Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο

Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής

Ο Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο (Juan Alberto Schiaffino, ιταλική προφορά: [skjafˈfiːno] , 28 Ιουλίου 1925 – 13 Νοεμβρίου 2002) ήταν Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στο μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας του ως επιθετικός μέσος. Ένας ιδιαίτερα επιδέξιος και δημιουργικός παίκτης, κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 με την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης. Θεωρούμενος ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της λατινοαμερικάνικης χώρας,[1][2][3] και από τους καλύτερους όλων των εποχών,[4][5] ψηφίστηκε 17ος του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS και κορυφαίος της χώρας του.[6][7]

Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο

Με τη Μίλαν το 1956
Προσωπικές πληροφορίες
Πλήρες όνομαΧουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο Βιγιάνο
Ημερ. γέννησης28 Ιουλίου 1925
Τόπος γέννησηςΜοντεβιδέο, Ουρουγουάη
Ημερ. θανάτου13 Νοεμβρίου 2002 (77 ετών)
Τόπος θανάτουΜοντεβιδέο, Ουρουγουάη
Ύψος1,78 μ.
ΘέσηΜέσος
Ομάδες νέων
1942–1943Νασιονάλ
Επαγγελματική καριέρα*
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1943–1954 Πενιαρόλ227(88)
1954–1960ΑΚ Μίλαν149(47)
1960–1962Ρόμα39(3)
Σύνολο415(138)
Εθνική ομάδα
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1946–1954Ουρουγουάη21(9)
1954–1958Ιταλία4(0)
Προπονητική καριέρα
ΠερίοδοςΟμάδα
1974–1975Ουρουγουάη
1975–1976Πενιαρόλ
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).

Παρά το γεγονός ότι ήταν λεπτός και έμοιαζε με το αντίθετο του ποδοσφαιριστή ως αθλητή, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους μέσους - ένας παίκτης με εξαιρετικό έλεγχο της μπάλας, με αίσθηση για την ενδεικτική πάσα, και ένα αριστερό πόδι που σκόραρε πολλές φορές σημαντικά γκολ. Αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό ήταν η ισοφάριση του κόντρα στη Βραζιλία στη διοργάνωση του 1950. Συγκλόνισε το πλήθος των 200.000 ατόμων στο νέο τότε Στάδιο Μαρακανά και ώθησε την Ουρουγουάη να συνεχίσει και να κατακτήσει το τρόπαιο. Η συλλογική σταδιοδρομία του ήταν εξίσου επιτυχημένη στη χώρα του με την Πενιαρόλ και στην Ιταλία, όπου αγωνίστηκε με Μίλαν και Ρόμα.[8]

Βιογραφία Επεξεργασία

Πρώτα χρόνια Επεξεργασία

Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο και άρχισε να παίζει στην ομάδα της γειτονιάς του Παλέρμο. Ο παππούς του, ήταν από τη Λιγουρία από την επαρχία της Γένοβας (Ιταλία), ενώ η μητέρα του είχε καταγωγή από την Παραγουάη. Ήταν από φτωχή οικογένεια και εργάστηκε στην εφηβεία του ως αρτοποιός, υπάλληλος χαρτικής και εργάτης σε εργοστάσιο αλουμινίου. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν επίσης διεθνής ποδοσφαιριστής και τον βοήθησε στα αρχικά βήματα της πορείας του. Πέρασε από την ομάδα νέων της Νασιονάλ στην οποία εντάχθηκε το 1942 και σε ηλικία 18 ετών πήγε στον κορυφαίο σύλλογο της Ουρουγουάης Πενιαρόλ που διέθετε εκείνη την περίοδο ισχυρότατη ομάδα.[5][9]

Καριέρα σε συλλόγους Επεξεργασία

Στην Πενιαρόλ είχε για συμπαίκτη του τον αδερφό του που αγωνιζόταν ως κεντρικός επιθετικός. Ο Χουάν έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1943 και στην πρώτη του χρονιά είχε 23 συμμετοχές σημειώνοντας 13 τέρματα κατακτώντας και το πρωτάθλημα.[10] Καθιερώθηκε αμέσως και τη δεύτερη σεζόν 1944–45 ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 19 γκολ, και πάλι πρωταθλητής με το σύλλογο.[11] Γνωστός ως «Πέπε» (πέπε στα ιταλικά σημαίνει πιπέρι), όνομα που του έδωσε η μητέρα του για να υπογραμμίσει τον ζωηρό του χαρακτήρα, τις εκρήξεις και το κλάμα του,[9] έζησε στιγμές καταξίωσης κατακτώντας με το σύλλογο της πρωτεύουσας τέσσερα ακόμα πρωταθλήματα στα επόμενα έξι χρόνια. Θεωρείται ο επικεφαλής του κουιντέτου Escuadrilla de la muerte (η ομάδα του θανάτου) που το 1949 θεωρήθηκε ως η καλύτερη επιθετική σύνθεση στην ιστορία της Πενιαρόλ και ίσως η καλύτερη ομάδα στην ιστορία του συλλόγου, η οποία σάρωσε το πρωτάθλημα της Ουρουγουάης με 16 νίκες και δύο ισοπαλίες, τέρματα 62–17, από τα οποία τα 13 του Σκιαφίνο.[12][13]

Λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας (1954) συμφώνησε με τη Μίλαν έναντι του ποσού των 52 εκατομμυρίων λιρετών, και έγινε η πιο ακριβή μεταγραφή στην μέχρι τότε ποδοσφαιρική ιστορία.[4][14] Ήδη από το 1951 ιταλικοί σύλλογοι όπως η Γιουβέντους και η Ρόμα επιχείρησαν τη μετακόμισή του στην Ιταλία αλλά απέτυχαν.[15] Έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι στην Ουρουγουάη στις 25 Ιουλίου 1954, εναντίον της Ρίβερ Πλέιτ της χώρας του σε αγώνα που έληξε με νίκη 6–1 και στο τέλος του οποίου αποθεώθηκε από τους οπαδούς της ομάδας.[16]

Έκανε το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα Ιταλίας στις 19 Σεπτεμβρίου απέναντι στην Τριεστίνα σημειώνοντας δύο γκολ.[14] Την πρώτη του χρονιά κατέκτησε και το πρώτο του πρωτάθλημα, ενώ σημείωσε και 15 γκολ.[17] Στο Μιλάνο μετά από ένα χρόνο απέκτησε διπλή ιθαγένεια και έτσι μπόρεσε να παίξει με την ιταλική εθνική ομάδα. Έφτασε στην Ιταλία σε ηλικία 29 ετών και έπαιξε σε υψηλό επίπεδο έως ότου ήταν 37 ετών. Η εξαιρετική ποιότητα και η ευφυΐα του επέτρεψαν να είναι στην κορυφή για πολλά χρόνια. Ο σύλλογος ήταν ήδη ισχυρός με την παρουσία του σουηδικού τρίου Gre-No-Li και επικεφαλής τον σούπερ σκόρερ Γκούναρ Νόρνταλ,[18] με την προσθήκη του Ουρουγουανού ισχυροποιήθηκε περαιτέρω φθάνοντας στον ημιτελικό του πρώτου Κυπέλλου Πρωταθλητριών την περίοδο 1955–56, όπου αντιμετώπισε την Ρεάλ Μαδρίτης και έχασε με ένα γκολ διαφορά (4–2 στην ισπανική πρωτεύουσα με ένα τέρμα του Σκιαφίνο και νίκη χωρίς αντίκρυσμα με 2–1 στο Μιλάνο).[19] Με τη Μίλαν είχε τρεις τίτλους πρωταθλήματος, ένα Λατινικό Κύπελλο και έναν τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών στον οποίο έπεσε πάλι απέναντι στην Ρεάλ Μαδρίτης χάνοντας στην παράταση με 2–3, σημειώνοντας ένα γκολ. Οι Ισπανοί με τους Αλφρέδο Ντι Στέφανο και Φρανσίσκο Χέντο νίκησαν στην παράταση, αλλά οι ροσονέρι προηγήθηκαν δύο φορές. Και σημείωσε το πρώτο γκολ, στο 15ο λεπτό στο δεύτερο ημίχρονο, μετά από ένα προσεκτικό πρώτο ημίχρονο. [20][21] Το 1956 κατέκτησε το Λατινικό Κύπελλο (που ακόμα δεν είχε καταργηθεί) και στο οποίο συμμετείχαν οι κορυφαίοι σύλλογοι από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία (ένας από κάθε χώρα). Η Μίλαν νίκησε με 3–1 στον τελικό την Ατλέτικο Μαδρίτης, σε διοργάνωση που έγινε στο Μιλάνο με ένα γκολ του Σκιαφίνο στον τελικό.[22][23] Συνολικά με την ομάδα του Μιλάνου αγωνίστηκε σε 171 επίσημους αγώνες και σημείωσε 60 τέρματα.[24]

Τα χρονικά της εποχής και τα διαθέσιμα αρχειακά δεδομένα, δείχνουν ότι ήταν ο πραγματικός ηγέτης της ομάδας των "ροσονέρι" αποκτώντας μεγάλη δημοφιλια στους οπαδούς της ομάδας. Παρέμεινε στο Μιλάνο μέχρι το 1960, όταν μεταφέρθηκε στην Ρόμα, όπου ήταν και εκεί ήταν η ψυχή της ομάδας.[25][26] Με την ομάδα της πρωτεύουσας κατέκτησε το Fairs Cup (αργότερα θα ονομαστεί Κύπελλο ΟΥΕΦΑ) το 1961.[27]

Διεθνής καριέρα Επεξεργασία

Ο Σκιαφίνο αγωνίστηκε για δύο εθνικές ομάδες: πρώτα με την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης από το 1945 έως το 1954, και αργότερα με την Ιταλική εθνική από το 1954 έως το 1958. Συμμετείχε σε 21 αγώνες με την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης κάνοντας την αγωνιστική του πρεμιέρα στις 29 Δεκεμβρίου 1945 σε συνάντηση με την Αργεντινή (1–1), σημειώνοντας συνολικά εννέα γκολ. Με την ιταλική εθνική ομάδα συμμετείχε σε τέσσερις αγώνες.[28]

 
Με την εθνική Ουρουγουάης

Ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη νίκη της Ουρουγουάης στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, σημειώνοντας ένα γκολ στον τελικό και νικώντας τη Βραζιλία στο δικό της γήπεδο, στο λεγόμενο Maracanaço (Μαρακανάζο, το κάζο του Μαρακανά).[29][30] Ο αγώνας Βραζιλία - Ουρουγουάη δεν ήταν ακριβώς ο τελικός, κάτι που συνέβη για πρώτη και μοναδική φορά: σε αυτήν τη διοργάνωση είχε προγραμματιστεί ένας τελικός όμιλος. Παίχτηκε στην τρίτη και τελευταία συνάντηση, μετά τις σαρωτικές νίκες της Βραζιλίας στα δύο πρώτα παιχνίδια με 7–1 και 6–1, σε αντίθεση με την Ουρουγουάη που είχε μία νίκη και μία ισοπαλία - εναντίον της Σουηδίας (3–2) και της Ισπανίας (2–2). Για να γίνει πρωταθλήτρια, η ισοπαλία ήταν αρκετή για τη Βραζιλία. Την ώρα που οι δυο ομάδες ετοιμάζονταν για το τελευταίο τους παιχνίδι, η ατμόσφαιρα στη χώρα θύμιζε καρναβάλι, με την Ουρουγουάη να έχει μόλις 80 οπαδούς της στο γήπεδο.[31][32] Η εφημερίδα Gazeta Esportiva έγραφε στο πρωτοσέλιδο: «Αύριο νικάμε την Ουρουγουάη», και η Mundo δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία έχοντας λεζάντα στο πρωτοσέλιδο «Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές» μαζί με φωτογραφία της «σελεσάο» από προηγούμενο αγώνα. [33][34]

