Ρευστότητα στα οικονομικά είναι η ικανότητα ταχείας μεταπώλησης ενός στοιχείου ενεργητικού με αμελητέα μεταβολή στην τιμή του και με ελάχιστη απώλεια στην αξία του. Το χρήμα είναι γενικά το πιο «ρευστό» στοιχείο ενεργητικού και μπορεί να χρησιμοποιείται άμεσα, ανά πάσα στιγμή, για πραγματοποίηση οικονομικών συναλλαγών όπως οι αγορές, οι πωλήσεις και οι πληρωμές οφειλών.

Ως δείκτη της οικονομικής δυνατότητας ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή επιχείρησης να πραγματοποιεί πληρωμές και να καλύπτει τις άμεσες υποχρεώσεις του, με τον όρο ρευστότητα εννοούμε τα ρευστά διαθέσιμα. Δηλαδή το σύνολο των στοιχείων ενεργητικών που μπορούν άμεσα να χρησιμοποιηθούν για πληρωμές, όπως τα μετρητά σε χαρτονόμισμα (στο ταμείο), τα μετρητά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ο τρεχούμενος λογαριασμός σε ταχυδρομικό ταμιευτήριο, τα βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα και οι εμπορεύσιμοι τίτλοι, τα συναλλαγματικά γραμμάτια, οι επιταγές και γενικά τα εύκολα ρευστοποιήσιμα στοιχεία από το τρέχον ενεργητικό.

Υπό αυτή τη δεύτερη πιο συγκεκριμένη έννοια η ρευστότητα (liquidity) διαφέρει και δεν πρέπει να συγχέεται με τη φερεγγυότητα ή αξιόχρεο (solvency). Η φερεγγυότητα αφορά την επάρκεια του τρέχοντος ενεργητικού μέσα σε μια χρήση (σε ένα έτος) να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις σε μία χρήση, και όχι τα «στιγμιαία» ρευστά διαθέσιμα. Είναι δυνατόν ένα πρόσωπο ή επιχείρηση να είναι αξιόχρεο αλλά κάποια δεδομένη στιγμή να έχει πρόβλημα ρευστότητας, ή και το αντίστροφο. Για παράδειγμα όταν έχει στο ενεργητικό του στοιχεία που μπορεί να εισπράξει αργότερα εντός της χρήσης, δηλαδή του οφείλουν χρήματα, αλλά δεν διαθέτει τη δεδομένη στιγμή αρκετά μετρητά (και αντίστροφα).

Πηγές Επεξεργασία