Η Έκτη Σταυροφορία, κοινώς γνωστή ως Σταυροφορία του Φρειδερίκου Β΄ (1228-1229), ήταν μια στρατιωτική αποστολή για την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ. Ξεκίνησε επτά χρόνια μετά την αποτυχία της Πέμπτης Σταυροφορίας και περιλάμβανε πολύ λίγες πραγματικές μάχες. Ο διπλωματικός ελιγμός του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Βασιλιά της Σικελίας, Φρειδερίκου Β΄, είχε ως αποτέλεσμα το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ να ανακτήσει κάποιο έλεγχο στην Ιερουσαλήμ για μεγάλο μέρος των επόμενων δεκαπέντε ετών (1229-1239, 1241-1244)[1] όπως και σε άλλες περιοχές των Αγίων Τόπων.

Σταυροφορίες
Σταυροφορία του Μπαρμπάστρο
Α΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία του λαού
Γερμανική Σταυροφορία, 1096
Σταυροφορία του 1101
Β΄ Σταυροφορία
Γ΄ Σταυροφορία
Δ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία των Αλβιγηνών
Σταυροφορία των παιδιών
Ε΄ Σταυροφορία
ΣΤ΄ Σταυροφορία
Ζ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία των βοσκών
Η΄ Σταυροφορία
Θ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία της Αραγωνίας
Σταυροφορία της Αλεξάνδρειας
Σταυροφορία της Νικόπολης
Σταυροφορία των Χουσσιτών
Σταυροφορία της Βάρνας
Βόρειες Σταυροφορίες

Ο Φρειδερίκος Β΄ και ο Πάπας Επεξεργασία

Ο Φρειδερίκος Β΄, Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας ενεπλάκη στην Πέμπτη Σταυροφορία στέλνοντας στρατεύματα από τη Γερμανία, αλλά δεν συνόδευσε προσωπικά τον στρατό παρά την ενθάρρυνση του Ονώριου Γ΄ και αργότερα του Γρηγόριος Θ΄, καθώς έπρεπε να εδραιώσει τη θέση του στη Γερμανία και την Ιταλία πριν ξεκινήσει μια σταυροφορία. Ωστόσο, ο Φρειδερίκος και πάλι υποσχέθηκε να πάει σε μια σταυροφορία μετά τη στέψη του ως αυτοκράτορα το 1220 από τον Πάπα Ονώριος Γ΄.

Το 1225 ο Φρειδερίκος παντρεύτηκε την Ισαβέλλα Β΄ της Ιερουσαλήμ (επίσης γνωστή ως Γιολάντα), κόρη του Ιωάννη του Μπριέν (ονομαστικού κυβερνήτη του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ) και της Μαρία του Μομφερράτου. Ο Φρειδερίκος είχε τώρα αξιώσεις για το βασίλειο και λόγο να προσπαθήσει να το αποκαταστήσει. Το 1227, μετά την ανάδειξη του Γρηγόριου Θ΄ στον παπικό θώκο, ο στρατός του Φρέντερικ απέπλευσε από το Βρινδήσιο για την Άκρα (τότε η πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ), αλλά μια επιδημία ανάγκασε τον Φρειδερίκο να επιστρέψει στην Ιταλία, και ο Γρηγόριος αφόρισε τον Φρειδερίκο επειδή έσπασε τον όρκο του σταυροφόρου.

Τον Ιούνιο του 1228 ο Φρειδερίκος έκανε την τελευταία του προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τον Γρηγόριο, στέλνοντας τον Αρχιεπίσκοπο Αλβέρτο του Μαγδεμβούργου και δύο Σικελούς δικαστές να μιλήσουν με τον Πάπα. Δεν είχε καμία επίδραση και ο αφορισμένος Φρειδερίκος απέπλευσε από το Βρινδήσιο στις 28 Ιουνίου. Ο στόλος ήταν υπό τη διοίκηση του Ναύαρχου Ερρίκου της Μάλτας, και οι Αρχιεπίσκοποι των πόλεων Παλέρμο, Ρέτζιο, Κάπουα και Μπάρι τον συνόδευαν. Είχε μόνο μια μικρή δύναμη μαζί του, αφού η κύρια δύναμη είχε αποπλεύσει τον Αύγουστο του 1227 και οι ενισχύσεις κατέφθασαν τον Απρίλιο του 1228.[2]

Η σταυροφορία Επεξεργασία

Ενδιάμεση στάση στην Κύπρο Επεξεργασία

Η διαδρομή του στόλου του Φρειδερίκου μπορεί να ανιχνευθεί μέρα με τη μέρα. Στις 29 Ιουνίου σταμάτησε στο Οτράντο, και από την Αδριατική Θάλασσα έφτασε στους Οθωνούς στις 30 Ιουνίου. Έφτασε στην Κέρκυρα την επομένη, στο πόρτο Γυισκάρδο στη Κεφαλονιά στις 2 Ιουλίου, στην Μεθώνη στις 4 Ιουλίου, στο Πορτοκάλιε κοντά στο Ακρωτήριο Ταίναρο στις 5 Ιουλίου, στα Κύθηρα στις 6 Ιουλίου και έφτασε στον Κόλπο της Σούδας στη Κρήτη στις 7 Ιουλίου. Ο στόλος κινήθηκε αργά κατά μήκος της Κρητικής ακτής, σταματώντας για μια ολόκληρη μέρα στο Ηράκλειο πριν διασχίσει το Αιγαίο Πέλαγος στη Ρόδος κατά τη διάρκεια του τετραημέρου 12-15 Ιουλίου. Έπλευσαν κατά μήκος της μικρασιατικής ακτής προς τη Φοινίκη, όπου έμειναν στις 16-17 Ιουλίου όπου τροφοδοτήθηκαν με προμήθειες νερού. Ο στόλος στη συνέχεια διέσχισε τη θάλασσα στην Κύπρο, φτάνοντας στη Λεμεσό στις 21 Ιουλίου.[3]

Το Βασίλειο της Κύπρου ήταν αυτοκρατορικό φέουδο από την εποχή του Ερρίκου ΣΤ΄, πατέρα του Φρειδερίκου. Ο Ερρίκος αποδέχθηκε την τιμή του Αμωρί των Λουζινιάν και τον έκανε βασιλιά στις παραμονές της Γερμανικής Σταυροφορίας το 1196.[4] Ο αυτοκράτορας έφτασε με τη σαφή πρόθεση να σφραγίσει την εξουσία του στο Βασίλειο, αλλά αντιμετωπίστηκε εγκάρδια από τους γηγενείς βαρόνους μέχρις ότου προέκυψε διαμάχη με τον Ιωάννη του Ιμπελέν. Ο Φρειδερίκος ισχυρίστηκε ότι η αντιβασιλεία του ήταν παράνομη και απαίτησε την παράδοση του φέουδου του Ιωάννη στη Βηρυτό στον αυτοκρατορικό θρόνο. Εδώ έσφαλε, γιατί ο Ιωάννης επεσήμανε ότι τα βασίλεια της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ ήταν συνταγματικά χωριστά και δεν μπορούσε να τιμωρηθεί για αδικήματα στην Κύπρο με τη κατάσχεση της Βηρυτού. Αυτό θα είχε σημαντικές συνέπειες για τη σταυροφορία, καθώς αποξένωσε τον ισχυρό οίκο του Ιμπελέν, στρέφοντάς την εναντίον του αυτοκράτορα.

Στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ Επεξεργασία

Η Άκρα, ως ονομαστική πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και έδρα του Λατινικού Πατριαρχείου, διαιρέθηκε στην υποστήριξή του για τον Φρειδερίκο. Ο στρατός του Φρειδερίκου και των Τευτόνων Ιπποτών τον υποστήριξε, αλλά ο Πατριάρχης Γεράλδος της Λωζάνης (και ο κλήρος) ακολούθησε την εχθρική παπική γραμμή. Μόλις οι ειδήσεις για τον αφορισμό του Φρειδερίκου εξαπλώθηκαν, η δημόσια υποστήριξη γι ' αυτόν μειώθηκε σημαντικά. Η θέση των Οσπιτάλιων και των Ναϊτών Ιπποτών ήταν περίπλοκη. Αν και αρνήθηκαν να ενταχθούν άμεσα στον στρατό του αυτοκράτορα, υποστήριξαν τη σταυροφορία μόλις ο Φρειδερίκος συμφώνησε να αφαιρέσει το όνομά του από επίσημες εντολές. Οι γηγενείς βαρόνοι χαιρέτησαν αρχικά τον Φρειδερίκο με ενθουσιασμό, αλλά ήταν επιφυλακτικοί για το ιστορικό του αυτοκράτορα ως προς τις θέσεις του υπέρ του συγκεντρωτισμού και της επιθυμίας του να επιβάλει αυτοκρατορική εξουσία. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μεταχείριση του Φρειδερίκου του Ιωάννη του Ιμπελέν στην Κύπρο και στην προφανή περιφρόνησή του για τις συνταγματικές ανησυχίες των βαρόνων.

Διπλωματική συμφωνία με τον Σουλτάνο αλ-Καμίλ Επεξεργασία

Ακόμη και με τον στρατό να βρίσκεται στα σκάφη, η δύναμη του Φρειδερίκου ήταν μια απλή σκιά του στρατού που είχε συσσωρευτεί όταν έγινε το κάλεσμα της σταυροφορίας. Συνειδητοποίησε ότι η μόνη ελπίδα επιτυχίας στους Αγίους Τόπους ήταν να διαπραγματευτεί για την παράδοση της Ιερουσαλήμ, καθώς δεν είχε το ανθρώπινο δυναμικό για πολεμήσει εναντίον των Αγιουβιδών. Ο Φρειδερίκος ήλπιζε ότι μια επίδειξη δύναμης, μια απειλητική πορεία κάτω από την ακτή, θα ήταν αρκετό για να πείσει τον αλ-Καμίλ, σουλτάνο της Αιγύπτου, να δεχτεί μια προτεινόμενη συμφωνία που είχε διαπραγματευτεί μερικά χρόνια νωρίτερα, πριν από το θάνατο του αλ-Μουαζάμ, κυβερνήτη της Δαμασκού. Ο Αιγύπτιος σουλτάνος, απασχολημένος με μια πολιορκία στη Δαμασκό της Συρίας εναντίον του ανιψιού του αν-Νασίρ Νταούντ, συμφώνησε να παραχωρήσει την Ιερουσαλήμ στους Φράγκους, μαζί με ένα στενό διάδρομο προς την ακτή.

Επιπλέον, ο Φρειδερίκος πήρε τη Ναζαρέτ, τη Σιδώνα, την Ιάφα, και την Βηθλεέμ. Άλλες περιοχές ίσως επέστρεψαν υπό χριστιανικό έλεγχο, αλλά οι πηγές διαφωνούν. Ήταν, ωστόσο, μια συνθήκη συμβιβασμού. Οι μουσουλμάνοι διατήρησαν τον έλεγχο τους πάνω στο όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ (μαζί με την περιοχή γύρω από αυτό), στο τέμενος αλ-Άκσα και στο Θόλο του βράχου. Τα υπεριορδανικά κάστρα παρέμειναν στα χέρια των Αγιουβιδών, και αραβικές πηγές υποστηρίζουν ότι ο Φρειδερίκος δεν του επετράπη να αποκαταστήσει τις οχυρώσεις της Ιερουσαλήμ, αν και οι Σταυροφόροι στην πραγματικότητα αποκατέστησαν τα αμυντικά τείχη της Ιερουσαλήμ. Η συνθήκη συνήφθη στις 18 Φεβρουαρίου 1229 και περιλάμβανε επίσης μια δεκαετή εκεχειρία.[5]

Ένα από τα αποτελέσματα της Συνθήκης ήταν ότι οι Εβραίοι αποκλείστηκαν και πάλι από το δικαίωμα κατοίκησης της Ιερουσαλήμ.[6]

Η συμφωνία είναι γνωστή μερικές φορές ως η Συνθήκη της Ιάφας και του Τελ Ατζούλ[1][./ΣΤ΄_Σταυροφορία#cite_note-Boas-1 [1]], συμπεριλαμβάνοντας την συμφωνία που υπέγραψαν αγιουβίδες κυβερνήτες στο Τελ Ατζούλ κοντά στη Γάζα, εκ των οποίων, από την πλευρά του αλ-Καμίλ, η συνθήκη με τον Φρειδερίκο ήταν απλώς μια προέκτασή της.[7] Η συμφωνία αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την συνθήκη της Ιάφφας που υπέγραψε ο Σαλαντίν και ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.

Στην Ιερουσαλήμ Επεξεργασία

 
Χάρτης του βασιλείου της Ιερουσαλήμ μετά την έκτη Σταυροφορία

Ο Φρειδερίκος εισήλθε στην Ιερουσαλήμ στις 17 Μαρτίου 1229 και παρακολούθησε τελετή στην οποία φόρεσε το στέμμα την επόμενη μέρα. Είναι άγνωστο αν σκόπευε με αυτή τη τελετή να ενθρονιστεί στο θρόνο της Ιερουσαλήμ. Σε κάθε κάθε περίπτωση η απουσία του Πατριάρχη, Γεράλδου, κατέστησε την τελετή αμφισβητήσιμη. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το στέμμα που φορούσε ο Φρειδερίκος ήταν στην πραγματικότητα το αυτοκρατορικό, αλλά σε κάθε περίπτωση η διακήρυξη της εξοχότητάς του πάνω από την Ιερουσαλήμ ήταν μια προκλητική πράξη. Νομικά, στην πραγματικότητα ήταν απλά ο αντιβασιλέας της Ιερουσαλήμ μαζί με την γυναίκα του Ισαβέλα, για λογαριασμό του γιου του Κορράδου Δ΄ της Ιερουσαλήμ, ο οποίος γεννήθηκε λίγο πριν την αναχώρηση του Φρειδερίκου το 1228. Οι μητρικοί παππούδες του Κορράδου ήταν η Μαρία του Μομφερράτου και ο Ιωάννης του Μπριέν.

