Τσαλαπετεινός

είδος πτηνού

Ο τσαλαπετεινός είναι κορακιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Εποπιδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Upupa epops και περιλαμβάνει 8 υποείδη.[1]

Τσαλαπετεινός
Ενήλικος τσαλαπετεινός (υποείδος U. e. epops)
Ενήλικος τσαλαπετεινός (υποείδος U. e. epops)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Κορακιόμορφα (Coraciiformes)
Οικογένεια: Εποπίδες (Upupidae)
Γένος: Έποψ (Upupa) (Linnaeus, 1758) F
Είδος: U. epops
Διώνυμο
Upupa epops (Έποψ ο γνήσιος)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Upupa epops africana
Upupa epops ceylonensis
Upupa epops epops [i]
Upupa epops longirostris
Upupa epops major
Upupa epops marginata
Upupa epops senegalensis
Upupa epops waibeli

Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την Ευρώπη, απαντάται το υποείδος Upupa epops epops (Linnaeus, 1758).[1][2]

Ο τσαλαπετεινός αποτελεί μία απο τις χαρακτηριστικότερες «φιγούρες» της ελληνικής -και ευρωπαϊκής- ορνιθοπανίδας που, με τα ιδιαίτερα μορφολογικά του χαρακτηριστικά, δεν συγχέεται με κανένα άλλο πτηνό (απαραγνώριστο είδος, indistinguishable). Ωστόσο, λόγω ακριβώς αυτού του ιδιόμορφου παρουσιαστικού του, έχει υποστεί εξαιρετικά μεγάλη πίεση από τους λαθροθήρες, κυρίως με σκοπό την ταρίχευση.

Ονοματολογία Επεξεργασία

Η ονοματολογία του πτηνού παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Τόσο η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους Upupa, όσο και η αντίστοιχη ελληνική Έποψ, θεωρούνται παράγωγα ονοματοποιίας. Συγκεκριμένα πρόκειται για την κραυγή του πουλιού (βλ. Φωνή), έτσι όπως αποδόθηκε λεκτικά και μαρτυρήθηκε από τους αρχαίους κωμικούς: εποποί, ποποπό.[3][4] Πράγματι, η απόδοση αυτή και άλλες, ηχητικά παρόμοιες, βρίσκονται στα κείμενα θεατρικών έργων με κυριότερο τους Όρνιθες του Αριστοφάνη. Η λέξη είναι αναλογικός σχηματισμός προς τις λέξεις μέρ-οψ «μελισσοφάγος», δρύ-οψ «δρυοκολάπτης», κ.ο.κ.

Αλλά και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εμφανίζεται το ίδιο φαινόμενο της ονοματοποιίας: αρμεν. popop, λεττον. pupukis, γαλλ. huppe, ιταλ. upupa, κ.λ.π.[3][5]

  • Στην κορυφαία σύγχρονη μεταφορά του έργου του Αριστοφάνη, Όρνιθες (1959), σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η απόδοση του Βασίλη Ρώτα, είναι αποδεικτική της ετυμολογίας του πτηνού. Ο Ρώτας «παίζει» με την αρχαία λέξη, προσπαθώντας να τη συνδυάσει με αντίστοιχη σύγχρονη, έτσι ώστε να μπορεί να μελοποιηθεί από τον Χατζιδάκι. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: «Πού, πού, πού, πού, πού, πού΄ναι αυτός που μας εκάλεσε; Πού, πού, πού, πού, σε ποιο μέρος βόσκει;...» (Πάροδος/Είσοδος και επίθεση των πουλιών). Αλλά και η δεύτερη, μόλις, σκηνή της παράστασης επονομάζεται «Προσκλητήριο του Έποπα».[6]

Η λαϊκή ελληνική ονομασία του πτηνού έχει την εξής ετυμολογία: [ΕΤΥΜΟΛ. τσαλαπετεινός < τσαλί (τουρκ. çali) «θάμνος, φρύγανο», «φρύγανο που χρησιμεύει ως προσάναμμα» [7]+ πετεινός],[8] δηλ. τσαλαπετεινός = κόκορας των θάμνων (!)

Συστηματική ταξινομική Επεξεργασία

Η συστηματική ιεράρχηση του πτηνού, περιλαμβάνει μονοτυπικά taxa, από το επίπεδο της οικογένειας μέχρι το επίπεδο του είδους. Κάποιοι, μάλιστα, ερευνητές θεωρούν ότι, πρέπει και η οικογένεια Εποπίδες (Upupidae) να ταξινομηθεί σε δική της -μονοτυπική- τάξη, την Εποπόμορφα (Upupiformes),[9] κάτι που δεν έχει γίνει αποδεκτό, τουλάχιστον προς το παρόν.

Έτσι, ο τσαλαπετεινός εξακολουθεί να κατατάσσεται στα Κορακιόμορφα Coraciiformes, όπου περιλαμβάνονται επίσης οι αλκυόνες, οι μελισσοφάγοι, οι χαλκοκουρούνες, κ.α. Στενή σχέση μεταξύ του τσαλαπετεινού και των αφρικανικών πτηνών της οικογένειας Phoeniculidae υποστηρίζεται από τη μοναδική φύση του ακουστικού αναβολέα τους.[10]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1758, από τον Λινναίο στη Σουηδία), στο έργο του Systema Naturae με τη σημερινή του ονομασία.[11][12] Τα καταγεγραμμένα απολιθώματα του είδους είναι πολύ ελλιπή, με τα παλαιότερα να προέρχονται από το Τεταρτογενές.[13] Τα απολιθώματα των συγγενικών ειδών είναι παλαιότερα, με εκείνα της οικογένειας Phoeniculidae να χρονολογούνται από το Μειόκαινο, ενώ εκείνα της -εξαφανισμένης σήμερα- συγγενικής οικογένειας, Messelirrisoridae, από το Ηώκαινο.[9]

