Κουβικουλάριος
Ο Cubicularius, εξελληνισμένα κουβικουλάριος, ήταν ένας τίτλος που χρησιμοποιήθηκε για τους ευνούχους θαλαμηπόλους του αυτοκρατορικού παλατιού στη μεταγενέστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η γυναικεία εκδοχή που χρησιμοποιείτο για μία κυρία των τιμών της αυτοκράτειρας, ήταν η κουβικουλαρία.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΟ όρος προέρχεται από την υπηρεσία τους στο sacrum cubiculum, τον «ιερό κοιτώνα» του Αυτοκράτορα. Στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, οι cubicularii ή κουβικουλάριοι ήταν πολυάριθμοι: σύμφωνα με τον Ιωάννη Μαλάλα, η ακολουθία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας αριθμούσε έως και 4.000 πατρίκιους και κουβικουλάριους.[1] Ήταν υπό τις διαταγές του praepositus sacri cubiculi και του primicerius sacri cubiculi, ενώ οι άλλοι υπηρέτες του παλατιού υπάγονταν είτε στο castrensis sacri palatii είτε στο magister officiorum.[2] Υπήρχαν επίσης ειδικοί κουβικουλάριοι για την αυτοκράτειρα (μερικές φορές περιλάμβαναν και γυναίκες κουβικουλάριες), και το αξίωμα εισήχθη και στη Ρωμαϊκή Εκκλησία, πιθανότατα υπό τον πάπα Λέοντα Α΄.[1]
Στο Βυζάντιο διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο, κατέχοντας ανώτερα ανακτορικά αξιώματα όπως του παρακοιμώμενου ή του επί της τραπεέζης, αλλά υπηρέτησαν και σε θέσεις στα κεντρικά οικονομικά τμήματα, ως διοικητές της επαρχίας και μερικές φορές ακόμη και ως στρατηγοί.[1] Σταδιακά, τον 7ο-8ο αι., οι ευνούχοι του αυτοκρατορικού κοιτώνος (στα αρχ. ελληνικά [βασιλικός] κοιτών) διαχωρίστηκαν από τους άλλους κουβικουλάριους και ξεχώρισαν ως οι κοιτωνῖται και περιήλθαν στην εξουσία του παρακοιμούμενου. Ταυτόχρονα, η αυτοκρατορική ιματιοθήκη (βασιλικόν βεστιάριον) και οι αξιωματούχοι της έγιναν επίσης ξεχωριστό τμήμα υπό τον πρωτοβεστιάριο.[1][2] Οι υπόλοιπο συνέχισαν ως οι "κουβικουλάριοι τοῦ κουβουκλείου", ακόμη κάτω από τον praepositus (ελληνικά: πραιπόσιτος τοῦ εὐσεβεστάτου κοιτῶνος), μαζί με τον primicerius (πριμηκήριος τοῦ κουβουκλείου) συνεχίζοντας ως κύριοι βοηθοί του.[2] Το αξίωμα εγκαταλείφθηκε τελικά από τους Βυζαντινούς, αλλά δεν είναι σαφές πότε: ο Νικόλαος Οικονομίδης προτείνει το δεύτερο μισό του 11ου αι., αλλά ο Ροντόλφ Γκιγιάν υποστήριξε τη συνέχιση της ύπαρξής του μέχρι τις αρχές του 13ου αι.[1]
Τον 9ο αι., εκτός από τη γενική του χρήση που υποδηλώνει τον ευνούχο υπηρέτη του παλατιού, ο κουβικουλάριος είχε επίσης αποκτήσει μια πιο τεχνική σημασία ως βαθμός ή διάκριση στη βυζαντινή ανακτορική ιεραρχία: σύμφωνα με το Κλητορολόγιον του 899, η σειρά του κουβικουλαρίου ήταν η δεύτερη-χαμηλότερη μεταξύ εκείνων που προορίζονται για τους ευνούχους, που βρισκόταν μετά τον σπαθαροκουβικουλάριο και πριν από τον νιψιστιάριο. Και πάλι σύμφωνα με το Κλητορολόγιο, τα διακριτικά σημεία του βαθμού ήταν ένα καμίσιον (μία επάνω κάππα παρόμοιο με την paenula) με πορφυρό άκρο και ένα παραγαύδιον (ένας χιτώνας).[2]
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΒιβλιογραφικές αναφορές
ΕπεξεργασίαΠηγές
Επεξεργασία- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander (1991). «Koubikoularios». Στο: Kazhdan, Alexander, επιμ. The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press, σελ. 1154. ISBN 0-19-504652-8.