Με τον όρο Αποκάλυψη του Θεού ορίζουμε τα όσα ο Θεός αποκάλυψε στους ανθρώπους. Τον όρο χρησιμοποιούν όλες σχεδόν οι «εξ αποκαλύψεως θρησκείες» και σημαίνει τη φανέρωση των θείων αληθειών ή προθέσεων στους ανθρώπους.

Το φανέρωμα αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με μυστικές ενοράσεις, ιστορικά γεγονότα ή πνευματικά βιώματα που μεταμορφώνουν τη ζωή των ατόμων και των ομάδων.

Ο άνθρωπος αισθάνεται μέσα του την ανάγκη να ανακαλύψει το νόημα του κόσμου και της ζωής, αλλά καθώς μόνος του δεν το κατορθώνει, στηρίζεται στην αποκάλυψη για να λάβει γνώση της υπερφυσικής αλήθειας και των θείων μυστηρίων[εκκρεμεί παραπομπή].

Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αποκάλυψη του Θεού δόθηκε πλήρως την Πεντηκοστή, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Έκτοτε, φορείς αυτής της αποκάλυψης, είναι οι άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ιδιαίτερα οι Θεουμένοι, οι οποίοι βιώνουν τη θεία αποκάλυψη ως εμπειρία ζωής. Εξ' αυτού του γεγονότος, προκύπτει η Ορθόδοξη θέση, ότι η αποκάλυψη του Θεού είναι η εμπειρία των αγίων, η οποία αποτελεί την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Είναι Θεόπνευστη, επειδή προέρχεται από θεοπνευστούς φορείς.

Η αποκάλυψη του Θεού, διατυπώνεται από τους αγίους με πολλούς τρόπους: Με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, με τα εγκεκριμένα από Οικουμενικές Συνόδους κείμενα των πατέρων, με την Αγία Γραφή, την Υμνολογία της Εκκλησίας και τα Λειτουργικά κείμενα.

Τα ανωτέρω, θεωρούνται Θεόπνευστα, επειδή περιέχουν Θεία Αποκάλυψη. Εκ των ανωτέρω, αλάθητες θεωρούνται μόνο οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, επειδή τα υπόλοιπα, εκτός από τη Θεία Αποκάλυψη, είναι δυνατόν να περιέχουν και λάθη.