Είναι το μοναδικό σωζόμενο μέλος της οικογένειας, αν και ορισμένοι ερευνητές θεωρούν κάποια από τα υποείδη ως ξεχωριστά είδη (βλ. Πίνακα κατανομής υποειδών). Κάποτε υπήρχε και δεύτερο, ευρέως αποδεκτό είδος, ο Τσαλαπετεινός της Αγίας Ελένης (Upupa antaios), που ζούσε στο νησί της Αγίας Ελένης, αλλά εξαφανίστηκε τον 16ο αιώνα, προφανώς εξ αιτίας εισαχθέντων ξενικών ειδών.[13]

Γεωγραφική κατανομή Επεξεργασία

 
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Hirundo rustica (Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό), Πορτοκαλί = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης)

Ο τσαλαπετεινός είναι είδος του Παλαιού Κόσμου που ζει και αναπαράγεται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Οι πληθυσμοί των δύο πρώτων ηπείρων είναι πλήρως μεταναστευτικοί, ενώ της Αφρικής, καθιστικοί (επιδημητικοί).[14]

Συγκεκριμένα, οι τσαλαπετεινοί έρχονται στην Ευρώπη τα καλοκαίρια για να αναπαραχθούν, σε όλες τις χώρες νότια της Σκανδιναβίας και της Ιρλανδίας, με εξαίρεση κάποιους πληθυσμούς στο νότο της Ιβηρικής Χερσονήσου που παραμένουν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ως επιδημητικοί.

Στην Ασία, τα εκεί υποείδη, επίσης αναπαράγονται τα καλοκαίρια σε μία ευρύτατη ζώνη από τη Ν. Ρωσία και κάτω, από την Εγγύς Ανατολή στα δυτικά, μέχρι τη Σινική Θάλασσα στα ανατολικά, ενώ μεγάλοι πληθυσμοί στην ινδική υποήπειρο και τη ΝΑ. Ασία, είναι καθιστικοί.

Η Αφρική, τέλος, αποτελεί επικράτεια αναπαραγωγής και διαχείμασης, εκτός από τη ζώνη της Σαχάρας και τα πυκνά δάση της Κ. και ΚΔ. ηπείρου.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Upupa epops africana Κ και Ν Ζαΐρ και Ουγκάντα, ανατολικά προς Κ Κένυα και νότια προς Νότια Αφρική μέχρι το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος Κάποιοι ερευνητές το αναβαθμίζουν σε ξεχωριστό είδος [15] βασιζόμενοι στον έντονο κόκκινο-καφέ χρωματισμό του πτερώματος και στην ποσότητα του λευκού χρώματος στις πτέρυγες
2 Upupa epops ceylonensis Πεδιάδες του Πακιστάν και πρόποδες των Ιμαλαΐων, νότια προς Ινδία και Σρι Λάνκα και ανατολικά προς Μπανγκλαντές Μικρότερο από το 3, πιο καφεκόκκινο στο πτέρωμα και χωρίς λευκό χρώμα στο λοφίο
3 Upupa epops epops Ευρώπη (από τα Κανάρια και ανατολικότερα, ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, ΒΔ Λιβύη), ανατολικά προς Μικρά Ασία, Εγγύς Ανατολή, Ν και Α Σιβηρία, Β και Α Κίνα, νότια μέχρι τα υψίπεδα του Θιβέτ στη ΒΔ Ινδία Αφρική, Ν και Α Ασία Είναι το ευρωπαϊκό και κύριο ασιατικό υποείδος
4 Upupa epops longirostris Ασσάμ και Μπανγκλαντές, ανατολικά προς Ν Κίνα και νότια προς Ινδοκίνα και τη Χερσόνησο της Μαλαισίας Μεγαλύτερο από το 3 και με πιο ανοιχτόχρωμο καστανοκόκκινο πτέρωμα
5 Upupa epops major Αίγυπτος, Β Σουδάν και Α Τσαντ (Ενεντί) Ενδημικό στην περιοχή, ιδιαίτερα στις οάσεις του Νείλου Μεγαλύτερο από το 3, με μακρύτερο ράμφος, στενότερη λευκή λωρίδα ουράς και πιο γκρίζα κάτω μέρη
6 Upupa epops marginata Β, Δ και Ν Μαδαγασκάρη Ενδημικό στη νήσο Κάποιοι ερευνητές το αναβαθμίζουν σε ξεχωριστό είδος, βασισμένοι, κυρίως, στη διαφορετική του φωνή.[16] Μεγαλύτερο και πολύ πιο ανοικτόχρωμο από το 1, με λιγότερο λευκό στην ουρά
7 Upupa epops senegalensis Ν Αλγερία (Αχαγκάρ) και στην ξηρή ζώνη από τη Σενεγάλη στα δυτικά μέχρι την Αιθιοπία και τη Σομαλία στα ανατολικά Μικρότερο από το 3, με μικρότερες πτέρυγες, πιο ανοικτόχρωμο, με το λευκό στα πρωτεύοντα ερετικά φτερά πιο πλατύ.
8 Upupa epops waibeli Καμερούν και Β Ζαΐρ, ανατολικά προς Ουγκάντα και ΒΔ Κένυα Μεγαλύτερο και πιο σκουρόχρωμο από τα 1 και 7. Διαβιοί σε περισσότερο «κλειστά», δασικά περιβάλλοντα

Πηγές:[1][12][17] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά Επεξεργασία

Όπως φαίνεται στον πίνακα κατανομής υποειδών, ο τσαλαπετεινός είναι σε άλλα τμήματα της επικρατείας του καθιστικό και σε κάποια άλλα, πλήρως μεταναστευτικό είδος, ενώ δύο υποείδη θεωρούνται ενδημικά. Λίγα άτομα έχουν αναφερθεί να αναπαράγονται στη Ν. Αγγλία,[18] κατά τη διάρκεια θερμών, ξηρών καλοκαιριών με αφθονία τροφής (έντομα).[19]

Το ευρωπαϊκό υποείδος μεταναστεύει σχεδόν καθολικά στη ζώνη σαβάνας νότια της Σαχάρας. Στην Ανατολική Αφρική, το εκεί υποείδος διαχειμάζει σε οροπέδια μέχρι τα 3500 μέτρα. Μικροί πληθυσμοί (νότια Ισπανία, Βαλεαρίδες Νήσοι και Σικελία) διαχειμάζουν στην περιοχή αναπαραγωγής. Στην Κ. Ευρώπη, η φθινοπωρινή αποδημία αρχίζει στα τέλη Ιουλίου, με κορύφωση στα μέσα Αυγούστου. Οι τσαλαπετεινοί ταξιδεύουν κυρίως μοναχικά και κατά τις βραδινές ώρες. Τα πρώτα πτηνά καταφθάνουν στις ευρωπαϊκές περιοχές αναπαραγωγής τους από τα μέσα Μαρτίου μέχρι το τελευταίο τρίτο του Απριλίου.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Φινλανδία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, τα Σβάλμπαρντ και τη Νορβηγία, την Ιαπωνία, τις Μαλδίβες και τις Φιλιππίνες, τις Σεϋχέλλες και το Μπρουνέι, αλλά και από τις ΗΠΑ (Τζόρτζια, Αλάσκα).[17][20]

Στην Ελλάδα, ο τσαλαπετεινός έρχεται μετά την άνοιξη (Μάρτιος) για να αναπαραχθεί. Μαζί με τα χελιδόνια, συνδέεται με τον ερχομό της άνοιξης.[21] Απαντάται σε όλη την επικράτεια (κυρίως Β. και Κ. Ελλάδα), μέχρι τον Σεπτέμβριο, περίπου,[22][23] αλλά και ως διαβατικό πτηνό κατά τις μεταναστεύσεις. Αναφέρεται και ως διαβατικό πτηνό από την Κρήτη.[24] Στην Κύπρο αναφέρεται ως κοινό διαβατικό πτηνό, αλλά λίγα ζευγάρια παραμένουν και φωλιάζουν το καλοκαίρι, στα ορεινά.[25]

Βιότοπος Επεξεργασία

 
Eνήλικος τσαλαπετεινός

Ο τσαλαπετεινός έχει δύο βασικές απαιτήσεις από τα ενδιαιτήματά του: γυμνά ή με αραιή βλάστηση εδάφη για την αναζήτηση της τροφής του και κάθετες επιφάνειες με σχισμές ή κοιλότητες, όπως δένδρα, βράχια, ή ακόμη και τοίχους, για να φωλιάζει (βλ. και Αναπαραγωγή). Οι απαιτήσεις αυτές μπορούν να παρέχονται σε ευρύ φάσμα οικοσυστημάτων, γι’ αυτό και ο τσαλαπετεινός διαβιοί σε ποικίλα ενδιαιτήματα όπως ερεικώνες, δασικές στέπες, σαβάνες και λιβάδια, καθώς και δασικά ξέφωτα. Οι πληθυσμοί της Μαδαγασκάρης κάνουν χρήση πιο πυκνών, πρωτογενών δασών.

Ωστόσο, η σταδιακή μετατροπή των φυσικών οικοτόπων από τον άνθρωπο για διάφορους γεωργικούς σκοπούς, έχει οδηγήσει τους τσαλαπετεινούς σε πιο «κοινά» ενδιαιτήματα, όπως ελαιώνες, οπωρώνες, αμπελώνες, πάρκα και χωράφια, αν και είναι λιγότερο κοινοί -και μειώνονται συνεχώς- σε εντατικά καλλιεργούμενες εκτάσεις.[14]

Οι τσαλαπετεινοί κάνουν εποχικές μετακινήσεις ανάλογα με τις βροχές σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Σρι Λάνκα και το Δυτικό Γκατς στην Ινδία.[26] Το υψόμετρο μετακίνησής τους, επίσης, μπορεί να ποικίλλει. Στα Αλτάι του Καζακστάν φθάνει τα 1.600 μέτρα και στα όρη Τιέν Σαν τα 2.000 μ.[27] Στο Νεπάλ αναπαράγεται στα 1.500 μέτρα, ενώ τα καλοκαίρια ανεβαίνει στα 4.400 μ.[28] Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης παρατηρείται στα 5.900 μ.,[28] ενώ ένα (1) άτομο καταγράφηκε στα 6.400 μ. στο Έβερεστ, κατά την πρώτη ορειβατική αποστολή στα Ιμαλάια.[29]

Στην Ελλάδα, ο τσαλαπετεινός απαντάται σε ποικιλία ενδιαιτημάτων, όπως άλση, κήπους, αγρούς, ελαιώνες, αμπελώνες, κήπους με δένδρα, λιβάδια και δασωμένες περιοχές [22] ή αστικές περιοχές με πάρκα.[30]. Τον χειμώνα μπορεί να συχνάζει σε πιο ανοικτές περιοχές.[31]

Μορφολογία Επεξεργασία

 
Tσαλαπετεινός αναζητώντας την τροφή του (υποείδος U. e. ceylonensis)

Ο τσαλαπετεινός είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες «φιγούρες» της ελληνικής και, όχι μόνον, ορνιθοπανίδας, με τα χαρακτηριστικά χρώματα και το λοφίο του, που όταν το ανορθώνει, ξεχωρίζει από μακρινή απόσταση. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μεσαίου μεγέθους πτηνό πού, όπως όλα τα Κορακιόμορφα, έχει ιδιαίτερο ράμφος και χαρακτηριστικά χρώματα.

