Το θέατρο του Αθανάσιου Σκοντζόπουλου ήταν το πρώτο θέατρο που δημιουργήθηκε στην μετεπαναστατική Αθήνα. Ο Σκοντζόπουλος την Άνοιξη του 1836 έστησε με πρόχειρα μέσα, ένα υπαίθριο θέατρο εκεί που βρίσκεται σήμερα η πλατεία Κοτζιά, και παρουσίασε σε αυτό 16 παραστάσεις με Έλληνες ερασιτέχνες ηθοποιούς και έργα - πρωτότυπα ή μεταφρασμένα -στην ελληνική γλώσσα. Το θέατρο λειτούργησε για μία μόνο θερινή σεζόν, αυτή του 1836, αφού οι παραστάσεις δεν κατάφεραν να φέρουν το κέρδος που ήταν απαραίτητο για την συνέχισή τους.

Θέατρο Σκοντζόπουλου
Είδοςθέατρο
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αθηναίων
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής1836
Η πλατεία Κοτζιά
Η περιοχή που βρισκόταν το θέατρο όπως ήταν το 1847

Τον χειμώνα του 1835 στήθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα,- στη σημερινή πλατεία Κοτζιά - ένα είδος θεατρικής σκηνής, -μια ξύλινη εξέδρα στην πραγματικότητα, όπου διάφοροι σαλτιμπάγκοι, γελωτοποιοί και μίμοι διασκέδαζαν τους Αθηναίους των λαϊκών τάξεων. Την Άνοιξη του 1836, ο Κεφαλλονίτης Αθανάσιος Σκοντζόπουλος αγόρασε την παράγκα, κατεδάφισε και επενδύοντας το ποσό των 2.383 δρχ. σε ξυλεία,[1] έφτιαξε το πρώτο θέατρο της Αθήνας.

Ο χώρος του θεάτρου Επεξεργασία

Η είσοδός του βρισκόταν στην οδό Αιόλου αμυδρά φωτισμένη από δυο φανάρια. Δίπλα στην είσοδο, βρισκόταν το μέρος που πούλαγαν τα εισιτήρια, - το «εισιτηροπωλείον», καθώς και ένας τελάλης, που διαλαλούσε κάθε απόγευμα το πρόγραμμα του θεάτρου. Στο εσωτερικό του θεάτρου, που έχει για πάτωμα, χώμα, υπάρχει ένας πάγκος που πουλάει ζαχαρωτά και μπροστά βλέπει κανείς μια πλατεία, με δώδεκα σειρές καθισμάτων φτιαγμένα από σανίδες, ενώ πίσω τους στέκονταν οι όρθιοι που χωρίζονταν από πλατεία επίσης με σανιδένιο χώρισμα. Ωστόσο, αυτό το θέατρο είχε και θεωρεία, στον πρώτο όροφο, στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές του τετραγώνου. Στα θεωρεία, ξεχώριζε εκείνο του βασιλιά, ακριβώς απέναντι από τη σκηνή, υπερυψωμένο σε σχέση με τα υπόλοιπα, με καλυμμένες τις σανίδες από λευκό πανί – ώστε να δίνει την εντύπωση πολυτέλειας-. Ο Γερμανός περιηγητής Shonwalder , υποστηρίζει ότι το βασιλικό θεωρείο ήταν τόσο ψηλά και τόσο μακριά από τη σκηνή που ήταν το χειρότερο μέρος για να δει κανείς τις παραστάσεις.[2] Η ορχήστρα του θεάτρου, που αποτελούνταν από τρία ή τέσσερα όργανα, αντί να βρίσκεται μπροστά απο τη σκηνή όπως συνηθίζεται ακόμα και σήμερα, βρισκόταν σε ένα θεωρείο στο πλάι. Υποβολείο δεν υπήρχε, και ο υποβολέας ήταν αναγκασμένος να περιφέρεται πότε αριστερά, πότε δεξιά και πότε πίσω απο τη σκηνή, αναλόγως των αναγκών των ηθοποιών. Η δε σκηνή χωρίζονταν από την πλατεία με ένα χοντρό, βρώμικο, καραβόπανο. Η δε σκηνή, κατά τα γραφόμενα του Νικόλαου Λάσκαρη, - ο οποίος είναι και ο πρώτος που δημοσίευσε τα όσα γνωρίζουμε σήμερα εμείς για αυτό το θέατρο- ήταν τόσο πρωτόγονη όσο και την εποχή του Σαίξπηρ. Αν και υπήρχε σκηνικό ζωγραφισμένο κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι αναπαριστά, έτσι ώστε μάλλον η φαντασία των θεατών να διαμορφώνει την σκηνογραφία ανάλογα με το έργο. Όσον αφορά τα κουστούμια των ηθοποιών, ήταν πάντα στολές ντόμινο, ανεξαρτήτως του έργου που παιζόταν. Για τα νεοελληνικά έργα, υπήρχαν σε αφθονία βέβαια φουστανέλες, ενώ οι χαρακτήρες των Τούρκων, ελλείψει τούρκικων φορεσιών, εμφανίζονταν και αυτοί με ντόμινο! Σε όλα τα έργα, υπήρχαν μόνο άντρες ηθοποιοί, που όταν έπαιζαν τους γυναικείους ρόλους, απλώς άφηναν τα μαλλιά τους μακριά.

Οι παραστάσεις δίνονταν κάθε Κυριακή απόγευμα και κάθε επίσημη γιορτή, και αναγγέλλονταν από το πρωί ήδη, από τον τελάλη που γυρίζοντας τις γειτονιές της Αθήνας, πληροφορούσε το κοινό για την απογευματινή παράσταση. Το εισιτήριο κόστιζε 1 δρχ. για την πλατεία και 2 δρχ. για τα θεωρεία. [3]

Μια πιο γλαφυρή ιδέα μπορούμε να πάρουμε από την παρακάτω περιγραφή του Μιχάλη Σχινά, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Θεατής τον Οκτώβριο του 1836.

Και να, μπροστά σου, τετράγωνο ξύλινο προχειροφτιαγμένο παράπηγμα, με στέγη τον αττικό ουρανό. Μπαίνοντας, πατώντας πάνω σε πατημένο χώμα, βλέπεις διάφορους άντρες να περιφέρονται ασκόπως. Σε μια γωνιά, πωλούνται ζαχαρωτά, ενώ εκεί κοντά στέκονται διάφοροι που κρατάνε τα φανάρια των θεατών. Δεξιά και αριστερά βλέπει κανείς καθίσματα κλιμακωτά, τη σκηνή κατευθείαν μπροστά, και απέναντι ακριβώς από τη σκηνή το βασιλικό θεωρείο, κατάμονο σαν περιστερώνας. Στα πλαϊνά του θεάτρου υπάρχουν και θεωρεία γι' αυτούς που μπορούν να πληρώσουν 1,5 δραχμή. Αλλά οι διάφορες κοινωνικές τάξεις δεν παύουν να αναμιγνύονται καθώς οι κάτω ανεβαίνουν πάνω και οι πάνω κατεβαίνουν για να συζητήσουν με τους κάτω. Ο φωτισμός αμυδρός και βρωμερός. Γυναίκες συναντά κανείς μόνο στα θεωρεία. Όπου και να γυρίσουν τα μάτια δεν βλέπουν τίποτα άλλο παρά γυμνές ξύλινες σανίδες, γυμνό χώμα, που μοιάζει με τους πάγκους που φτιάχνονται στα πανηγύρια για να εκθέσουν οι έμποροι την πραμάτεια τους... η μουσική παίζει μέχρι τη στιγμή που θα ανασηκωθεί το παραπέτασμα της σκηνής, ένα χιλιοτρυπημένο κα βρώμικο καραβόπανο. Αλλά η παράσταση αρχίζει! ... πόσες ελλείψεις στους ηθοποιούς! Μας κάνει εντύπωση γιατί δεν μπορεί να μάθει ο καθένας τα λόγια του καλύτερα; ξηροί και άψυχοι στην απαγγελία, ανέκφραστοι στο πρόσωπο και ακίνητοι στο σώμα. ...οι θεατές από την άλλη, ζωηρότατοι! Άλλοι καθισμένοι, άλλοι όρθιοι, με τα καπέλα στα κεφάλια τους, κουτσομπολεύοντας, συζητώντας μεταξύ τους, σφυρίζοντας, φωνάζοντας, καπνίζοντας, χειροκροτώντας. Τι αλλόκοτος λαός που είμαστε;[4]

Η αρχιτεκτονική μορφή του Επεξεργασία

Σύμφωνα με την Ελένη Φέσσα ....το θέατρο του Σκοντζόπουλου, όπως και η πλειοψηφία των υπαίθριων σκηνών της μετεπαναστατικής Αθήνας, δεν υπήρξε προϊόν αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ή καρπός πολιτιστικής βούλησης. Ήταν ένα δημιούργημα της ανάγκης των Αθηναίων για φτηνή θερινή ψυχαγωγία και της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας η οποία κάλυψε αυτή τους την ανάγκη, συνδυάζοντας την “τερπνότητα των αττικών νυκτών” με θεατρικές παραστάσεις και άλλα θεάματα....[5] Σαν προγόνους αυτής της αρχιτεκτονικής μορφής μπορούμε να καθορίσουμε από τη μια το χειμερινό ευρωπαϊκό θέατρο που στοιχεία του εμφανίζονται στην περίκλειστη σκηνή και στον ταξικό διαχωρισμό των θεατών, σε πλατεία και θεωρεία, και από την άλλη, τη μακραίωνη παράδοση του αυτοσχέδιου, λαϊκού θεάτρου του μεσαίωνα, όπως εμφανίζεται στην ανοιχτή μορφή του θεάτρου και στην φτηνή, εφήμερη ξύλινη κατασκευή του. Όπως και να έχει, αυτή η μορφή του θερινού θεάτρου θα επικρατήσει στη χώρα μας, σχεδόν μέχρι σήμερα. [6]

Ο πρώτος αθηναϊκός θίασος Επεξεργασία

Ο πρώτος αυτός, ερασιτεχνικός και υποτυπώδης θίασος απαρτίζονταν από τον Θεόδωρο Ορφανίδη – μετέπειτα καθηγητή Πανεπιστημίου της βοτανικής-, τον Σεραφείμ Δεσποτόπουλο, τον Ν. Δώτη, τον Ν. Ελευθερίου, τον Δημ. Γιαννιώτη και τον Ν. Μπάστα. Έπειτα απο λίγο καιρό, προστέθηκαν σε αυτούς ο Γεώργιος Παράσχος, ο Λεωνίδας Καπέλλας, ο Σ. Κουρτέσης ή Καρτέσιος και ο Ν. Μακρογεωργίου. [7]

Οι παραστάσεις του θεάτρου Επεξεργασία

24 ΜΑΗ 1836: “ΤΑ ΟΛΥΜΠΙΑ” του Πιέτρο Μεταστάσιο (PIETRO METASTASIO), μετάφραση Ρήγας Φεραίος. Αυτήν την παράσταση, ο αρθρογράφος της εφημερίδας Σωτήρ, την σχολίασε ως εξής: ...την περασμένην Κυριακή 24 Μαϊου, η παράστασις των Ολυμπίων, δράμα του Μεταστάσιου, μεταφρασμένου διά στίχων ομοιοκατάληκτων εις την καθομιλουμένην ημών διάλεκτων, είλκυσεν όχι μικρόν αριθμόν θεατών εις το εδώ θέατρο. Μεταξύ των υποκριτών, διεκρίθησαν εις την παράστασιν, οι υποκρινόμενοι τα πρόσωπα του Μεγακλέους και Λυκίδα -κ.κ. Νικόλαος Δώτης και Δημήτριος Γιαννιώτης. Ευηρέστησε και ο κ. Ν. Μπάστας υποκρινόμενος την Αργήνην. Αι χειροκροτήσεις των θεατών αντήμειψαν τους αγώνες των κυρίων αυτών. - Σωτήρ της 31ης Μαρτίου 1836

 
Ο Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Πιέτρο Μεταστάσιο

31 ΜΑΗ 1836: “ΑΧΙΛΛΕΑΣ Ή Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ” του Αθανάσιου Χριστόπουλου

7 ΙΟΥΝΗ 1836: “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ”, του Νικολάου Πίκκολου

14 ΙΟΥΝΗ 1836: “ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ” του Ιωάννη Ζαμπέλιου

21 ΙΟΥΝΗ 1836: “ΦΙΛΙΠΠΟΣ Α΄ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ” του Βιτόριο Αλφιέρι

28 ΙΟΥΝΗ 1836: “ΒΡΟΥΤΟΣ” του Βολταίρου

5 ΙΟΥΛΗ 1836: επανάληψη του “ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ”

12 ΙΟΥΛΗ 1836: “Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ” του Μολιέρου σε μετάφραση και απόδοση Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων

19 ΙΟΥΛΗ 1836: “ΡΗΓΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΣ” του Ιωάννη Ζαμπέλιου

26 ΙΟΥΛΗ 1836: “ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ” του Βιντσέντσο Μόντι με άγνωστον τον μεταφραστή

6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1836: “ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΓΕΙΤΩΝ” του Γεώργιου Λασσάνη

17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1836: “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ” του Γεώργιου Αναξ. Ναύτη

30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1836: “ Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ” του Παναγιώτη Σούτσου. Για αυτήν την παράσταση μαθαίνουμε τα εξής: χθές παρεστάθη είς το ενταύθα θέατρον Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, δραματική ποιήσις του Κ.Π. Σούτσου. Πλήθος θεατών παρευρέθη εις ταύτην την παράστασιν. Αι ευφημίαι και τα χειροκροτήματα απέδειξαν την ευχαρίστησιν του κοινού την οποίαν ελάμβανε, ακούων απαγγελόμενους τους λαμπρούς και πλήρεις ζωηρότητας στίχους του Κ.Π.Σούτσου. -αναδημοσίευση από την εφημερίδα Πρωινός Κήρυκας στην εφημερίδα Αναγεννηθείσα Ελλάς, στο φύλλο της 2ης Σεπτέμβρη 1836.

10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1836: “ΜΑΡΚΟΣ ΒΟΤΣΑΡΗΣ” του Ιωάννη Ζαμπέλιου

ΜΕΣΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1836: “ΠΟΛΥΞΕΝΗ” του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού

30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1936: σε επανάληψη “ΜΑΡΚΟΣ ΒΟΤΣΑΡΗΣ” [8]

Το τέλος της θερινής σεζόν δεν βρήκε τον Σκοντζόπουλο με κέρδη. Το αντίθετο μάλιστα. Δεν μπόρεσε να ξεπληρώσει το χρέος που είχε κάνει στον ξυλέμπορο Γλένη για την αγορά όλης αυτής της ξυλείας και έτσι, το θέατρο τον Δεκέμβρη του 1836 βγήκε σε πλειστηριασμό.[9]

Δεύτερη προσπάθεια Επεξεργασία

Ο Σκοντζόπουλος παρόλη την πρώτη αυτή αποτυχία δεν το έβαλε κάτω. Σε δημοσίευμα της εφημερίδας Σωτήρ της 14ης Μαρτίου 1837, διαβάζουμε ότι νοίκιασε μιαν στεγασμένη αποθήκη με σκοπό να την μεταβάλλει και αυτήν σε θέατρο. Με τον ίδιο περίπου θίασο και τις ίδιες περίπου παραστάσεις διασκέδαζε τους Αθηναίους την άνοιξη του 1837. Οι περισσότερες παραστάσεις ήταν επαναλήψεις των προηγούμενων ενώ καινούριες παρουσιάστηκαν:

  • "ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΤΑΥΡΙΔΙ", του Νικολάου Σούτσου, έργο που τυπώθηκε εκείνη ακριβώς τη χρονιά
  • "Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ", αγνώστου συγγραφέως [10]

Όμως, το ενδιαφέρον του κοινού προσέλκυε τώρα το δεύτερο θέατρο που άνοιξε στην Αθήνα, αυτό του Ιταλού Γκαετάνο Μέλι, που έδινε παραστάσεις όπερας (βλ.Θέατρο του Μέλι). Οι Αθηναίοι σιγά-σιγά εγκατέλειπαν τις ελληνικές παραστάσεις για να ακολουθήσουν την μόδα της εποχής, και έτσι ο Σκοντζόπουλος αναγκάστηκε να κλείσει και το δεύτερο θέατρο του.[11]

Τον χειμώνα του 1837, κήρυξε πτώχευση, ότι μπορούσε να πουληθεί από το θέατρο πουλήθηκε, οι πρώτοι ηθοποιοί σκορπίστηκαν και οι περισσότεροι από αυτούς σταμάτησαν την ενασχόληση με το θέατρο και ο Σκοντζόπουλος πέθανε έπειτα από μερικούς μήνες.

Η επόμενη ελληνική παράσταση δεν θα δινόταν παρά 3 χρόνια αργότερα, τον Μάρτη του 1840, στο πρώτο λιθόκτιστο θέατρο που έμεινε γνωστό ως το Θέατρο του Μπούκουρα. [12]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Η αρχιτεκτονική του νεοελληνικού θεάτρου:1720-1940. Φέσσα Εμμανουήλ Ελένη, διδακτορική διατριβή, (1990) σελ.467 http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/1372#page/466/mode/2up
  2. Νίκος Βέης, περιοδικό Νέα Εστία “Το πρώτο νεοαθηναϊκό θέατρο και αι σχετικαί προς τον Ρήγαν Φεραίον παραστάσεις αυτού. 15-11-1938
  3. Ν. Λάσκαρης “Το νεοελληνικόν θέατρον” εφημερίδα Ελληνικό Θέατρο 15 Νοεμβρίου 1930 σελ.2 http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=37134&seg=[νεκρός σύνδεσμος]
  4. -αποσπάσματα, από το άρθρο του Μιχάλη Σχινά, για την εφημερίδα Θεατής, περίοδος Α΄, αρ, φύλλου 1, σελ.23-26, σε ελεύθερη απόδοση στη σημερινή μας γλώσσα.
  5. Η αρχιτεκτονική του νεοελληνικού θεάτρου:1720-1940. Φέσσα Εμμανουήλ Ελένη, διδακτορική διατριβή, (1990) σελ.467
  6. ο.π. σελ.458,459
  7. Ν. Λάσκαρης “το νεοελληνικόν θέατρον” εφημερίδα Ελληνικό Θέατρο 1η Δεκέμβρη 1930 σελ.2http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=37134&seg=
  8. Νίκος Βέης, περιοδικό Νέα Εστία, 1η Δεκεμβρίου 1938, υπό τον τίτλο Το πρώτο νεοαθηναϊκό θέατρον- και αι σχετικαί προς τον Ρήγαν Φεραίον παραστάσεις αυτού. http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=64801&code=5752 Αρχειοθετήθηκε 2016-04-10 στο Wayback Machine.
  9. οπου και παραπάνω
  10. «eClass ΕΚΠΑ | Σύνδεση χρήστη». eclass.uoa.gr. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2024. 
  11. εφημερίδα Ελληνικό Θέατρο, σελ. 4 της 25ης Δεκεμβρίου 1930 http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=37134&seg=[νεκρός σύνδεσμος]. Σελ.6
  12. Λάσκαρης, όπου και παραπάνω

Πηγές Επεξεργασία

  • Νίκος Βέης, περιοδικό Νέα Εστία, «Το πρώτο νεοαθηναϊκό θέατρο και αι σχετικαί προς τον Ρήγαν Φεραίον παραστάσεις αυτού»
  • Ν. Λάσκαρης «Το νεοελληνικόν θέατρον» σειρά άρθρων στην εφημερίδα Ελληνικό Θέατρο, χειμώνας του 1930