Πόλεμος του Μαχντί

πόλεμος μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και του Μαχντί στο Σουδάν
(Ανακατεύθυνση από Εκστρατεία του Σουδάν)

Ο Πόλεμος του Μαχντί (αγγλικά: Mahdist War‎‎, αραβικά: الثورة المهدية‎‎ ath-Thawra al-Mahdī, 1881–99) ήταν βρετανικός αποικιακός πόλεμος των τελών του 19ου αιώνα, μεταξύ των υποστηρικτών του Μαχντί του Σουδάν, του θρησκευτικού ηγέτη Μουχάμαντ Αχμάντ μπιν Αμπντ Αλλάχ, ο οποίος αναγορεύθηκε «Μαχντί» του Ισλάμ (ο «Καθοδηγούμενος») και του Χεδιβάτου της Αιγύπτου, αρχικά, και στη συνέχεια των δυνάμεων της Βρετανίας. Τα δεκαοκτώ χρόνια του πολέμου είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του κράτους του Αγγλοαιγυπτιακού Σουδάν (1899–1956), μια συγκυριαρχία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Αιγύπτου.

Πόλεμος του Μαχντί
Αναπαράσταση της Μάχης του Ομντουρμάν (1898)
Χρονολογία1881–1899 (18 χρόνια)
ΤόποςΣουδάν, Αίγυπτος, Ερυθραία, Αιθιοπία, Ουγκάντα
Έκβασηνίκη των συμμάχων
Εδαφικές
μεταβολές
το Σουδάν έγινε το Αγγλοαιγυπτιακό Σουδάν μια συγκυριαρχία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Αιγύπτου
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Η βρετανική συμμετοχή στον πόλεμο ονομάζεται Εκστρατεία του Σουδάν, η οποία περιγράφεται στο βιβλίο The River War: An Historical Account of the Reconquest of the Soudan (1899), του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος συμμετείχε στον πόλεμο. Άλλες ονομασίες του πολέμου ήταν «Εξέγερση του Μαχντί», «Αγγλοσουδανικός Πόλεμος» και «Σουδανική Εκστρατεία του Μαχντί».

Υπόβαθρο Επεξεργασία

Μετά την εισβολή του Μεχμέτ Αλή το 1819, το Σουδάν κυβερνιόταν από αιγυπτιακή διοίκηση. Εξαιτίας της βαριάς φορολογίας που επιβλήθηκε και εξαιτίας της αιμοβόρας έναρξης της τουρκοαιγυπτιακής κυριαρχίας στο Σουδάν, αυτό το αποικιακό σύστημα δεν έγινε αποδεκτό από το λαό του Σουδάν.

Την περίοδο της τουρκοαιγυπτιακής κυριαρχίας, πολλά τμήματα του Σουδανέζικου πληθυσμού, υπέφεραν από ακραίες κακουχίες λόγω του συστήματος φορολογίας που επέβαλε η κεντρική κυβέρνηση. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, επιβλήθηκε σταθερός φόρος σε αγρότες και λιανεμπόρους ο οποίος συλλεγόταν από διορισμένους από την κυβέρνηση φοροσυλλέκτες οι οποίοι ανήκαν στη φυλή Σαϊγκίγια του βορείου Σουδάν. Στις δύσκολες εποχές, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο ξηρασίας και λιμού, οι αγρότες δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τους υψηλούς φόρους. Φοβούμενοι τις κτηνώδεις και άδικες μεθόδους των Σαϊγκίγια, πολλοί αγρότες διέφυγαν από τα χωριά τους προς την εύφορη Κοιλάδα του Νείλου στις απόμακρες περιοχές του Κορντοφάν και του Νταρφούρ. Οι μετανάστες αυτοί, γνωστοί ως «τζαλάμπα» με τα ελαφρά ενδύματα, άρχισαν να επιχειρούν ως λιανέμποροι και μεσάζοντες για ξένες εμπορικές εταιρείες που είχαν εγκατασταθεί σε πόλεις και κωμοπόλεις του κεντρικού Σουδάν. Οι τζαλάμπα ήταν γνωστοί επίσης ως φυλές που πραγματοποιούσαν δουλεμπόριο.[1][2]

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η υποκείμενη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διοίκηση της Αιγύπτου είχε περάσει στα χέρια του Χεδίβη Ισμαήλ. Οι δαπάνες του Χεδίβη έθεσαν την Αίγυπτο σε καθεστώς χρεωκοπίας, και όταν η χρηματοδότηση της Διώρυγας του Σουέζ άρχισε να καταρρέει, η Μεγάλη Βρετανία εισχώρησε και αποπλήρωσε τα δάνεια με αντάλλαγμα τον έλεγχο μετοχών της διώρυγας. Μιας και αποτελούσε την πλέον άμεση διαδρομή προς την Ινδία, το στολίδι του βρετανικού Θρόνου, ο έλεγχος της Διώρυγας του Σουέζ ήταν υπέρτατης στρατηγικής σημασίας, και τα βρετανικά εμπορικά και αυτοκρατορικά συμφέροντα υπαγόρευσαν την ανάγκη κατάληψης ή σε άλλη περίπτωση ελέγχου της. Έτσι ο συνεχώς αυξανόμενος βρετανικός ρόλος στα Αιγυπτιακά ζητήματα φαινόταν αναγκαίος. Με τις δαπάνες του Χεδίβη Ισμαήλ και την διαφθορά να προκαλούν αστάθεια, η βρετανική κυβέρνηση υποστήριξε το 1873 ένα πρόγραμμα όπου η αγγλογαλλική επιτροπή χρέους ανέλαβε την ευθύνη για την διοίκηση των οικονομικών θεμάτων της Αιγύπτου. Εν τέλει η επιτροπή αυτή ανάγκασε το Χεδίβη Ισμαήλ να παραιτηθεί προς όφελος του γιου του Τοφίκ το 1877, οδηγώντας σε μια περίοδο πολιτικής αναταραχής.[3]

Επίσης το 1873, ο Ισμαήλ όρισε τον Στρατηγό Τσαρλς Γκόρντον κυβερνήτη των Ισημερινών Επαρχιών του Σουδάν. Για τα επόμενα τρία χρόνια, ο Στρατηγός Γκόρντον πολέμησε ενάντια στον γηγενή φύλαρχο του Νταρφούρ, Αλ-Ζουμπάιρ Ράχμα Μανσούρ.[4]

Μετά την παραίτηση του Ισμαήλ το 1877, ο Γκόρντον βρέθηκε με δραματικά μειωμένη υποστήριξη. Εξαντλημένος από τα χρόνια εργασίας, παραιτήθηκε από τη θέση του το 1880 και αποχώρησε στις αρχές του επόμενου έτους. Οι πολιτικές του εγκαταλείφθηκαν σύντομα από τους νέους κυβερνήτες, αλλά ο θυμός και η δυσαρέσκεια της κυρίαρχης αραβικής μειονότητας δεν είχαν διευθετηθεί.[5]

Αν και οι Αιγύπτιοι φοβούνταν τις επιδεινούμενες συνθήκες, οι Βρετανοί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν: «Η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας δεν είναι υπεύθυνη για τις επιχειρήσεις στο Σουδάν», σημείωσε ο υπουργός Εξωτερικών Κόμης Γκράνβιλ.

Εξέγερση του Μαχντί Επεξεργασία

 
Μουχάμαντ Αχμέντ, ο αυτοανακυρηγμένος Μαχντί.
 
Αυτό το λάβαρο είναι μια δήλωση πίστης και υπακοής στον Αλλάχ και μεταφέρθηκε σε μάχη από το Στρατό του Μαχντί του Σουδάν. Το χρώμα του λαβάρου ταυτοποιεί τη μονάδα μάχης.

Ανάμεσα στις δυνάμεις που θεωρούν οι ιστορικοί ως τις αιτίες της εξέγερσης είναι η σουδανική εθνική φυλετική οργή ενάντια στους Οθωμανούς ηγεμόνες, η μουσουλμανική οργή ενάντια στα χαλαρά θρησκευτικά πρότυπα των Τούρκων και η προθυμία για διορισμούς μη Μουσουλμάνων όπως ο Χριστιανός Τσαρλς Γκόρντον σε υψηλόβαθμες θέσεις, και η αντίσταση των Σούφι του Σουδάν στο «ξηρό, σχολαστικό Ισλάμ της αιγυπτιακής διοίκησης».[6] Μια άλλη ευρέως αναφερόμενη δυνητική πηγή απογοήτευσης ήταν η τουρκοαιγυπτιακή κατάργηση του δουλεμπορίου, μία από τις κύριες πηγές εισοδήματος στο Σουδάν την εποχή εκείνη.[7]

Στη δεκαετία του 1870, ένας Μουσουλμάνος κληρικός ονομαζόμενος Μουχάμαντ Αχμέντ κήρυξε την ανανέωση της πίστης και την απελευθέρωση της γης και άρχισε να προσελκύει οπαδούς. Σύντομα σε μια ανοιχτή εξέγερση κατά των Αιγυπτίων, ο Μουχάμαντ Αχμέντ, αναγορεύθηκε Μαχντί, δηλαδή υποταγμένος λυτρωτής του ισλαμικού κόσμου. Τον Αύγουστο του 1881, ο τότε κυβερνήτης του Σουδάν, Ραούφ Πασά, έστειλε δύο λόχους πεζικού με ένα πολυβόλο για να το συλλάβουν. Οι λοχαγοί των δύο λόχων θα προαγόταν εάν οι στρατιώτες τους ήταν εκείνοι που επέστρεψαν το Μαχντί στον κυβερνήτη. Και οι δύο λόχοι αποβιβάστηκαν από το ατμόπλοιο που τους μετέφερε στο Νείλο στο νησί Άμπα και πλησίασαν το χωριό του Μαχντί από ξεχωριστές κατευθύνσεις. Φτάνοντας ταυτόχρονα, κάθε δύναμη άρχισε να πυροβολεί στα τυφλά προς την άλλη, επιτρέποντας στους ανεπαρκείς οπαδούς του Μαχντί να επιτεθούν και να αποδεκατίσουν κάθε δύναμη με τη σειρά στη μάχη του Άμπα.[8]

Ο Μαχντί ξεκίνησε τότε μια στρατηγική υποχώρηση στο Κορντοφάν, ευρισκόμενος σε απόσταση από την έδρα της κυβέρνησης στο Χαρτούμ. Αυτή η κίνηση, διαμορφωμένη ως θριαμβευτική πρόοδος, υποκίνησε πολλές από τις αραβικές φυλές να υποστηρίξουν την Τζιχάντ που είχε διακηρύξει ο Μαχντί ενάντια στους «Τούρκους καταπιεστές». Μια άλλη αιγυπτιακή αποστολή που ξεκίνησε από τη Φασόντα επλήγη και σφαγιάστηκε τη νύχτα της 9ης Δεκεμβρίου 1881.[9]

Ο Μαχντί νομιμοποίησε επίσης το κίνημά του, δημιουργώντας σκόπιμους παραλληλισμούς με τη ζωή του προφήτη Μωάμεθ. Ονόμασε τους οπαδούς του Ανσάρ, από τη φυλή που υποδέχθηκε τον προφήτη στη Μεδίνα, και ονόμασε τη φυγή του από τους Βρετανούς, την εγίρα, με βάση τη φυγή του Προφήτη από το Κουράις. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Μαχντί όρισε επίσης διοικητές να εκπροσωπούν τρεις από τους τέσσερις Ενάρετους Χαλίφηδες.[10] Για παράδειγμα, ανακοίνωσε ότι ο Αμπντουλάχι ιμπν Μουχάμαντ, ο τελικός του διάδοχος, εκπροσώπησε τον Αμπού Μπακρ Αλ Σιντίκ, τον διάδοχο του προφήτη.

Η αιγυπτιακή διοίκηση του Σουδάν, που πλέον ανησυχούσε σοβαρά από την κλιμάκωση της εξέγερσης, συγκέντρωσε μια δύναμη 4.000 στρατευμάτων υπό τον Γιουσέφ Πασά. Η δύναμη αυτή πλησίασε τη συγκέντρωση των οπαδών του Μαχντί, τα μέλη της οποίας ήταν κακοντυμένα, πεινασμένα και οπλισμένα μόνο με μπαστούνια και πέτρες. Ωστόσο, η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση οδήγησε τον αιγυπτιακό στρατό σε στράτευση εντός του οπτικού πεδίου του στρατού του Μαχντί χωρίς την τοποθέτηση φρουρών και σκοπών. Ο Μαχντί πραγματοποίησε επίθεση στις 7 Ιουνίου 1882, η οποία αποδεκάτισε ολόκληρο το στράτευμα. Οι αντάρτες απέκτησαν τεράστια αποθέματα όπλων και πυρομαχικών, στρατιωτικά ρούχα και άλλες προμήθειες.[11]

Εκστρατεία του Χικς Επεξεργασία

Με την αιγυπτιακή κυβέρνηση να διέρχεται πλέον σε μεγάλο βαθμό υπό βρετανικό έλεγχο, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έλαβαν ολοένα και περισσότερη ενημέρωση για τα προβλήματα του Σουδάν. Οι Βρετανοί σύμβουλοι της αιγυπτιακής κυβέρνησης έδωσαν σιωπηρή συναίνεση για άλλη μια εκστρατεία. Καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1883, αιγυπτιακά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στο Χαρτούμ, φθάνοντας τελικά σε δύναμη 7.000 στρατιωτών πεζικού, 1.000 ιππέων, 20 πολυβόλων και πυροβολικού. Η δύναμη αυτή τέθηκε υπό τη διοίκηση ενός εν αποστρατεία Βρετανού αξιωματικού του Σώματος του Ινδικού Επιτελείου, του Ουίλλιαμ Χικς και δώδεκα Ευρωπαίων αξιωματικών. Η δύναμη ήταν, σύμφωνα τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, «ίσως ο χειρότερος στρατός που ενεπλάκη σε πόλεμο»[12]—απλήρωτος, μη εκπαιδευμένος και απείθαρχος, με τους στρατιώτες του να έχουν περισσότερα κοινά με τους εχθρούς τους παρά με τους αξιωματικούς τους.

Το Ελ Ομπέιντ, το οποίο ο Χικς ήθελε να ελευθερώσει μέσω πολιορκίας, είχε ήδη πέσει κατά τη στιγμή που η αποστολή έφυγε από το Χαρτούμ, αλλά ο Χικς συνέχισε όπως και να έχει, αν και δεν ήταν σίγουρος για τις πιθανότητες της επιτυχίας του. Με την προσέγγισή του, ο Μαχντί συγκέντρωσε έναν στρατό περίπου 40.000 ανδρών και παρέσυρε τον εχθρό σε μάχη, εξοπλισμένος με τα όπλα και τα πυρομαχικά που είχαν αποκτηθεί σε προηγούμενες μάχες. Στις 3 και 4 Νοεμβρίου 1883, όταν οι δυνάμεις του Χικς εισήλθαν σε μάχη, ο στρατός του Μαχντί αποτελούσε μια αξιόπιστη στρατιωτική δύναμη, η οποία εκμηδένισε τελείως το στρατό του Χικς—επιβίωσαν μόνον 500 Αιγύπτιοι—στη μάχη του Ελ Ομπέιντ.[13]

Εκκένωση Επεξεργασία

Την περίοδο αυτή, η βρετανική αυτοκρατορία ενεπλάκη όλο και περισσότερο στις διεργασίες της αιγυπτιακής κυβέρνησης. Η Αίγυπτος αγκομαχούσε κάτω από μια ελάχιστα διατηρήσιμη δομή αποπληρωμής του χρέους για το τεράστιο ευρωπαϊκό χρέος της.[14] Προκειμένου η αιγυπτιακή κυβέρνηση να αποφύγει περαιτέρω παρέμβαση από τους Ευρωπαίους πιστωτές της, έπρεπε να εξασφαλίσει ότι οι τόκοι θα αποπληρωνόταν εγκαίρως κάθε φορά. Για το σκοπό αυτό, το υπουργείο οικονομικών της Αιγύπτου, αρχικά γεμάτο διαφθορά και γραφειοκρατία, τέθηκε από τους Βρετανούς σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο ενός «δημοσιονομικού συμβούλου», ο οποίος άσκησε βέτο σε όλα τα θέματα χρηματοπιστωτικής πολιτικής. Οι κάτοχοι αυτού του αξιώματος—αρχικά ο Σερ Όκλαντ Κόλβιν και έπειτα ο Σερ Έντγκαρ Βίνσεντ[15]—είχαν εξουσιοδοτηθεί να ασκούν τη μέγιστη δυνατή λιτότητα στις οικονομικές υποθέσεις της Αιγύπτου. Η διατήρηση των φρουρών στο Σουδάν κόστιζε στην αιγυπτιακή κυβέρνηση πάνω από 100.000 αιγυπτιακές λίρες ετησίως,[16] ένα ποσό αδύνατο να αποπληρωθεί.