Χαρακτηριστικές είναι οι έντονα αποστρογγυλεμένες πτέρυγες με τις ασπρόμαυρες εναλλασσόμενες λωρίδες, οι οποίες «δημιουργούνται» από τις αντίστοιχες εναλλασσόμενες ασπρόμαυρες ζώνες των δευτερευόντων ερετικών φτερών. Οι λωρίδες αυτές είναι ιδιαίτερα ορατές κατά την πτήση, και δημιουργούν έντονη αντίθεση με τα ξεχωριστά φαιοκίτρινα εγκλείσματα. Αντίθετα, τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, έχουν μόνο μία (1) τέτοια ασπρόμαυρη ζώνη. Το άνω τμήμα της ράχης (mantle) είναι καφέ, ενώ η ουρά είναι μαύρη με ευρεία λευκή ζώνη κοντά στη βάση της. Το στήθος είναι ρόδινο-μπεζ, στο χρώμα του κρασιού [32] και το κάτω μέρος υπόλευκο.

Το ράμφος είναι μακρύ και στενό, λεπταίνει μάλιστα σταδιακά από τη βάση προς την άκρη του. Είναι έντονα καμπυλωτό προς τα κάτω και το χρώμα του είναι μαυριδερό, με ελαφρά κιτρινόχρωμη βάση. Το μυϊκό σύστημα της κεφαλής, τού επιτρέπει να είναι ανοικτό όταν βυθίζεται στο έδαφος για αναζήτηση θηραμάτων.

Το, επίσης, χαρακτηριστικό λοφίο που αποτελείται από μακριά κανελλί φτερά προς το χρώμα της σκουριάς με ασπρόμαυρες άκρες, είναι πολύ εντυπωσιακό όταν είναι ανασηκωμένο σε σχήμα βεντάλιας,[33] κάτι που συμβαίνει συνήθως, όταν το πουλί αναζητά την τροφή του ή βρίσκεται σε κατάσταση διέγερσης, ή προσγειώνεται.[34][35]

Τα φύλα είναι παρόμοια, με τα θηλυκά ελαφρώς μικρότερα και λίγο πιο ματ σε χρωματισμούς. Το άνω τμήμα της ράχης του αρσενικού στερείται της ροζέ απόχρωσης του θηλυκού, ενώ οι πλευρές (flanks) και το στήθος του έχουν λιγότερες σκούρες γραμμές από του θηλυκού. Το κεφάλι και ο τράχηλος του αρσενικού εμφανίζονται με πιο «καθαρά», καλώς οριοθετημένα χρώματα. Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις, τα δύο φύλα μπορούν να ξεχωρίσουν μόνον όταν παρατηρούνται και τα δύο μαζί.

Τα νεαρά άτομα είναι παρόμοια με τα θηλυκά, με πιο γκρίζα φτερά στην ωμοπλάτη (scapulars),[32] και μικρότερο λοφίο.[36]

Βιομετρικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Ολικό μήκος σώματος: (25-) 27 έως 28 (-32) εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: (4-) 5 έως 6 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 9 έως 10 εκατοστά [21]
  • Άνοιγμα πτερύγων: 44 έως 48 εκατοστά
  • Βάρος: (46-) 55 έως 80 (-89) γραμμάρια
 
Τσαλαπετεινός στην φωλιά του.

(Πηγές:[23][28][33][37][38][39][34][36][32][35][40][41])

Τροφή Επεξεργασία

 
Η γρυλοτάλπη αποτελεί από τα αγαπημένα εδέσματα του τσαλαπετεινού

Η διατροφή του τσαλαπετεινού αποτελείται κυρίως από έντομα, αν και μπορεί, επίσης, να συμπεριλαμβάνει σκουλήκια, σαλιγκάρια, αράχνες [35] μικρά ερπετά, βατράχους και φυτικό υλικό, όπως σπέρματα και σωροκάρπια. Σπάνια επιτίθεται σε μικρούς νεοσσούς άλλων πουλιών. Γενικά, πάντως, κατατάσσεται στα εντομοφάγα είδη.

Στα έντομα, συμπεριλαμβάνονται κυρίως γρύλοι, ακρίδες, σκαθάρια, ψαλίδες, τζιτζίκια, μυρμήγκια και ημίπτερα. Αυτά μπορεί να κυμαίνονται από 10 έως 150 χιλιοστά σε μήκος, με προτιμώμενο μέγεθος, περίπου τα 20-30 χιλιοστά. Τα μεγαλύτερα από αυτά, θανατώνονται με κτυπήματα πάνω στο έδαφος ή σε μια πέτρα, ενώ αφαιρούνται τα δύσπεπτα μέρη του σώματος, όπως τα φτερά και τα πόδια.[14]

Γενικά, αναζητεί την τροφή του μοναχικά, συνήθως στο έδαφος, με τη βοήθεια της όρασης, ενώ σπάνια χρησιμοποιεί και την ακοή του. Τού αρέσει ιδιαίτερα, το γυμνό ή με κοντό χορτάρι, επίπεδο έδαφος.[34] Μπορεί να τρέφεται και στον αέρα, εκεί όπου οι ισχυρές του πτέρυγες τον καθιστούν γρήγορο και ευέλικτο, για την καταδίωξη των εντόμων που πετούν κατά σμήνη.

Στις περισσότερες περιπτώσεις δρασκελίζει γρήγορα ανοικτές εκτάσεις, ενώ περιοδικά κάνει στάσεις για να βυθίσει το ράμφος του στο έδαφος, σχεδόν σε όλο το μήκος του. Με αυτόν τον τρόπο αναζητά και βρίσκει προνύμφες και νύμφες εντόμων, κυρίως όμως γρυλοτάλπες που η ανάσυρσή τους υποβοηθείται από τα ισχυρά πόδια του. Πολλές φορές, τα ίχνη που αφήνει το ράμφος του στο έδαφος, μια μικρή στρογγυλή τρύπα ανά μικρές αποστάσεις, προδίδουν την παρουσία του στην περιοχή. Επίσης, οι τσαλαπετεινοί αναζητούν έντομα ανασκαλίζοντας σωρούς φύλλων, ή ακόμη χρησιμοποιούν το ράμφος τους για να αναποδογυρίζουν πέτρες ή να αποκολλούν τον φλοιό δένδρων.

Πτήση Επεξεργασία

Ο τσαλαπετεινός έχει πλατιές και στρογγυλεμένες πτέρυγες -μεγαλύτερες στους βόρειους πληθυσμούς-, που τού δίνουν τη δυνατότητα για ισχυρά φτεροκοπήματα. Η πτήση του είναι χαρακτηριστική και κυματιστή και έχει παρομοιαστεί σαν εκείνη της πεταλούδας, με τις πτέρυγες να παραμένουν μισόκλειστες στο τέλος των φτερουγισμάτων και, λόγω του γρήγορου ρυθμού τους.[14] Μάλιστα αυτή η αίσθηση επιτείνεται από τις ασπρόμαυρες πτέρυγες που τού δίνουν την εμφάνιση «γιγάντιας νυχτοπεταλούδας».[33] Μερικοί παρατηρητές παρομοιάζουν την πτήση του με εκείνη του δρυοκολάπτη.[34] Ανάμεσα στα βασικά φτεροκοπήματα υπάρχουν κάποια περισσότερο σύντομα, έτσι ώστε η πτήση να εμφανίζεται ασταθής και άνιση. Υποψία αερολίσθησης (gliding).[23]

Ηθολογία Επεξεργασία

Πρόκειται για καχύποπτο -όχι δειλό-,[23] επιφυλακτικό με τους ανθρώπους πτηνό που, παρά το χαρακτηριστικό παρουσιαστικό του, δεν παρατηρείται πολύ εύκολα στο φυσικό του περιβάλλον. Όταν ποστάρει (perching), χρησιμοποιεί, θάμνους, βράχια ή κτήρια.[34]

Οι τσαλαπετεινοί, για καιρό, πιστευόταν ότι υιοθετούσαν αμυντική στάση, απλώνοντας τις πτέρυγές τους και την ουρά χαμηλά πάνω από το έδαφος και στρέφοντας το κεφάλι προς τα επάνω. Ωστόσο, αργότερα δείχτηκε ότι απλώς συνηθίζουν να κάνουν «ηλιοθεραπεία», όπως συχνά καθαρίζουν με το ράμφος το πτέρωμά τους (preening).[42] Μπορούν επίσης να απολαμβάνουν αμμόλουτρα.[43]

Ο τσαλαπετεινός περνάει τον περισσότερο από τον χρόνο του στο έδαφος, ενώ ανασηκώνει και κατεβάζει το λοφίο του συχνά.[36][39] Τρέχει πολύ καλά και γρήγορα, με συνεχείς αλλαγές κατεύθυνσης.[35]

Φωνή Επεξεργασία

Η φωνή του τσαλαπετεινού είναι από τις πιο ιδιαίτερες της ευρωπαϊκής ορνιθοπανίδας. Αποτελείται από σειρά διαδοχικών, φλουταριστών που-, τα οποία επαναλαμβάνονται 2-5 φορές -συνήθως 3 ή 4-, ανά διαστήματα που ποτέ δεν ξεπερνούν τα 5 δευτερόλεπτα και με ηχητικό αποτέλεσμα που δικαιολογεί απόλυτα την ετυμολογία του ονόματός του (βλ. Ονοματολογία). Παρόλο που φαίνεται αδύνατο σε ένταση, το κάλεσμα αυτό ακούγεται από μακριά.[23]

  • Πολλοί περιπατητές συγχέουν το χαρακτηριστικό κάλεσμα του τσαλαπετεινού με εκείνο του κούκου, αλλά ο κούκος στη συντριπτική πλειονότητα, αρθρώνει δισύλλαβο κάλεσμα, με κάθε συλλαβή σε διαφορετική συχνότητα και την πρώτη συλλαβή τονισμένη (κού-κου), ενώ ο τσαλαπετεινός αρθρώνει όλα τα που- στο ίδιο ηχητικό ύψος και όλες τις συλλαβές ατόνιστες (που-που-που).
 
Ενήλικος τσαλαπετεινός με κατεβασμένο λοφίο

Οι τσαλαπετεινοί αρθρώνουν και άλλα καλέσματα, όπως βραχνές φωνές (croaks) όταν ενοχληθούν, καθώς και συριγμούς (hisses). Τα θηλυκά παράγουν έναν τέτοιο χαρακτηριστικό συριγμό κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας.[29]

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

Ζωτικός χώρος Επεξεργασία

Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει τέλη Απριλίου στα νότια τμήματα της κατανομής και στα μέσα Μαΐου, στα βόρεια. Ειδικά στα Κανάρια νησιά, μπορεί να ξεκινάει από τον Ιανουάριο.[44] Οι τσαλαπετεινοί είναι μόνον εν μέρει μονογαμικά πτηνά, διότι οι εταίροι ζευγαρώνουν μόνο για μία (1) αναπαραγωγική περίοδο. Διεκδικούν έντονα τον ζωτικό τους χώρο, με το αρσενικό να φωνάζει συχνά για να τον κατοχυρώσει. Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των αρσενικών είναι συχνές και, μερικές φορές, σκληρές, ενώ στις διαμάχες μπορεί να συμμετέχουν και τα θηλυκά.[14] Τα πουλιά προσπαθούν να «μαχαιρώσουν» τον αντίπαλο με τα ισχυρά τους ράμφη και, περιστασιακά, κάποια άτομα τυφλώνονται στις μάχες.[45]

Φώλιασμα Επεξεργασία

Στους προτιμώμενους οικοτόπους αναπαραγωγής (ανοικτές εκτάσεις με διάσπαρτα δένδρα ή κτήρια), ο τσαλαπετεινός κατασκευάζει τη φωλιά του, σχεδόν πάντοτε μέσα σε μια τρύπα ή σχισμή, που μπορεί να βρίσκεται σε ένα δέντρο ή σε κάποιο κάθετο τοίχωμα (τοίχο, βράχο), σε ένα κτήριο, σε ξερολιθιές [23] και έχει στενή είσοδο. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιεί παλιές φωλιές δρυοκολαπτών,[35] τεχνητά κατασκευασμένες φωλιές,[44] ενώ στην Αφρική κάνει χρήση φωλιών τερμιτών.[38] Συνήθως δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης, αλλά κατά περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιούνται φυτικά υλικά, φτερά, μαλλί, αλλά και σκουπίδια (λ.χ. κουρέλια).[18][44]

Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος, ενώ μερικές φορές είναι διπλή. Αποτελείται από 5-8 αυγά (μερικές φορές μέχρι και 12). Το μέγεθος της γέννας ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική θέση: στο Βόρειο ημισφαίριο τα πουλιά γεννούν περισσότερα αυγά από ό,τι στο Νότιο, ενώ τα πουλιά σε μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη έχουν μεγαλύτερες φωλιές από εκείνα που αναπαράγονται κοντά στον ισημερινό. Στην Κ. και Β. Ευρώπη και την Ασία, μπορεί να γεννηθούν τα περισσότερα αυγά (μέχρι 12), ενώ είναι, περίπου, 4 στις τροπικές και 7 στις υποτροπικές περιοχές. Το θηλυκό είναι το μόνο υπεύθυνο για την επώαση των αυγών, τα οποία έχουν διαστάσεις 25,9 Χ 17,9 χιλιοστά και ζυγίζουν 4,4 γραμμάρια, περίπου, εκ των οποίων ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[42][46] Τα αυγά εναποτίθενται καθημερινά και η επώαση ξεκινά πριν ολοκληρωθεί η όλη ωοτοκία. Η περίοδος επώασης είναι συνήθως 16-19 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει το επωάζον θηλυκό με τροφή. Χαρακτηριστικό είναι ότι, τα αυγά χάνουν το αρχικό, γαλακτώδες τους χρώμα, διότι σταδιακά «βρωμίζουν» από τα περιττώματα της φωλιάς.[14]

 
Νεαρός και ενήλικος τσαλαπετεινός

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και, αφού γεννηθούν, έχουν διαφορετικά μεγέθη, λόγω της διαφοράς του χρόνου ωοτοκίας. Αρχικά σιτίζονται από το θηλυκό, με το αρσενικό να τροφοδοτεί τη φωλιά, ενώ αργότερα συμμετέχει και το θηλυκό. Η έκπτυξη των πρώτων φτερών αρχίζει την 3η με 7η ημέρα από την εκκόλαψη, ενώ η πτέρωση (fledging) ολοκληρώνεται στις 20-27 ημέρες. Οι νεοσσοί εξακολουθούν να σιτίζονται από τους γονείς τους για κάποιο χρονικό διάστημα (περίπου 7 ημέρες).[18][44]

  • Οι τσαλαπετεινοί διαθέτουν ένα καλά ανεπτυγμένο σύστημα άμυνας, όταν φωλιάζουν. Ο ουροπυγιακός αδένας του θηλυκού έχει τροποποιηθεί ώστε να παράγει κάποιο δυσώδες υγρό, όπως και οι αδένες των νεοσσών. Αυτές οι εκκρίσεις αλείφονται στο πτέρωμα και αναδίδει αποφορά σάπιου κρέατος, θεωρείται δε ότι μπορούν να βοηθήσουν στην αποτροπή θηρευτών της φωλιάς. Ενδεχομένως, αυτό το έκκριμα λειτουργεί και ως αντιβακτηριακός παράγοντας κατά των παρασίτων του πτερώματος.[47] Οι εκκρίσεις του αδένα σταματούν σύντομα, πριν ο νεοσσός εγκαταλείψει τη φωλιά.[42] Από την ηλικία των 6 ημερών, οι νεοσσοί μπορούν να κατευθύνουν τη ροή των κοπράνων τους εναντίον των θηρευτών, ενώ συρίζουν προς αυτούς με τον τρόπο ενός φιδιού.[14] Επίσης, επιτίθενται με ραμφισμούς ή με κτυπήματα της μίας (1) πτέρυγάς τους.[42]

Στην Ελλάδα, ο τσαλαπετεινός φωλιάζει σε όλη την επικράτεια από την άνοιξη και μετά, ιδιαίτερα στη βόρεια και κεντρική χώρα [22][48][49]

Κατάσταση πληθυσμού Επεξεργασία

Στην Ευρώπη, ο τσαλαπετεινός ήταν στη δεκαετία του '50 κοινό πουλί αναπαραγωγής σε ορισμένες περιοχές. Διάφοροι παράγοντες (επιρροή των ρευμάτων του Ατλαντικού στο κλίμα, καταστροφή των οικοτόπων και αύξηση της χρήσης φυτοφαρμάκων) προκάλεσαν επικίνδυνη μείωση του πληθυσμού τους. Στο παρελθόν, πολλές τακτικά κατεχόμενες περιοχές αναπαραγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ν. Σκανδιναβία, το Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες, εγκαταλείφθηκαν. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του πληθυσμού στην Α. Ελλάδα και την Τουρκία, από τη λαθροθηρία.

Επί του παρόντος, ορισμένοι μικροί πληθυσμοί στη Ν. Αγγλία και τη Ν. Σουηδία φαίνεται και πάλι να ανακτούν ένα κομμάτι της παλαιότερης επικράτειας. Ωστόσο, στις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, ο τσαλαπετεινός θεωρείται εξαφανισμένο πτηνό, ενώ στη Γερμανία, την Ελβετία, την Τσεχική Δημοκρατία και την Αυστρία εμφανίζεται στις «Κόκκινες Λίστες» και, μάλιστα, στα υψηλότερα επίπεδα κινδύνου. Στη Γερμανία του 2005, μόνο 380-450 αναπαραγωγικά ζευγάρια μετρήθηκαν και στην Ελβετία, το 2007, μόνον 185.[50]

  • Κατά τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται απαράδεκτη πίεση στο είδος από τη λαθροθηρία, ιδιαίτερα στη ΝΑ. Ευρώπη. Δεδομένου ότι το κρέας του δεν τρώγεται, αποκλειστικός σκοπός των λαθροκυνηγών είναι η ταρίχευση, κάτι που συμβαίνει και με τα υπόλοιπα Κορακιόμορφα (βλ. χαλκοκουρούνα).

Tο είδος, σε παγκόσμιο επίπεδο, αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN και δεν διέπεται από κάποιο ειδικό καθεστώς στο πλαίσιο της Σύμβασης για το Διεθνές Εμπόριο Απειλούμενων Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας (CITES).[51]

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Γαλλία, ενώ τους μικρότερους η Αυστρία, η Γερμανία και η Τσεχία. Μεγάλους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς έχει η Τουρκία.[52]

Καθεστώς προστασίας Επεξεργασία

Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.[21]

Κουλτούρα Επεξεργασία

Το χαρακτηριστικό παρουσιαστικό των τσαλαπετεινών είχε επίδραση στα έθιμα των λαών, στο μεγαλύτερο τμήμα της γεωγραφικής κατανομής τους. Είχαν θεωρηθεί ιερά πτηνά στην Αρχαία Αίγυπτο, και η μορφή τους απεικονίζεται στους τοίχους τάφων και ναών. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στη μινωική Κρήτη.[42] Στην κωμωδία του Αριστοφάνη Όρνιθες, ο τσαλαπετεινός κατέχει περίοπτη θέση.

Ο πλέον γνωστός μύθος αναφέρεται στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου (βιβλίο 6), όπου ο βασιλιάς της Θράκης Τηρέας βιάζει τη Φιλομήλα, την αδελφή της συζύγου του Πρόκνης και κόβει τη γλώσσα της. Για εκδίκηση, η Πρόκνη σκοτώνει τον γιο τους, Ίτυ και τον «σερβίρει» ως φαγητό στον πατέρα του. Όταν ο Τηρέας βλέπει το κεφάλι του αγοριού, πιάνει ένα σπαθί, αλλά όπως ο ίδιος προσπαθεί να σκοτώσει τις δύο γυναίκες, αυτές μεταμορφώνονται σε πουλιά- η Πρόκνη σε χελιδόνι και η Φιλομήλα σε αηδόνι. Ο ίδιος ο Τηρέας μεταμορφώνεται σε τσαλαπετεινό (κατά μίαν άλλη μετάφραση σε καλημάνα).[53]

Στην Αγία Γραφή, (Λευιτικό 11:1319), οι τσαλαπετεινοί κατατάσσονται μεταξύ των ζώων που είναι «ακάθαρτα» και δεν πρέπει να καταναλώνονται. Επίσης, αναφέρονται στο Δευτερονόμιο (14:18 [20]) ως μη εδώδιμοι (kosher). Αναφέρονται και στο Κοράνι, ενώ η παράδοση του Ισλάμ πιστεύει ότι ένας τσαλαπετεινός έσωσε τον Μωϋσή και τα τέκνα του Ισραήλ από τον γίγαντα Ογκ (Og), όταν πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα.[54]

Είχαν θεωρηθεί ως σύμβολο της αρετής στην Περσία. Ένας τσαλαπετεινός ήταν ο ηγέτης των πτηνών στο περσικό βιβλίο ποιημάτων «Η Διάσκεψη των Πουλιών». Αντίθετα, ήταν κλέφτες στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, και προάγγελοι του πολέμου στη Σκανδιναβία. Στην εσθονική παράδοση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον θάνατο και τον Κάτω Κόσμο, ενώ η φωνή τους πιστεύεται ότι είναι οιωνός θανάτου για πολλούς ανθρώπους ή ζώα.[55]

 
Ο τσαλαπετεινός είναι το εθνικό πτηνό του Ισραήλ

Ο τσαλαπετεινός επιλέχθηκε ως το εθνικό πτηνό του Ισραήλ, τον Μάιο του 2008, σε συνδυασμό με την 60η επέτειο της ίδρυσης του κράτους, μετά από εθνική δημοσκόπηση σε 155.000 πολίτες. Είναι το επίσημο πτηνό της επαρχίας Πουντζάμπ της Ινδίας, ενώ εμφανίζεται στον λογότυπο του Πανεπιστημίου του Γιοχάνεσμπουργκ και είναι η επίσημη αθλητική μασκότ του Πανεπιστημίου. Επίσης, αποτελεί τον πρωταγωνιστή πολλών τραγουδιών και η μορφή του απεικονίζεται σε γραμματόσημα διαφόρων κρατών.

Άλλες ονομασίες Επεξεργασία

Ο Τσαλαπετεινός απαντάται στον ελλαδικό χώρο με πολλές ακόμη ονομασίες: Αγριοκοκκοράκι/Αγριοκοκκόρι/Αγριοκόκκορας, Εποπάς, Κατσουλοπετείναρο, Κουκλοπετεινός (Κρήτη), Κουτσαλεχτοράκι, Μουμουζέλα και Μπουμζέλα (Νιοχώρι Αιτωλίας), Μπαμζέλι, Μπαμπζάρα, Μπούμτισας (Θεσσαλία), Ξυλοκόκκορας, Πάπουζας (Ακαρνανία), Παρδαλέκτορας, Παρδαλόπτερος, Πίπιζα, Πούπος και Πουπουξιός ή Πουπούξιος (Κύπρος).[24][25][56]

Σημειώσεις Επεξεργασία

i. ^ Περιλαμβάνει και τα υποείδη Upupa epops orientalis και Upupa epops saturata.[57]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 297
  2. http://ibc.lynxeds.com/species/barn-swallow-hirundo-rustica
  3. 3,0 3,1 ΠΛΜ: 24, 449
  4. Μπαμπινιώτης, σ. 1946
  5. Μπαμπινιώτης, σ. 665
  6. Όρνιθες, EMI Classics, 1964
  7. Μπαμπινιώτης, σ. 1806
  8. ΠΛΜ: 58, 463
  9. 9,0 9,1 Mayr
  10. Feduccia
  11. Linnaeus
  12. 12,0 12,1 http://ibc.lynxeds.com/species/hoopoe-upupa-epops
  13. 13,0 13,1 Olson
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 Kristin
  15. Howard and Moore, p. 297, footnote 1
  16. Howard and Moore, p. 297, footnotes 1, 4
  17. 17,0 17,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22682655
  18. 18,0 18,1 18,2 Pforr & Limbrunner
  19. Soper
  20. Dau, Christian; Paniyak, Jack (1977). "Hoopoe, A First Record for North America". Auk 94 (3): 601
  21. 21,0 21,1 21,2 http://www.katakali.net/drupal/?q=korakomorfa/tsalapeteinos[νεκρός σύνδεσμος]
  22. 22,0 22,1 22,2 Όντρια (Ι), σ. 141
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 Mullarney et al, p. 220
  24. 24,0 24,1 Σφήκας, σ. 54
  25. 25,0 25,1 Σφήκας, σ. 68
  26. Champion-Jones
  27. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2014. 
  28. 28,0 28,1 28,2 Grimmett et al, p. 72
  29. 29,0 29,1 Ali & Ripley
  30. Mullarney et al, p. 2
  31. ΠΛΜ: 58, 169
  32. 32,0 32,1 32,2 http://www.ibercajalav.net
  33. 33,0 33,1 33,2 Heinzel et al, p. 220
  34. 34,0 34,1 34,2 34,3 34,4 Scott & Forrest, p. 146
  35. 35,0 35,1 35,2 35,3 35,4 Singer, p. 246
  36. 36,0 36,1 36,2 Bruun, p. 184
  37. Flegg, p. 168
  38. 38,0 38,1 Harrison & Greensmith, p. 228
  39. 39,0 39,1 Perrins, p. 146
  40. Όντρια, σ. 186
  41. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  42. 42,0 42,1 42,2 42,3 42,4 Fry & Perrins
  43. Harrison & Perrins
  44. 44,0 44,1 44,2 44,3 Harrison, p. 212
  45. Martín-Vivaldi et al
  46. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob8460.htm
  47. Martín-Platero
  48. Κόκκινο Βιβλίο, σ, 157
  49. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2014. 
  50. http://www.vogelwarte.ch/wiedehopf.html
  51. http://www.iucnredlist.org/details/22682655/0
  52. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 30 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2014. 
  53. Garth, Samuel; Dryden, John et al. "'Metamorphoses' by Ovid"
  54. M. Th Houtsma (1987). E.J. Brill's First Encyclopaedia of Islam, 1913-1936. Brill Academic Publishers. p. 990.
  55. Mall Hiiemäe, Forty birds in Estonian folklore IV. translate.google.com
  56. Απαλοδήμος, σ. 56
  57. Howard and Moore, p. 297, footnotes 2, 3

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές Επεξεργασία

  • Ali, S. and Ripley, S. D. (1983). Handbook of the Birds of India and Pakistan. Volume 4 (2 ed.). Oxford University Press, New Delhi. pp. 124–129.
  • Champion-Jones, RN (1937). "The Ceylon Hoopoe (Upupa epops ceylonensis Reichb.)". J. Bombay Nat. Hist. Soc. 39 (2): 418
  • Feduccia, Alan (1975). "The Bony Stapes in the Upupidae and Phoeniculidae: Evidence for Common Ancestry". The Wilson Bulletin 87 (3): 416–417.
  • Fry, Hilary C. (2003). Christopher Perrins, ed. Firefly Encyclopedia of Birds. Firefly Books. p. 382. ISBN 1-55297-777-3.
  • Gordo, O.; Sanz, J. J. 2005. Phenology and climate change: a long-term study in a Mediterranean locality. Oecologia 146: 484-495.
  • Harrison, C.J.O.; Christopher Perrins (1979). Birds: Their Ways, Their World. The Reader’s Digest Association. pp. 303–304. ISBN 0-89577-065-2.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2014).
  • Kristin, A (2001). "Family Upupidae (Hoopoes)". In Josep, del Hoyo; Andrew, Elliott; Sargatal, Jordi. Handbook of the Birds of the World. Volume 6, Mousebirds to Hornbills. Barcelona: Lynx Edicions. pp. 396–411. ISBN 84-87334-30-X
  • Martín-Vivaldi, Manuel; Palomino, José J. and Soler, Manuel (2004). "Strophe Length in Spontaneous Songs Predicts Male Response to Playback in the Hoopoe Upupa epops". Ethology 110 (5): 351–362. doi:10.1111/j.1439-0310.2004.00971.x. Cite uses deprecated parameters (help)
  • Martín-Platero, Antonio M. et al. (2006). "Characterization of Antimicrobial Substances Produced by Enterococcus faecalis MRR 10-3, Isolated from the Uropygial Gland of the Hoopoe (Upupa epops)". Applied and Environmental Microbiology 72 (6): 4245–4249. doi:10.1128/AEM.02940-05. PMC 1489579. PMID 16751538.
  • Mayr, Gerald (2000). "Tiny Hoopoe-Like Birds from the Middle Eocene of Messel (Germany)". Auk 117 (4): 964–970. doi:10.1642/0004-8038(2000)117[0964:THLBFT]2.0.CO;2.
  • Olson, Storrs (1975). Paleornithology of St Helena Island, south Atlantic Ocean. Smithsonian Contributions to Paleobiology 23.
  • Pforr, Manfred; Alfred Limbrunner (1982). The Breeding Birds of Europe 2: A Photographic Handbook. London: Croom and Helm. p. 82. ISBN 0-7099-2020-2.
  • Soper, Tony (1982). Birdwatch. Exeter, England: Webb & Bower. p. 141. ISBN 0-906671-55-8.