Ο στρατοπεδάρχης ήταν ελληνικός όρος για υψηλά ιστάμενους στρατιωτικούς διοικητές από τον 1ο αιώνα π.Χ. και μετά, ενώ έγινε κανονικό αξίωμα και αργότερα τιμητικός τίτλος κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ιστορία Επεξεργασία

Ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. στην Ελληνιστική Εγγύς Ανατολή. Η προέλευσή του όρου δεν είναι καθαρή, αλλά χρησιμοποιούταν ως μετάφραση σε κάποιες επιγραφές, για τη σύγχρονή θέση της Ρωμαϊκής λεγεώνας praefectus castrorum ("έπαρχος του στρατοπέδου")[1]. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ., ήταν σε χρήση, αν και όχι συχνά, με τη γενικότερη έννοια σαν λέξη που αναφερόταν σε στρατηγούς, δηλαδή τον παλιότερο τίτλο του στρατηγού[2]. Έτσι, στη Βίβλο (Πράξεις 28:16) χρησιμοποιείται για τον έπαρχο των πραιτορίων (praetorian prefect), τον διοικητή του στρατοπέδου της φρουράς της Πραιτοριανής Φρουράς στη Ρώμη, ενώ τον 4ο αιώνα, ο ιστορικός Ευσέβιος, γράφει για τον "στρατοπεδάρχη, τον οποίο οι Ρωμαίοι καλούν ντουξ"[3].

Στη μέση Βυζαντινή περίοδο (9ος -12ος αιώνας), ο όρος στρατόπεδον κατέληξε να σημαίνει περισσότερο το στρατό σε εκστρατεία, παρά το στρατόπεδο το ίδιο. Έτσι, ο όρος στρατοπεδάρχης ήταν σε χρήση περισσότερο με την έννοια του "επικεφαλής των επιχειρήσεων". Ο όρος απέκτησε τεχνική έννοια το 967, όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς (βασιλεία 963–969) ονόμασε τον ευνούχο Πέτρο στρατοπεδάρχη πριν τον στείλει με στρατό στην Κιλικία. Το Τακτικόν Οικονομίδη (που πήρε το όνομά του από το Βυζαντινολόγο Νικόλα Οικονομίδη) που γράφηκε λίγα χρόνια μετά, δείχνει την ύπαρξη δύο στρατοπεδαρχών, έναν στην Ανατολή (Ανατολία) και έναν στη Δύση (Βαλκάνια). Η διευθέτηση αυτή μοιάζει με εκείνη των δύο Δομέστικών των σχολών , γεγονός που οδήγησε τον Νικόλα Οικονομίδη να υποθέσει ότι το αξίωμα δημιουργήθηκε για να αντικαταστήσει το προηγούμενο αξίωμα, που ήταν περιορισμένο μόνο σε ευνούχους[4][5]. Κατά τους 11ο και 12ο αιώνες αυτή η οργάνωση δεν μαρτυρείτε πλέον. Ο στρατοπεδάρχης ήταν ένας από τους επίσημους τίτλους του διοικητή του επιτελείου του Βυζαντινού στρατού, και μαρτυρείτε σε πάρα πολλές περιπτώσεις σε σφραγίδες[4].

Ο τίτλος μέγας στρατοπεδάρχης καθιερώθηκε περίπου το 1255 από τον Αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρη (βασιλεία 1254–1258) για τον αρχί-υπουρχό και έμπιστό του Γεώργιο Μουζάλων[6]. Το Βιβλίο των Αξιωμάτων, μέσα του 14ου αιώνα του ψευτό-Κωδινού τοποθετεί τον μέγα στρατοπεδάρχη ως το έβδομο πιο ψηλό αξίωμα του Κράτους κάτω από τον Αυτοκράτορα, και μεταξύ του Πρωτοστάτορα και του Μέγα Προμικήριου. Ο Κωδινός ισχυρίζεται ότι ήταν υπεύθυνος για τις προμήθειες του στρατού, και βάζει τέσσερις κατώτερους στρατοπεδάρχες στις διαταγές του: οι μονοκάβαλλο, μονάδα ιππικού, οι τζαγγράτορες, βαλλιστροφόροι, οι τζάκωνες, (ή Τσάκωνες), βασιλική φρουρά που αρχικά απάρτιζαν πεζοναύτες, και μουρτάτοι, τους οποίους ο Κωδινός παρουσιάζει ως βασιλικούς φρουρούς, αλλά των οποίων ο ρόλος δεν είναι σαφής[4][7]. Στην πραγματικότητα όμως, κατά την Περίοδο των Παλαιολόγων ο [μέγας] στρατοπεδάρχης ήταν κατά πάσα πιθανότητα απλά αυλικός τίτλος, και δεν περιελάμβανε απαραίτητα στρατιωτικά διοικητικά καθήκοντα[4].

Ο ρόλος του Στρατοπεδάρχη τα σύγχρονα χρόνια Επεξεργασία

Ως "Στρατοπεδάρχης", καλείται ο αρχαιότερος αξιωματικός ενος Στρατοπέδου, ο οποίος αντικαθιστεί όταν είναι απών, τον Διοικητή του Στρατοπέδου. Τον ενημερώνει για το οτιδήποτε συμβαίνει εντός του χώρου ή λαμβάνει διαταγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν εντός του χώρου. Μπορεί ο αξιωματικός, πέρα από τον βαθμό του να αναφωνηθεί ως Κύριε Στρατοπεδάρχη.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Applebaum 1989, σελίδες 61–63.
  2. Kazhdan 1991, σελ. 1966.
  3. Eusebius, Ecclesiastical History, 9.5.2.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Kazhdan 1991, σελ. 1967.
  5. Oikonomides 1972, σελίδες 334–335
  6. Macrides 2007, σελ. 299.
  7. Bartusis 1997, σελίδες 272–279.

Πηγές Επεξεργασία