 
Ο Τσαρλς Γκόρντον ως Κυβερνήτης του Σουδάν

Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε από την αιγυπτιακή κυβέρνηση, και κάποιο εξαναγκασμό από τους Βρετανούς ελεγκτές της, η αιγυπτιακή παρουσία στο Σουδάν να αποσυρθεί και η χώρα να παραμείνει σε κάποια μορφή αυτοδιοίκησης, πιθανώς με επικεφαλής τον Μαχντί. Η απόσυρση των αιγυπτιακών φρουρών που ήταν τοποθετημένες σε όλη τη χώρα, όπως αυτές των Σενάρ, Τοκάρ και Σινκάτ, απειλούνταν, εκτός αν πραγματοποιούνταν κατά ομαλό τρόπο. Η αιγυπτιακή κυβέρνηση ζήτησε να σταλεί στο Σουδάν ένας Βρετανός αξιωματικός για να συντονίσει την απόσυρση των φρουρών. Υπήρχε η ελπίδα πως οι δυνάμεις του Μαχντί θα θεωρούσαν την επίθεση σε Βρετανούς ως υψηλού ρίσκου, και έτσι θα επέτρεπαν την εκκένωση του χώρου χωρίς κάποιο συμβάν. Προτάθηκε η αποστολή του Τσαρλς Γκόρντον. Ο Γκόρντον ήταν ένας ταλαντούχος αξιωματικός, ο οποίος είχε διακριθεί σε αρκετές εκστρατείες στην Άπω Ανατολή, ιδιαίτερα στην Κίνα. Ωστόσο, ήταν επίσης γνωστός για την επιθετικότητα και την άκαμπτη προσωπική του τιμή,[17] η οποία, στα μάτια πολλών σημαντικών Βρετανών αξιωματούχων στην Αίγυπτο, τον έκανε ακατάλληλο για την αποστολή. Ο Σερ Έβελιν Μπάρινγκ (μετέπειτα κόμης του Κρόμερ), ο γενικός πρόξενος της Βρετανίας στην Αίγυπτο, ήταν ιδιαίτερα αντίθετος στο διορισμό του Γκόρντον, ο οποίος έγινε ακούσια αποδεκτός από τον βρετανικό τύπο και και την κοινωνία. Ο Γκόρντον τελικά ανέλαβε την αποστολή, αλλά επρόκειτο να συνοδεύεται από τον πλέον ανώτερο και αξιόπιστο συνταγματάρχη Τζον Στιούαρτ. Προοριζόταν ότι ο Στιούαρτ, ενώ ήταν κατ' όνομα κατώτερος του Γκόρντον, θα ενεργούσε ως τροχοπέδη για τον τελευταίο και θα εξασφάλιζε ότι το Σουδάν θα εκκενωνόταν γρήγορα και ειρηνικά.

Ο Γκόρντον αναχώρησε από την Αγγλία στις 18 Ιανουαρίου 1884[18] και έφτασε στο Κάιρο το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου.[19] Ο Γκόρντον ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη σύνταξη των διαταγών του,[20] μαζί με τις διακηρύξεις του Χεδίβη οι οποίες ανήγγειλαν τις προθέσεις της Αιγύπτου να εγκαταλείψουν το Σουδάν. Οι διαταγές του Γκόρντον, με δικό του αίτημα, ήταν ξεκάθαρες και δεν άφηναν περιθώρια για παρερμηνείες.

 
Η Μάχη του Αμπού Κλέα, η οποία έλαβε χώρα στην εκστρατεία της ερήμου προς ανακούφιση του πολιορκημένου στο Χαρτούμ, Γκόρντον το 1885

Ο Γκόρντον έφτασε στο Χαρτούμ στις 18 Φεβρουαρίου,[21] και αμέσως εκτίμησε την τεράστια δυσκολία του έργου. Οι φρουρές της Αιγύπτου ήταν διάσπαρτες σε ολόκληρη τη χώρα. Τρεις εξ αυτών—στο Σενάρ, το Τοκάρ και το Σινκάτ—βρισκόταν υπό πολιορκία,[22] και το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους μεταξύ τους ήταν υπό τον έλεγχο του Μαχντί. Δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι, αν οι φρουρές έπρεπε να εξορμήσουν, ακόμη και με τη σαφή πρόθεση να αποσυρθούν, δεν θα αποδεκατιζόταν από τις δυνάμεις του Μαχντί. Ο αιγυπτιακός και ευρωπαϊκός πληθυσμός του Χαρτούμ ήταν μεγαλύτερος από όλες τις άλλες φρουρές μαζί, συμπεριλαμβανομένων των 7.000 αιγυπτιακών στρατευμάτων[23] και 27.000 αμάχων[24] και τα επιτελεία των διάφορων πρεσβειών. Παρόλο που η ρεαλιστική προσέγγιση θα ήταν να εξασφαλίσει την ασφάλεια της φρουράς του Χαρτούμ και να εγκαταλείψει τις απομακρυσμένες οχυρώσεις και τα στρατεύματά τους στο Μαχντί, ο Γκόρντον έγινε όλο και πιο απρόθυμος να εγκαταλείψει το Σουδάν μέχρις ότου «ο καθένας που θέλει να αποχωρήσει [μέσω του Νείλου] να αποκοτήσει την ευκαιρία να το πράξει»,[25] θεωρώντας πως θα ήταν μια τομή στην τιμή του να εγκαταλείψει Αιγύπτιους στρατιώτες στο Μαχντί. Επίσης, όλο και περισσότερο φοβόταν τις δυνατότητες του Μαχντί να προκαλέσει προβλήματα στην Αίγυπτο εάν του δινόταν ο έλεγχος του Σουδάν, οδηγώντας τον στη πεποίθηση ότι ο Μαχντί θα έπρεπε να «συνθλιβεί» από τα βρετανικά στρατεύματα, εάν ήταν απαραίτητο, για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα της περιοχής. Αμφισβητείται[26] αν ο Γκόρντον παρέμεινε σκόπιμα στο Χαρτούμ περισσότερο από το στρατηγικά λογικό, όντας φαινομενικά πρόθυμος να πολιορκηθεί μέσα στην πόλη. Ο αδελφός του Γκόρντον, Χ. Ου. Γκόρντον, είχε την άποψη ότι οι Βρετανοί αξιωματικοί θα μπορούσαν εύκολα να διαφύγουν από το Χαρτούμ μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 1884.[27]

Είτε αποτελούσε σκοπό του Μαχντί είτε όχι, το Μάρτιο του 1884, οι σουδανέζικες φυλές βόρεια του Χαρτούμ, οι οποίες προηγουμένως ήταν τουλάχιστον ουδέτερες προς τις αιγυπτιακές αρχές, έδωσαν τη στήριξή τους στο Μαχντί. Οι τηλεγραφικές γραμμές μεταξύ Χαρτούμ και Κάιρο κόπηκαν στις 15 Μαρτίου,[28] διακόπτοντας την επικοινωνία μεταξύ του Χαρτούμ και του εξωτερικού κόσμου.

Πολιορκία του Χαρτούμ Επεξεργασία

 
Αεροφωτογραφία της περιοχής όπου συμβάλουν οι παραπόταμοι του Νείλου. Το Χαρτούμ βρίσκεται μεταξύ των δύο ποταμών, με το Ομντουρμάν στη δυτική όχθη ελάχιστα κατάντη.

Η θέση του Γκόρντον στο Χαρτούμ ήταν πολύ ισχυρή, καθώς η πόλη συνορεύει στα βόρεια και ανατολικά με το Γαλάζιο Νείλο, προς τα δυτικά με το Λευκό Νείλο και προς τα νότια με αρχαίες οχυρώσεις που καλύπτουν την πόλη προς μια τεράστια έκταση ερήμου. Ο Γκόρντον είχε τροφή για περίπου έξι μήνες,[29] πολλές εκατομμύρια βολές πυρομαχικών στην αποθήκη,[30] με την ικανότητα παραγωγής επιπλέον 50.000 βολών την εβδομάδα,[31] και 7.000 Αιγύπτιους στρατιώτες.[32] Ωστόσο, έξω από τα τείχη, ο Μαχντί είχε συγκεντρώσει περίπου 50.000 Δερβίσηδες στρατιώτες και με το πέρασμα του χρόνου οι πιθανότητες επιτυχούς διαφυγής ελαχιστοποιήθηκαν. Ο Γκόρντον υποστήριξε με ενθουσιασμό την ιδέα να ανακαλέσει τον διαβόητο πρώην υποστηρικτή της δουλείας Πασά Ζομπέιρ από την εξορία του στην Αίγυπτο για να οργανώσει και να καθοδηγήσει μια λαϊκή εξέγερση εναντίον του Μαχντί.[33] Όταν η βρετανική κυβέρνηση άσκησε βέτο στην ιδέα αυτή, ο Γκόρντον πρότεινε μια σειρά εναλλακτικών λύσεων για να διασώσει την κατάστασή του και τις πρότεινε διαδοχικά στους Βρετανούς ανωτέρους του. Παρομοίως ασκήθηκε βέτο σε όλα αυτά. Μεταξύ αυτών των εναλλακτικών λύσεων ήταν:

  • Πραγματοποίηση διαφυγής προς τα νότια κατά μήκος του Γαλάζιου Νείλου προς την Αβησσυνία (σημερινή Αιθιοπία), που θα του επέτρεπε να συλλέξει τις φρουρές που ήταν τοποθετημένες εκεί. Ωστόσο, το άνοιγμα πλοήγησης για τα ανώτερα τμήματα του ποταμού αυτά ήταν πολύ στενά.[34]
  • Πρόσκληση συνταγμάτων του Μοχάμεντ από την Ινδία.[35]
  • Πρόσκληση στην υπηρεσία αρκετών χιλιάδων Τούρκων στρατιωτικών για την καταστολή της εξέγερσης.[36]
  • Πρόταση επίσκεψης στον ίδιο το Μαχντί για την εξεύρεση πιθανής λύσης.[35]

Τελικά, κατέστη αδύνατο για τον Γκόρντον να απαλαχθεί χωρίς βρετανικά στρατεύματα. Η πραγματοποίηση μιας αποστολή επισπεύσθηκε υπό το Σερ Γκάρνετ Γούλσελεϊ. Ωστόσο, καθώς το επίπεδο του Λευκού Νείλου έπεσε μέσα στο χειμώνα, λασπώδεις εκτάσεις εμφανίστηκαν στους πρόποδες των τειχών. Με το λιμό τη χολέρα να κυριαρχουύν στην πόλη και το ηθικό των αιγυπτιακών στρατευμάτων να κατακρημνίζεται, η θέση του Γκόρντον έγινε μη βιώσιμη και η πόλη έπεσε στις 26 Ιανουαρίου 1885, μετά από πολιορκία 313 ημερών.

Εκστρατεία του Νείλου Επεξεργασία

 
Η μέγιστη έκταση του κράτους του Μαχντί, σε σύγκριση με τα σύγχρονα όρια του Σουδάν

Η βρετανική κυβέρνηση, διστακτικά και αργά, αλλά υπό ισχυρή πίεση από την κοινή γνώμη, έστειλε μια φάλαγγα υπό το Σερ Γκάρνετ Γούλσελεϊ για να ανακουφίσει τη φρουρά του Χαρτούμ. Αυτή η κίνηση αναφέρθηκε σε μερικές βρετανικές εφημερίδες ως «Εκστρατεία Ανακούφισης του Γκόρντον», τίτλο στον οποίο ο Γκόρντον αντιτάχθηκε έντονα. Αφού νίκησε τους υποστηρικτές του Μαχντί στο Αμπού Κλέα, η φάλαγγα έφτασε στα περίχωρα του Χαρτούμ, για να αντιληφθεί ότι ήταν πλέον αργά: η πόλη είχε πέσει δύο ημέρες νωρίτερα, και ο Γκόρντον και η φρουρά είχαν σφαγιαστεί. Ο πρωθυπουργός του Φιλελεύθερου Κόμματος Γουίλιαμ Γκλάντστοουν υπέστη μεγάλη απώλεια δημοτικότητας λόγω της απροθυμίας του να υποστηρίξει τον Γκόρντον. Το Συντηρητικό Κόμμα ως εκ τούτου επικράτησε στις επόμενες εκλογές.[37]

Σουακίν 1885 Επεξεργασία

Οι Βρετανοί έστειλαν επίσης μια εκστρατευτική δύναμη υπό τον αντιστράτηγο Σερ Τζέραλντ Γκράχαμ, συμπεριλαμβανομένου ενός ινδικού στρατιωτικού σώματος, στο Σουακίν το Μάρτιο του 1885. Έγινε γνωστή ως Εκστρατεία του Σουακίν. Αν και ήταν επιτυχής στις δύο ενέργειες που πραγματοποίησε, απέτυχε να αλλάξει την στρατιωτική κατάσταση και αποσύρθηκε.[38] Αυτά τα συμβάντα έθεσαν προσωρινά τέλος στη βρετανική και αιγυπτιακή συμμετοχή στο Σουδάν, το οποίο πέρασε εντελώς υπό τον έλεγχο του Μαχντί.

Περίοδος του Μαχντί Επεξεργασία

Ο Μουχάμαντ Αχμάντ πέθανε λίγο μετά τη νίκη του στις 22 Ιουνίου 1885 και τον διαδέχθηκε ο Χαλίφης Αμπνταλάι Iμπν Μουχάμαντ, ο οποίος αποδείχθηκε ικανός, αν και αδίστακτος, ηγέτης του κράτους του Μαχντί.[39]

Μεταξύ 1886 και 1889 πραγματοποιήθηκε στην Κεντρική Αφρική μια βρετανική εκστρατεία για την ανακούφιση του Αιγύπτιου κυβερνήτη των Ισημερινών επαρχιών. Ο κυβερνήτης, Εμίν Πασά, διασώθηκε, αλλά η εκστρατεία είχε αποτυχίες, όπως η καταστροφή που συνέβη στην εμπρόσθια φάλαγγα.[40]

Αγγλοαιγυπτιακή επανακατάληψη Επεξεργασία

 
Στρατεύματα του Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό σε μάχη με στρατεύματα του Μαχντί στη Μάχη του Ρετζάφ

Τα επόμενα χρόνια, η Αίγυπτος δεν είχε παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της έναντι του Σουδάν και οι βρετανικές αρχές έκριναν θεμιτές αυτές τις διεκδικήσεις. Υπό αυστηρό έλεγχο από τους Βρετανούς διαχειριστές, η οικονομία της Αιγύπτου είχε ανοικοδομηθεί και ο αιγυπτιακός στρατός είχε αναμορφωθεί. Αυτή τη φορά εκπαιδεύτηκε και καθοδηγήθηκε από Βρετανούς αξιωματικούς. Η κατάσταση εξελίχθηκε κατά τρόπο που επέτρεψε στην Αίγυπτο, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά, να επανακτήσει το Σουδάν.[41]

Το 1891, ένας καθολικός ιερέας, ο πατέρας Τζόζεφ Ορβάλντερ, διέφυγε από την αιχμαλωσία στο Σουδάν. Αργότερα, το 1895, ο πρώην κυβερνήτης του Νταρφούρ, Ρούντολφ φον Σλάτιν, κατόρθωσε να δραπετεύσει από τη φυλακή του Χαλίφη. Εκτός από την παροχή ζωτικής σημασίας πληροφοριών σχετικά με τις διαταγές του Μαχντί, οι δύο άνδρες έγραψαν λεπτομερείς αναφορές των εμπειριών τους στο Σουδάν. Γραμμένα σε συνεργασία με τον Ρέτζιναλντ Γουίνγκεϊτ, υποστηρικτή της επανακατάληψης του Σουδάν, και τα δύο έργα υπογράμμισαν την αγριότητα και τη βαρβαρότητα των υποστηρικτών του Μαχντί,[42] και μέσω της ευρείας δημοσιότητας που έλαβαν στη Βρετανία, χρησίμευαν για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη υπέρ της στρατιωτικής παρέμβασης.[43]

Το 1896, όταν η Ιταλία υπέστη μια βαριά ήττα από τους Αιθίοπες στην Άντουα, η ιταλική θέση στην Ανατολική Αφρική αποδυναμώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Οι υποστηρικτές του Μαχντί απείλησαν να επανακαταλάβουν την Κασάλα, την οποία έχασαν από τους Ιταλούς το 1894. Η βρετανική κυβέρνηση έκρινε πολιτικά σκόπιμο να βοηθήσει τους Ιταλούς με μια στρατιωτική επίδειξη στο βόρειο Σουδάν. Το συμβάν αυτό συνέπεσε με αυξημένη απειλή γαλλικής εισβολής στις περιοχές του Άνω Νείλου. Ο Λόρδος του Κρόμερ, κρίνοντας ότι η κυβέρνηση των Συντηρητικών που βρισκόταν στην εξουσία θα ήταν υπέρ της επίθεσης, κατάφερε να επεκτείνει την επίδειξη σε πλήρη εισβολή.[44]

 
Η Μάχη του Ομντουρμάν

Ο Χέρμπερτ Κίτσενερ, ο νέος Σιρντάρ (διοικητής) του αγγλοαιγυπτιακού στρατού, έλαβε τη θέση του στις 12 Μαρτίου και οι δυνάμεις του μπήκαν στο Σουδάν στις 18 του μήνα. Αριθμώντας αρχικά 11.000 άνδρες, η δύναμη του Κίτσενερ ήταν οπλισμένη με τον πιο σύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό της εποχής, συμπεριλαμβανομένων πολυβόλων Maxim και σύγχρονου πυροβολικού, και υποστηρίχθηκε από ένα στόλο κανονιοφόρων στο Νείλο. Η πρόοδος του ήταν αργή και μεθοδική, ενώ κατά μήκος της διαδρομής τους κατασκευάστηκαν οχυρωμένα στρατόπεδα και δύο ξεχωριστές σιδηροδρομικές γραμμές από το Γουάντι Χάλφα: η πρώτη ήταν ανακατασκευή της πρώην γραμμής του Νότου κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Νείλου του Ισμαήλ Πασά για την υποστήριξη της Εκστρατείας Ντονγκόλα του 1896, και μια δεύτερη, που κατασκευάστηκε το 1897, επεκτάθηκε κατά μήκος της ερήμου προς το Αμπού Χαμάντ – το οποίο καταλήφθηκε στη Μάχη του Αμπού Χαμάντ στις 7 Αυγούστου 1897 –[45] για την υποστήριξη της κύριας δύναμης που κινούνταν προς το Χαρτούμ.[46][47] Μόλις στις 7 Ιουνίου 1896, έγινε η πρώτη σοβαρή εμπλοκή της εκστρατείας, όταν ο Κίτσενερ καθοδήγησε μια ισχυρή δύναμη 9.000 ανδρών που αποδεκάτισε τη φρουρά του Μαχντί στο Φερκέχ.[48]

 
Ο ηττημένος Εμίρης Μαχμούντ με το Βρετανό Διοικητή Στρατιωτικών Πληροφοριών Φράνσις Γουίνγκεϊτ μετά τη Μάχη της Ατμπάρα το 1896.

Το 1898, στο πλαίσιο της διαμάχης για την Αφρική, οι Βρετανοί αποφάσισαν να επαναλάβουν τις διεκδικήσεις της Αιγύπτου στο Σουδάν. Με εντολή του Κίτσενερ, μια εκστρατεία διοργανώθηκε στην Αίγυπτο. Αποτελούνταν από 8.200 Βρετανούς στρατιώτες και 17.600 Αιγύπτιους και Σουδανούς στρατιώτες που διοικούνταν από Βρετανούς αξιωματικούς. Οι δυνάμεις του Μαχντί (ή αλλιώς Δερβίσηδες) ήταν πολυάριθμες, μιας και αριθμούσαν περισσότερους από 60.000 στρατιώτες, αλλά δεν είχαν σύγχρονο οπλισμό.[49]

Αφού επικράτησαν μιας δύναμης του Μαχντί στη μάχη της Ατμπάρα τον Απρίλιο του 1898, οι Αγγλοαιγύπτιοι έφτασαν στο Ομντουρμάν, την πρωτεύουσα του Μαχντί το Σεπτέμβριο. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του Μαχντί πραγματοποίησε επίθεση, αλλά αποδεκατίστηκε από τα πυρά των βρετανικών όπλων και πυροβόλων.[50]

Οι υπόλοιποι, με τον Χαλίφη Αμπντουλάχ, διέφυγαν στο νότιο Σουδάν. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, οι δυνάμεις του Κίτσενερ συνάντησαν μια γαλλική δύναμη υπό τον ταγματάρχη Ζαν-Μπατίστ Μαρσάν στη Φασόντα, με αποτέλεσμα το Επεισόδιο της Φασόντα. Τελικά ενεπλάκησαν με τον Αμπντουλάχ στο Ουμ Ντιβαϊκαράτ, όπου αυτός σκοτώθηκε, δίνοντας τέλος στο καθεστώς του Μαχντί.[51]

Οι απώλειες της εκστρατείας ήταν:

Σουδάν: 30.000 νεκροί, τραυματίες ή αιχμάλωτοι
Βρετανία: 700+ Βρετανοί, Αιγύπτιοι και Σουδανοί νεκροί, τραυματίες ή αιχμάλωτοι.

