Ο ελληνικός εθνικισμός αναφέρεται στον εθνικισμό των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού. Εξελίχθηκε σε σημαντικό πολιτικό κίνημα στις αρχές του 18ου αιώνα, χάρη στην διάδοση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, με αποτέλεσμα την αποτυχημένη επανάσταση του 1770-1771 εναντίον των Οθωμανών (τα Ορλωφικά), και κορυφώθηκε με την Επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1821, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο ελληνικός εθνικισμός εκφράστηκε υπό τη μορφή της Μεγάλης Ιδέας, που πρέσβευε την συνένωση των περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου με πλειοψηφικά ελληνικό πληθυσμό ή ιστορική ελληνική παρουσία, και την προσάρτησή τους στο ελληνικό κράτος. Η Μεγάλη Ιδέα αποτέλεσε την επίσημη κατεύθυνση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, από το 1844, όταν για πρώτη φορά της δόθηκε αυτό το όνομα από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη, μέχρι το 1923, όταν λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία, χάθηκε το εθνολογικό έρεισμα για τη διεκδίκηση εδαφών εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους.

Ένα ισχυρό εθνικιστικό κίνημα συσπειρώθηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα, που εκδηλώθηκε με μαζική στήριξη του λαού στο στρατιωτικό Κίνημα στο Γουδί, το 1909, συνεχίστηκε με την ενθουσιώδη συμμετοχή της Ελλάδας στους Βαλκανικούς Πολέμους την περίοδο 1912-1913 και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κύριος εκφραστής και ηγέτης αυτής της ιδεολογίας την περίοδο αυτή ήταν ο Κρητικός πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος. Η μοναδική σύνθεση των φιλελεύθερων δημοκρατικών ιδεών που επικρατούσαν την περίοδο αυτή και στη Δυτική Ευρώπη, με τη Μεγάλη Ιδέα και τον ελληνικό εθνικισμό, ονομάζεται Βενιζελισμός, και προωθούσε την ενίσχυση του ελληνικού κράτους σε σημαντική οικονομική και στρατιωτική δύναμη, ώστε να αποτελέσει ένα ισχυρό εθνικό κέντρο που θα προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς και την επικερδή εμπορική τους δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο.

Βασιζόμενη στην Μεγάλη Ιδέα, η Ελλάδα κατόρθωσε να απελευθερώσει τις περιοχές που είχαν παραμείνει υπό Οθωμανική κατοχή, στους Βαλκανικούς Πολέμους την Ήπειρο, την Κρήτη, τη Μακεδονία και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (τη Χίο, τη Λέσβο, τη Λήμνο, την Ικαρία, τη Σάμο, τη Σαμοθράκη και τη Θάσο), και μετά στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τη Θράκη, συμπληρώνοντας έτσι σχεδόν τα σημερινά ελληνικά σύνορα. Σήμερα ο ελληνικός εθνικισμός παραμένει σημαντικός στην ελληνοτουρκική διαμάχη για την Κύπρο.

Τα λαϊκά κινήματα που ζητούσαν την Ένωση (την ενσωμάτωση διαφόρων οθωμανικών εδαφών που κατοικούνταν από Έλληνες σε ένα μεγαλύτερο ελληνικό κράτος) οδήγησαν στην αυτονόμηση της Κρήτης (1898) και αργότερα στην ενσωμάτωση της νήσου στην Ελλάδα (1912), στην παράδοση των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα από τη Βρετανική Αυτοκρατορία (1864) και, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την προσάρτηση των έως τότε Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων στην Ελλάδα (1947). Πέρα από τα νησιά, σημαντική λαϊκή υποστήριξη υπήρξε στην Επανάσταση και τη δημιουργία της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου (1913-1914), με βασικό αίτημα την ένωση με την Ελλάδα. Οι προσκλήσεις για ένωση ήταν επίσης ένα χαρακτηριστικό της κυπριακής πολιτικής κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας, ενώ ο αγώνας της επαναστατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ (1955-1960), με βασικό αίτημα την ένωση με την Ελλάδα, πέτυχε τουλάχιστον την ανεξαρτησία του νησιού.

Οι εθνικές επιδιώξεις της Ελλάδας δεν περιορίστηκαν στα σημερινά της εδάφη και τις περιοχές που είχαν λαϊκά κινήματα υπέρ της Ένωσης. Η συμμετοχή της χώρας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ είχε σκοπό την προσάρτηση εδαφών εκτός των σημερινών ελληνικών συνόρων, στη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών, που όριζε τα μεταπολεμικά σύνορα της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αργότερα Τουρκίας), η Ελλάδα προχώρησε στην προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης (1920-1922), και στην προσωρινή διοίκηση της Σμύρνης και της ευρύτερης επαρχίας της Ιωνίας (1920-1922). Οι κάτοικοι της περιοχής θα μπορούσαν 5 χρόνια αργότερα να αποφασίσουν την οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα ή στην Τουρκία μέσω δημοψηφίσματος. Επίσης σημαντική ήταν η σύγκρουση οπλισμένων Ελλήνων με τον τουρκικό στρατό στην Βορειοανατολική Μικρά Ασία, με σκοπό την ανεξαρτησία του Πόντου (1916-1922).

Η άρνηση του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος με ηγέτη του τον Κεμάλ Ατατούρκ να αποδεχθεί τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών οδήγησε την Ελλάδα και την Τουρκία σε σύγκρουση, γνωστή στην Ελλάδα ως Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Στις ελληνικές εκλογές του 1920, όπου συμμετείχαν για μοναδική φορά και οι επαρχίες Βορείου Ηπείρου και Ανατολικής Θράκης, ο Βενιζέλος ηττήθηκε από έναν συνασπισμό αντιβενιζελικών κομμάτων, που επανέφεραν τον ανεπιθύμητο στην Αντάντ βασιλιά Κωνσταντίνο. Η ήττα του Βενιζέλου αποδίδεται κυρίως στην εξουθένωση των Ελλήνων, μετά από μία δεκαετία σχεδόν συνεχών πολέμων, αλλά και στην συμμετοχή μεγάλων μειονοτήτων (Τούρκων, Εβραίων, Βουλγάρων) στις εκλογές, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στην επιδίωξη της Μεγάλης Ιδέας. Σε κάθε περίπτωση , η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα υπήρξε καταλυτική, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, στην αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στη Μικρά Ασία. Η απομάκρυνση του Βενιζέλου, ο οποίος αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία, υπήρξε σημαντικό πλήγμα για τους υποστηρικτές της Μεγάλης Ιδέας, και αναμφίβολα έριξε το ηθικό του στρατού, που ήδη πολεμούσε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ταυτόχρονα εξαιτίας της επιστροφής του Κωνσταντίνου, οι σύμμαχοι της Ελλάδας σταδιακά αποστασιοποιήθηκαν από την σύγκρουση και επιδίωξαν ειρήνη με την Τουρκία. Επίσης, ο Κεμάλ ενισχύθηκε και από τους Μπολσεβίκους, που είχαν επικρατήσει στον Ρωσικό Εμφύλιο. Ενώ η Τουρκία ενισχυόταν, η Ελλάδα απομονώθηκε και η οικονομία της κατέρρευσε. Όλες αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στην κατάρρευση του μετώπου και την Μικρασιατική Καταστροφή. Το εθνικό τραύμα της ήττας, καθώς και η ξαφνική αλλαγή των δημογραφικών δεδομένων λόγω της γενοκτονίας των Ελλήνων Μικρασιατών και της Ανταλλαγής πληθυσμών είχαν ως αποτέλεσμα την τελική κατάρρευση της ιδεολογίας, που αποτελούσε τον βασικό πύλωνα για την ύπαρξη του ελληνικού κράτους, για πάνω από έναν αιώνα. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν στην πορεία, αλλά το Κυπριακό έμελλε να φέρει σε εκ νέου σε ρήξη τις δύο χώρες (συνέπεια του ζητήματος και τα Σεπτεμβριανά του '55), το αποκορύφωμα της οποίας ήταν η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974.

Ο εθνικισμός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ελληνική πολιτική, σκηνή, το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.