Στο στρατόπεδο της Ουρουγουάης διατηρούσαν το κεφάλι χαμηλά, αλλά το φρόνημα υψηλά. Στο 47ο λεπτό (δεύτερο λεπτό του δεύτερου ημιχρόνου) ο Φριάσα σημείωσε το πρώτο γκολ της Βραζιλίας. Η garra όμως, η ψυχική δύναμη των Ουρουγουανών, αποδεικνύεται πολύ σκληρή για να λυγίσει ακόμα και μπροστά στο μεγαλύτερο πλήθος που έχει παρακολουθήσει ποδοσφαιρική συνάντηση, σε 200.000 παραληρούντες Βραζιλιάνους[29](κάποιες αναφορές του προηγούμενου αιώνα αναφέρουν μεγαλύτερους αριθμούς, όπως 202.772 εισιτήρια [35]). Στο πρώτο ημίχρονο διατηρήθηκε το 0–0 και ο Σκιαφίνο έχασε δύο αξιοσημείωτες ευκαιρίες.[15] Ο εμβληματικός αρχηγός, Ομπντούλιο Βαρέλα πήρε τη μπάλα από τα δίχτυα και λέγοντας «Ωραία, τώρα πάμε να νικήσουμε», έδωσε το σύνθημα της αντεπίθεσης.[36] Οι φιλοξενούμενοι δεν υποχώρησαν και συνέχισαν το ομαλό παιχνίδι τους, καθοδηγούμενοι και από τον Σκιαφίνο. Στα 66ο λεπτό μετά από μια γρήγορη κάθοδο από τα άκρα, ο Αλσίντες Γκίντζια έδωσε ασίστ στοv «Πέπε», ο οποίος νίκησε τον τερματοφύλακα Μπαρμπόζα. Στο 79ο λεπτό ο Γκίντζια ολοκλήρωσε μόνος του το τελικό αποτέλεσμα.[37][38] Ο Σκιαφίνο θυμάται ότι η νίκη τον οδήγησε να κλαίει περισσότερο και από τους Βραζιλιάνους.[39] Χρόνια αργότερα, αναλύοντας τον αγώνα είπε: «Αν είχαμε παίξει αυτόν τον αγώνα 100 φορές, θα είχαμε χάσει σε 99 περιπτώσεις: η δύναμή μας ήταν να παίξουμε με τα λάθη των Βραζιλιάνων, που ένιωθαν ήδη πρωταθλητές πριν μπουν στον αγωνιστικό χώρο. Ήμασταν επίσης τυχεροί: όταν πέτυχα το 1-1 έκανα ένα λάθος στο σουτ και ήρθε μια περίεργη, παράλογη τροχιά προς τα έξω».[21] Το αποτέλεσμα ήταν τέτοιο που ο Εδουάρδο Γκαλεάνο έγραψε χαρακτηριστικά: «Οι ετοιμοθάνατοι καθυστέρησαν το θάνατό τους και τα μωρά βιάστηκαν να γεννηθούν. Ρίο ντε Ζανέιρο 16 Ιουλίου 1950 στάδιο Μαρακανά: Την προηγούμενη δεν κοιμήθηκε κανείς, την επομένη δεν ήθελε κανείς να ξυπνήσει!» [40] Είχε γίνει επίσημα γνωστό ότι είχε σημειώσει πέντε γκολ στον αγώνα της εθνικής απέναντι στη Βολιβία (8–0) επίδοση ρεκόρ για Παγκόσμιο Κύπελλο, που τελικά σχεδόν μισό αιώνα μετά διαπιστώθηκε από τη FIFA ότι τρία γκολ δεν ήταν δικά του (με τη σύμφωνη γνώμη του ίδιου).[41] και με βάση την αρχική θεώρηση ήταν δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης.[15] Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα του Κυπέλλου.[42] Αγωνίστηκε επίσης στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, σημειώνοντας δύο τέρματα και βοηθώντας την εθνική του να τερματίσει στην τέταρτη θέση, χάνοντας στον ημιτελικό της διοργάνωσης στην παράταση από την Ουγγαρία με 4–2. Στη συνάντηση εκείνη, από τις συγκλονιστικότερες στην ποδοσφαιρική ιστορία, παρείχε μια ασίστ στο πρώτο γκολ της Ουρουγουάης.[25][43]

Με την απόκτηση της ιταλικής υπηκοότητας, αγωνίστηκε και σε τέσσερις αγώνες με την εθνική ομάδα της νοτιοευρωπαϊκής χώρας στα πλαίσια της αποτυχημένης προκριματικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 χωρίς να σημειώσει γκολ.[28][44] Ο Σκιαφίνο ήταν ευέλικτος παίκτης, με λεπτή σωματική διάπλαση, κινούνταν συνήθως ως αριστερός εσωτερικός επιθετικός ή δεύτερος επιθετικός στην διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της καριέρας του, ιδίως με τις Πενιαρόλ και Μίλαν, ή ως επιθετικός μέσος και πλέι μέικερ, ρόλο που κατείχε συχνότερα καθώς προχωρούσε η καριέρα του.[8][45] Η ευφυΐα του ήταν τέτοια που του έδωσε ιδιαίτερη δημιουργική του ικανότητα, εξαιρετικές του πάσες, και την αίσθηση να διαβάζει το παιχνίδι, να οργανώσει τους συμπαίκτες του, να ενορχηστρώσει τις ευκαιρίες, να σημειώσει γκολ και να υπαγορεύσει το ρυθμό του παιχνιδιού στο κέντρο.[46][47] Διέθετε εξαιρετική τεχνική ικανότητα, μεγάλη ευχέρεια περασματων που σε, άλλου φαίνονταν αδύνατα, πολύ καλή αίσθηση θέσης και ηγετικές ικανότητες. Ικανός και στις πάσες ακριβείας, παρείχε πολλές ασίστ. Η εργατικότητα και η ομαδικότητα του παιχνιδιού του τον οδήγησαν και στην αμυντική του συμβολή. Το ευρύ φάσμα των δεξιοτήτων του επέτρεψε επίσης να παίξει ως ελεύθερος αμυντικός (λίμπερο) στο τέλος της καριέρας του με τη Ρόμα, όταν αυτό ήταν απαραίτητο.[48][49] Είχε την τάση να λέει αυτό που σκέφτεται, γεγονός που προκάλεσε ενόχληση και τεταμένες σχέσεις, ειδικά με συμπαίκτες και προπονητές, ενίοτε και τιμωρίες.[9]

Μετά την αποχώρηση Επεξεργασία

Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που διαχειρίζονταν τους μισθούς του σαν να ήταν επιχειρηματίας. Τις ελεύθερες ημέρες στην καριέρα του έπαιρνε το αυτοκίνητο, πήγαινε στην Ελβετία και ασχολούνταν με την οικονομική κερδοσκοπία. Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας τα εξαιρετικά κέρδη τα οποία που αποκόμισε στη συνέχεια επανεπένδυσε, αγοράζοντας διαμερίσματα και καταστήματα. Το 1962, έχοντας τελειώσει την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής, επέστρεψε στο Μοντεβιδέο και συνέχισε να δραστηριοποιείται στον τομέα των ακινήτων.[9][50] Ακολούθησε καριέρα προπονητή για μόνο δύο χρόνια, κερδίζοντας την τρίτη θέση με την εθνική Ουρουγουάης στο Κόπα Αμέρικα του 1975.[45]

Τίτλοι Επεξεργασία

Πενιαρόλ
  • Πρωτάθλημα Ουρουγουάης (Primera División Uruguay) (6) : 1944, 1945, 1949, 1951, 1953, 1954
Μίλαν
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας (3) : 1954–55, 1956–57, 1958–59
  • Λατινικό Κύπελλο : 1956
Ρόμα
  • Inter-Cities Fairs Cup (μετέπειτα Κύπελλο UEFA): 1961
Εθνική Ουρουγουάης
  • Παγκόσμιο Κύπελλο : 1950

Ατομικές διακρίσεις Επεξεργασία

  • Καλύτερη ομάδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου : 1950
  • IFFHS : 17ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα
  • IFFHS : 6ος καλύτερος Νοτιοαμερικάνος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα
  • IFFHS : Καλύτερος παίκτης της Ουρουγουάης του 20ού αιώνα
  • World Soccer περιοδικό : Οι 100 μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές όλων των εποχών
  • IFFHS legends
  • Πρώτος σκόρερ Λατινικού Κυπέλλου : 1956

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «The Ten Best Uruguayan Soccer Players in History». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  2. «Top 50 des joueurs sud-américains de l'histoire». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2024. Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2022. 
  3. «ESPN : Fates of the 1950 World Cup finalists». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2020. 
  4. 4,0 4,1 «Uruguay mourn Schiaffino». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2020. 
  5. 5,0 5,1 «FIFA : Pepe, Dios y Diablo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2013. 
  6. «IFFHS Century Elections». Ανακτήθηκε στις 17 Μαΐου 2020. 
  7. «IFFHS' Players and Keepers of the Century for many countries». Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2021. 
  8. 8,0 8,1 «Juan Schiaffino». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2020. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 «Addio geniale Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  10. «Juan Schiaffino (Uruguay)». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  11. «Juan Alberto Schiaffino: Italian-Uruguayan Football Player». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2022. 
  12. «La escuadrilla de la muerte». Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2020. 
  13. «Juan Alberto Schiaffino: "En la final de 1950 en Maracana, en cierto momento sentí pena por lo que estaba ocurriendo"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Φεβρουαρίου 2012. 
  14. 14,0 14,1 «Football Stories: Juan Alberto Schiaffino, el Futbol». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαρτίου 2024. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2024. 
  15. 15,0 15,1 15,2 «The man who broke Brazilian hearts and the world transfer record». Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2020. 
  16. «El mejor jugador uruguayo de la historia». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαρτίου 2024. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2024. 
  17. «I NOSTRI PALLONI D'ORO DAL 1900 AL 2022». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Σεπτεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2023. 
  18. «10 huge moments in AC Milan's history as club celebrate 120th birthday». Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2021. 
  19. «Milan Stagione 1955/56». Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2020. 
  20. «UEFA : Madrid and Milan's stars of '58». Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2024. 
  21. 21,0 21,1 ««Aveva il senso della squadra»». Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2024. 
  22. «Latin Cup». Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2020. 
  23. «LATIN CUP 1956 - AC MILAN». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2021. 
  24. «AC Milan : Juan Alberto Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  25. 25,0 25,1 «Juan Alberto Schiaffino,héroe del 'maracanazo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2013. 
  26. «Juan Alberto Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  27. «World Cup Legends: Uruguay and Juan Alberto Schiaffino». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Αυγούστου 2022. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  28. 28,0 28,1 «Juan Alberto Schiaffino - International Appearances». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  29. 29,0 29,1 «FIFA : The Maracanazo marvels in numbers». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2021. 
  30. «World Football: The 100 Greatest World Cup Players of All Time». Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2023. 
  31. «Obdulio Varela and the Miracle of the Maracanazo». Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2020. 
  32. «World Cup moments: Uruguay break the hearts of a nation in 1950». Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2020. 
  33. «World Cup 2014: Uruguay's 1950 triumph a classic tale of Brazilian sporting tragedy, can it be this good again?». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2014. 
  34. «World Cup 2014: Ian Herbert - The ghost of 1950 is haunting Brazil: the notion of home failure sharpened by a growing divide between players and public». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2024. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2024. 
  35. «Uruguay v Brazil, 16 July 1950». Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2020. 
  36. «Βραζιλία 1950: Όταν η Ουρουγουάη σίγησε το Μαρακανά». Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2021. 
  37. «FIFA : Maracanazo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  38. «Βραζιλία 1950: Το δράμα του Maracanazo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2020. 
  39. «FIFA : Uruguay's manic Maracana coronation». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2021. 
  40. «Σαν σήμερα, 16 Ιουλίου, η Εθνική Βραζιλίας προκαλεί αυτοκτονίες μετά τη συμφορά. 71 χρόνια μετά ουδείς έχει ξεχάσει!». Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2021. 
  41. «Corriere della Sera : il giallo Schiaffino». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  42. «FIFA World Cup All Star teams». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  43. «The Invincibles vs The Invincibles: Hungary and Uruguay in the 1954 World Cup». Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2023. 
  44. «UEFA : Former Milan great Schiaffino dies». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαρτίου 2024. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2024. 
  45. 45,0 45,1 «JUAN ALBERTO SCHIAFFINO AND THE DEMISE OF URUGUAY». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2022. 
  46. «COUPE DU MONDE - TOP 100: SCHIAFFINO, L'ÉTOILE DE LA CÉLESTE». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2014. 
  47. «Serie A's 15 Greatest Pass Masters». Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2023. 
  48. «Juan Alberto Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  49. «I migliori stranieri over 30 della storia della Serie A». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020. 
  50. «Ritratti – Juan Alberto "Pepe" Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2024. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία