Η Ιστορία της Θεσσαλίας καλύπτει όλη τη χρονική περίοδο από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα. Η Θεσσαλία ταυτίζεται με την ομώνυμη πεδιάδα που δημιουργήθηκε από τον ποταμό Πηνειό και περιβάλλεται από τα βουνά, το ψηλότερο στα δυτικά η Πίνδος χωρίζει τη Θεσσαλία από τη γειτονική Ήπειρο.[1] Τα περάσματα στην Πόρτα και το Μέτσοβο είναι τα μοναδικά που χωρίζουν τα δυο διαμερίσματα, στα νότια τα στενά των Θερμοπυλών συνδέουν τη Θεσσαλία με τη νότια Ελλάδα, στα βόρεια συνορεύει με τη Μακεδονία.[2]

Προϊστορία Επεξεργασία

Η πρώτη ένδειξη για ύπαρξη κατοίκων στη Θεσσαλία εμφανίζεται στα τέλη της Παλαιολιθικής εποχής, στις αρχές της Νεολιθικής ο πληθυσμός παρουσιάζει μεγάλη έκρηξη. Περισσότερες από 400 οχυρωμένες θέσεις καταγράφονται εκείνη την περίοδο, η σημαντικότερη είναι το Σέσκλο Μαγνησίας.[3] Τη Μυκηναϊκή εποχή η σημαντικότερη εγκατάσταση ήταν η Ιωλκός που δημιούργησε τους μετέπειτα θρύλους για τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες.[4]

Μια διακριτή Θεσσαλική φυλή δημιουργήθηκε τον 9ο αιώνα π.χ. με κατοίκους που προήλθαν από ανάμειξη του τοπικού πληθυσμού με μετανάστες από την Ήπειρο, ζούσαν στην περιοχή της Πελασγιώτιδας με πρωτεύουσα τις Φερές.[5] Με κέντρο τις Φέρες επεκτάθηκαν στην πεδιάδα του Πηνειού και στην παραλία του Μαλιακού.[6] Οι αρχαίοι Θεσσαλοί ήταν Αιολείς και μιλούσαν τα Αιολικά.[7] Στα τέλη του 7ου αιώνα κατέκτησαν τους περίοικους και την Ανθήλη που την έκαναν το κέντρο της τοπικής Αμφικτυονίας. Οι Θεσσαλοί συμμετείχαν στη Δελφική Αμφικτυονία με σημαντική συμβολή αφού παρείχαν 14 - 24 ιερομνήμονες στο Συμβούλιο με πρόεδρο την Πύθια.[8] Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Ιερός Πόλεμος (595 - 585 π.χ.) οι Θεσσαλοί επεκτάθηκαν νότια, κατακτήθηκαν οι Φωκείς αλλά μετά τη μάχη στην Υάμπολις στα μέσα του 6ου αιώνα τους έδιωξαν οι Βοιωτοί.[9]

Αρχαία Ελλάδα Επεξεργασία

 
Νόμισμα του 4ου αιώνα π.χ. με απεικόνιση του Αλεύα του Πυρρού.

Το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.χ. η Θεσσαλία έγινε ο τόπος καταγωγής των μεγαλύτερων αριστοκρατικών οικογενειών στον Ελληνικό χώρο, το κύριο χαρακτηριστικό των Θεσσαλών αρχόντων ήταν οι τεράστιες εκτάσεις γης που απασχολούσαν πολλούς δούλους. Οι σημαντικότερες οικογένειες ήταν: οι Αλευάδαι στη Λάρισα, οι Αντιοχίδες ή Εχεκρατίδες στα Φάρσαλα με γενάρχη τον ταγό Αντίοχο Εχεκρατίδα, και οι Σκοπάδες που ήταν κλάδος των Αλευάδων στην Κραννώνα, με πρώτο άρχοντα τον Σκόπα του Κρέοντα. Οι αρχηγοί των φυλών είχαν συχνά τον τίτλο του "βασιλιά".[10] Ο πρώτος σπουδαίος Θεσσαλός που ένωσε όλες τις φυλές σε ένα βασίλειο ήταν ο Αλεύας ο Πυρρός (7ος αι. π.Χ.), δημιούργησε τη "Θεσσαλική τετραρχία" που συνδέθηκε με "κλήρους γης", κάθε κλήρος απασχολούσε 40 ιππείς και 80 πεζούς.[11] Το αξίωμα "Ταγός" σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη ήταν το ανώτερο στη Θεσσαλική αριστοκρατία και ισοδυναμούσε με αυτό του βασιλιά αλλά οι πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι στην κορυφή βρισκόταν ο "Τετράρχης".[12] Οι Πέρσες επιτέθηκαν στη Θεσσαλία το καλοκαίρι του 480 π.χ., ο Ελληνικός στρατός που βρισκόταν στην Κοιλάδα των Τεμπών οπισθοχώρησε και άφησε ελεύθερο τον δρόμο στους Πέρσες που κατέλαβαν εύκολα την πεδιάδα. Οι Αλευάδες έγιναν υπηρέτες των Περσών. Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος οι Θεσσαλοί υποστήριξαν την Αθήνα, σπάνια επέτρεπαν στους Σπαρτιάτες να περάσουν από τα εδάφη τους, μοναδική εξαίρεση ο στρατηγός Βρασίδας. Τον 4ο αιώνα ο Ιάσων ο Φεραίος που καταγόταν από άλλη ευγενή οικογένεια με έδρα τις Φέρες ανέτρεψε τους Αλευάδες και αναδείχτηκε σε σημαντική στρατιωτική φυσιογνωμία πριν την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τον Φίλιππο Β΄ και τους Μακεδόνες. Η Θεσσαλία κατακτήθηκε τον 2ο αιώνα π.χ. από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα.

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Επεξεργασία

 
Η Θεσσαλία στην αρχαιότητα.

Το 27 π.χ. η Θεσσαλία έγινε τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας με πρωτεύουσα την Κόρινθο.[13] Ο Αντωνίνος ο Ευσεβής τη διαχώρισε από την Αχαΐα και τη μετέφερε στην επαρχία της Μακεδονίας, αργότερα έγινε ανεξάρτητη επαρχία.[14] Ο Διοκλητιανός και οι διάδοχοι του δημιούργησαν ένα νέο διοικητικό σύστημα, η Θεσσαλία μεταφέρθηκε στη Διοίκηση Μακεδονίας που κυβερνήθηκε από την Υπαρχία του Ιλλυρικού.[15] Με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική η Θεσσαλία περιήλθε στην Ανατολική ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[16]

Η θέση της Θεσσαλίας μακριά από τα σύνορα της αυτοκρατορίας και με σημαντικές ελλείψεις σε οχυρώσεις την έκανε από τον 6ο αιώνα ευάλωτη σε βαρβαρικές επιδρομές.[17] Τη διετία 395 - 397 το μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλίας κατέλαβε ο βασιλιάς των Βησιγότθων Αλάριχος Α΄ μέχρι την εποχή που εκδιώχτηκε από τον Στιλίχων.[18][19] Ο βασιλιάς των Βανδάλων Γιζέριχος λεηλάτησε την περίοδο 466 - 475 τις Ελληνικές ακτές και οι Οστρογότθοι υπό τον βασιλιά τους Θεοδέμιρο προχώρησαν και κατέλαβαν τη Λάρισα πριν ο Αυτοκράτορας Λέων Α΄ επιτρέψει στον λαό του να εγκατασταθεί στη Μακεδονία.[20] Ο γιος τού Θεοδέμιρου, ο Θεοδώριχος ο Μέγας, επιτέθηκε στη Θεσσαλία (482) αλλά στη συνέχεια οι Οστρογότθοι επέστρεψαν στην Ιταλία (488).[21] Η επαρχία σύμφωνα με τον "Συνέκδημο" είχε τον 6ο αιώνα 16 πόλεις στις οποίες εκτός από την πρωτεύουσα Λάρισα ανήκαν : η Δημητριάδα, οι Φθιώτιδες Θήβες, η Εχίνος, η Λαμία, η Υπάτη, οι Γόμφοι Τρικάλων, η Διοκλητιανούπολις Θράκης, τα Φάρσαλα και τα νησιά Σκιάθος και Σκόπελος.[22][23]

Εγκατάσταση Σλάβων Επεξεργασία

Από την εποχή του Ιουστίνου Α΄ τα αυτοκρατορικά σύνορα στον Δούναβη δέχτηκαν σκληρές επιθέσεις Σλάβων αλλά η ηπειρωτική Ελλάδα επηρεάστηκε σε μικρότερο βαθμό. Οι Ούννοι λεηλάτησαν τη Θεσσαλία, πέρασαν τις οχυρωμένες Θερμοπύλες και επιτέθηκαν στη Στερεά Ελλάδα.[24] Ο Ιουστινιανός Α´ προσπάθησε να προστατεύσει την περιοχή με ισχυρές οχυρώσεις και με μόνιμη φρουρά στις Θερμοπύλες, η περιοχή δέχτηκε ξανά επίθεση από την Τουρκική φυλή των Τουρκιγκούρ που σταμάτησαν στις Θερμοπύλες.[25] Η αυτοκρατορική διοίκηση παρά τις επιδρομές λειτουργούσε κανονικά και η παραδοσιακή δημόσια ζωή δεν άλλαξε μέχρι τα τέλη της βασιλείας του Ιουστίνου Β΄.[26] Οι βαρβαρικές επιδρομές, οι δυο μεγάλοι σεισμοί (522, 552) και η Πανώλη του Ιουστινιανού (541 - 544) οδήγησαν σε σημαντική μείωση του πληθυσμού.[27]

Η Ελληνική χερσόνησος βρέθηκε εκτεθειμένη από το 578 σε μεγάλο κίνδυνο από τις Σλαβικές επιδρομές, ξεκίνησαν το 581 και οι Σλάβοι φαίνεται ότι παρέμειναν στην Ελλάδα μέχρι το 584. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρέθηκε σε αιματηρούς πολέμους με την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών στα ανατολικά και τους Άβαρους στα βόρεια. Όταν δολοφονήθηκε ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (602) και ξέσπασε ο Μεγάλος Βυζαντινό-περσικός πόλεμος τα βόρεια σύνορα του Δούναβη βρέθηκαν εκτεθειμένα στις επιδρομές των Σλάβων.[28] Οι Σλάβοι στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα εγκαταστάθηκαν περισσότερο στην Πελοπόννησο και τη Μακεδονία χωρίς να επηρεάσουν τις οχυρωμένες πόλεις στην κεντρική Ελλάδα.[29] Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα ξεκίνησαν ωστόσο σκληρές επιδρομές στην κεντρική Ελλάδα ερημώνοντας τη Θεσσαλία και τις Σποράδες.[30] Οι πέντε από τις μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας εξαφανίστηκαν από τις πηγές τον 7ο αιώνα και οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στα βόρεια τμήματα της περιοχής.[31] Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ ανέλαβε εκστρατεία στις ακτές του βόρειου Αιγαίου και μπόρεσε να φέρει προσωρινά την ειρήνη στην περιοχή.[32] Ακολούθησε η μεγάλη πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τη Σλαβική φυλή των Βελεγιζίτων (676 - 678), σύμφωνα με τα "Θαύματα του Αγίου Δημητρίου" εγκαταστάθηκαν στη Δημητριάδα Μαγνησίας και στις Φθιώτιδες Θήβες.[33]

Επιδρομές Βουλγάρων Επεξεργασία

Τα τμήματα της Θεσσαλίας που παρέμειναν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο μετά τις επιδρομές των Σλάβων ιδιαίτερα οι ακτές του Αιγαίου και γύρω από τον Παγασητικό κόλπο περιήλθαν στο Θέμα Ελλάδος. Το Θέμα που ιδρύθηκε την περίοδο 687 - 695, περιείχε όλες τις ανατολικές ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τις Σποράδες και πολλά από τα νησιά του Αιγαίου, η έδρα του Στρατηγού βρισκόταν στη Θήβα.[34][35] Το Θέμα Ελλάδος είχε βασικά ναυτικό προσανατολισμό όπως φαίνεται την εποχή που ξέσπασε η Εικονομαχία (726 - 727).[36] Την περίοδο 730 - 751 η εκκλησία της Θεσσαλίας μαζί με την Ιλλυρία μεταφέρθηκαν από τη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.[37]

Η Θεσσαλία όπως ολόκληρη η βόρεια και η κεντρική Ελλάδα υπέφερε από τις σκληρές επιδρομές των Βουλγάρων που ξεκίνησαν το 773.[38] Την ίδια εποχή η σύγκρουση ανάμεσα στις ανώτερες τάξεις που κυβερνούσαν τη Βουλγαρία και τον Σλαβικό πληθυσμό έφεραν την κάθοδο ενός δεύτερου κύματος Σλάβων (746). Το δεύτερο κύμα σε αντίθεση με το πρώτο εγκαταστάθηκε με αυτοκρατορικό έλεγχο. [39] Ο υπουργός Σταυράκιος ξεκίνησε μια μεγάλη επιδρομή στην ηπειρωτική Ελλάδα για την υποταγή των Σλάβων (783), έφτασε μέχρι την Πελοπόννησο και τους ανάγκασε όλους να δεχτούν την αυτοκρατορική υποταγή.[40][41] Οι σκληρές επιδρομές των Βουλγάρων και των Σαρακηνών συνεχίστηκαν, ο Δαμιανός της Ταρσού κυρίευσε τη Δημητριάδα (902) και η Θεσσαλία δέχτηκε σκληρές επιδρομές από τους Βουλγάρους (918 και 923 - 926). Ο αυτοκρατορικός έλεγχος επανήλθε ωστόσο πλήρως στην ηπειρωτική Ελλάδα και γνώρισε μεγάλη περίοδο οικονομικής ευημερίας.[42] Ιδρύθηκαν στη Θεσσαλία άλλες εννιά μεγάλες πόλεις όπως ο Αλμυρός και η Καλαμπάκα, κατοικήθηκε ξανά και το Ζητούνι που ταυτίζεται με τη Λαμία.[43][44][45]

Εγκατάσταση Βλάχων Επεξεργασία

 
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία τον 10ο αιώνα.