Κληρονομιά Επεξεργασία

Καθώς ο Φρειδερίκος είχε υποθέσεις στην πατρίδα, αναχώρησε από την Ιερουσαλήμ τον Μάιο. Το 1229 ο Πάπας αναίρεσε τον αφορισμό.

Η δεκαετής λήξη της Συνθήκης του Φρειδερίκου με τον αλ-Καμίλ οδήγησε τον Πάπας Γρηγόριος Θ΄ στο να προκηρύξει μια νέα σταυροφορία για να εξασφαλίσει τους Αγίους Τόπους στα χριστιανικά χέρια πέρα από το 1239.[8] Αυτό οδήγησε στη Σταυροφορία των βαρόνων, μια αποδιοργανωμένη υπόθεση που τελείωσε με σχετικά περιορισμένη υποστήριξη τόσο από τον Φρειδερίκο όσο και από τον Πάπα, αλλά ανέκτησε για τους Χριστιανούς περισσότερη γη απ'όση ανέκτησε η έκτη σταυροφορία.

Ο Φρειδερίκος είχε δημιουργήσει προηγούμενο, πετυχαίνοντας να κάνει μια επιτυχημένη σταυροφορία χωρίς παπική συμμετοχή. Πέτυχε στον σκοπό του και χωρίς μάχη, καθώς δεν είχε ανθρώπινο δυναμικό για να εμπλακεί σε μάχη με τους Αγιουβίδες. Αυτό οφειλόταν στη δέσμευση των Αγιουβιδών με την εξέγερση στη Συρία. Ορισμένοι μεταγενέστεροι βασιλιάδες ξεκίνησαν και εκείνοι σταυροφορίες, όπως ο Θεοβάλδος Α΄ της Ναβάρας (Σταυροφορία των βαρόνων), ο Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας (Έβδομη και Όγδοη Σταυροφορία), και ο Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας (Ένατη Σταυροφορία), επιδεικνύοντας μια διάβρωση της παπικής εξουσίας.

Στο στρατόπεδο των Αγουβιδών η συνθήκη επέτρεψε στον αλ-Καμίλ και τον αδερφό του αλ-Ασράφ Μουσά να επικεντρωθούν στην νίκη εναντίον του ανιψιού τους αν-Νασίρ Νταούντ (Κυβερνήτης της Δαμασκού), καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα του τον Ιούνιο του 1229, μετά από πολιορκία (1228-1229). Ο Νταούντ αφέθηκε υποτελής του αλ-Καμίλ και έγινε επικεφαλής της κτήσης του Κεράκ.

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Adrian J., Boas (2001). Jerusalem in the Time of the Crusades: Society, Landscape and Art in the Holy City Under Frankish Rule. London: Routledge. σελ. 1. ISBN 9780415230001. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2015. 
  2. Van Cleve 1972, p. 206.
  3. Van Cleve 1972, p. 207.
  4. Van Cleve 1972, p. 213.
  5. Wolff, Robert L. and Hazard, H. W., A History of the Crusades: Volume Two, The Later Crusades 1187–1311, The University of Wisconsin Press, Madison, 1977, pp. 455–457
  6. My Jerusalem: Essays, Reminiscences, and Poems. Edited by Salma Khadra Jayyusi, Zafar Ishaq Ansari. Page 332, note 42, quoting Joshua Prawer, "Minorities in the Crusader states" in A History of the Crusades (New York, 1964), 97; Steven Runciman, A History of the Crusades (London, 1965), 467; Karen Armstrong, A History of Jerusalem: One City, Three Faiths, HarperPerennial 2005, 198–299.
  7. Adrian J. Boas (2009). Jerusalem in the Time of the Crusades: Society, Landscape and Art in the Holy City under Frankish Rule. London: Routledge. σελ. 1. ISBN 9780415488754. Ανακτήθηκε στις 10 Μαΐου 2015. 
  8. Runciman, Steven, A History of the Crusades, Volume Three: The Kingdom of Acre and the Later Crusades, Cambridge University Press, London, 1951, pp. 211–212

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Sixth Crusade στο Wikimedia Commons