Η σφαγή ή αλλιώς πογκρόμ των Λατίνων συνέβη στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τον Μάιο του 1182. Ήταν μια μεγάλης κλίμακας σφαγή των Ρωμαιοκαθολικών ή «Λατίνων» εμπόρων και των οικογενειών τους, οι οποίοι εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν στο θαλάσσιο εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη. Αν και ακριβείς αριθμοί δεν είναι διαθέσιμοι, το μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής κοινότητας, ο πληθυσμός της οποίας υπολογίζεται από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης σε 60.000 ανθρώπους[1], εξοντώθηκαν από τον εξαγριωμένο όχλο, ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Η Γενοβέζικη και η Πιζάνικη κοινότητα ιδιαίτερα αποδεκατίστηκαν, και περίπου 4.000 επιζώντες πουλήθηκαν ως σκλάβοι στους Τούρκους[2]. Η σφαγή επιδείνωσε περαιτέρω τις σχέσεις και αύξησε την εχθρότητα μεταξύ του Δυτικού και του Ανατολικού Χριστιανικού κόσμου και ακολούθησε μια σειρά εχθροπραξιών μεταξύ τους.

Χάρτης της Κωνσταντινούπολης. R. Janin, Constantinople Byzantine. Developpement urbain et repertoire topographique, 1950.

Υπόβαθρο Επεξεργασία

Από τα τέλη του 11ου αιώνα, Δυτικοί έμποροι, κυρίως από τις ιταλικές πόλεις-κράτη της Βενετίας, της Γένοβας και της Πίζας, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην Ανατολή. Πρώτοι ήσαν οι Ενετοί, οι οποίοι είχαν εξασφαλίσει μεγάλης κλίμακας εμπορικές παραχωρήσεις από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Μεταγενέστερες επεκτάσεις αυτών των προνομίων και η ναυτική ανικανότητα του Βυζαντίου εκείνο τον καιρό, οδήγησαν σε ένα εικονικό θαλάσσιο μονοπώλιο και ασφυκτική πίεση στην αυτοκρατορία από τους Ενετούς[3].

Ο εγγονός του Αλεξίου, ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός, που επιθυμούσε να μειώσει την επιρροή τους, άρχισε να μειώνει τα προνόμια της Βενετίας, ενώ σύναψε συμφωνίες με τους αντιπάλους της: Πίζα, Γένοβα και Αμάλφι[4]. Σταδιακά, οι τέσσερις πόλεις της Ιταλίας είχαν επίσης τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τη δική τους συνοικία στο βόρειο τμήμα της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, απέναντι από τον Κεράτιο κόλπο.

Η κυριαρχία των Ιταλών εμπόρων προκάλεσε οικονομική και κοινωνική αναταραχή στο Βυζάντιο: Επιτάχυνε την παρακμή των ανεξάρτητων γηγενών εμπόρων υπέρ των μεγάλων εξαγωγέων, οι οποίοι συνδέθηκαν με τους αριστοκράτες της γης, οι οποίοι με τη σειρά τους συγκέντρωναν όλο και πιο μεγάλα κτήματα[1]. Η κυριαρχία των Ιταλών εμπόρων, μαζί με την αισθητή αλαζονεία τους[α], τροφοδότησε τη λαϊκή δυσαρέσκεια μεταξύ των μεσαίων και κατώτερων τάξεων, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις[1].

Οι θρησκευτικές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, που είδαν η μια την άλλη ως σχισματική, επιδείνωσε ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Οι Ιταλοί αποδείχθηκαν ανεξέλεγκτοι από την αυτοκρατορική εξουσία: Το 1162, για παράδειγμα, από κοινού οι Πιζανοί με λίγους Ενετούς εισέβαλαν στη συνοικία των Γενουατών στην Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας μεγάλες ζημιές[1]. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ απέλασε στη συνέχεια τους περισσότερους από τους Γενουάτες και Πιζανούς από την πόλη, δίνοντας έτσι στους Ενετούς απεριόριστη ελευθερία κινήσεων για πολλά χρόνια[6].

Στις αρχές του 1171, όμως, όταν οι Ενετοί επιτέθηκαν και κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό την συνοικία των Γενουατών στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ανταπέδωσε, διατάζοντας τη μαζική σύλληψη όλων των Ενετών σε όλη την αυτοκρατορία και τη δήμευση της περιουσίας τους[1]. Μια μετέπειτα ενετική εκστρατεία στο Αιγαίο απέτυχε: Μια άμεση επίθεση ήταν αδύνατη λόγω της ισχύος των βυζαντινών δυνάμεων, και οι Ενετοί συμφώνησαν σε διαπραγματεύσεις, που ο αυτοκράτορας Μανουήλ οδήγησε σε αδιέξοδο σκόπιμα. Καθώς οι συνομιλίες τραβούσαν σε μάκρος τον χειμώνα, ο ενετικός στόλος περίμενε στη Χίο, μέχρι που ένα ξέσπασμα πανούκλας τον ανάγκασε να αποσυρθεί[7].

Οι Ενετοί και η αυτοκρατορία παρέμειναν σε πόλεμο, με τους Ενετούς να αποφεύγουν συνετά την άμεση αντιπαράθεση, αλλά να χρηματοδοτούν τις εξεγέρσεις των Σέρβων, να πολιορκούν την Ανκόνα, το τελευταίο προπύργιο του Βυζαντίου στην Ιταλία, και να υπογράφουν μια συνθήκη με το Νορμανδικό Βασίλειο της Σικελίας[8].

Οι σχέσεις έφτασαν σταδιακά στα φυσιολογικά επίπεδα: Υπάρχουν ενδείξεις μιας συνθήκης στο 1179[9], αν και μια πλήρης αποκατάσταση των σχέσεων θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο στα μέσα του 1180[10]. Εν τω μεταξύ, οι Γενουάτες και οι Πιζανοί επωφελήθηκαν από τη διαμάχη με τη Βενετία, και από 1180, εκτιμάται ότι ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη έως και 60.000 Λατίνοι[1].

Ο θάνατος του Μανουήλ Α' και η σφαγή Επεξεργασία

Μετά το θάνατο του Μανουήλ το 1180, η χήρα του, η Λατίνα πριγκίπισσα Μαρία της Αντιόχειας, ενήργησε ως αντιβασίλισσα στο γιο της Αλέξιο Β' Κομνηνό. Η αντιβασιλεία της ήταν διαβόητη για την ευνοιοκρατία που έδειξε στους Λατίνους εμπόρους και τους μεγάλους αριστοκράτες γαιοκτήμονες, και ανατράπηκε τον Απρίλιο του 1182 από τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό, ο οποίος εισήλθε στην πόλη σε ένα κύμα λαϊκής υποστήριξης[1][11]. Όμως, ο Ανδρόνικος διέδωσε τη φήμη ότι οι Λατίνοι της πρωτεύουσας σκέφτονταν να επιτεθούν στους Έλληνες, οπότε όχλος εισήλθε στη Λατινική συνοικία της πόλης κι άρχισε να επιτίθεται στους κατοίκους[12]. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε τη βοήθεια του στρατού της επαρχίας, τον οποίο παρακινούσε ο Ανδρόνικος Κομνηνός που απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας[13]. Σπίτια, εκκλησίες και φιλανθρωπικά ιδρύματα λεηλατήθηκαν[14]. Το έξαλλο πλήθος λεηλάτησε κι έκαψε τα πάντα, έσφαξε κληρικούς και λαϊκούς, γυναίκες και παιδιά, ακόμα και τους γέρους και τους αρρώστους των νοσοκομείων[12].

Πολλοί είχαν προβλέψει τα γεγονότα και διέφυγαν από τη θάλασσα[2]. Λατίνοι κληρικοί έλαβαν ιδιαίτερη προσοχή, και ο Καρδινάλιος Ιωάννης, ο παπικός απεσταλμένος, αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του σύρθηκε στους δρόμους στην ουρά ενός σκύλου[2][15].

Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός δεν είχε καμία ιδιαίτερη αντι-Λατινική στάση, επέτρεψε να προχωρήσει ανεξέλεγκτα η σφαγή[16]. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ανδρόνικος καθαιρέθηκε και παραδόθηκε στον όχλο της Κωνσταντινούπολης, και βασανίστηκε και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες στον Ιππόδρομο από Λατίνους στρατιώτες.

Αντίκτυπος Επεξεργασία

Η σφαγή επιδείνωσε περαιτέρω την εικόνα των Ελλήνων στη Δύση. Οι σχέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τη Βενετία αποκαταστάθηκαν μόνο με την πτώση του Ανδρονίκου από τον θρόνο το 1185 και την άνοδο στην εξουσία των Αγγέλων[13]. Τακτικές εμπορικές συμφωνίες επαναλήφθηκαν μετά από διακοπή ανάμεσα στο Βυζάντιο και τα Λατινικά κράτη, όμως η υποκείμενη εχθρότητα θα παρέμενε, οδηγώντας σε μια σπειροειδή αλυσίδα εχθροπραξιών: Τρία χρόνια αργότερα, μια εκστρατεία Νορμανδών υπό τον Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας το 1185 λεηλάτησε τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας, και «εκδικήθηκε ανελέητα την απόπειρα του 1182»[12][17] με σφαγές, βιαιοπραγίες και εξευτελισμούς των γηγενών και βεβήλωση των εκκλησιών τους[β]. Παράλληλα, οι Γερμανοί αυτοκράτορες Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα και Ερρίκος ΣΤ΄ (γιος του) απείλησαν και οι δυο να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη[17].

Αυτές οι αμοιβαίες βιαιότητες έκαναν βαθύτερο το χάσμα ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Δύση[12].

Η επιδείνωση της σχέσης κορυφώθηκε με τη βίαιη λεηλασία της πόλης της Κωνσταντινούπολης από την Τέταρτη Σταυροφορία το 1204, η οποία οδήγησε στη μόνιμη αποξένωση των Ανατολικών Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

Η ίδια η σφαγή ωστόσο παραμένει σχετικά ασαφής, και ο Ρωμαιοκαθολικός ιστορικός Warren Carroll αναφέρει ενδεικτικά ότι οι συνάδελφοι του που γράφουν αγανακτισμένοι για την έκβαση της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204, σπάνια αναφέρουν την σφαγή των Λατίνων το 1182[15].

Υποσημειώσεις και παραπομπές Επεξεργασία

Υποσημειώσεις Επεξεργασία

  1. «Περιφρονώντας τους Έλληνες, όπως έκαναν, μερικοί Βενετοί δεν έβλεπαν για ποιο λόγο θα έπρεπε να δεσμεύονται από τους νόμους τους και να δικάζονται από τους δικαστές τους» (Despising the Greeks as they did, some Venetians saw no reason why they should be bound by their laws and judged by their magistrates[5]).
  2. «Όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη υποχρέωσαν τους Βυζαντινούς να ξυριστούν και να κουρευτούν κατά τον λατινικό συρμό και σε όσους δεν συμμορφώθηκαν τους τραβούσαν τα μαλλιά και τα γένια[18] και «απο­καλούσαν τους Θεσσαλονικείς διαβόλους[19]». «Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης για να δείξει τις ιεροσυλίες των Νορμανδών αναφέρει ότι οι κατακτητές κατούρησαν στα καντήλια των εκκλησιών και τα χρησιμοποίησαν ως ποτήρια[20]».

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Cambridge Illustrated, σελίδες 506–508.
  2. 2,0 2,1 2,2 Nicol 1992, σελ. 107.
  3. Birkenmeier 2002, σελ. 39.
  4. Nicol 1992, σελ. 94.
  5. Nicol 1992, σελ. 92.
  6. Nicol 1992, σελ. 95.
  7. Nicol 1992, σελίδες 97-99.
  8. Nicol 1992, σελ. 100.
  9. Nicol 1992, σελ. 101.
  10. Nicol 1992, σελίδες 82-83.
  11. Nicol 1992, σελ. 106.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Diehl 2011, σελ. 290.
  13. 13,0 13,1 Μαλτέζου 1997, σελ. 524.
  14. Vasiliev 1958, σελ. 446.
  15. 15,0 15,1 Carroll 1993, σελίδες 157, 131.
  16. Harris 2006, σελίδες 111-112.
  17. 17,0 17,1 Fine 1994, σελ. 60.
  18. Γουναρίδης 1994, σελ. 163.
  19. Γουναρίδης 1994, σελ. 166.
  20. Γουναρίδης 1994, σελ. 165.

Πηγές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία