Χάκα (Αραγωνία)

ισπανική κοινότητα

Η Χάκα (ισπανικά: Jaca‎‎, αραγωνικά: Xaca) είναι πόλη της Ισπανίας. Βρίσκεται στην βορειοανατολική Ισπανία στην επαρχία της Ουέσκας, στην αυτόνομη κοινότητα της Αραγωνίας, στους πρόποδες των Πυρηναίων ορέων κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία. Η Χάκα έχει πληθυσμό 13.344 κατοίκους.

Χάκα
—  Πόλη  —
Άποψη της Χάκας

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
42°33′N 0°33′W / 42.55°N 0.55°W / 42.55; -0.55
ΧώραΙσπανία
Αυτόνομη κοινότηταΑραγωνία
ΕπαρχίαΟυέσκα
ΔήμαρχοςVíctor José Barrio Sena
Έκταση406.34 km2
Yψόμετρο820
Πληθυσμός13.620[1]
Ταχ. κώδικας22700
Πιν. κυκλοφορίαςHU
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα σχετικά με την πόλη

Γεωγραφία Επεξεργασία

Η Χάκα είναι η πρωτεύουσα της περιφέρειας της Χαθετάνια (La Jacetania) και βρίσκεται σε απόσταση 72 χλμ. από την την πρωτεύουσα της επαρχίας Ουέσκα και 143 χλμ. από τη Σαραγόσα. Βρίσκεται στα βόρεια της επαρχίας, στην κοιλάδα του ποταμού Αραγών, τη μόνη μεγάλη κοιλάδα παράλληλη προς τον άξονα της οροσειράς των Πυρηναίων. Η επέκταση αυτού του άξονα από τη λεκάνη της Παμπλόνα στα δυτικά μέχρι τη λεκάνη της Τρεμ στα ανατολικά, διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ της Ναβάρρας και της Καταλωνίας μέσω της βόρειας Αραγωνίας.

Η πόλη βρίσκεται βυθισμένη στο Κανάλι της Μπερδούν, στα 818 μέτρα υψόμετρο πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, σε ένα υδροπαγετωνικό πλάτωμα στην αριστερή όχθη του ποταμού Αραγών στην έξοδο της κοιλάδας του Κανφράνκ, ακριβώς στο εξωτερικό του κόμβου που σχηματίζει το ποτάμι αλλάζοντας κατεύθυνση από βορρά-νότο σε ανατολή-δύση, που οδηγεί στο κανάλι της Μπερδούν.[2]

Ιστορία Επεξεργασία

Αρχαιότητα Επεξεργασία

Η Ιάκκα (Iacca) —παλιά ονομασία της πόλης: Χάκα— ήταν η πρωτεύουσα των Ιακκετάνων, όπως αναφέρει ο Έλληνας ιστορικός Στράβων (1ος αιώνας), ενός πληθυσμού που εκτείνονταν από τους πρόποδες των Πυρηναίων μέχρι τις πεδιάδες, φτάνοντας στην περιοχή των Ιλεργέτων γύρω από τη Λιέρδα (σημερινή Λιέιδα) και την Όσκα (σημερινή Ουέσκα). Λίγα είναι γνωστά για τα δυτικά της όρια, αλλά έχει προταθεί ότι μπορεί να ήταν στο Ναβαρντούν (Navardún), κελτικό όριο που φέρει το αρχαίο όνομα κάποιου αφανισμένου πληθυσμού με το όνομα Ναβάρροι (navarri) από τους οποίους προέκυψε αργότερα το όνομα της Ναβάρρας. Οι Ιακκετάνοι (κατά τα αρχαία ελληνικά) ήταν συγγενείς των Ακκιτάνων, και οι δύο φυλές παρόμοιας εθνότητας. Σύμφωνα με το Στράβωνα, υπήρχαν ανάμεσα στους Ιακκετάνους απομνημονεύματα της χρήσης της μητρογραμμικής στην κοινωνία, της κυριαρχίας της βοσκής, με συμπληρωματική τη γεωργία —πιθανώς υπό την ευθύνη των γυναικών— και πολεμικές δραστηριότητες ως τη συνήθη λύση σε οικονομικά προβλήματα.[3]

 
Ο Κάτων ο Πρεσβύτερος, ο οποίος κατέκτησε τη Χάκα το 194 μ.Χ.