Συνέπειες Επεξεργασία

Οι Βρετανοί δημιούργησαν ένα νέο αποικιακό σύστημα, την αγγλοαιγυπτιακή διοίκηση, που υποστήριξε αποτελεσματικά τη βρετανική κυριαρχία στο Σουδάν. Αυτή έληξε με την ανεξαρτησία του Σουδάν το 1956.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Willis, John Ralph (2005). Slaves and Slavery in Africa: Volume Two: The Servile Estate. London: Routledge. σελ. 115. ISBN 9781135780173. 
  2. Ali, Hamid Eltgani (2014). Darfur's Political Economy: A Quest for Development. London: Routledge. σελ. 12. ISBN 9781317964643. 
  3. Kolb, Robert W. (2011). Sovereign Debt: From Safety to Default. New York: John Wiley & Sons. σελ. 205. ISBN 9781118017555. 
  4. Breidlid, Anders· Said, Avelino Androga (2010). A Concise History of South Sudan. Kampala: African Books Collective. σελ. 102. ISBN 9789970250332. 
  5. Butler, Lt-General Sir William F. (2015). Charles George Gordon. UK: Pickle Partners Publishing. σελ. 176. ISBN 9781786251404. 
  6. Mortimer, Edward, Faith and Power, Vintage, 1982, σελ. 77.
  7. Holt, P.M. (1958). The Mahdist State in the Sudan 1881 - 1898: A Study of Its Origin, Development, and Overthrow. Clarendon: Oxford University Press. 
  8. Churchill, Winston (1902). The River War. Kessinger. σελ. 28. 
  9. Churchill, σελ. 29
  10. Slatin, Rudolf Carl (1896). Fire and Sword in the Sudan; a Personal Narrative of Fighting and Serving the Dervishes. 1879-1895. London: E. Arnold. σελίδες 138. 
  11. Churchill, σελ. 30
  12. Churchill, Winston (1902). The River War. Kessinger. σελ. 31. 
  13. Churchill, σελ. 33
  14. Milner, Alfred (1898). England in Egypt. Macmillan. σελ. 60. 
  15. Milner, σελ. 86
  16. Cromer, Earl of (1907). Modern Egypt. Macmillan. σελ. 354. 
  17. Cromer, Earl of (1907). Modern Egypt. Macmillan. σελ. 564. 
  18. Strachey, Lytton (1918), Eminent Victorians, σσ. 194 & 199; και Churchill, σελ. 39
  19. Cromer, Earl of (1907). Modern Egypt. Macmillan. σελ. 441. 
  20. Cromer, Earl of (1907). Modern Egypt. Macmillan. σελίδες 442–45. 
  21. Cromer, Earl of (1907). Modern Egypt. Macmillan. σελ. 475. 
  22. Churchill, Winston (1902). The River War. Kessinger. σελ. 37. 
  23. Churchill, Winston (1902). The River War. Kessinger. σελ. 29. 
  24. Gordon, Charles (1885). Journals at Khartoum. σελ. 8.  (34.000 μαζί με τους στρατιωτικούς)
  25. Cromer, Earl of (1907). Modern Egypt. Macmillan. σελ. 564. 
  26. Cromer, σελ. 567
  27. Journals lx
  28. Churchill, σελ. 50
  29. Cromer, Earl of (1902). Modern Egypt. Macmillan. σελ. 537. 
  30. Journals at Khartoum, σελ. 73 (2.242.000 στην αποθήκη, τα οποία έφτασαν σε 3.240.770 μεταξύ 12/03/84 και 22/09/84)
  31. Journals at Khartoum, σελ. 44
  32. Churchill, Winston (1902). The River War. Kessinger. σελ. 50. 
  33. Cromer, Earl of (1907). Modern Egypt. Macmillan. σελ. 489. 
  34. Cromer, Earl of (1907). Modern Egypt. Macmillan. σελ. 572. 
  35. 35,0 35,1 Churchill, σελ. 46
  36. Churchill, Winston (1902). The River War. Kessinger. σελ. 46. 
  37. Henty, G. A. (2017). The Dash for Khartoum: A Tale of the Nile Expedition: Big Adventurer. eBook: VM eBooks. σελ. 163. 
  38. Ernest Gambier-Parry, Suakin, 1885 : being a sketch of the campaign of this year (1885), (London : K. Paul, Trench & Co.)
  39. Fadlalla, Mohamed Hassan (2004). Short History of Sudan. New York: iUniverse. σελ. 29. ISBN 9780595314256. 
  40. Smith, Iain R. (1972). The Emin Pasha Relief Expedition, 1886-1890. Clarendon Press. 
  41. Churchill, σσ. 89–106
  42. Salomon, Noah (Μάιος 2004). «Undoing the Mahdiyya: British Colonialism as Religious Reform in the Anglo-Egyptian Sudan, 1898–1914». marty-center.uchicago.edu. University of Chicago, Martin Marty Center. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2018. 
  43. Churchill, σελ. 99
  44. Churchill, σελ. 101
  45. T. B. Harbottle, George Bruce (1979). Harbottle's Dictionary of Battles (second έκδοση). Granada. σελ. 9. ISBN 0-246-11103-8. 
  46. Gleichen, Edward επιμ. The Anglo-Egyptian Sudan: A Compendium Prepared by Officers of the Sudan Government, Τομ. 1, σελ. 99. Harrison & Sons (London), 1905.
  47. Sudan Railway Corporation. "Historical Background Αρχειοθετήθηκε 10-07-2013 στο Wayback Machine.". 2008. Ανακτήθηκε στις 03-04-2018
  48. Churchill, σελ. 137
  49. Stapleton, Timothy J. (2013). A Military History of Africa. Santa Barbara: ABC-CLIO. σελ. 9. ISBN 9780313395703. 
  50. Spiers, Edward M. (1998). Sudan: The Reconquest Reappraised. London: Psychology Press. ISBN 9780714647494. 
  51. Nelson, Michael (2007). Queen Victoria and the Discovery of the Riviera. London: Tauris Parke Paperbacks. σελ. 133. ISBN 9781845113452. 

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία