l'histoire de la ville de Saint-Quentin: Sous les comtes héréditaires de Vermandois (de l'an 892 environ à l'an 1214)". Mémoires de la Société académique des sciences, arts, belles-lettres, agriculture et industrie de Saint-Quentin, 4e série. 8: 264–361.
  • Lot, Ferdinand (1926). "Études sur les légendes épiques françaises, II: Girard de Roussillon". Romania. 52 (207): 257–95.
  • Mesqui, Jean (1994). "Le château de Crépy-en-Valois, palais comtal, palais royal, palais féodal". Bulletin Monumental. 152 (3): 257–312.
  • Meyer, Paul (1878). "La légende de Girart de Roussillon". Romania. 7 (26): 161–235.
  • O'Brien, Maureen M. (2006). Far From the Heart: The Social, Political, and Ecclesiastical Milieu of the Early Abbots of La Chaise-Dieu, 1052–1184 (PhD diss.). Western Michigan University.
  • Planché, J. R. (1868). "On the Genealogy and Armorial Bearings of the Family of Mortimer". Journal of the British Archaeological Association. 24: 21–34.
  • Strickland, Matthew (1996). War and Chivalry: The Conduct and Perception of War in England and Normandy, 1066–1217. Cambridge University Press.
  • Ward, Emily Joan (2016). "Anne of Kiev (c.1024–c.1075) and a Reassessment of Maternal Power in the Minority Kingship of Philip I of France". Historical Research. 89 (245): 435–53.
  • West, Charles (2013). Reframing the Feudal Revolution: Political and Social Transformation Between Marne and Moselle, c. 800–c. 1100. Cambridge University Press.
  • Grierson, Philip (1939). "L'origine des comtes d'Amiens, Valois et Vexin". Le Moyen Âge, 3e Série. 10: 81–125.
  • LoPrete, Kimberly A. (2007). Adela of Blois: Countess and Lord (c.1067–1137). Four Courts Press.
  • Mathieu, J. N. (2000). "Le comte Raoul IV de Valois et ses héritiers en Champagne". Mémoires de la Société d'Agriculture, Commerce, Sciences et Arts du département de la Marne. 115: 31–66.