Η Επιχείρηση Κολοσσός (αγγλικά:Operation Colossus) ήταν το κωδικό όνομα που δόθηκε στην πρώτη αερομεταφερόμενη επιχείρηση που ανέλαβε ο βρετανικός στρατός, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1941 κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το βρετανικό αερομεταφερόμενο Τάγμα ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1940 με εντολή του Βρετανού πρωθυπουργού, Ουίνστον Τσόρτσιλ, ως απάντηση στις επιτυχημένες αεροπορικές επιχειρήσεις που διεξήγαγε ο γερμανικός στρατός κατά τη διάρκεια της Μάχης της Γαλλίας. Η εκπαίδευση άρχισε αμέσως, αλλά η έλλειψη κατάλληλου εξοπλισμού και εγκαταστάσεων κατάρτισης, καθώς και οι γραφειοκρατικές δυσκολίες, σήμαινε ότι μόνο ένας μικρός αριθμός εθελοντών θα μπορούσε να εκπαιδευτεί αμέσως ως αλεξιπτωτιστές του στρατού. Η πρώτη αερομεταφερόμενη μονάδα που δημιουργήθηκε ήταν στην πραγματικότητα μια επανεκπαίδευση κάποιων μονάδων των Κομμάντος, οι οποίοι στη συνέχεια μετονομάστηκαν σε Νο 11 Τάγμα Ειδικής Αεροπορικής Υπηρεσίας και αριθμούσε περίπου 350 αξιωματικούς και άλλους βαθμούς μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1940. Το τάγμα ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του τον Δεκέμβριο του 1940 και τον Φεβρουάριο του 1941 τριάντα οκτώ μέλη του τάγματος, γνωστό ως «X Troop», επελέγησαν για να πραγματοποιήσουν μια αερομεταφερόμενη επιχείρηση, η οποία είχε σκοπό να δοκιμάσει την ικανότητα των αερομεταφερόμενων στρατευμάτων και του εξοπλισμού τους, καθώς και την ικανότητα της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας να προχωρήσει με ακρίβεια σε τέτοιες επιχειρήσεις.

Ιστορικό Επεξεργασία

Ο γερμανικός στρατός ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στη χρήση αερομεταφερόμενων μοναδων, που διεξήγαγε αρκετές επιτυχημένες αερομεταφορές κατά τη διάρκεια της Μάχης της Γαλλίας το 1940, συμπεριλαμβανομένης της Μάχης του Έμπεν-Εμαέλ.[1] Εντυπωσιασμένοι από την επιτυχία των γερμανικών αερομεταφερόμενων επιχειρήσεων, οι Συμμαχικές κυβερνήσεις αποφάσισαν να σχηματίσουν τις δικές τους αερομεταφερόμενες μονάδες.[2] Αυτή η απόφαση θα οδηγούσε τελικά στη δημιουργία δύο βρετανικών αερομεταφερόμενων ταγμάτων, καθώς και σε ορισμένες μικρότερες μονάδες.[3] Το βρετανικό αερομεταφερόμενο τάγμα άρχισε να αναπτύσσεται στις 22 Ιουνίου 1940, όταν ο πρωθυπουργός, Ουίνστον Τσώρτσιλ, που διηύθυνε το Πολεμικό Γραφείο κατέθεσε σε ένα μνημόνιο για τη δυνατότητα διερεύνησης της πιθανότητας δημιουργίας σώματος 5.000 αλεξιπτωτιστών.[4] Παρά την επιθυμία του πρωθυπουργού να υπάρξουν 5.000 αερομεταφερόμενοι στρατιώτες σε σύντομο χρονικό διάστημα, ορισμένα προβλήματα εμφανίστηκαν γρήγορα στο Πολεμικό Γραφείο. Πολύ λίγα ανεμόπτερα υπήρχαν στη Βρετανία το 1940, και αυτά ήταν πολύ ελαφριά για στρατιωτικούς σκοπούς, και υπήρχε επίσης έλλειψη κατάλληλων αεροσκαφών μεταφοράς για να έλξουν τα ανεμόπτερα και να μεταφέρουν αλεξιπτωτιστές. Στις 10 Αυγούστου, ο Τσόρτσιλ ενημερώθηκε ότι παρόλο που 3.500 εθελοντές είχαν επιλεγεί για να εκπαιδευτούν ως αερομεταφερόμενοι στρατιώτες, μόνο 500 θα μπορούσαν επί του παρόντος να ξεκινήσουν την εκπαίδευση λόγω περιορισμών στον εξοπλισμό και τα αεροσκάφη.[5] Το Πολεμικό Γραφείο δήλωσε σε ένα υπόμνημα στον Πρωθυπουργό τον Δεκέμβριο του 1940 ότι 500 αλεξιπτωτιστές θα μπορούσαν πιθανώς να εκπαιδευτούν και να είναι έτοιμοι για επιχειρήσεις μέχρι την άνοιξη του 1941, αλλά ο αριθμός αυτός ήταν καθαρά αυθαίρετος. Ο πραγματικός αριθμός που θα μπορούσε να εκπαιδευτεί και να προετοιμαστεί έως εκείνη την περίοδο θα βασίζονταν εξ ολοκλήρου στη δημιουργία ενός ταγμάτος κατάρτισης και στην παροχή του απαιτούμενου εξοπλισμού.[6]

Προετοιμασία Επεξεργασία

 
Ο στρατηγός Σερ Τζον Ντιλ, αρχηγός του αυτοκρατορικού γενικού προσωπικού (CIGS), επιθεωρεί μονάδα αλεξιπτωτιστών στο Central Landing Establishment στη αερποπορκή βάση Ringway κοντά στο Μάντσεστερ, Δεκέμβριος 1940.

Μια εκπαιδευτική μονάδα για στρατεύματα αλεξιπτωτιστών ιδρύθηκε στη αεροπορική βάση Ringway κοντά στο Μάντσεστερ στις 21 Ιουνίου 1940 και ονομάστηκε Central Landing Establishment, και οι αρχικοί 500 εθελοντές άρχισαν να εκπαιδεύονται για αεροπορικές επιχειρήσεις. Η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία παρείχε έναν αριθμό βομβαρδιστικών αεροπλάνων Άρμστρονγκ Γουιτγόρθ Γουίτνεϊ για να μετατραπούν σε αεροσκάφη μεταφοράς για αλεξιπτωτιστές. Σχεδιάστηκαν επίσης ορισμένα στρατιωτικά ανεμόπτερα, ξεκινώντας από το General Aircraft Hotspur, αλλά τα ανεμόπτερα δαυτά εν χρησιμοποιήθηκαν από τους Βρετανούς μέχρι την Επιχείρηση Φρέσμαν το 1942.[7] Εκπονήθηκαν επίσης οργανωτικά σχέδια, με το Πολεμικό Γραφείο να ζητά τη λειτουργία δύο ταξιαρχιών αλεξιπτωτιστών έως το 1943.[8] Ωστόσο, η άμεση ανάπτυξη περαιτέρω αερομεταφερόμενων μονάδων, καθώς και οι αρχικοί 500 εθελοντές που ήδη εκπαιδεύτηκαν, παρεμποδίστηκαν από τρία προβλήματα. Με την απειλή εισβολής το 1940, πολλοί αξιωματούχοι του Πολεμικού Γραφείου και ανώτεροι αξιωματικοί του Βρετανικού Στρατού δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να έχουν στη διάθεση τους επαρκείς άνδρες από την προσπάθεια ανοικοδόμησης του Στρατού μετά τη Μάχη της Γαλλίας για τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής αεροπορικής δύναμης. Πολλοί πίστευαν ότι μια τέτοια δύναμη θα είχε μόνο ενοχλητική αξία επιδρομής και δεν θα επηρέαζε τη σύγκρουση με οποιονδήποτε χρήσιμο τρόπο. Υπήρχαν επίσης υλικά προβλήματα. Και τα τρία ένοπλα σώματα, ιδίως ο στρατός, και η βρετανική βιομηχανία δεν είχε ακόμη οργανωθεί σε επαρκή πολεμική βάση για να υποστηρίξει και τα τρία σώματα καθώς και την νεοσυσταθείσα αεροπορική δύναμη.[9] Τέλος, οι αερομεταφερόμενες δυνάμεις δεν διέθεταν μια ενιαία, συνεκτική πολιτική, χωρίς σαφή ιδέα για το πώς πρέπει να οργανωθούν, ή εάν πρέπει να τεθούν υπό τη διοίκηση του Στρατού ή της Αεροπορίας Ο ανταγωνισμός μεταξύ του Γραφείου Πολέμου και του Υπουργείου Αεροπορίας, υπεύθυνος για την Βασιλική Αεροπορία, ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την καθυστέρηση της περαιτέρω επέκτασης των βρετανικών αερομεταφερόμενων δυνάμεων.[10]

Επιχείρηση Επεξεργασία

Ο στόχος που επιλέχθηκε για την επιχείρηση ήταν ένα υδραγωγείο γλυκού νερού κοντά στο Καλίτρι της νότιας Ιταλίας, το οποίο τροφοδοτούσε νερό σε μεγάλο μέρος του ιταλικού πληθυσμού, καθώς και σε πολλά λιμάνια που χρησιμοποιήθηκαν από τον ιταλικό στρατό. Οι Βρετανοί ήλπιζαν επίσης ότι η καταστροφή του θα εμπόδιζε τις ιταλικές στρατιωτικές προσπάθειες στη Βόρεια Αφρική και την Αλβανία. Τα αερομεταφερόμενα στρατεύματα πέταξαν με βομβαρδιστικά μεσαίου τύπου Άρμστρονγκ Γουιτγόρθ Γουίτνεϊ στον στόχο στις 10 Φεβρουαρίου, αλλά οι αστοχίες του εξοπλισμού και τα σφάλματα πλοήγησης σήμαινε ότι ένα σημαντικό μέρος των εκρηκτικών πυρομαχικών και μια ομάδα Royal Sappers, προσγειώθηκε σε λάθος περιοχή. Παρά την αποτυχία αυτή, τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής κατέστρεψαν με επιτυχία το υδραγωγείο και αποσύρθηκαν από την περιοχή, αλλά όλοι συνελήφθησαν από τις ιταλικές αρχές σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ένας Ιταλός μεταφραστής βασανίστηκε και εκτελέστηκε και ένας αλεξιπτωτιστής κατάφερε να ξεφύγει από την αιχμαλωσία, αλλά οι υπόλοιποι παρέμειναν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Το υδραγωγείο επισκευάστηκε γρήγορα πριν εξαντληθούν τα τοπικά αποθέματα νερού, διασφαλίζοντας ότι ο τοπικός πληθυσμός και τα λιμάνια δεν στερήθηκαν το νερό και, κατά συνέπεια, ότι οι ιταλικές πολεμικές προσπάθειες δεν παρεμποδίστηκαν. Ωστόσο, χρησίμευσε ως ηθική ώθηση για το νεοσύστατο αερομεταφερόμενο τάγμα, και τα τεχνικά και επιχειρησιακά διδάγματα που αντλήθηκαν από την επιχείρηση βοήθησαν στην ανάπτυξη περαιτέρω αερομεταφερόμενων επιχειρήσεων.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. [1]
  2. [2]
  3. Harclerode, p. 107.
  4. [3]
  5. [4]
  6. [3]
  7. [5]
  8. [6]
  9. [7]
  10. [7]