Στην Ιάκκα επινοήθηκε αυτόνομο νόμισμα με ιβηρική αλφάβητο, και πιστεύεται ότι η πόλη έλεγχε τη περιοχή της τρέχουσας περιφέρειας της Χαθετάνια και το Κανάλι της Μπερδούν. Αρχαιολογικές ανασκαφές στο εσωτερικό της πόλης έχουν ανακαλύψει σε βαθύτερο επίπεδο κεραμικά θραύσματα, κατασκευασμένα σε Τόρνο με την «ιβηρική τεχνική», καθώς και κεραμικά τύπου Α της καμπανικής περιόδου της Κρητιδικής εποχής. Το υλικό αυτό, που χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π.Χ., υποθέτει την εμφάνιση των πρώτων αρχαιολογικών στοιχείων που μπορεί να σχετίζονται με τον γηγενή πληθυσμό της Ιάκκας.[2]

Υπάρχει και η εναλλακτική υπόθεση, λιγότερο πιθανή, που προέκυψε στο δέκατο έκτο αιώνα από τον αυτοκρατορικό ιστορικό Florian de Ocampo —και την οποία όπως υποστηρίζονταν την περιέγραφε ο λόγιος Antonio de Nebrija— ο οποίος υποστήριζε πως η Χάκα ιδρύθηκε από τον Έλληνα καπετάνιο Διόνυσο Βάκχο — με το ψευδώνυμο Ιάκχος— το έτος 1325 π.Χ.[4]

Κατά το έτος 195 π.Χ., ο Ρωμαίος ύπατος, Κάτων ο Πρεσβύτερος, άρχισε την κατάκτηση της πόλης που ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 194 π.Χ. Στο τέλος του τρίτου αιώνα π.Χ. και στις αρχές του 2ου π.Χ., οι Ιακκετάνοι είχαν κάνει προηγουμένως πολλές αποστολές προκειμένου να λεηλατήσουν τους Σουεσσετάνους (Suessetani), μια προ-ρωμαϊκή φυλή που ήταν εγκατεστημένοι στις κεντρικές πεδιάδες της Αραγωνίας και φαίνεται πως γενικά είχαν μια ασυλία.[3] Γνωρίζοντας την εχθρότητα μεταξύ Ιακκετάνων και Σουεσσετάνων, ο Κάτων τοποθέτησε τους τελευταίους μπροστά από το περιορισμένο ρωμαϊκό ιππικό, εμπρός των πυλών της Χάκας. Έτσι προκάλεσε την έξοδο των ορεσίβιων Ιακκετάνων από την πόλη, οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι στο να νικάνε τους γείτονές τους, αφήνοντας έτσι προς στιγμή τη Χάκα ανυπεράσπιστη, με αποτέλεσμα να κατακτηθεί αυτή από τον ύπατο.[5]

Ενσωματωμένη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Χάκα λειτουργούσε ως σημείο επιτήρησης των διαδρομών που περνούσαν από τα Πυρηναία, ενώ αναπτύχθηκε σε αυτή μια ακμάζουσα οικονομία της οποίας η ακμή διήρκεσε μέχρι τον 3ο αιώνα. Κατά τον τέταρτο αιώνα έπεσε σε παρακμή υπό την απειλή ληστών που επιτίθεντο στα καραβάνια και στους εμπόρους, που μετακινούνταν διαμέσου των πυρηναϊκών διαδρομών.

Μεσαίωνας Επεξεργασία

 
Εξιδανικευμένο πορτρέτο του Γκαλίντο Αθνάρεθ Β´, Κόμη της Αραγωνίας, που εποίκησε ξανά την Χάκα γύρω στο 920.

Στα βουνά των Πυρηναίων, τα εδάφη παρέμειναν χριστιανικά και μετά την εισβολή των Αράβων, λόγω του καρολίγγειου προτεκτοράτου που ιδρύθηκε από τον Καρλομάγνο με την ονομασία Ισπανική Μαρκιωνία. Μία από αυτές τις κομητείες της περιοχής έγινε ο πυρήνας του βασιλείου της Αραγωνίας. Γύρω στο 920, που η κομητεία ανεξαρτητοποιήθηκε από τους Φράγκους, ο κόμης Γκαλίντο Αθνάρεθ Β´ εποίκησε ξανά τους αρχαίους οικισμούς της λεκάνης του ποταμού Αραγών, κατά μήκος του οποίου εκτείνονταν η κομητεία, εντός της οποίας βρισκόταν η Χάκα, που εκείνη την εποχή ήταν ένα φρούριο που κατοικείτο από μερικούς χωρικούς, ένα χωριό με αμιγώς γεωργικές δραστηριότητες. Ανήκε σε μια περιοχή που εξαρτιόταν από τη μονή της Σιρέσα και βασιζόταν σε ένα μοναστήρι με μία εκκλησία βασιλικής αρχιτεκτονικής, με μια κύρια αίθουσα με επίπεδη κεφαλή, που χτίστηκε τον 11ο αιώνα και κατεδαφίστηκε το 1841.[6]

Η Χάκα στις αρχές του 11ου αιώνα ήταν ένα κάστρο (ή οχυρωμένο στρατόπεδο), με ένα μικρό συγκρότημα κατοικιών στο εσωτερικό του περιβάλλον, που όμως στη συνέχεια θα γινόταν όλο και πιο σημαντική εξαιτίας της θέσης της στους πρόποδες του περάσματος του Σομπόρτ (ένα από τα πιο προσιτά περάσματα πρόσβασης προς τη Γαλλία από την αρχαιότητα) και λόγω της στρατηγικής της θέσης πάνω στη Διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα. Τον αιώνα αυτό, θα γίνει ολοένα και πιο σημαντική, και ως η κεφαλή της διαδρομής προς την Παμπλόνα που διέρχεται μέσα από το Κανάλι της Μπερδούν.[7]

Ο Ραμίρο Α´ της Αραγωνίας ίδρυσε στη Χάκα μια βασιλική κατοικία, ενδεχομένως εντός του οχυρωμένου κάστρου, ευρισκόμενη κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου (San Pedro), την έδρα της επισκοπής της Αραγωνίας, που ονομάζονταν έτσι μέχρι το 1077 όταν ο Σάντσο Ραμίρεθ παρείχε στη Χάκα το Φουερό της, τον καταστατικό της χάρτη, ώστε να ξεκινήσει το 1082 την κατασκευή της καθεδρικής έδρας . Η κατοχή των Φουέρος, ο Καθεδρικός ναός με την επισκοπή και τα τείχη της ακρόπολης, έκαναν τη Χάκα, την πρώτη και σημαντικότερη πρωτεύουσα του Βασιλείου της Αραγωνίας. Ωστόσο, μεταξύ της μονής του Αγίου Πέτρου και του αρχικού κάστρου το χωριό ήταν έρημο. Όπως επισημαίνεται από τον José María Lacarra, έχοντας τη βασιλική έδρα και τη κατοικία του επισκόπου της Αραγωνίας στην πόλη, άρχισαν να έρχονται άνθρωποι σχετικοί με την διοίκηση και έμποροι, που έκαναν τη Χάκα κάτι παραπάνω από ένα χωριό αφιερωμένο στην κτηνοτροφία και τη γεωργία.[8]

 
Καθεδρικός ναός της Χάκας του οποίου η κατασκευή άρχισε στο 1082.

Έτσι, το 1063 πραγματοποιήθηκε στην πόλη το Συμβούλιο της Χάκας. Ο ιστορικός Jerónimo Zurita, στο Χρονικό του Στέμματος της Αραγωνίας, αναφέρει πως ο Ραμίρο Α´ «επειδή υπήρχαν διάφορες καταχρήσεις στην εκκλησιαστική κατάσταση, και επειδή εξαιτίας της αμέλειας των βασιλέων του παρελθόντος, υπήρχε μεγάλη διαφθορά ενάντια στα εγκατεστημένα ιερά γενικά συμβούλια, που υπήρχαν στην πρώιμη Εκκλησία, προσπάθησε να συγκεντρώσει στη Χάκα το επαρχιακό συμβούλιο». Σημειώνει, επίσης, ότι αυτός ο μονάρχης ήταν ο πρώτος από τους βασιλείς της Ισπανίας που επανέφερε τους «κανόνες» που δεν είναι άλλοι από εκείνους που όρισε το Συμβούλιο της Ρώμης του 1059 σχετικά με την «κανονική» ζωή και την αγαμία του κλήρου. Μία ακόμα συνέπεια αυτού του συμβουλίου ήταν η αποκατάσταση της επισκοπής της Ουέσκας — που την είχαν καταστείλει κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής κυριαρχίας—, με προσωρινή έδρα στη Χάκα, καθώς δεν είχε ανακατακτηθεί η Ουέσκα.[9]

Αλλά την τελική ώθηση στη Χάκα την έδωσε Σάντσο Ραμίρεθ το 1077, όταν κατά τις διατάξεις του ανωτέρω Φουερό, το οποίο ήταν πρωτοπόρο ανάμεσα στα χριστιανικά εδάφη και το οποίο εξαπλώθηκε αργότερα σε άλλες πόλεις της Ναβάρρας και την Κουένκα, μετέτρεψε το χωριό σε πόλη. Την προίκισε με επισκοπική έδρα, στης οποίας τον καθεδρικό ναό θα εδρεύει πλέον ο επίσκοπος της Χάκας, και της έδωσε το καθεστώς εκείνο ώστε να θεωρηθεί η πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου μεταξύ των ετών 1077 και 1096, κατά τα οποία κατέκτησε την Ουέσκα, στην οποία έπειτα θα μεταφερθεί η επισκοπή και η πρωτεύουσα. Επίσης, ο Σάντσο Ραμίρεθ έχτισε ένα νέο βασιλικό παλάτι στη γειτονιά του Σαντιάγο, και ένωσε τους τρεις αρχικούς πυρήνες (το οχυρωμένο κάστρο, το μοναστήρι του Αγίου Πέτρου και τον οικισμό του Σαντιάγο) σε μια ενιαία πληθυσμιακή οντότητα που την ενώνουν δύο διασταυρωμένοι δρόμοι, σε πρότυπα ρωμαϊκής οδού (decumanus), και τα σπίτια όλων εκείνων των ευγενών που θα επωφελούνταν από τα νέα προνόμια που είχαν αποδοθεί στους κατοίκους της Χάκας.[10]

Η απώλεια της πρωτεύουσας δεν επέφερε στη Χάκα τον αφανισμό των άλλων αστικών λειτουργιών που σχετίζονταν με την γεωγραφική της θέση. Επίσης, συνέχισε να έχει το ρόλο της πόλης-αγοράς και διατήρησε τις υπηρεσίες για την περιοχή της. Ακόμα, ως η τελευταία πόλη της περιοχής, η Χάκα κέρδιζε τις εισπράξεις ενός εκ των πέντε διοδίων στη διαδρομή από τη Σαραγόσα προς τη Γαλλία, και φιλοξενούσε τους προσκυνητές στον δρόμο τους προς το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα.[2]

Νεότερη Εποχή Επεξεργασία

Η πανούκλα και οι πυρκαγιές στα τέλη του Μεσαίωνα βύθισαν τη Χάκα σε μια βαθιά κρίση από την οποία δεν θα βγει μέχρι την παρέμβαση του Φερδινάνδου του Καθολικού που θα σχηματίσει μια τοπική κυβέρνηση. Η αστική τάξη ευνοήθηκε από αυτή την κατάσταση ενώ πολλοί εξ αυτών έγιναν χορηγοί καλλιτεχνών, τα αποτελέσματα αυτής της τάσης είναι εμφανή ιδιαίτερα στον καθεδρικό ναό.

 
Εναέρια όψη της Ακρόπολης της Χάκας.

Η συνοριακή θέση της Χάκας ήταν καθοριστική για το μέχρι που θα ενοποιούνταν τα εδαφικά όρια των ευρωπαϊκών βασιλείων, με τα Πυρηναία να θεωρούνται ως ένα αποτελεσματικό φυσικό σύνορο. Η πόλη είχε εδραιωθεί ως ένα στρατιωτικό φρούριο, το οποίο θα μπορούσε να υπερασπίσει τα βασίλεια της χερσονήσου σε μια υποθετική γαλλική εισβολή. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Φίλιππος Β´ διέταξε την κατασκευή διαφόρων οχυρών κατά μήκος των Πυρηναίων. Το 1592 ο ίδιος μονάρχης, διέταξε την κατασκευή ενός φρουρίου στα πεδία που είχαν διαμορφώσει το Burgo Nuevo, τη γειτονιά που είχε ανεγερθεί έξω από τα τείχη της πόλης. Έτσι, αναπτύχθηκε ένα υπέροχο πενταγωνικό οχυρό, σχεδιασμένο από τον Ιταλό μηχανικό Tiburcio Spanochhi, η Ακρόπολη της Χάκας (Ciudadela de Jaca), προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα στρατό εξοπλισμένο με το πυροβολικό. Της ίδιας εποχής είναι επίσης το όμορφο Δημαρχείο (1544), που κατασκευάστηκε σύμφωνα με το στυλ πλατερέσκ (plateresque) των αραγωνικών ανακτόρων.[11]

Η επιδημία της πανούκλας που έπληξε τα ανατολικά της ιβηρικής χερσονήσου στην περιοχή του Λεβάντε, στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα —της οποίας οι πρώτες εστίες εμφανίστηκαν στην Βαλένθια το 1647— έφερε θνησιμότητα στον πληθυσμό της Χάκας της τάξης του 42%.[12][13] Η επιδημία ήρθε σε δύο διαφοροποιημένα κύματα: το πρώτο μεταξύ του Οκτωβρίου 1653 έως του Φεβρουαρίου του 1654, και η δεύτερη — και πιο καταστροφική— μεταξύ Μαΐου και Δεκεμβρίου του 1654.[14]

Στον Πόλεμο της Διαδοχής, η Χάκα πήρε το μέρος των Βουρβόνων. Ως εκ τούτου, το 1707 πολιορκήθηκε από τους συμμάχους του Αρχιδούκα Καρόλου και υποστηρίχθηκε από τον μαρκήσιο του Salutcio. Στην όψη του οποίου, οι πολιορκητές αποσύρθηκαν σε ένα δάσος, όπου δέχθηκαν επίθεση από τον μαρκήσιο της Santa Coloma, ο οποίος σκότωσε πολλούς άντρες και πολλούς άλλους έπιασε αιχμάλωτους. Ο βασιλιάς Φίλιππος Ε´ απέδωσε στην πόλη της Χάκας, τους τίτλους της «πολύ ευγενούς, πολύ πιστής, και μεγάλης νικήτριας», προσθέτοντας το σύμβολο του κρίνου (fleur-de-lis) στην ασπίδα του στρατού της, που διαθέτει τον Σταυρό του Σοβράρβε και τα τέσσερα κεφάλια, το έμβλημα της μάχης του Αλκοράθ.

Σύγχρονη Εποχή Επεξεργασία

 
Το σπίτι Casa La Rubia

Στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα, η Χάκα λόγω της στρατηγικής της θέσης, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον Πόλεμο του Ροσελιό, όντας ένας από τους στόχους των Γάλλων επαναστατών. Στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η πόλη παραδόθηκε στους Γάλλους στις 21 Μαρτίου του 1809, λόγω της λιποταξίας που ενθάρρυνε κρυφά η ιεραποστολική Fray José de la Consolación, η οποία είχε επιρροή, αφήνοντας πολύ λίγους στρατιώτες εντός της περιοχής. Ο στρατηγός Francisco Xavier Mina ανέκτησε την περιοχή τον Φεβρουάριο του 1814.

Στα πλαίσια των Καρλικών Πολέμων, το 1839 έγιναν αναφορές για αρκετούς στρατιώτες της φρουράς της Χάκας που πωλούσαν όπλα στους επαναστάτες. Ο Pascual Madoz, το 1845 στο Γεωγραφικό-στατιστικό-ιστορικό λεξικό της Ισπανίας, περιγράφει τη Χάκα ως εξής: «τα σπίτια της ήταν σε αριθμό 488 από συμπαγή και καλή κατασκευή, όλα ασπρισμένα, άνετα και καθαρά στο εσωτερικό τους, που ήταν κατανεμημένα σε 37 καλά προσανατολισμένους δρόμους, πλακοστρωμένους, και οι περισσότεροι με τα πεζοδρόμια... έχει 7 πλατείες, μεταξύ των οποίων μόνο η ονομαζόμενη Campo del Toro και αυτή της Αγοράς με τις στοές, προορίζονται για την πώληση λαχανικών. Αυτές είναι οι κύριες πλατείες, οι άλλες δεν έχουν αντικείμενο και είναι μικρές».[15] Η Ένδοξη Επανάσταση του 1868 έφερε τη γέννηση του επαναστατικού συμβουλίου της Χάκας, που ήρθε αντιμέτωπο με αυτό της Ουέσκας, το οποίο πήρε μια σειρά από μέτρα όπως ήταν η κατάργηση του Σεμιναρίου ή η δημιουργία των Εθελοντών της Ελευθερίας, που ολοκληρώθηκαν στην περίοδο των έξι δημοκρατικών επαναστατικών ετών (Sexenio Revolucionario) με την κατασκευή του δρόμου από τη Χάκα στη Γαλλία.[2] Η Χάκα βίωσε στην αρχή του εικοστού αιώνα, μια αστική και δημογραφική αφύπνιση, παρακινούμενη κατά πολύ, από την κατεδάφιση των μεσαιωνικών τειχών, η οποία ξεκίνησε το 1908. Το 1928 ο σιδηρόδρομος έφτασε στο Κανφράνκ, στου οποίου τα εγκαίνια παραβρέθηκε ο μονάρχης Αλφόνσος ΙΓ´. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε επίσης το Θερινό Πανεπιστήμιο.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1930 έλαβε χώρα το επεισόδιο της Εξέγερσης της Χάκας, μία στρατιωτική εξέγερση ενάντια στη μοναρχία του Αλφόνσου ΙΓ´ κατά τη διάρκεια της περιόδου της «dictablanda» του στρατηγού Δάμασου Βερεγγάριου στα χρόνια της Βουρβονικής Παλινόρθωσης. Ξεκίνησε με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας (La República) από το μπαλκόνι του δημαρχείου της Χάκας και το διορισμό της πρώτης ρεπουμπλικανικής δημαρχίας. Την ίδια στιγμή συστάθηκαν δύο διμοιρίες αντρών, διευθυνόμενες από τους οπλαρχηγούς Fermín Galán και Salvador Sediles, που αναχώρησαν προς την Ουέσκα.

Η εξέγερση καταπνίγηκε τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας και στις 14 Δεκεμβρίου εκτελέστηκαν οι αρχηγοί Galán και García Hernández, ενώ ο οπλαρχηγός Sediles, που επίσης καταδικάστηκε σε θάνατο, του δόθηκε χάρη μπροστά στις λαϊκές κινητοποιήσεις. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτής της εξέγερσης ήταν αισθητά στην ανακήρυξη της Δεύτερης ισπανικής Δημοκρατίας, τέσσερις μήνες αργότερα, μετά τις εκλογές της 12ης Απριλίου, η μοναρχία εξορίστηκε και ανακηρύχθηκε Δημοκρατία, η οποία τους αναγνώρισε ως «μάρτυρες».

Συμπέρασμα Επεξεργασία

Το αξιοσημείωτο ιστορικά σχετικά με τη Χάκα είναι ο ρόλος της ως πρωτοπόρος. Ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του Βασιλείου της Αραγωνίας, η πρώτη που εγκωμίασε ο Ραμίρο Β´ ο μοναχός, η πρώτη που εξεγέρθηκε υπέρ της δημοκρατίας, όταν και έγινε διάσημη η οδός της Calle Mayor (Μεγάλη Οδός), ο ίδιος δρόμος που τραγουδιέται από τον τενόρο Miguel Fleta σε ρυθμό ισπανικού χορού Χότα (Jota). Μεγάλες προσωπικότητες και συγγραφείς έχουν μιλήσει για τη Χάκα. Στον δέκατο τρίτο αιώνα, ο Αλφόνσος Ι´ ο Σοφός μίλησε για τη γιορτή της νίκης της Χάκας, κατά την Αναγέννηση ο λόγιος Antonio de Nebrija περιέγραψε τη θρυλική της καταγωγή, ο Θερβάντες την αναφέρει στον δον Κιχώτη, μιλώντας για τα μεγάλα της βουνά, ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο επαινεί το όρος Πένια Οροέλ (Peña Oroel) και ο Σαντιάγο Ραμόν ι Καχάλ περιγράφει τη μακρά περίοδο της ζωής του στην πόλη.

Αξιοθέατα Επεξεργασία

Σήμερα υπάρχουν εναπομείναντα ιστορικά κτίρια από διάφορες εποχές της ιστορίας της πόλης όπως ο ρομανικής αρχιτεκτονικής καθεδρικός ναός του Αγίου Πέτρου του 11ου αιώνα, η ακρόπολη με τα τείχη της πόλης (Ciudadela de Jaca) του 16ου αιώνα και ο γοτθικής αρχιτεκτονικής Πύργος του ρολογιού (Torre del Reloj) του 15ου αιώνα.

Τουρισμός και αθλητισμός Επεξεργασία

 
Παγοδρόμιο Pabellón de Hielo de Jaca

Η Χάκα αποτελεί τουριστικό προορισμό καθ όλη την διάρκεια του έτους και ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, όπου αποτελεί δημοφιλή προορισμό χειμερινών σπορ λόγω των δύο σημαντικών χιονοδρομικών κέντρων, του Αστούν και του Κανταντσού, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά της. Επίσης η Χάκα είναι μία από τις πόλεις μέσα από τις οποίες διέρχεται και η διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα ελκύοντας έτσι πολλούς πεζοπόρους κάθε χρόνο. Στην πόλη υπάρχει το ολυμπιακών προδιαγραφών παγοδρόμιο Pabellón de Hielo de Jaca, στο οποίο εδρεύει και η ομάδα χόκεϊ επί πάγου CH Jaca. Επίσης το συγκεκριμένο παγοδρόμιο αποτελεί και μία εκ των επιλογών του διάσημου προπονητή και πρώην αθλητή του καλλιτεχνικού πατινάζ Αλεξέι Μίσιν, ως κέντρο καλοκαιρινής εκπαίδευσης για τους αθλητές του, και στο οποίο μεταξύ άλλων έχει κατά καιρούς προπονηθεί και ο θρύλος του καλλιτεχνικού πατινάζ Εβγκένι Πλιούσενκο.[16] Η Χάκα έχει θέσει έως σήμερα τέσσερις φορές υποψηφιότητα προκειμένου να αναλάβει τη διοργάνωση των χειμερινών ολυμπιακών αγώνων χωρίς όμως επιτυχία.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικών της Ισπανίας: Municipal Register of Spain of 2023. 13  Δεκεμβρίου 2023.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Jaca Αρχειοθετήθηκε 2017-07-02 στο Wayback Machine. (Μεγάλη Αραγωνική Εγκυκλοπαίδεια)
  3. 3,0 3,1 Iacetanos Αρχειοθετήθηκε 2017-07-05 στο Wayback Machine. (Μεγάλη Αραγωνική Εγκυκλοπαίδεια)
  4. «Breve historia de Jaca (Jacahuesca.com)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2016. 
  5. Marco Poncio Catón Αρχειοθετήθηκε 2017-07-05 στο Wayback Machine. (Μεγάλη Αραγωνική Εγκυκλοπαίδεια)
  6. D. Buesa Conde (dir.), Las catedrales de Aragón, Zaragoza, Caja de Ahorros de Zaragoza, Aragón y Rioja, 1987. Apud. A. García Omedes, «Ruinas de San Pedro el Viejo —Jaca—» Αρχειοθετήθηκε 2018-02-07 στο Wayback Machine., στο romanicoaragones.com
  7. Ana Isabel Lapeña Paúl, Sancho Ramírez, rey de Aragón (¿1064?–1094) y rey de Navarra (1076–1094), Gijón, Trea, 2004, σελ. 124-125. ISBN 84-9704-123-2
  8. Lapeña Paúl, op. cit., pág. 126.
  9. Jerónimo Zurita (1562). «Libro 1. XVIII». Anales de la Corona de Aragón (PDF). Publicación número 2.473 de la Institución «Fernando el Católico» (Excma. Diputación de Zaragoza). Zaragoza: Edición de Ángel Canellas López/Edición electrónica de José Javier Iso (coord.), María Isabel Yagüe y Pilar Rivero. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2014. 
  10. Lapeña Paúl, op. cit., σελ. 126-146.
  11. Historia de Jaca (Jaca.com)
  12. «Población: entre el hambre y la enfermedad (Artehistoria)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2016. 
  13. La peste en Aragón (Ιστορικός Άτλας της Αραγωνίας)
  14. El reflejo de la peste (1651-1654) en los registros parroquiales de algunas localidades oscenses. Francisco Fonz Garcés.
  15. Madoz, Pascual (1846–1850). Diccionario geográfico-estadístico-histórico de España y sus posesiones de Ultramar. IX. Madrid: Establecimiento tipográfico de P. Madoz y L. Sagasti. σελ. 489. 
  16. Remmel, Ia (4 Νοεμβρίου 2011). «The story behind success: Mishin' s and Gachinski 's season preparation». Absolute Skating. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2018. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία