Κασμέναι

οικισμός της Ιταλίας

Οι Κασμέναι ήταν αποικία στην Μεγάλη Ελλάδα στην νοτιοδυτική Σικελία. Ιδρύθηκε το 644 π.Χ. από τους Συρακούσιους με σκοπό μαζί με τις αποικίες τους Καμάρινα και Άκραι να ελέγχουν τους Σικελούς και να περιορίσουν τις επεκτατικές βλέψεις των ανταγωνιστών τους της Γέλας (βλ. χάρτης αποικιών Σικελίας). Όπως και οι Άκραι υπήρξαν παραμεθόριο οχυρό και όχι ολοκληρωμένη πόλη και η ακριβής τοποθεσία τους δεν έχει εντοπιστεί ακόμα[1]. Ο Θουκυδίδης αναφέρει στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Βιβλίον ΣΤ', 5 ότι

Κασμέναι
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Κασμέναι
37°4′40″N 14°49′53″E
ΧώραΙταλία
Διοικητική υπαγωγήBuscemi
Γεωγραφική υπαγωγήΣικελία
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

... αι Άκραι και αι Κασμέναι απωκίσθησαν υπό των Συρακουσίων, αι Άκραι εβδομήντα έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών, αι Κασμέναι είκοσι περίπου έτη μετά τας Άκρας. Η Καμάρινα απωκίσθη το πρώτον υπό των Συρακουσίων, ...[2]

Το 485 π.Χ., οι Κιλλύριοι δούλοι επαναστάτησαν εναντίον των Συρακούσιων γαιοκτημόνων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις Κασμένες και τελικά επέστρεψαν στις Συρακούσες με τη βοήθεια του τύραννου Γέλωνα[3].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Valerio M. Manfredi, Οι Έλληνες της Δύσης, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ΑΒΕ, 1997, σελ. 165-166
  2. Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου (μετάφραση Ελ. Βενιζέλου)/ΣΤ' (βλ. Βικιθήκη)
  3. 1. ὡς δὲ καὶ Ἱπποκράτεα τυραννεύσαντα ἴσα ἔτεα τῷ ἀδελφεῷ Κλεάνδρῳ κατέλαβε ἀποθανεῖν πρὸς πόλι Ὕβλῃ στρατευσάμενον ἐπὶ τοὺς Σικελούς, οὕτω δὴ ὁ Γέλων τῷ λόγῳ τιμωρέων τοῖσι Ἱπποκράτεος παισὶ Εὐκλείδῃ τε καὶ Κλεάνδρῳ, οὐ βουλομένων τῶν πολιητέων κατηκόων ἔτι εἶναι, τῷ ἔργῳ, ὡς ἐπεκράτησε μάχῃ τῶν Γελῴων, ἦρχε αὐτὸς ἀποστερήσας τοὺς Ἱπποκράτεος παῖδας. 2. μετὰ δὲ τοῦτο τὸ εὕρημα τοὺς γαμόρους καλεομένους τῶν Συρηκοσίων ἐκπεσόντας ὑπό τε τοῦ δήμου καὶ τῶν σφετέρων δούλων, καλεομένων δὲ Κυλλυρίων, ὁ Γέλων καταγαγὼν τούτους ἐκ Κασμένης πόλιος ἐς τὰς Συρηκούσας ἔσχε καὶ ταύτας· ὁ γὰρ δῆμος ὁ τῶν Συρηκοσίων ἐπιόντι Γέλωνι παραδιδοῖ τὴν πόλιν καὶ ἑωυτόν. - Ηρόδοτος Ζ’ 155, {βλ. Ηρόδοτος Ζ’ 155 - Βικιθήκη)