Τζοβάννι Πατσίνι

Ιταλός συνθέτης της όπερας

Ο Τζοβάννι Πατσίνι (Giovanni Pacini, 17 Φεβρουαρίου 17966 Δεκεμβρίου 1867) ήταν Ιταλός συνθέτης, γνωστός κυρίως για τις πολλές όπερες που συνέθεσε. Γεννήθηκε στην Κατάνια της Σικελίας και ήταν γιος του τραγουδιστή όπερας (κωμικού βαθύφωνου) Λουίτζι Πατσίνι (1767-1837), ο οποίος θα εμφανιζόταν αργότερα στις πρεμιέρες πολλών από τις όπερες του γιου του. Η οικογένεια καταγόταν από την Τοσκάνη.

Τζοβάννι Πατσίνι
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση17  Φεβρουαρίου 1796[1][2][3] ή 11  Φεβρουαρίου 1796[4]
Κατάνια[5][4]
Θάνατος6  Δεκεμβρίου 1867[1][2][3]
Πέσα[4]
Τόπος ταφήςναός του Αγίου Βαρθολομαίου και Ανδρέα στην Πέσια[6]
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Ιταλίας (1861–1867)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά[7]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης
αρχιμουσικός εκκλησιαστικής μουσικής[4]
καθηγητής[4]
Αξιοσημείωτο έργοMaria, regina d'Inghilterra
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι πρώτες 25 περίπου όπερες του Πατσίνι γράφτηκαν όταν ο Τζοακίνο Ροσσίνι κυριαρχούσε στην ιταλική όπερα. Αλλά οι όπερες του Πατσίνι ήταν «μάλλον επιφανειακές», γεγονός που, αργότερα, παραδέχθηκε με ειλικρίνεια στα Απομνημονεύματά του.[8] Για μερικά χρόνια κατείχε τη θέση του διευθυντή του Θεάτρου Σαν Κάρλο στη Νάπολη. Αργότερα, αποσυρμένος στο Βιαρέτζιο για να ιδρύσει σχολή μουσικής, ο Πατσίνι πήρε χρόνο για να αξιολογήσει την κατάσταση της όπερας στην Ιταλία και, κατά τη διάρκεια μιας πενταετούς περιόδου κατά την οποία σταμάτησε να συνθέτει, εξέφρασε τις απόψεις του στα απομνημονεύματά του. Όπως ο Σαβέριο Μερκαντάντε, ο οποίος επίσης επανεκτίμησε τη δύναμη και τις αδυναμίες αυτής της περιόδου στην όπερα, έτσι και ο Πατσίνι άλλαξε το στιλ του, αλλά γρήγορα επισκιάσθηκε από την αυξανόμενη επιρροή του Τζουζέπε Βέρντι στην ιταλική οπερατική σκηνή και πολλές από τις όπερες του φάνηκαν να είναι «ντεμοντέ», και σπάνια παρουσιάστηκαν εκτός της Ιταλίας.[9] Το έργο του Πατσίνι είναι σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένη σήμερα, αν και υπάρχουν κάποιες ηχογραφήσεις του.

Σταδιοδρομία Επεξεργασία

Σε όλη τη ζωή του ο Πατσίνι συνέθεσε περίπου 74 όπερες, μια εκτίμηση μικρότερη από παλαιότερες, που έδιναν 80 έως 90, καθώς έχει πλέον βεβαιωθεί ότι πολλές ήταν απλώς εναλλακτικοί τίτλοι άλλων έργων. Γράφηκε ότι «λίγο νοιαζόταν για την αρμονία και την ενορχήστρωση»[10], κάτι που συνδέεται με το αποφθεγματικό σχόλιο που είχε εκφράσει ο Ροσσίνι για αυτόν: «Ο Θεός να μας βοηθούσε αν ήξερε μουσική. Κανένας μας δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί».[11] Ο Πατσίνι ανεγνώριζε σαφώς τα δυνατά χαρακτηριστικά της συνθέσεως του Ροσσίνι και την κυριαρχία του εκείνη τη χρονική περίοδο: «Ο καθένας ακολουθούσε την ίδια σχολή, τις ίδιες μόδες, και ως αποτέλεσμα ήσαν όλοι μιμητές του μεγάλου αστέρα ... Εάν εγώ ήμουν ακόλουθος του μεγάλου ανδρός από το Πέζαρο, το ίδιο ήταν και όλοι οι άλλοι.»[12]

 
Η τελευταία σκηνή της όπερας Η τελευταία ημέρα της Πομπηίας με σκηνικό ζωγραφισμένο από τον Αλεσσάντρο Σανκουίρικο

Μετά την αποδημία του Ροσσίνι στο Παρίσι το 1824, ο Πατσίνι και οι σύγχρονοί του (Μάιερμπεερ, Βακκάι, Κότσια, Μπελλίνι, Ντονιτσέττι, Μερκαντάντε και αδελφοί Ρίτσι) άρχισαν να μεταβάλλουν τη φύση της ιταλικής όπερας και έδωσαν νέα κατεύθυνση στο μπελ κάντο. Η ενορχήστρωση έγινε βαρύτερη, η κολορατούρα μειώθηκε, ιδίως στις ανδρικές φωνές, και δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στο λυρικό πάθος. Εκτός από εξαιρέσεις, οι ρομαντικοί πρώτοι ρόλοι γράφονταν πλέον για φωνή τενόρου. Οι ρόλοι των «κακών» έγιναν μπάσοι ή αργότερα βαρύτονοι (ενώ συχνά ήταν τενόροι στον Ροσσίνι). Με τον καιρό, πολύ μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στη θεατρική πλευρά της όπερας.

Ο ρόλος του Πατσίνι στο να επέλθουν αυτές οι αλλαγές αρχίζει να αναγνωρίζεται μόλις τώρα, υπό το φως και της αναβιώσεως δύο έργων-κλειδιών: της όπερας του Βακκάι Ιουλιέττα και Ρωμαίος και της όπερας του Πατσίνι Η τελευταία ημέρα της Πομπηίας, που γράφτηκαν το 1825.

Η επιτυχία πολλών από τις ελαφρότερες όπερες του Πατσίνι, ιδίως των Ο βαρόνος του Ντόλσαϊμ, Η πιστή σύζυγος και Η σκλάβα στη Βαγδάτη (και οι τρεις συντέθηκαν από το 1818 μέχρι το 1820) κατέστησε τον Πατσίνι έναν από τους πλέον εξέχοντες συνθέτες στην Ιταλία. Η θέση του ενισχύθηκε από τις άμεσες επιτυχίες που σημείωσαν δύο ακόμα όπερές του, Ο Μέγας Αλέξανδρος στις Ινδίες (Alessandro nelle Indie, Νάπολη 1824, αναθεωρ. Μιλάνο 1826) και η Αματσίλια (Νάπολη 1824, αναθεωρ. Βιέννη 1827), καθώς και η προαναφερθείσα Η τελευταία ημέρα της Πομπηίας.

 
Οι θυγατέρες του Πατσίνι, Τζοβαννίνα και Αματσίλια, το 1832. Πίνακας του Καρλ Μπριουλόφ.

Στον Μέγα Αλέξανδρο στις Ινδίες ο επώνυμος ρόλος δημιουργήθηκε από έναν βαρύτονο τενόρο, τον Αντρέα Νοτσάρι (Andrea Nozzari, 1776-1832), αλλά στην αναθεώρηση του Μιλάνου ερμηνεύθηκε σε υψηλότερες οκτάβες από τον Τζοβάννι Νταβίντ, δείχνοντας την επιθυμία του Πατσίνι να ακολουθήσει μια νέα κατεύθυνση. Η όπερα Οι Άραβες στη Γαλατία (Μιλάνο 1827) έφθασε σε πολλές από τις σημαντικότερες σκηνές του κόσμου και υπήρξε η πρώτη του όπερα που εκτελέσθηκε στις ΗΠΑ. Στην Ιταλία «ανέβαινε» συχνότατα και μόλις το 1830 η πρώτη επιτυχία του Μπελλίνι, Ο πειρατής (επίσης έργο του 1827) ξεπέρασε τους `Αραβες στη Γαλατία σε αριθμό παραστάσεων στη Σκάλα του Μιλάνου. Αν και αυτό δεν έχει συνειδητοποιηθεί γενικά, ήταν ο Πατσίνι και όχι ο Ντονιτσέττι ή ο Μπελλίνι, αυτός που ανταγωνιζόταν σκληρότερα από πλευράς εμπορικής επιτυχίας τον Ροσσίνι σε όλη τη δεκαετία 1820-1830.

Ακολούθησαν πολλές όπερες που σήμερα είναι σχεδόν εντελώς ξεχασμένες. Μία από αυτές, Ο κουρσάρος (Ρώμη 1831) ερμηνεύθηκε μετά από 173 χρόνια, το 2004, αν και μόνο με συνοδεία πιάνου. Αυτό το έργο διαφέρει σε πολλά από την ομώνυμη μεταγενέστερη όπερα του Βέρντι. Ο επώνυμος ρόλος του Κορράδου γράφτηκε για να ερμηνεύεται από musico (γυναίκα που υποδυόταν τον άνδρα) κοντράλτο, ενώ ο «κακός» Σαΐντ είναι τενόρος.

Ωστόσο, ο Μπελλίνι πρώτα και κατόπιν ο Ντονιτσέττι ξεπέρασαν σε φήμη τον Πατσίνι. Πολλές από τις ύστερες όπερες του Πατσίνι, όπως ο Carlo di Borgogna το 1835, υπήρξαν αποτυχίες. Ο ίδιος ο Πατσίνι υπήρξε ο πρώτος που ανεγνώρισε την ήττα του στα απομνημονεύματά του: «Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι πρέπει να αποσυρθώ από τον χώρο. Ο Μπελλίνι, ο θεϊκός Μπελλίνι, με έχει ξεπεράσει.»[12] Ωστόσο ο Μπελλίνι απεβίωσε σε ηλικία μόλις 34 ετών, το 1835, οπότε λίγα χρόνια αργότερα ο Πατσίνι ξανάρχισε να συνθέτει και, μετά από μία ακόμη αποτυχία, απόλαυσε τον μεγαλύτερο θρίαμβό του με την όπερα Σαπφώ (Saffo, Νάπολη 1840).

Μετά τη Σαπφώ, ο Πατσίνι εισήλθε σε μία ακόμα χρονική περίοδο υπεροχής. Εκτός από τον θάνατο του Μπελλίνι, ο Ντονιτσέττι είχε αναχωρήσει για το Παρίσι, ενώ οι μεγάλες επιτυχίες του Μερκαντάντε ανήκαν στο παρελθόν. Ο μόλις τότε ανερχόμενος Βέρντι ήταν ο μόνος που μπορούσε να τον συναγωνισθεί. Οι επιτυχίες του Πατσίνι αυτή την περίοδο περιλαμβάνουν τις όπερες La fidanzata corsa (Νάπολη 1842), Maria, regina d'Inghilterra (Παλέρμο 1843), Μήδεια (Παλέρμο 1843, με αρκετές μετέπειτα αναθεωρήσεις, η τελευταία των οποίων πρωτοπαρουσιάσθηκε στη Νάπολη το 1853), Lorenzino de' Medici (Βενετία 1845), Bondelmonte (Φλωρεντία 1845), Stella di Napoli (Νάπολη 1845) και Η Βασίλισσα της Κύπρου (Τορίνο 1846). Η όπερα Allan Cameron (Βενετία 1848) είναι αξιοσημείωτη επειδή ασχολείται με τη νεανική ηλικία του βασιλιά Καρόλου Β΄ της Αγγλίας. Ο Βέρντι καθιερώθηκε την ίδια δεκαετία με τα έργα Ναμπούκο, Οι Λομβαρδοί και Ερνάνης, ξεπερνώντας τον Πατσίνι.

Αυτή η περίοδος ακολουθήθηκε από μία μακρά αλλά αργή παρακμή, που απαλύθηκε μόνο από τις μέτριες επιτυχίες των La punizione (Βενετία 1854), Il saltimbanco (Ρώμη 1858) και Niccolò de' Lapi (Φλωρεντία 1873).

Ο Πατσίνι πέθανε στην Πέσια της Τοσκάνης, σε ηλικία 71 ετών. Δημιούργησε μεγάλο όγκο μουσικής υψηλού διαμετρήματος. Οι πάνω από 70 όπερές του υπερβαίνουν σε αριθμό ακόμα και εκείνες του Ροσσίνι (41 όπερες) και του Χαίντελ (43). Μαζί με τον Ντονιτσέττι θα παραμείνει στην ιστορία της μουσικής ως ένας από τους παραγωγικότερους συνθέτες όπερας που έζησαν ποτέ.


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb147967187. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 116014660. Ανακτήθηκε στις 16  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Giovanni-Pacini. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 2830. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2015.
  6. 6,0 6,1 www.findagrave.com/memorial/73419400/giovanni-pacini.
  7. CONOR.SI. 106226275.
  8. Rose 2001, στον Holden, σελ. 650
  9. Rose 2001, στον The New Penguin Opera Guide, σελ. 650
  10. Rose 2001, στον The New Penguin Opera Guide, σελ. 650
  11. Rose 2001, στον The New Penguin Opera Guide, σελ. 650
  12. 12,0 12,1 Pacini 1875, αναφ. στον Budden, σελ. 9

Πηγές Επεξεργασία

  • Balthazar, Scott L.; Michael Rose: το λήμμα «Pacini, Giovanni» στο The New Grove Dictionary of Opera, τόμ. 3, σσ. 808-812, Macmillan Publishers, Inc., Λονδίνο 1998
  • Budden, Julian: The Operas of Verdi, τόμ. 1, εκδ. Cassell, Λονδίνο 1984, ISBN 0-304-31058-1
  • Capra, Marco (2003). Intorno a Giovanni Pacini. Pisa: Edizioni ETS. 
  • Kaufman, Tom (Θέρος 2000). «Giovanni Pacini--A Composer for the Millennium». Opera Quarterly 16 (3). doi:10.1093/oq/16.3.349. 
  • Pacini, Giovanni (1875). Le mie memorie artistiche (2η έκδοση). Sala Bolognese: Arnaldo Forni. 
  • Rose, Michael (2001), στο The New Penguin Opera Guide, επιμ. Amanda Holden, εκδ. Penguin Putnam, Νέα Υόρκη 2001, ISBN 0-140-29312-4, σσ. 649-650

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία