Να μη συγχέεται με Θνητότητα.

Η θνησιμότητα ή ρυθμός θνησιμότητας[3]:189,69 είναι μέτρο του αριθμού των θανάτων (είτε γενικά είτε λόγω συγκεκριμένης αιτίας) σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό, ως προς το μέγεθος του πληθυσμού, ανά μονάδα του χρόνο. Κατά κανόνα, η μονάδα μέτρησης της θνησιμότητας είναι αριθμός θανάτων ανά 1.000 άτομα ανά έτος. Επομένως, θνησιμότητα της τάξεως του 7,4 σημαίνει ότι σε ένα πληθυσμό 1.000 ατόμων πεθαίνουν 7,4 άτομα ανά έτος ή 0,74% του συνόλου. Διαφέρει από την νοσηρότητα, που είναι είτε ο επιπολασμός είτε η επίπτωση μιας νόσου.

Παγκόσμιος χάρτης με τον αδρό δείκτη θνησιμότητας κάθε χώρας, βάσει δεδομένων του Π.Ο.Υ. για την περίοδο 2000–2005. Μονάδες: θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους ανά έτος.[1][2]

Η γενική μορφή του τύπου υπολογισμού της θνησιμότητας είναι: , όπου θ είναι ο αριθμός των θανάτων από την αιτία που μελετάται, π είναι το μέγεθος του πληθυσμού από τον οποίο προέρχονται οι θάνατοι και είναι παράγοντας μετατροπής που καθορίζει το μέγεθος του παρονομαστή, δηλαδή εάν πολλαπλασιάσουμε με , παίρνουμε αριθμό θανάτων ανά 1.000 άτομα.[3]:189

Αδρός δείκτης θνησιμότητας Επεξεργασία

Ο αδρός δείκτης θνησιμότητας ορίζεται ως «η θνησιμότητα εξαιτίας όλων των αιτιών σε ένα πληθυσμό» και υπολογίζεται διαιρώντας τον συνολικό αριθμό θανάτων σε δεδομένο χρονικό διάστημα με τον ενδιάμεσο πληθυσμό του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, το 2013 η Ελλάδα είχε πληθυσμό περίπου 11.000.000 και καταγράφηκαν περίπου 111.800 θάνατοι, το οποίο ανάγεται σε 11,2 θανάτους ανά 1.000 κατοίκους ανά έτος.[4] Την ίδια χρονιά, ο παγκόσμιος αδρός δείκτης θνησιμότητας ήταν 7,8 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους ανά έτος.[5]

Ειδικοί δείκτες θνησιμότητας Επεξεργασία

Οι ειδικοί δείκτες θνησιμότητας μετρούν τους θανάτους από συγκεκριμένη αιτία ή σε συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού. Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενοι ειδικοί δείκτες θνησιμότητας φαίνονται στον πιο κάτω πίνακα:[6]

Δείκτες θνησιμότητας, όπου ο αριθμός μετά το "ανά" είναι η τιμή του   (βλ. εισαγωγή)
Περιγεννητική θνησιμότητα – Ο αριθμός των εμβρυικών θανάτων και των νεκρών γεννήσεων μετά τις 22 (ή 28) βδομάδες κύησης συν τον αριθμό θανάτων μεταξύ νεογνών μέχρι και την 7η ημέρα ζωής, ανά 1.000 γεννήσεις.[7]
Μητρική θνησιμότητα – Ο αριθμός των θανάτων που αποδόθηκαν σε αιτίες σχετικές με την εγκυμοσύνη σε δεδομένο χρονικό διάστημα, ανά 100.000 ζωντανές γεννήσεις κατά το ίδιο διάστημα[6]:3-20
Βρεφική θνησιμότητα – Ο αριθμός των θανάτων σε παιδιά < 1 έτους σε δεδομένο χρονικό διάστημα, ανά 1.000 ζωντανές γεννήσεις κατά το ίδιο διάστημα.[6]:3-20
Παιδική θνησιμότητα (γνωστή και ως 'Θνησιμότητα κάτω των 5 ετών') – Ο αριθμός των θανάτων σε παιδιά < 5 ετών σε δεδομένο χρονικό διάστημα, ανά 1.000 ζωντανές γεννήσεις κατά το ίδιο διάστημα.[8]
Προτυποποιημένος λόγος θνησιμότητας – Ο λόγος των παρατηρούμενων προς τους προσδοκώμενους θανάτους σε μια ομάδα ατόμων, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Η ομάδα μπορεί να οριστεί με βάση την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα, το επάγγελμα, την γεωγραφική περιοχή διαμονής κ.ά.[9]
Ειδική κατά ηλικία θνησιμότητα – Ο αριθμός των θανάτων μεταξύ ατόμων συγκεκριμένης ηλικίας (ή ηλικιακής ομάδας), ανά 1.000 άτομα της συγκεκριμένης ηλικίας (ή ηλικιακής ομάδας)[6]:3-21
Ειδική κατά αιτία θνησιμότητα – Ο αριθμός θανάτων που αποδόθηκαν σε συγκεκριμένη αιτία σε δεδομένο χρονικό διάστημα, διά τον ενδιάμεσο πληθυσμό του χρονικού αυτού διαστήματος (ανά 100.000)[6]:3-21

Για όλα τα πιο πάνω, η «ειδική κατά φύλο θνησιμότητα» αναφέρεται σε θνησιμότητα είτε μεταξύ ανδρών είτε μεταξύ γυναικών, όπου κατά τον υπολογισμό ο αριθμητής και ο παρονομαστής περιορίζονται σε ένα φύλο.[6]:3-23

Διαφορά με την θνητότητα Επεξεργασία

Η θνησιμότητα είναι ρυθμός ή πυκνότητα επίπτωσης, εφόσον εκφράζεται ως αναλογία θανάτων ανά μονάδα του χρόνου. Η θνητότητα είναι απλή αναλογία, εφόσον εκφράζεται ως ο αριθμός των θανάτων από κάποια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με την νόσο σε δεδομένο χρονικό διάστημα.[10] Για περισσότερα, επισκεφθείτε το σχετικό λήμμα.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2020. 
  2. «World Population Prospects, the 2010 Revision». 26 Σεπτεμβρίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2011. 
  3. 3,0 3,1 Porta, M, επιμ. (2014). «Mortality Rate, Morbidity rate; Death rate; Cumulative death rate; Case fatality rate». A Dictionary of Epidemiology (5th έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελίδες 189, 69, 64, 36. ISBN 978-0-19-939005-2. 
  4. «ΕΛΣΤΑΤ - Στατιστικές - Πληθυσμός και Κοινωνικές Συνθήκες - Θάνατοι». Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2020. 
  5. «WHO - Crude birth and death rate - Data by World Bank income group». 17 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2020. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 For tabulated definitions for Crude death rate, Cause-specific death rate, Proportionate mortality, Death-to-case ratio, Neonatal mortality rate, Postneonatal mortality rate, Infant mortality rate, and Maternal mortality rate (with example calculations for several), see Dicker, Richard C.; Coronado, Fátima; Koo, Denise; Parrish II, Roy Gibson (2012). «Lesson Three: Measures of Risk, §Mortality Frequency Measures» (PDF). Principles of Epidemiology in Public Health Practice: An Introduction to Applied Epidemiology and Biostatistics (στα Αγγλικά). Atlanta, GA: U.S. Department of HHS, Centers for Disease Control and Prevention (CDC). σελίδες 3–20 to 3–38. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2020. 
  7. «Perinatal Mortality». 2008. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2020. 
  8. «Global Health Observatory (GHO) data – Under-five mortality». Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2020. 
  9. Gail, Mitchell & Benichou, Jacques (2000). «Standardized mortality ratio (SMR)» (PDF). Encyclopedia of Epidemiologic Methods. Wiley Reference Series in Biostatistics (στα Αγγλικά). New York, NY: John Wiley & Sons. σελ. 884. ISBN 9780471866411. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2020. 
  10. «Principles of Epidemiology - Lesson 3: Measures of Risk Section 3: Mortality Frequency Measures». Centers for disease control and prevention. U.S. Department of Health & Human Services. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2020.