Ηρακλείδαι (τραγωδία)

Τραγωδία του Ευριπίδη

Οι Ηρακλείδαι είναι τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης και διδάχτηκε (παίχτηκε) το 430 π.Χ. και αποτελείται από 1.055 στίχους.

Το έργο ξεκινά με τον γέρο Ιόλαο και τους Ηρακλείδες, δηλαδή τα παιδιά του Ηρακλή, οι οποίοι έχουν προσπέσει ικέτες στον ναό του Δία στην Αθήνα. Ο Ιόλαος αναφέρει πως, από τότε που πέθανε ο Ηρακλής, ο Ευρυσθέας τους καταδιώκει, με σκοπό να τους σκοτώσει. Στη συνέχεια έρχεται στην σκηνή ένας κήρυκας, σταλμένος από τον Ευρυσθέα, ο οποίος τραβάει με την βία τον Ιόλαο από τον βωμό. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στην σκηνή ο χορός από γέροντες της Αθήνας, ο οποίος αποτρέπει τις πράξεις του κήρυκα. Ακολουθεί η είσοδος των βασιλέων της Αθήνας, Δημόφωντα και Ακάμα, οι οποίοι αρνούνται να παραδώσουν τους ικέτες. Ο κήρυκας τους πληροφορεί πως εάν δεν τους δώσουν, θα προκληθεί πόλεμος. Αφού αποχωρεί από την σκηνή, ο Δημόφων ετοιμάζει τα στρατεύματα του για μάχη. Στο δεύτερο επεισόδιο ο Δημόφων πληροφορεί στον Ιόλαο, πως προκειμένου να νικήσουν οι Αθηναίοι, πρέπει να θυσιαστεί μια κοπέλα. Η Μακαρία, κόρη του Ηρακλή και της Δηιάνειρας, δέχεται να θυσιαστεί για να σώσει τα αδέρφια της. Έπειτα, έρχεται ένας θεράποντας που αναγγέλει πως όλα είναι έτοιμα για την μάχη. Ο Ιόλαος επιθυμεί και ο ίδιος να πολεμήσει, κάτι το οποίο τελικά κάνει, παρά τις αποθαρύνσεις από τον θεράποντα και την Αλκμήνη, την μητέρα του Ηρακλή. Ακολουθεί η είσοδος του αγγελιοφόρου, ο οποίος πληροφορεί για την νίκη των Αθηναίων και την μεταμόρφωση του Ιόλαου σε νέου. Τέλος, έρχεται ο Ευρυσθέας αλυσοδεμένος, ενώ η Αλκμήνη διατάζει την σφαγή του.

Στο έργο αυτό ο Ποιητής στιγματίζει έντονα την προς την Αθήνα αχαριστία των Δωριέων, δηλαδή της Σπάρτης και του Άργους.

Πρόσωπα του έργου

Επεξεργασία