Καταβολισμός (αγγλ. Catabolism) [1] είναι μια από τις δύο φάσεις που αποτελούν τη σύνθετη διαδικασία του μεταβολισμού. Η άλλη, η δεύτερη φάση του μεταβολισμού ονομάζεται αναβολισμός.[2]

Αναλυτικό διάγραμμα της διαδικασίας του καταβολισμού.

Χρονικά, πρώτα λαμβάνει χώρα ο καταβολισμός και έπεται στη συνέχεια ο αναβολισμός.[3] Απλουστευμένα, ο καταβολισμός είναι φάση διάσπασης ουσιών σε μικρότερες μονάδες, ενώ το αντίθετο, αναβολισμός είναι φάση δημιουργίας νέων πολύτιμων ενώσεων από το "χτίσιμο" με αυτές τις μικρότερες μονάδες.

Ουσιαστικά, ο καταβολισμός[4] περιλαμβάνει όλες τις χημικές ή ενζυματικές διεργασίες που σχετίζονται με τη διάσπαση των οργανικών ή ανόργανων ουσιών σε πρωτεΐνες, σάκχαρα, λιπαρά οξέα και κάποιες άλλες ενώσεις.[5] Έτσι, στη φάση αυτή του μεταβολισμού, γίνεται η διάσπαση των μεγάλων μορίων σε σαφώς μικρότερα μόρια, π.χ. από τις τροφές λαμβάνουμε πρωτεΐνες που είναι σχετικά μεγάλα μόρια από αλυσίδες αμινοξέων, τις πεπτιδικές αλυσίδες. Όμως, ο ανθρώπινος οργανισμός, διαμέσου του καταβολισμού, συλλέγει τα αμινοξέα που χρειάζεται και δημιουργεί στη συνέχεια δικές τους ουσίες.[6]

Στον καταβολισμό, τα μεγάλα μόρια που διασπώνται είναι συνήθως: πολυσακχαρίτες, λιπίδια, νουκλεϊκά οξέα και πρωτεΐνες, ενώ οι μικρότερες μονάδες στις οποίες αποικοδομούνται είναι συνήθως μονοσάκχαρα (κυρίως γλυκόζη), λιπαρά οξέα και αμινοξέα. Πέραν των πολύτιμων χημικών, μέρος της χημικής ενέργειας που παράγεται από τις διεργασίες καταβολισμού συλλέγεται και αποθηκεύεται (βλ. οξειδωτική φωσφωρυλίωση) σε μια μορφή ενέργειας, την τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP).

Επίσης, σημαντική επόμενη διεργασία, είναι η γλυκόλυση, δηλ. η οξείδωση της (ήδη παραχθείσας από τον καταβολισμό) γλυκόζης που παράγει ενέργεια. Η γλυκόζη αποτελεί το κυριότερο τροφικό μόριο για την παραγωγή ενέργειας στους περισσότερους ιστούς, και εντελώς αποκλειστική πηγή ενέργειας και άνθρακα για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Παραπομπές Επεξεργασία