Συμφωνία Διαρκούς Ειρήνης (1686)

Η Συνθήκη Διαρκούς Ειρήνης (επίσης γνωστή ωςΣυνθήκη Αιώνιας Ειρήνης " ή απλώς Διαρκής Ειρήνη, ρωσικά: Вечный мир‎‎, λιθουανικά: Amžinoji taika‎‎ , πολωνικά: Pokój wieczysty‎‎, γνωστή στη στην πολωνική παράδοση ως Ειρήνη του Γκζιμουουτόφσκι, πολωνικά: Pokój Grzymułtowskiego‎‎) υπεγράφη μεταξύ του Βασιλείου της Ρωσίας και της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας στις 6 Μαΐου 1686 στη Μόσχα από τον βοεβόδα του Πόζναν, Κζίστοφ Γκζιμουουτόφσκι, τον καγκελάριο (kanclerz) της Λιθουανίας, Μαρτσιάν Ογκίνσκι (αντιπροσώπους της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας), και τον Ρώσο Κνιάζ Βασίλι Βασίλιεβιτς Γκολίτς. Οι δύο χώρες οδηγήθηκαν στη συνεργασία μετά από μια σημαντική γεωπολιτική παρέμβαση στην Ουκρανία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[1]

Η Πολωνική – Λιθουανική Κοινοπολιτεία μετά τη συνθήκη του 1686

Η Συνθήκη επιβεβαίωσε την προηγούμενη Συνθήκη του Ανδρούσοβο του 1667. [1] Αποτελείται από ένα προοίμιο και 33 άρθρα. Η Συνθήκη εξασφάλισε την Ρωσική κατοχή της αριστερής όχθης της Ουκρανίας και της δεξιάς όχθης στη πόλη του Κιέβου . [2] 146.000 ρούβλια έπρεπε να καταβληθούν στην Πολωνία ως αποζημίωση για την απώλεια της αριστεράς όχθης. Η περιοχή του κράτους της Ζαπορίζια, οι πόλεις Τσερνίχιβ, Στάραντούμπ (Стародуб), Σμολένσκ και τα περίχωρά του παραχωρήθηκαν επίσης στη Ρωσία, ενώ η Πολωνία διατήρησε στην επικράτεια την δεξιά όχθη της Ουκρανίας. Και τα δύο μέρη συμφώνησαν να μην υπογράψουν ξεχωριστή συνθήκη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με την υπογραφή αυτής της Συνθήκης, η Ρωσία έγινε μέλος του αντι-τουρκικού συνασπισμού, ο οποίος περιελάμβανε την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη Βενετία. Η Ρωσία δεσμεύθηκε να οργανώσει μια στρατιωτική εκστρατεία εναντίον της Χανάτου της Κριμαίας, η οποία οδήγησε σε Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1686-1700).

Η Συνθήκη ήταν μια μεγάλη επιτυχία για τη ρωσική διπλωματία. Συναντώντας ισχυρή αντίθεση στην Πολωνία, δεν επικυρώθηκε από τη Σέιμ (το κοινοβούλιο της Κοινοπολιτείας Πολωνίας-Λιθουανίας) έως το 1710. [2] [3] Η νομική εγκυρότητα της επικύρωσής της αμφισβητήθηκε. [4] Σύμφωνα με τον Γιάτσεκ Στατσέφσκι, η Συνθήκη δεν επιβεβαιώθηκε με ψήφισμα της Σέιμ μέχρι τη σύγκληση της Σέιμ για την διαδοχή του Θρόνου (1764) . [5]

Επέφερε μια καμπή στις σχέσεις Ρωσίας-Πολωνίας και έπαιξε μεγάλο ρόλο στον αγώνα των λαών της Ανατολικής Ευρώπης ενάντια στην τουρκική-ταταρική επιθετικότητα.  Στη συνέχεια, διευκόλυνε τη διαπάλη της Ρωσίας με τη Σουηδία για πρόσβαση στη Βαλτική Θάλασσα.

Τα σύνορα μεταξύ της Ρωσίας και της Κοινοπολιτείας που θεσπίστηκαν με τη Συνθήκη παρέμειναν σε ισχύ μέχρι τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας το 1772.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Ariel Cohen (1998). Russian Imperialism: Development and Crisis. Greenwood Publishing. σελ. 43. ISBN 978-0-275-96481-8. 
  2. 2,0 2,1 Jerzy Jan Lerski· Piotr Wróbel (1996). Historical dictionary of Poland, 966-1945. Greenwood Publishing Group. σελ. 183. ISBN 978-0-313-26007-0. 
  3. Norman Davies (1982). God's Playground, a History of Poland: The origins to 1795. Columbia University Press. σελ. 406. ISBN 978-0-231-05351-8. 
  4. Eugeniusz Romer, O wschodniej granicy Polski z przed 1772 r., w: Księga Pamiątkowa ku czci Oswalda Balzera, t. II, Lwów 1925, s. [355].
  5. Jacek Staszewski, August II Mocny, Wrocław 1998, p. 100.