Ως κλάδος της Ανθρωπολογίας, η κοινωνική/πολιτισμική ανθρωπολογία ή αλλιώς εθνολογία, αποσκοπεί στη διερεύνηση των διαφορετικών μορφών της ανθρώπινης ύπαρξης και εμπειρίας σε όλη τους την ευρύτητα. Στόχος της είναι η διαπίστωση των γενικών και ειδικών αρχών που διέπουν τις πολιτισμικές διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Συγγενεύει με τον κλάδο της λαογραφίας.

Η επιστήμη

Επεξεργασία

Η κοινωνική ανθρωπολογία είναι μια κριτική επιστήμη του πολιτισμού[1]. Ο κριτικός της προσανατολισμός στηρίζεται κυρίως στην ευρύτατη εποπτεία των ανθρώπινων πολιτισμών, που συναντώνται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας, και στη συγκριτική, διαπολιτισμική τους μελέτη. Πεποίθηση των ανθρωπολόγων είναι ότι η μελέτη του πολιτισμου και των ανθρωπινων σχεσεων ακι κοινοτητων έχει πολλά να μας διδάξει πάνω σε θέματα μεγίστης σημασίας για την ανθρωπότητα[2]. Η αντίληψη αυτή, που κυριαρχεί στην ευρωπαϊκή ανθρωπολογική παράδοση ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, δίνει μικρότερη σχετικά προσοχή σε τομείς όπως η φυσική ανθρωπολογία ή η προϊστορική αρχαιολογία. Αυτό που κυρίως απασχολεί είναι οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι οργανώνουν την καθημερινή τους ζωή και το νόημα που αυτοί αποδίδουν στις πράξεις τους.

Αντικείμενο

Επεξεργασία

Αντικείμενο της κοινωνικής ανθρωπολογίας είναι η πολιτισμική ετερότητα, η διαφορετικότητα. Ιστορικά, αντλεί τον δυναμισμό της από τη συστηματική, την «από τα μέσα», επιτόπια γνώση και εμπειρία άλλων, διαφορετικών κοινωνιών που ανήκουν στις περιφέρειες του βιομηχανικού κόσμου, στην Αφρική, την Ασία, την Νότια Αμερική, την Αυστραλία ή τη Μελανησία. Από την απόσταση που εξασφαλίζει η γνώση του διαφορετικού, η ανθρωπολογία στρέφεται και στη μελέτη του «οικείου», και ειδικότερα, στη διερεύνηση των λεγόμενων «δυτικών», βιομηχανικών κοινωνιών. Η σύγκριση του διαφορετικού με το οικείο αναιρεί το αυτονόητο και ανατρέπει ό,τι θεωρούμε «φυσικό». Έτσι η κοινωνική ανθρωπολογία αμφισβητεί στερεότυπες θεωρίες και στάσεις που επικρατούν στη σύγχρονη κοινωνική ζωή. Για παράδειγμα, ελέγχει κριτικά θεωρίες που βασίζονται σε γενικεύσεις για την «ανθρώπινη φύση»[3], πολλές από τις οποίες αντανακλούν βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις των δυτικών κοινωνιών για την οικογένεια, την ταυτότητα του κοινωνικού φύλου και τη σεξουαλικότητα, την εθνοτική και κοινωνική ένταξη, την κοινωνική ευταξία, τον χώρο ή τον χρόνο.

Ανθρωπολογική έρευνα

Επεξεργασία

Η δουλειά των ανθρωπολόγων καταδεικνύει πόσο αυτές οι θεωρίες είναι οροθετημένες από ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες και εκθέτει τους τρόπους με τους οποίους τέτοιες προκαταλήψεις στενεύουν και διαστρεβλώνουν την κατανόηση του ανθρώπινου παρόντος και παρελθόντος. Συγχρόνως δείχνει τους πολιτισμικούς περιορισμούς και τις εξαρτήσεις της ανθρώπινης πρακτικής σε σημαντικούς τομείς όπως είναι, για παράδειγμα, η οικονομική ανάπτυξη, η επικοινωνία, η διοικητική οργάνωση, η παραγωγή της τροφής, η παροχή περίθαλψης, ακόμα και η αντιμετώπιση θεομηνιών και, επομένως, συμβάλλει στην αντιμετώπιση των ανθρωπίνων δυσκολιών. Η κοινωνική ανθρωπολογία τοποθετείται κατά του «εθνοκεντρισμού», της τάσης δηλαδή να ερμηνεύουμε και να αξιολογούμε άλλους πολιτισμούς ή μη οικείες μορφές κοινωνικής ζωής με ιδέες και κοινωνικές αρχές του δικού μας πολιτισμού. Η συγκριτική, διαπολιτισμική γνώση που παράγει η ανθρωπολογία έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι πολλές θεωρίες της Κοινωνικής Επιστήμης δεν έχουν οικουμενική ισχύ — παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της.

Σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα της Ευρώπης και της Αμερικής, όπως και στο ελληνικό τμήμα κοινωνικής ανθρωπολογίας, η έμφαση στη σχέση της ανθρωπολογίας με μη-βιομηχανικούς «εξωτικούς» πολιτισμούς, εξισορροπείται από τη συστηματική αναφορά και στον δυτικό πολιτισμό. Οι φοιτητές καλούνται να αναπτύξουν ζητήματα που έχουν σχέση όχι μόνο με άλλες κοινωνίες αλλά και με τη δική τους, να ανιχνεύσουν και να συζητήσουν τις συνέχειες και τις ασυνέχειες ανάμεσα στον αγροτικό χώρο και την πόλη, ανάμεσα στις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» και τις «αναπτυγμένες» χώρες.

Η κοινωνική ανθρωπολογία δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εθνογραφία (εθνογραφική έρευνα)[4], και ιδιαίτερα σε έναν ειδικό τύπο έρευνας, την επιτόπια συμμετοχική παρατήρηση, που εμπλέκει τον ερευνητή σε άμεση, καθημερινή και μακρόχρονη σχέση με τους ανθρώπους που μελετά[5]. Η ερευνητική αυτή πρακτική, εφαρμοσμένη στον Ελλαδικό χώρο, αποτελεί βασικό στοιχείο των μεταπτυχιακών ανθρωπολογικών σπουδών στο πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Modern Discipline in the Social Anthropology and History Department». 
  2. Ingold, Tim, επιμ. (2005). Companion encyclopedia of anthropology. Routledge world reference (1. publ. in paperback, repr έκδοση). London: Routledge. ISBN 978-0-415-28604-6. 
  3. Sahlins, Marshall (2008). The Western illusion of human nature: with reflections on the long history of hierarchy, equality and the sublimation of anarchy in the West, and comparative notes on other conceptions of the human condition. Chicago (Mich.): Prickly paradigm press. ISBN 978-0-9794057-2-3. 
  4. Coffey, Amanda (2018). Doing ethnography. The SAGE qualitative research kit / edited by Uwe Flick (2nd edition έκδοση). Los Angeles London New Dehli Singapore Washington DC Melbourne: SAGE. ISBN 978-1-4739-1333-2. 
  5. Kirner, Kimberly D.· Mills, Jan (2020). Introduction to ethnographic research: a guide for anthropology. Los Angeles London New Delhi Singapore Washington DC Melbourne: SAGE. ISBN 978-1-5443-3401-1. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία