Το ψχεντ ήταν αρχαίo αιγυπτιακό στέμμα. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το ονόμαζαν διπλό σκήπτρο.[1] Ήταν διπλό στέμμα, διότι συνδύαζε το ερυθρό στέμμα της Κάτω Αιγύπτου με το λευκό στέμμα της Άνω Αιγύπτου. Συμβόλιζε επίσης την ισχύ του Φαραώ ως κυβερνήτη όλης της Αιγύπτου.[2] Ήταν διακοσμημένη με ένα ζωικό σύμβολο, την Αιγυπτιακή κόμπρα. Το σύμβολο αυτό ήταν τοποθετημένο στην μπροστινή όψη του ψχεντ.

Το ψχεντ
Σφραγιδόλιθος του Πτολεμαίου ΣΤ' Φιλομήτωρα με ψχεντ. 3ος-2ος αι. π.Χ..

Ιστορική αναδρομή Επεξεργασία

Το ψχεντ πιστεύεται ότι θεσπίστηκε από τον Φαραώ Μήνη στην εποχή της πρώτης δυναστείας, και με αυτό στέφθηκε για πρώτη φορά ο Φαραώ Βαβενέφης, όπως μαρτυρεί μια πέτρινη επιγραφή που τον παριστάνει να φέρει το ψχεντ.[3] Οι πρώτοι Φαραώ της Αιγύπτου, που μνημονεύονται στην Στήλη του Παλέρμο φορούσαν την ερυθρή κορώνα, ενώ το ψχεντ φέρουν όλοι οι Φαραώ από την πρώτη Δυναστεία και μετά.[4] Στο τεμάχιο του Καΐρου όμως απεικονίζονται και οι αρχαιότεροι Φαραώ με ψχεντ.[5]

Αρχαιολογία Επεξεργασία

Το ψχεντ είναι γνωστό μόνο από τις απεικονίσεις, τα αγάλματα και περιγραφές, ενώ ως αντικείμενο δεν έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα κανένα αρχαιολογικό εύρημα που να το επιβεβαιώνει.

Μυθολογία Επεξεργασία

Το ψχεντ είναι κάλυμμα της κεφαλής του Ώρου[6] και του Ατούμ, οι οποίοι συμβολίζουν τον Φαραώ, ή βρίσκονται σε στενή σχέση με αυτόν.[7]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Griffith, Francis Llewellyn, A Collection of Hieroglyphs: A Contribution to the History of Egyptian Writing, the Egypt Exploration Fund 1898, p.56
  2. Dunand, Françoise; Christiane Zivie-Coche, Gods and Men in Egypt: 3000 BCE to 395 CE, Cornell University Press 2004, pp.32f.
  3. Wilkinson, Toby A. H., Early Dynastic Egypt, Routledge 1999, p.196
  4. Fage, John Donnelly; Desmond J. Clark, Roland Anthony Oliver, A. D. Roberts, The Cambridge History of Africa, Cambridge University Press 1974, p.521
  5. Kemp, Barry John, Ancient Egypt: Anatomy Of A Civilization, Routledge 2006, p.92
  6. Zandee, Jan, Studies in Egyptian Religion: Dedicated to Professor Jan Zandee, Brill 1982, p.74
  7. The New Encyclopaedia Britannica, Encyclopaedia Britannica, Inc. 2005, p. 689