Τον 10ο αιώνα η απειλή των Σαρακηνών ελαττώθηκε σημαντικά, έπαυσε να υπάρχει μετά τη Βυζαντινή ανακατάκτηση της Κρήτης (960 - 961).[46] Η απειλή από τους Βούλγαρους εξακολουθούσε να υπάρχει, όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Βασίλειος Β´ ο τσάρος Σαμουήλ της Βουλγαρίας κυρίευσε τη Λάρισα και κατέλαβε τη Θεσσαλία. Ο Βούλγαρος τσάρος ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία που έφτασε μέχρι την Πελοπόννησο αλλά στην επιστροφή γνώρισε τη συντριβή στη Μάχη του Σπερχειού.[47][48] Η Θεσσαλία χωρίστηκε στις αρχές του 11ου αιώνα από το Θέμα Ελλάδος και ενώθηκε με το Θέμα Θεσσαλονίκης. Η κοιλάδα του Σπερχειού παρέμεινε στο Θέμα Ελλάδος, τα νέα σύνορα ήταν μια νοητή γραμμή από τον Όθρυς μέχρι τα Άγραφα.[49] Οι Νορμανδοί επιτέθηκαν στη Θεσσαλία (1082 - 1083) αλλά χτυπήθηκαν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό.[50] Οι Βλάχοι αναφέρονται για πρώτη φορά τον 11ο αιώνα στο Στρατηγικόν του Κεκαυμένου και στην Αλεξιάδα που έγραψε η Άννα Κομνηνή.[51] Τον 12ο αιώνα ο Ιουδαίος ταξιδιώτης Βενιαμίν του Τουντέλα καταγράφει τη Βλαχία γύρω από τον Αλμυρό ενώ ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης τοποθετεί τη Μεγάλη Βλαχία γύρω από τα Μετέωρα. Τον 13ο αιώνα ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης παρουσιάζει τη Βλαχία σαν μια διακριτή εθνότητα (1276) με κυβερνήτη τον Ραούλ Κομνηνό με τον τίτλο της (Κεφαλής). Η Θεσσαλική Βλαχία είναι γνωστή επίσης σαν "Ελληνική Βλαχία".[52]

Εμπορικά προνόμια σε Βενετούς Επεξεργασία

Την επόμενη της αποτυχημένης Νορμανδικής επίθεσης ο Αλέξιος Α΄ παραχώρησε σημαντικά προνόμια στη Δημοκρατία της Βενετίας όπως η φοροαπαλλαγή των εμπόρων και το δικαίωμα τους να εμπορεύονται ελεύθερα στις πόλεις της Θεσσαλίας. Οι παραχωρήσεις αυτές ήταν η αρχή της κυριαρχίας των Βενετών στο Ελληνικό ναυτικό που θα φανεί καθαρά τους επόμενους αιώνες, οι επόμενοι αυτοκράτορες θα προσπαθήσουν να περιορίσουν τα προνόμια των Βενετών αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος αναγκάστηκε να προχωρήσει σε νέες μεγάλες εμπορικές παραχωρήσεις στη Βενετία, δημιουργήθηκαν νέοι εμπορικοί σταθμοί των Βενετών σε πόλεις όπως τα Φάρσαλα, ο Δομοκός, τα Τρίκαλα, η Λάρισα και ο Πλαταμώνας Πιερίας.[53][54]

Παρακμή Επεξεργασία

Η Θεσσαλία επέστρεψε τον 12ο αιώνα στο Θέμα Ελλάδας με εξαίρεση τις βορειοδυτικές περιοχές όπως τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα που ενσωματώθηκαν στο νέο Θέμα Σιρμίου. Ο Βενιαμίν του Τουντέλα που επισκέφτηκε την περιοχή (1165) καταγράφει Ιουδαϊκές κοινότητες στον Αλμυρό, στο Ζητούνι και στο Γαρδίκι Τρικάλων.[55][56] Ο Βενιαμίν και ο Άραβας Γεωγράφος Μωχάμετ αλ-Ιντρίσι (1099 - 1165) περιγράφουν την ηπειρωτική Ελλάδα στα μέσα του 12ου αιώνα σαν πυκνοκατοικημένη με μεγάλη ευημερία.[57] Η κατάσταση άλλαξε όταν έγινε αυτοκράτορας ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός, οι δαπανηρές στρατιωτικές εκστρατείες τον οδήγησαν σε τεράστιες φορολογίες, η διαφθορά και ο αυταρχισμός των κρατικών υπαλλήλων έφεραν μεγάλη δυστυχία στον λαό. Ο Μητροπολίτης των Αθηνών Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος έντονα λυπημένος περιγράφει μελανά την κατάσταση.

Η παρακμή σταμάτησε προσωρινά όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός (1183) που τοποθέτησε κυβερνήτη της Ελλάδας τον ικανό Νικηφόρο Προσούχ αλλά συνεχίστηκε μετά την ανατροπή του (1185).[58] Ο επαναστάτης γαμπρός του Αλεξίου Γ΄ Άγγελου Μανουήλ Καμύτζης δημιούργησε με την υποστήριξη του Δοβρομηρός Χρύσος που είχε ιδρύσει αυτόνομη ηγεμονία στη Μακεδονία του Βαρδάρη ένα μικρό πριγκιπάτο στα βόρεια της Θεσσαλίας, το διέλυσε γρήγορα ο αυτοκράτορας.[59][60] Στα τέλη του 12ου αιώνα το Θέμα Ελλάδος χωρίστηκε σε μικρότερες διακριτές περιφέρειες: τις "Χόρια", τα "Χαρτουλαράτα" και τις "Επισκέψεις". Η διαίρεση φαίνεται καθαρά σε ένα Χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ στους Βενετούς και σε έγγραφα που εξέδωσε η Λατινική Αυτοκρατορία (1204). Τα έγγραφα καταγράφουν τις επισκέψεις του Πλαταμώνα, της Δημητριάδος, των Φαρσάλων και της Δομοκού, τα όρια της Λάρισας, τις επαρχίες της Βλαχίας και της Σερβίας και τα χαρτουλαράτα της Ντομπροχουβίστας και του Έρεβος, που ήταν προφανώς Σλαβικές εγκαταστάσεις.[61]

Κατάκτηση από το Δεσποτάτο της Ηπείρου Επεξεργασία

 
Τραχύ νόμισμα του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα σαν Αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους που συμμετείχαν στην Δ΄ Σταυροφορία (1204) ο ηγεμόνας του Ναυπλίου Λέων Σγουρός έκανε εκστρατεία στην Κεντρική Ελλάδα. Ο Σγουρός συναντήθηκε στη Λάρισα με τον έκπτωτο Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ και έκανε γαμήλια συμμαχία μαζί του. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός που έλαβε στη διανομή εδαφών το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης έκανε εκστρατεία νότια, ο Σγουρός ανίκανος να αντιμετωπίσει τους Σταυροφόρους επέστρεψε στην πατρίδα του στην Πελοπόννησο.[62][63] Ο Βονιφάτιος μοίρασε τα εδάφη του στους οπαδούς του : ο Ρολάνδος Πισκία πήρε τον Πλαταμώνα, ο Λομβαρδός Γουλιέλμο τη Λάρισα και τον Αλμυρό, και ο Βερθόλδος Β΄ του Κατσενελεμπόγκεν το Βελεστίνο. Οι διανομές συνεχίστηκαν νοτιότερα : ο Γκουίντο Παλαβιτσίνι πήρε το Μαρκιωνία της Βοδονίτσας, ο Ιάκωβος του Σαίντ - Ομέρ τη Γραβιά Φωκίδος, ο Θωμάς Α΄ ντ'Ωτρεμανκούρ την Κομητεία των Σαλώνων, οι αδελφοί Αλμπερτίνος και Ρολάνδος Κανόσα τη Θήβα, ο Όθων ντε Λα Ρος την Αθήνα και ο Ιάκωβος ντ'Αβέν την Εύβοια.[64] Τα όρια του βασιλείου της Θεσσαλονίκης επεκτάθηκαν μέχρι τον Δομοκό, τα Φάρσαλα και το Βελεστίνο, η κοιλάδα του Σπερχειού, το Ζητούνι και η Ραβέννικα απέκτησαν Λατίνους διοικητές.[65]

Ο ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας επιτέθηκε στη Θεσσαλία, έκαμψε την αντίσταση των Λομβαρδών βαρόνων και την κατέλαβε. Η Λάρισα και το μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής Θεσσαλίας ήρθαν σε Ηπειρώτικη κυριαρχία και διαχωρίστηκε από το Σταυροφορικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης.[66] Το έργο του Μιχαήλ Α΄ ολοκλήρωσε ο ετεροθαλής αδελφός και διάδοχος του Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας που κατέκτησε ολόκληρη την υπόλοιπη Θεσσαλία, μονάχα ο Αλμυρός παρέμεινε στους Λατίνους μέχρι το 1246.[67][68] Τον Δεκέμβριο του 1224 ο Θεόδωρος κατέκτησε τη Θεσσαλονίκη, διέλυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης και ίδρυσε την Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης.[69] Η Θεσσαλία παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη χρονιά που ο εκθρονισθείς Μανουήλ Κομνηνός Δούκας την κατέκτησε από τον ανιψιό του Ιωάννη (1239) δημιουργώντας ανεξάρτητες οικογενειακές εκτάσεις.[70]

Δουκάτο Νέων Πατρών Επεξεργασία

 
Τα σύμβολα του Δουκάτου των Νέων Πατρών.

Με τον θάνατο του Μανουήλ (1241) ο νόθος ανιψιός του Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας κατέλαβε αμέσως την περιοχή χωρίς αντίσταση πριν τους θείους του.[71] Με τη Μάχη της Πελαγονίας (1259) η Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατέλαβε τη Θεσσαλία αλλά σε μια Ηπειρώτικη αντεπίθεση την επόμενη χρονιά ο Μιχαήλ Β΄ νίκησε τον στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο και την ανέκτησε (1260), μόνο ο Βόλος έμεινε στους Νικαιώτες.[72] Με τον θάνατο του Μιχαήλ Β΄ το Δεσποτάτο του μοιράστηκε στους γιους του (1268) : Ο νόμιμος γιος του Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας πήρε το Δεσποτάτο της Ηπείρου και ο νόθος Ιωάννης Α΄ Δούκας παντρεύτηκε μια Βλάχα πριγκίπισσα και πήρε τη Θεσσαλία.[73][74][75] Η Θεσσαλία συνέχισε να έχει την ίδια μορφή διακυβέρνησης με το Δεσποτάτο της Ηπείρου, μετά την ανακατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Μιχαήλ Η΄ οι ελπίδες του Οίκου των Αγγέλων είχαν ναυαγήσει και συμμάχησαν με τα Λατινικά κράτη του νότου.

Ο Ιωάννης Α΄ Δούκας από την πρωτεύουσα του στο Δουκάτο Νέων Πατρών κυβέρνησε τη Θεσσαλία σαν ανεξάρτητο κράτος.[76] Αναγνώρισε την υψηλή κυριαρχία του Μιχαήλ Η΄ και δέχτηκε σαν αντάλλαγμα τον τίτλο του "Σεβαστοκράτορα" αλλά εξακολουθούσε να διατηρεί αντί-Βυζαντινή στάση, συμμάχησε με τον Κάρολο τον Ανδεγαυό και το Δουκάτο των Αθηνών.[77][78] Οι προσπάθειες του Μιχαήλ Η΄ να ενώσει την Ορθόδοξη και την Καθολική εκκλησία με αποκορύφωμα τη Δεύτερη Σύνοδο της Λυών ήταν άλλο ένα σημείο σύγκρουσης με την Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωάννης Α΄ Δούκας ήταν σκληρός αντίπαλος των Ενωτικών, συγκρούστηκε με τον Μιχαήλ Η΄ και σε μια Σύνοδο που συγκάλεσε στην Υπάτη καταδίκασε την Ένωση.[79][80][81] Την τριετία 1273 - 1275 σε μια άγνωστη χρονική εκστρατεία ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη Παλαιολόγο με μεγάλο στρατό εναντίον της Θεσσαλίας. Ο Ιωάννης Α΄ πέτυχε στρατιωτική υποστήριξη από το Δουκάτο των Αθηνών και συνέτριψε τους Βυζαντινούς στη Μάχη της Νεόπατρας.[82][83][84] Ο Ιωάννης για να ευχαριστήσει το Δουκάτο έδωσε τη δεύτερη κόρη του Ελένη Αγγελίνα Κομνηνή σύζυγο στον μελλοντικό Δούκα των Αθηνών Γουλιέλμο ντε Λα Ρος με προίκα το Ζητούνι, το Γαρδίκι, τη Γραβιά και το κάστρο του Σιδηρόκαστρου.[85][84] Τα Βυζαντινά στρατεύματα που δραπέτευσαν έφτασαν στη Δημητριάδα και πέτυχαν σημαντική νίκη απέναντι στους Λομβαρδούς κυβερνήτες της Εύβοιας.[86][87] Μια δεύτερη εκστρατεία του Ιωάννη Παλαιολόγου εναντίον της Ηπείρου (1277) ήταν επίσης ανεπιτυχής.[88] Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ αποφάσισε να επιτεθεί ο ίδιος προσωπικά αλλά αρρώστησε και πέθανε στον δρόμο.[89]

Επιδρομές Καταλανών Επεξεργασία

Με τον θάνατο του Ιωάννη η χήρα του αναγνώρισε την υψηλή κυριαρχία του διαδόχου του Μιχαήλ Η΄ Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου και τον αναγνώρισε κηδεμόνα στους δυο ανήλικους γιους της Κωνσταντίνο και Θεόδωρο Άγγελο.[90] Ο Βυζαντινός στρατός πέρασε ελεύθερα από τη Θεσσαλία για να επιτεθεί στην Ήπειρο (1290) αλλά σύντομα οι δυο πρίγκιπες συνωμότησαν με τον πρίγκιπα της Σερβίας Στέφανο Ούρο Β΄ Μιλουτίν εναντίον του Βυζαντίου. Τα δυο αδέλφια κατέλαβαν τη Ναύπακτο αλλά δεν φαίνεται να είχαν μεγαλύτερες επιτυχίες.[91][92] Ο Κωνσταντίνος και ο Θεόδωρος είχαν πεθάνει και οι δυο (1303), τους διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Κωνσταντίνου Ιωάννης Β΄ Δούκας, κηδεμόνας του ορίστηκε ο Δούκας των Αθηνών Γκυ Β΄ ντε Λα Ρος.[93][94] Ο Ιωάννης Β΄ συνέχισε την πολιτική του παππού του, είχε στενές σχέσεις με τους Βενετούς που έκαναν εισαγωγή αγροτικών προϊόντων από τη Θεσσαλία.[95] Ο Γκυ Β΄ ντε Λα Ρος πέθανε πρόωρα (1308), ο Ιωάννης Β΄ βρήκε την ευκαιρία να αποκηρύξει την κηδεμονία του Δουκάτου των Αθηνών και να στραφεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[96] Η Καταλανική Εταιρεία ήρθε σε σύγκρουση με τους Βυζαντινούς στις αρχές του 1309, έφτασαν στη Θεσσαλία μέσω της Μακεδονίας. Οι Έλληνες συμφώνησαν στην ειρηνική διέλευση των Καταλανών από τη Θεσσαλία προς τα Φραγκικά πριγκιπάτα της νότιας Ελλάδας και εκείνοι κατέκτησαν την κοιλάδα του Σπερχειού και κατέλαβαν τα Σάλωνα.[97] Ο νέος Δούκας των Αθηνών Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν χρησιμοποίησε τους πολεμοχαρείς Καταλανούς για τις στρατιωτικές του εκστρατείες στη Θεσσαλία. Οι Καταλανοί κατέλαβαν το Ζητούνι, τον Αλμυρό, τον Δομοκό και άλλα 13 κάστρα στην πλούσια πεδιάδα της Θεσσαλίας, ανάγκασαν τον Ιωάννη Β΄ Δούκα να υποταχθεί στον Γκωτιέ.[98][99] Ο Γκωτιέ Ε΄ ήρθε ωστόσο σύντομα σε ανοιχτή σύγκρουση με τους Καταλανούς και στη Μάχη του Αλμυρού (15 Μαρτίου 1311) ο στρατός του Δουκάτου γνώρισε μεγάλη συντριβή, ενώ ο Γκωτιέ Ε΄ και οι περισσότεροι Φράγκοι ιππότες έπεσαν στη μάχη. Αμέσως μετά τη μάχη η Καταλανική Εταιρεία κατέλαβε το διαλυμένο Δουκάτο.[100][101]

Οι Καταλανοί κατέλαβαν τα επόμενα χρόνια τα νότια τμήματα της Θεσσαλίας, καθότι η εξουσία του Ιωάννη Δούκα εξασθένησε σημαντικά, αφού οι μεγάλοι γαιοκτήμονες τον αγνόησαν και κυβέρνησαν ανεξάρτητα. Ο Ιωάννης αναγνώρισε την κυριαρχία του Βυζαντίου και παντρεύτηκε τη νόθη κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Ειρήνη Παλαιολογίνα.[102] Όταν πέθανε πρόωρα ο Ιωάννης Β΄ Δούκας (1318) ολόκληρη η νότια Θεσσαλία πέρασε στα χέρια των Καταλανών, την περίοδο 1318 - 1325 οι Καταλανοί κατέλαβαν την Υπάτη, το Ζητούνι, το Λιδωρίκι, το Σιδηρόκαστρο, τον Δομοκό, το Γαρδίκι και τα Φάρσαλα. Οι Καταλανοί δημιούργησαν στην ευρύτερη περιοχή το Δουκάτο Νέων Πατρών.[103][102] Η Δημοκρατία της Βενετίας εκμεταλλεύτηκε την αναρχία που επικρατούσε στην περιοχή και κατέλαβε το λιμάνι του Πτελεού.[104]

Βυζαντινή διοίκηση Επεξεργασία

 
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία (1278).

Η κεντρική και βόρεια Θεσσαλία παρέμειναν σε Ελληνικά χέρια, η βόρεια Θεσσαλία πέρασε απ'ευθείας στη Βυζαντινή διοίκηση της Θεσσαλονίκης, η υπόλοιπη Θεσσαλία πέρασε στα χέρια των τοπικών μεγιστάνων. Ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος ανέλαβε τη διοίκηση των Τρικάλων και η Οικογένεια Μελισσηνών την περιοχή γύρω από τον Βόλο. Ο Γαβριηλόπουλος έγινε σύντομα ο ισχυρότερος ηγεμόνας στην περιοχή και αναγνωρίστηκε από τους Βυζαντινούς, οι Μελισσηνοί στράφηκαν στους Καταλανούς.[105][106] Με την απώλεια της Νεόπατρας (σημ. Υπάτης) και την άνοδο του Γαβριηλόπουλου το διοικητικό κέντρο της Θεσσαλίας έγιναν τα Τρίκαλα.[107] Την ίδια εποχή μεγάλα κύματα Αλβανών έκαναν επιδρομές και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία, είχαν προηγηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα τα πρώτα κύματα των Αλβανών.[108]

Όταν πέθανε ο Γαβριηλόπουλος ο Παλατίνος κόμης της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου Ιωάννης Β΄ Ορσίνι προσπάθησε να κυριεύσει τα εδάφη αλλά ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος σε γρήγορη εκστρατεία κατέλαβε τη βόρεια και δυτική Θεσσαλία. Ο Ανδρόνικος Γ΄ έκανε διαπραγματεύσεις με τους Αλβανούς μετανάστες και διορίστηκε κυβερνήτης ο Μιχαήλ Μονομάχος. Είναι ασαφές ποια τμήματα της Θεσσαλίας ήρθαν υπό Βυζαντινή κυριαρχία : ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός γράφει ότι τα σύνορα ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία αποκαταστάθηκαν στην Πίνδο. Πολλοί μετέπειτα ιστορικοί γράφουν ότι οι Βυζαντινοί κέρδισαν την ανατολική και κεντρική Θεσσαλία, η δυτική παρέμεινε στους Ηπειρώτες μέχρι τον θάνατο του Ορσίνι τρία χρόνια αργότερα, στη συνέχεια πέρασε και αυτή στους Βυζαντινούς.[109][110] Η επιτυχής Βυζαντινή ανακατάκτηση έγινε με πρωτοβουλία του σύμμαχου του Ανδρόνικου Γ΄ Ιωάννη Καντακουζηνού. Στον Βυζαντινό Εμφύλιο Πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στον Καντακουζηνό και τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο η Θεσσαλία και η Ήπειρος συντάχθηκαν μαζί του. Ο ξάδελφος του Καντακουζηνού Σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Άγγελος κυβέρνησε την περιοχή μέχρι τον θάνατο του (1348), στη συνέχεια την κατέλαβε η Σερβική Αυτοκρατορία του Δουσάν.[111]

Σερβική διοίκηση Επεξεργασία

Ο Στέφανος Δουσάν διόρισε τον στρατηγό Στέφανο Πρελζούμπ κυβερνήτη της Θεσσαλίας με έδρα τα Τρίκαλα, κυβέρνησε μέχρι τον θάνατο του στα τέλη του 1355 ή στις αρχές του 1356.[112] Ο Καντακουζηνός όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο έκανε νέα εκστρατεία στη Θεσσαλία (1350), κατέκτησε το Λυκοστόμιο και το Καστρίο αλλά οπισθοχώρησε όταν έφτασαν οι Σέρβοι που ανακατέλαβαν αμέσως μετά τις δυο πόλεις.[113] Οι πληροφορίες για τη διακυβέρνηση της Θεσσαλίας από τον Πρελζούμπ είναι ασαφείς πέρα από μια συμφωνία που είχε κάνει με τις Αλβανικές φυλές αλλά σύντομα συγκρούστηκε μαζί τους και δολοφονήθηκε.[114]

Ο θάνατος του Πρελζούμπ προηγήθηκε από τον θάνατο του Δουσάν αφήνοντας μεγάλο κενό στη Θεσσαλική διοίκηση, ο εξόριστος γιος του Ιωάννη Β΄ Νικηφόρος Β΄ Ορσίνι που υπηρετούσε τους Βυζαντινούς προσπάθησε να διεκδικήσει την περιοχή για λογαριασμό τους. Ο Νικηφόρος Β΄ Ορσίνι βάδισε από τον Αίνο, κατέλαβε τη Θεσσαλία και έδιωξε τη σύζυγο και τον γιο του Πρελζούμπ, κατέκτησε στη συνέχεια την Αιτωλοακαρνανία και τη Λευκάδα.[115] Οι Καταλανοί έχασαν την ίδια εποχή τον έλεγχο τους στη Θεσσαλία.[116] Ο Νικηφόρος Α΄ ήρθε σε σύγκρουση με τους Αλβανούς και σκοτώθηκε στη μάχη του Αχελώου (1359).[117] Μετά τον θάνατο του Νικηφόρου ο ετεροθαλής αδελφός του Στέφανου Δουσάν Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος κατέκτησε χωρίς αντίσταση τη Θεσσαλία, κυβέρνησε με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού και της Σερβικής αριστοκρατίας μέχρι τον θάνατο του (1370). Ο Συμεών Ούρεσης προστάτευσε τα Μετέωρα και οι περισσότεροι τον θεωρούν σαν "δεύτερο ιδρυτή".[118] Τον διαδέχθηκε ο γιος του Τζον Ούρος που κυβέρνησε μέχρι την εποχή που αποσύρθηκε σε μοναστήρι (1373). Την κυβέρνηση της Θεσσαλίας ανέλαβαν στη συνέχεια ο Αλέξιος Άγγελος Φιλανθρωπηνός και ο Μανουήλ Άγγελος Φιλανθρωπηνός που αναγνώρισαν τη Βυζαντινή κυριαρχία μέχρι την κατάκτηση της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι από τη Φλωρεντία κατέκτησε το Δουκάτο των Αθηνών από τους Καταλανούς (1390), η Αθήνα κατακτήθηκε επίσης από τους Τούρκους όταν έπεσε και η Θεσσαλία.[119]

Οθωμανική Αυτοκρατορία Επεξεργασία

 
Η Θεσσαλία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν για πρώτη φορά με τον Γαζή Αχμέτ Εβρενός στη Θεσσαλία και κατέλαβαν τη Λάρισα (1386) περιορίζοντας τους Άγγελους Φιλανθρωπηνούς στη δυτική Θεσσαλία γύρω από τα Τρίκαλα. Σε δεύτερη επίθεση του Εβρενός (1393) οι Οθωμανοί νίκησαν τον Μανουήλ Άγγελο Φιλανθρωπηνό και ανακατέλαβαν τη Λάρισα. Η κατάκτηση της Θεσσαλίας ολοκληρώθηκε τα επόμενα χρόνια με επίθεση του ίδιου του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄, τη διετία 1395 - 1396 έπεσαν ο Βόλος, τα Φάρσαλα, ο Δομοκός, η Υπάτη και τελικά τα Τρίκαλα. Μετά την καταστροφική Μάχη της Άγκυρας (1402) οι Οθωμανοί επέστρεψαν τις ανατολικές ακτές της Θεσσαλίας και το Ζητούνι στους Βυζαντινούς. Οι Οθωμανοί σε νέα επίθεση (1423) ανάγκασαν τον Βυζαντινό κυβερνήτη να παραδώσει το κάστρο της Στυλίδας και το Αυλάκι στους Βενετούς. Οι Οθωμανοί κατέκτησαν σταδιακά από το 1444 ολόκληρη τη Θεσσαλία, μόνο ο Πτελεός παρέμεινε στους Βενετούς μέχρι το 1470.[120]

Η νέα Οθωμανική επαρχία κυβερνήθηκε από τον ισχυρό πασά Τουραχάν μπέη και τον γιο του Τουραχάνογλου Ομέρ σαν προσωπική ιδιοκτησία.[121] Οι διάδοχοι τους έφεραν Τούρκους μετανάστες από την Ανατολή ιδιαίτερα από το Ικόνιο για να κατοικήσουν την πολύ αραιοκατοικημένη Θεσσαλία, οι μουσουλμάνοι κατοικούσαν στις πεδιάδες και οι χριστιανοί στα βουνά γύρω από τον Θεσσαλικό κάμπο.[122] Η ληστεία άρχισε να οργιάζει στην περιοχή και οι χριστιανοί δημιούργησαν στρατιωτικά σώματα τους Αρματολούς που λεηλατούσαν τους μουσουλμάνους, συγκεντρώθηκαν γύρω από τα βουνά όπως τα Άγραφα. Ελληνικές επαναστάσεις έγιναν πολλές φορές και ήταν όλες αποτυχημένες : το 1601, το 1612, όταν ξέσπασε ο Έκτος Βενετοτουρκικός πόλεμος στον οποίο η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε την Πελοπόννησο και στα Ορλωφικά.[123] Ο δυναμικός Αλή Πασάς κατέλαβε τη Θεσσαλία (1780) και άρχισε μετά το 1808 να καταπιέζει σκληρά τον πληθυσμό. Η υψηλή φορολογία του Αλή Πασά και η πανώλη εξόντωσαν τον πληθυσμό που έφτασε τους 200.000 κατοίκους (1820).[124] Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έφερε μεγάλα επαναστατικά κινήματα ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές όπως το Πήλιο και ο Όλυμπος αλλά οι Οθωμανοί στρατηγοί Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς και Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης τις κατέστειλαν όλες.[125] Όταν δημιουργήθηκε το Βασίλειο της Ελλάδας ο εθνικισμός των Ελλήνων εντάθηκε με περισσότερες επαναστάσεις (1841, 1854) και τον νέο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-1878). Η Θεσσαλία παρέμεινε σε Οθωμανικά χέρια μέχρι το 1881, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης ενώθηκε με την Ελλάδα.[126]

Ένωση με την Ελλάδα Επεξεργασία

Με την ένωση με την Ελλάδα η Θεσσαλία χωρίστηκε σε τέσσερις νομούς: Νομός Λάρισας, Νομός Μαγνησίας, Νομός Καρδίτσας και Νομός Τρικάλων. Όταν ξέσπασε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897) η Θεσσαλία δέχτηκε επίθεση από τους Οθωμανούς, είχαν κάποια κέρδη μετά το τέλος του πολέμου αλλά ελάχιστα. Τις πρώτες δεκαετίες της Ελληνικής κυβέρνησης κυριαρχούσε το αγροτικό ζήτημα, η περιοχή ήταν χωρισμένη σε τσιφλίκια που οι ιδιοκτήτες είχαν απόλυτη εξουσία στους αγρότες που τα καλλιεργούσαν, δεν υπήρχε καμιά διαφορά από την Οθωμανική διακυβέρνηση. Η ένταση έφτασε στο αποκορύφωμα με την Εξέγερση του Κιλελέρ (1910) αλλά το πρόβλημα άρχισε να λύνεται όταν έκανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναδιανομή της γης.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εθνικός Διχασμός η Θεσσαλία μετατράπηκε σε ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στην Εθνική Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με έδρα τη Θεσσαλονίκη και τις Κεντρικές Δυνάμεις του βασιλιά με έδρα την Αθήνα. Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τη Θεσσαλία κατέλαβε διαδοχικά ο Ιταλικός (1941 - 1943) και ο Γερμανικός στρατός (1943 - 1944). Η Θεσσαλία έγινε το επίκεντρο της Εθνικής Αντίστασης όταν η 24η Μεραρχία Πεζικού Πινερόλο η τελευταία στρατιωτική μονάδα που αντιστάθηκε στους Γερμανούς κατέφυγε στη Λάρισα για να ενωθεί με τον Ε.Λ.Α.Σ. (1943)

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Θεσσαλία", σσ.2073–2074.
  2. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Θεσσαλία", σσ.2073–2074.
  3. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  4. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  5. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  6. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  7. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  8. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  9. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  10. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  11. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  12. Χανς Μπέκ, "Θεσσαλία"
  13. Koder & Hild 1976, p. 50.
  14. Koder & Hild 1976, p. 51.
  15. Koder & Hild 1976, p. 51.
  16. Koder & Hild 1976, p. 51.
  17. Koder & Hild 1976, σ. 51.
  18. Koder & Hild 1976, σ. 51.
  19. Treadgold 1997, σσ. 79–82.
  20. Koder & Hild 1976, σ.52.
  21. Koder & Hild 1976, σ.52.
  22. Koder & Hild 1976, σ.52.
  23. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Θεσσαλία", σσ.2073–2074.
  24. Koder & Hild 1976, σ.53.
  25. Koder & Hild 1976, σ.53.
  26. Koder & Hild 1976, σσ. 53–54.
  27. Koder & Hild 1976, σσ. 53, 55.
  28. Fine 1991, σσ. 31–35.
  29. Koder & Hild 1976, σσ. 54–55.
  30. Koder & Hild 1976, σσ. 55–56.
  31. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Θεσσαλία", σσ.2073–2074.
  32. Koder & Hild 1976, σ. 56.
  33. Koder & Hild 1976, σ. 56.
  34. Fine 1991, σ. 71.
  35. Koder & Hild 1976, σ. 57.
  36. Koder & Hild 1976, σσ. 57–58.
  37. Koder & Hild 1976, σ. 58.
  38. Fine 1991, σ. 77.
  39. Koder & Hild 1976, σσ. 58–59.
  40. Fine 1991, σ. 79.
  41. Koder & Hild 1976, σ. 59.
  42. Koder & Hild 1976, p. 61.
  43. Koder & Hild 1976, p. 61.
  44. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Θεσσαλία", σ.2073
  45. Treadgold 1997, σ. 539.
  46. Koder & Hild 1976, σ. 62.
  47. Treadgold 1997, σσ. 516, 522.
  48. Koder & Hild 1976, σ. 63.
  49. Koder & Hild 1976, σ. 62.
  50. Koder & Hild 1976, σ. 63.
  51. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Βλάχοι", σσ.2183–2184.
  52. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Βλαχία", σ.2183
  53. Koder & Hild 1976, σ. 64.
  54. Koder & Hild 1976, σ. 65.
  55. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Θεσσαλία", σσ.2073–2074.
  56. Koder & Hild 1976, σ. 65.
  57. Koder & Hild 1976, σ. 65.
  58. Koder & Hild 1976, σσ. 65–66.
  59. Fine 1994, σελ. 32.
  60. Koder & Hild 1976, σ. 68.
  61. Koder & Hild 1976, σ. 67.
  62. Koder & Hild 1976, σ. 68.
  63. Fine 1994, σελ. 63-64.
  64. Koder & Hild 1976, σ. 69.
  65. Van Tricht 2011, σσ. 161–162.
  66. Fine 1994, σελ. 68.
  67. Fine 1994, σελ. 114.
  68. Savvides 1998, σ. 409.
  69. Fine 1994, σελ. 119-120.
  70. Fine 1994, σελ. 133.
  71. Fine 1994, σελ. 133-134.
  72. Fine 1994, σελ. 164.
  73. Savvides 1998, σ. 410.
  74. Ντόναλντ Νίκολ (1984), Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1267 - 1479), Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ σσ. 9-10
  75. Fine 1994, σελ. 162, 169.
  76. Savvides 1998, σσ. 410–411.
  77. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Θεσσαλία", σσ.2073–2074.
  78. Koder & Hild 1976, σ. 72.
  79. Koder & Hild 1976, σ. 72.
  80. Ντόναλντ Νίκολ (1993), Οι Τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου (1261 - 1453), Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σ.59
  81. Geanakoplos 1959, σσ. 275, 309.
  82. Ντόναλντ Νίκολ (1993), Οι Τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου (1261 - 1453), Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σ.59
  83. Geanakoplos 1959, σσ. 282–283.
  84. 84,0 84,1 Fine 1994, σελ. 188.
  85. Koder & Hild 1976, σ. 72.
  86. Fine 1994, σελ. 190.
  87. Geanakoplos 1959, σσ. 283–284.
  88. Geanakoplos 1959, σ. 297.
  89. Savvides 1998, σ. 411.
  90. Koder & Hild 1976, σ. 72.
  91. Koder & Hild 1976, σ. 72.
  92. Savvides 1998, σ. 412.
  93. Savvides 1998, σ. 412.
  94. Koder & Hild 1976, σσ. 72–73.
  95. Αλεξάντρ Καζντάν, Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης, "Θεσσαλία", σσ.2073–2074.
  96. Fine 1994, σελ. 241.
  97. Koder & Hild 1976, σ. 73.
  98. Miller 1908, σσ. 223–224.
  99. Fine 1994, σελ. 241-242.
  100. Miller 1908, σσ. 223–228.
  101. Fine 1994, σελ. 242.
  102. 102,0 102,1 Fine 1994, σελ. 243.
  103. Ντόναλντ Νίκολ (1984), Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1267 - 1479), Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σσ. 80, 101
  104. Koder & Hild 1976, σ. 74.
  105. Ντόναλντ Νίκολ (1984), Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1267 - 1479), Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σσ. 80, 101
  106. Fine 1994, σελ. 246.
  107. Magdalino 1989, σ. 94.
  108. Koder & Hild 1976, σ. 74.
  109. Ντόναλντ Νίκολ (1984), Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1267 - 1479), Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σ. 102
  110. Fine 1994, σελ. 252–253.
  111. Magdalino 1989, σ. 93.
  112. Soulis 1984, σσ. 108–110.
  113. Soulis 1984, σ. 111.
  114. Soulis 1984, σ. 111.
  115. Soulis 1984, σσ. 111–112.
  116. Koder & Hild 1976, σ. 75.
  117. Soulis 1984, σσ. 112–115.
  118. Koder & Hild 1976, σσ. 75–76.
  119. Koder & Hild 1976, σσ. 76, 77.
  120. Koder & Hild 1976, σ. 77.
  121. Yerolimpos 2000, σσ. 539–540.
  122. Savvides 2000, σσ. 420–422.
  123. Savvides 2000, σσ. 420–422.
  124. Savvides 2000, σσ. 420–422.
  125. Savvides 2000, σσ. 420–422.
  126. Savvides 2000, σσ. 420–422.

Πηγές Επεξεργασία

  • (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8. 
  • Ντόναλντ Νίκολ (1984), Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1267 - 1479), Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ
  • Ντόναλντ Νίκολ (1993), Οι Τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου (1261 - 1453), Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ
  • Fine, John Van Antwerp (1991). The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century. Ann Arbor, MI: University of Michigan Press.
  • Fine, John Van Antwerp (1994), The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest, https://babel.hathitrust.org/cgi/pt?id=mdp.39015009950604&view=1up&seq=4 
  • Ferjancic, Bozidar (1974). Тесалија у XIII и XIV веку (Σέρβικα).
  • Geanakoplos, Deno John (1959). Emperor Michael Palaeologus and the West, 1258–1282: A Study in Byzantine-Latin Relations. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
  • Heurtley, W. A.; Darby, H. C.; Crawley, C. W.; Woodhouse, C. M. (1967) [1965]. A Short History of Greece: From Early Times to 1964. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press.
  • Koder, Johannes; Hild, Friedrich (1976). Tabula Imperii Byzantini, Band 1: Hellas und Thessalia (in German). Vienna: Verlag der Osterreichischen Akademie der Wissenschaften.
  • Magdalino, Paul (1989). "Between Romaniae: Thessaly and Epirus in the Later Middle Ages". In Arbel, Benjamin; Hamilton, Bernhard; Jacoby, David. Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean After 1204.
  • Miller, William (1908). The Latins in the Levant, a History of Frankish Greece (1204–1566). New York: E.P. Dutton and Company.
  • Naval Intelligence Division (1944). Greece: Physical Geography, History, Administration and Peoples. Geographical handbook Series BR 516. London: Naval Intelligence Division.
  • Polemis, Demetrios I. (1968). The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography. London: The Athlone Press.
  • Savvides, Alexis G. C. (1998). "Splintered Medieval Hellenism: The Semi-Autonomous State of Thessaly (A.D. 1213/1222 to 1454/1470) and its Place in History". Byzantion. 68: 406–418.
  • Savvides, Alexis G. C. (2000). "Tesalya". The Encyclopedia of Islam, New Edition, Volume X: T–U. Leiden and New York: BRILL.
  • Soulis, George C. (1963). "Thessalian Vlachia". Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta. 8 (1): 271–273.
  • Soulis, George C. (1984). The Serbs and Byzantium during the reign of Emperor Stephen Dusan (1331–1355) and his successors. Dumbarton Oaks.
  • Treadgold, Warren T. (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, CA: Stanford University Press.
  • Van Tricht, Filip (2011). The Latin Renovatio of Byzantium: The Empire of Constantinople (1204-1228). Leiden: Brill.
  • Yerolimpos, Alexandra (2000). "Tirḥāla". The Encyclopedia of Islam, New Edition, Volume X: T–U. Leiden and New York: BRILL.