Ακρωτήριο του Ζόγκλου

(Ανακατεύθυνση από Κορυφάσιον Άκρον)

Συντεταγμένες: 36°57′29″N 21°39′26″E / 36.95806°N 21.65722°E / 36.95806; 21.65722

Η ονομασία Ακρωτήριο του Ζόγκλου ή του Ζόνκιου ή του Ζόνκλου ή του Ζόγγλου (βενετικά: Zonklon ή Zonchio, καταλανικά: Port Jonc, καθώς και άλλες παρεμφερείς ονομασίες), ήταν η μεσαιωνική ονομασία, με την οποία οι Βενετοί και οι Καταλανοί χαρτογράφοι και ναυτικοί ονόμαζαν, το ακρωτήριο, που ήταν γνωστό κατά την αρχαιότητα ως Κορυφάσιον Άκρον (λατινικά: Coryphasium)[1] και σήμερα ως Ακρωτήριο Κορυφάσιο και το οποίο βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του όρμου του Ναυρίνου. Με την ίδια ονομασία αναφέρονταν και στην παλαιότερη πόλη της Πύλου, τμήμα της οποίας ξεκινούσε από το ακρωτήριο αυτό. Πάνω στο ύψωμα του ακρωτηρίου αυτού βρισκόταν επίσης, κατά την αρχαιότητα, η Ακρόπολη της Αρχαίας Πύλου, ενώ στη συνέχεια υπήρχε φρούριο της κλασσικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου, το οποίο αντικαταστάθηκε από το Παλαιόκαστρο Ναυαρίνου, κατά την μεσαιωνική, ενετική και οθωμανική εποχή. Η ίδια η παλαιότερη πόλη της Πύλου, οικισμός αισθητά μικρότερος της μυκηναϊκής εποχής, όταν και έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της, βρισκόταν πλησίον του ακρωτηρίου και ονομαζόταν, επίσης ως Ζόγγλον ή Ζόγγλος ή Ζόγκλον ή Ζόγκλος ή Πόρτο Ζόγκλο (=Λιμάνι των Σχοίνων), αλλά αναφερόταν επίσης και ως τ' Αβαρίνο ή το Ναβαρίνο ή Ναυαρίνο. Ο σημερινός νεότερος οικισμός της σύγχρονης κωμόπολης της Πύλου, οικοδομήθηκε, μετά το 1828, δίπλα στο οθωμανικό Νεόκαστρο Ναυαρίνου (κτίσθηκε το 1573) και βρίσκεται στην διαγώνιο αντίθετη νοτιοανατολική πλευρά του όρμου του Ναυαρίνου.

Ακρωτήριο του Ζόγκλου
Γενική άποψη του Ακρωτηρίου του Ζόγκλου (γνωστό και ως Ακρωτήριο Κορυφάσιο)
από την παραλία του Ρωμανού.
Χάρτης
Είδοςακρωτήριο
Γεωγραφικές συντεταγμένες36°57′29″N 21°39′26″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Πύλου - Νέστορος
ΧώραΕλλάδα
Commons page Πολυμέσα

Γεωγραφία Επεξεργασία

 
To Ακρωτήριο Κορυφάσιο, όπως φαίνεται από την παραλία του Ρωμανού.

Η θέση του Ακρωτηρίου του Ζόγκλου ή Ακρωτηρίου του Κορυφασίου (να μην συγχέεται με την τοποθεσία του χωριού Κορυφάσιο), βρίσκεται βόρεια του νησιού της Σφακτηρίας, στα βορειοδυτικά του Κόλπου του Ναυαρίνου (Όρμος Ναυαρίνου). Στην ανατολική πλευρά του Ακρωτηρίου του Κορυφασίου βρίσκεται η Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, η οποία αναφερόταν την εποχή της Τουρκοκρατίας, ως Λιμνοθάλασσα του Οσμάν Αγά ή του Οσμάναγα (αναφέρεται και ως Διβάρι ή Ντιβάρι),[2] καθώς και μια στενή λωρίδα γης, η οποία εκτείνεται κατά μήκος της Παραλίας της Γιάλοβας, γνωστής και ως Παραλίας της Χρυσής Ακτής, ως το χωριό της Γιάλοβας. Στα νότια του ακρωτηρίου είναι ο μικρός πορθμός της Συκιάς ή Κανάλι της Συκιάς, το οποίο με πλάτος περίπου 220 μέτρα και σε μερικά σημεία με βάθος μόλις μισό μέτρο (18 ίντσες),[2] χωρίζει το ακρωτήριο του Ζόγκλου από την Σφακτηρία. Στα δυτικά βρίσκεται το Ιόνιο Πέλαγος και στα βόρεια το ακρωτήριο είναι συνδεδεμένο με την υπόλοιπη ενδοχώρα με μια στενή λωρίδα άμμου, στην ανατολική πλευρά του όρμου και της Παραλίας της Βοϊδοκοιλιάς,[2] με κατεύθυνση το γειτονικό χωριό Πετροχώρι.

Ιστορία Επεξεργασία

 
Χάρτης (Frazer, 1898), που δείχνει το Ακρωτήριο Κορυφάσιον.

Προς την απαρχή του τέλους της περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 13ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1278[3] κτίστηκε από τους Φράγκους με επικεφαλής τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο Β΄ του Σαιντ-Ομέρ, πρίγκιπα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας το φραγκικό επάκτιο κάστρο του Παλαιοκάστρου Ναυαρίνου πάνω στα ερείπια της αρχαίας και βυζαντινής οχύρωσης. Σταδιακά το κάστρο και ο περιβάλλοντας χώρος αυτού αποκτά το χαρακτήρα Καστροπολιτείας. Οι Βενετοί, στη συνέχεια, ήλεγχαν για μεγάλο χρονικό διάστημα το κάστρο το οποίο βρισκόταν επί του ακρωτηρίου.

Η παλαιότερη Πύλος διατήρησε το αρχαίο της όνομα στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, αλλά εμφανίζεται, πιθανώς μετά τον 6ο αιώνα, που καταλήφθηκε από τους Αβάρους,[4] ως και την κατάκτησή της από τους Φράγκους, τον 13ο αιώνα, με δυο ονόματα, ως "Ζόγκλος" και ως Αβαρίνο (Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο). Η ονομασία, ως "Ζόγκλος", προέρχεται από το γαλλικό όνομα "Port-de-Jonc" ("Rush Harbour") ή "Port-de-Junch", με ορισμένες παραλλαγές και παράγωγα: Στα ιταλικά ως "Porto-Junco" ή "Zunchio" ή "Zonchio", στο μεσαιωνικά καταλανικά ως "Jonc ", στα λατινικά Iuncum "Zonglon" ή "Zonglos" και στα ελληνικά ως το "Ζόγγον" ή ο "Ζόγγος", το "Ζόγκλον" ή ο "Ζόγκλος", κ.λπ. Το όνομα αυτό προερχόταν πιθανώς από τα έλη και τη βλάστηση που περιέβαλαν τον τόπο.[5][6]

 
Αριστερά πάνω: Τοπογραφικός χάρτης της περιοχής Παλαιοκάστρου Πύλου. Δεξιά πάνω: Κάτοψη του Παλαιοκάστρου. Το κάστρο κτίστηκε στα ερείπια της Ακρόπολης της αρχαίας Πύλου (ή Νηληΐου). Σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Guillaume-Abel Blouet (1795-1853), ("Expédition scientifique de Morée", Ordonnée par le Gouvernement français: Architecture, I-VI, Paris, Firmin Didot, 1831-1838).[7]

Η ονομασία επίσης της πόλης και του λιμανιού της παλαιάς Πύλου, ως ο Αβαρίνος ή το Αβαρίνο ή Αβαρήνο, προέκυψε σύμφωνα με μια εκδοχή, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Αβάρους, τον 6ο αιώνα. Αργότερα συντομεύθηκε σε Βαρίνος ή επιμηκύνθηκε σε Αναβαρίνος με επένθεση, η οποία μετεξελίχθηκε σε Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο (Navarino) στα ιταλικά (πιθανώς με επανάταξη) και Ναβαρίν (Navarin) στα γαλλικά.[5] Η ετυμολογία της λέξης πάντως δεν είναι βέβαιη. Μια άλλη εκδοχή θεωρεί ότι η ονομασία Ναυαρίνο προέρχεται εκ συνεκφοράς των λέξεων (νέου+Αβαρίνου ή του ναυς+Αβαρίνο). Με την ίδια ονομασία πάντως προσδιορίζονταν ολόκληρος ο κόλπος της Πυλίας με τα πέριξ φρούρια, κατ΄ έναντι των νήσων Πρώτη και Σαπιέντζα από τα οποία και ισαπέχει. Μια άλλη ετυμολογία, βασισμένη σε στοιχεία της παράδοσης, η οποία προτάθηκε από τον περιηγητή Nompar de Caumont στις αρχές του 15ου αιώνα και επαναλήφθηκε μεταγενέστερα σε έργα του Γερμανού ιστορικού Καρλ Χοπφ (Karl Hopf, 1832–1873), αποδίδει το όνομα Ναβαρίνο στη στρατιωτική μισθοφορική Εταιρεία των Ναβαρραίων, η οποία έδρασε τον 14ο αιώνα και στον Μοριά, αλλά αυτό είναι σαφώς λάθος, καθώς το όνομα χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Το 1830 ο ο Αυστριακός περιηγητής, πολιτικός και ιστορικός Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (Jakob Philipp Fallmerayer, 1790–1861), πρότεινε ότι η ονομασία θα μπορούσε να προέρχεται από το όνομα των Αβάρων που εγκαταστάθηκαν εκεί, μια άποψη που υιοθετήθηκε από μερικούς μετέπειτα μελετητές, όπως ο Βρετανός ιστορικός Ουίλιαμ Μίλλερ (William Miller, 1864–1945).[8] Η εκτίμηση πάντως των σύγχρονων ερευνητών, από την άλλη πλευρά, θεωρεί πιο πιθανό ότι η ονομασία είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει "τόπος των σφενδάμων" ή το "μέρος με τα σφεντάμια".[9][10][11][5][6]

Η ονομασία Αβαρίνος - Ναβαρίνο (Avarinos/Navarino), αν και χρησιμοποιούταν πριν από τη Φραγκοκρατία, τέθηκε σε ευρεία χρήση και σύντομα υπερκέρασε την ονομασία Port-de-Jonc και των παραγώγων της, μόνο ύστερα από τον 15ο αιώνα, δηλαδή, μετά την κατάρρευση του φράγκικου Πριγκιπάτου της Αχαΐας (1205–1432).[5]

 
Η Ναυμαχία του Ζόγκλου (1499), σε απεικόνιση από ανώνυμο Βενετό καλλιτέχνη (Βρετανικό Μουσείο).

Το 1293 στην περιοχή της Πύλου, η οποία τότε αναφερόταν και ως Ζόγκλος, σε τοποθεσία, που δεν είναι γνωστή προς το παρόν, πραγματοποιήθηκε στρατιωτική αναμέτρηση μεταξύ του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και Αραγωνέζων πειρατών, οι οποίοι λεηλατούσαν παραλιακές πόλεις του πριγκιπάτου. Η μάχη που έγινε τότε, είναι γνωστή και ως η Μάχη του Ζόγκλου. Συμμετείχαν ο καστελάνος του φρουρίου της Καλαμάτας και Βαρώνος της Χαλανδρίτσας Γεώργιος Α΄ Γκίζι και ο Βαρώνος των Καλαβρύτων Ιωάννης ντε Τουρναί, από τη μια πλευρά για το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και από την άλλη πλευρά ο ναύαρχος Ρογήρος ντε Λούρια, ο οποίος είχε αναλάβει τότε πειρατική δράση για λογαριασμό του Βασιλείου της Αραγωνίας, ο οποίος και νίκησε.

Τέλος, ως ιδιαίτερα καθοριστικό ιστορικό γεγονός στην περιοχή του ακρωτηρίου θεωρείται και η Ναυμαχία του Ζόγκλου, που πραγματοποιήθηκε κοντά στο ακρωτήριο, από τις 12 έως τις 25 Αυγούστου 1499[2] και ήταν μια επιμέρους μάχη του Δεύτερου Βενετοτουρκικού πολέμου (1499–1503), με τη συμμετοχή των ναυτικών δυνάμενων του Κράτους της Θάλασσας (βενετικά: Stato da Mar) της Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας εναντίον του στόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ναυμαχία αυτή ακολούθησε, ένα μόλις χρόνο αργότερα, το 1500, η Ναυμαχία της Μεθώνης.

Φωτοθήκη Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. (Αγγλικά) Lemprière, John; Anton, Charles, επιμ. (1827). «Coryphasium». A Classical Dictionary: containing a copious account of all the proper names mentioned in ancient authors; with the value of coins, weights and measures, used among the Greeks and Romans; and a chronological table (6η έκδοση). Νέα Υόρκη: E. Duychinck, Collin & Co., σελ. 211. OCLC 3129698. https://books.google.com/books?id=1rUUAAAAYAAJ&pg=PA211. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 (Αγγλικά) Frazer, James George, επιμ. (1898). «36.I. Cape Coryphasium – Pylus». Commentary on Book IV. Messenia. Pausanias's Description of Greece: Commentary on books II-V: Corinth, Laconia, Messenia, Elis. Νέα Υόρκη: Macmillan. σελ. 456-457. OCLC 22092557. 
  3. «Παλαιό Ναυαρίνο». odysseus.culture.gr. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2018. 
  4. Εγκυκλοπαίδεια Brittanica, 11η έκδοση, 1911, λήμμα: Pylos
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Antoine Bon, "La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe", (στα γαλλικά), De Boccard, Paris 1969, p.p. 415–416.
  6. 6,0 6,1 Alexis G. K. Savvides, "On Pylos-Navarino-Zonklon in the Byzantine period, late 6th-early 13th centuries". Vyzantina. Thessaloniki 1991, 16: p.p. 335–338.
  7. BLOUET, Guillaume-Abel. Expédition scientifique de Morée, Ordonnée par le Gouvernement français: Architecture, τ. I-VI, Παρίσι, Firmin Didot, 1831-1838, από την ιστοσελίδα: el.travelogues.gr
  8. "Geschichte der Halbinsel Morea", Vol. I, p. 188.
  9. William Andrew McDonald, George Robert Rapp. The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, University of Minnesota Press, 1972, σελ.65. ISBN 0-8166-0636-6
  10. Η Νέα Πύλος Αρχειοθετήθηκε 2014-06-21 στο Wayback Machine., Χαρ. Α. Μπάλτα, Καθημερινή 2 Οκτ. 1994, Ένθετο Επτά Ημέρες σελ. 12
  11. Max Vasmer, "Die Slaven in Griechenland', 1941.