Με τον όρο κρητικό θέατρο εννοείται το σύνολο των θεατρικών δρώμενων στην Κρήτη από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα. Η υπό ενετική κυριαρχία Κρήτη δέχθηκε σημαντικές επιδράσεις από τη δυτική κουλτούρα σε όλους τους τομείς της ζωής της, καλλιτεχνικούς και μη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κρητικό θέατρο αποτέλεσε δημιούργημα μιας καλλιεργημένης άρχουσας τάξης που είχε άμεση επαφή με την ιταλική Αναγέννηση. Η συγκεκριμένη τάξη παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις στον τομέα των αισθητικών και θεατρικών τάσεων της εποχής. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε το κρητικό θέατρο να αφομοιώσει δημιουργικά τα θεατρικά διδάγματα της Ευρώπης -ιδιαίτερα της Ιταλίας- στη διάρκεια της Ενετοκρατίας (1211 – 1669) και άντλησε από εκεί τις φόρμες και τα πρότυπά του. Όλα τα είδη του θεάτρου που ευδοκιμούσαν στον ευρωπαϊκό χώρο πέρασαν στην Κρήτη, όχι όμως ως στείρα μίμηση, αλλά ως πλήρης αισθητική μετουσίωση στη μορφή και στο περιεχόμενο[1].

Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα σε πίνακα του Θεόφιλου

Ύφος Επεξεργασία

Η περίοδος κρητικού θεάτρου είναι, επομένως, από δραματουργικής τουλάχιστον άποψης ιδιαίτερα σημαντική, διότι μέσω αυτής διαμορφώθηκε στον ελληνικό χώρο μια ντόπια παράδοση κλασικίζουσας δραματουργίας, η οποία και διατηρήθηκε ως στερεότυπο επί δύο τουλάχιστον αιώνες[2]. Σε γενικές γραμμές η κρητική αλλά και η επτανησιακή δραματουργία αργότερα ακολούθησε το ιταλικό ύφος της όψιμης Αναγέννησης, όπως επίσης αφομοίωσε και στοιχεία μανιερισμού και μπαρόκ[3]. Η παιδεία της εποχής ήταν στραμμένη στον ιταλικό ουμανισμό και παρουσιάζεται συχνά το φαινόμενο να αναφέρονται συχνά με την ιταλική τους μορφή ονόματα της ελληνικής μυθολογίας[4].

Ακαδημίες Επεξεργασία

Επίκεντρο της πνευματικής ζωής στην Κρήτη αποτέλεσαν οι «Ακαδημίες» που ίδρυσαν οι διανοούμενοι των τάξεων των αστών και των ευγενών. Τα μέλη των Ακαδημιών οργάνωναν συγκεντρώσεις, στις οποίες απαγγέλλονταν τα ποιήματά τους ή ανεβάζονταν θεατρικές παραστάσεις. Από τις πιο γνωστές ήταν η Ακαδημία των Vivi στο Ρέθυμνο, των Stravaganti στο Ηράκλειο και των Sterili στα Χανιά. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ακμάζουσας περιόδου αποτέλεσε η ανάπτυξη του θεατρικού λόγου: τα περισσότερα έργα είναι δραματικά, με εξαιρέσεις τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, που αποτελεί έμμετρη μυθιστορία και τη Βοσκοπούλα, που είναι ποιμενικό ειδύλλιο. Τα έργα αυτά ακολουθούσαν κυρίως τα ιταλικά πρότυπα, με αρκετή όμως ελευθερία στη διασκευή. Το θέατρο ήταν το λογοτεχνικό είδος που διέθετε τον μεγαλύτερο αριθμό έργων στην περίοδο της ακμής.

Μπορεί κανείς να συμπεράνει με βεβαιότητα ότι η θεατρική παραγωγή ήταν πλουσιότερη από τα σωζόμενα έργα, αν κρίνει από το γεγονός ότι παραπάνω από τα μισά παραδόθηκαν σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να είναι εύκολο να χαθούν. Με την ανακάλυψη, ωστόσο, του Νανιανού κώδικα (ονομάζεται έτσι κατά τον Μπερνάρντο Νάνι και τον οποίο είχε στην κατοχή του ο Κεφαλλονίτης Πέτρος Κουτούφας) και άλλα θεατρικά έργα ήρθαν στο φως[5]. Είναι σημαντικό πως στη συγκεκριμένη εποχή καλλιεργήθηκαν όλα τα είδη του θεατρικού λόγου, η τραγωδία, η κωμωδία, το θρησκευτικό δράμα και το ποιμενικό δράμα (βλ. Πανώρια του Χορτάτση). Οι κωμωδίες παίζονταν σε υπαίθριους χώρους (ενδεχομένως στις πλατείες των πόλεων) και οι ηθοποιοί (όλοι άντρες) φαίνεται πως ήταν ερασιτέχνες.

Τραγωδία Επεξεργασία

 

Χρονολογικά, το πρώτο έργο του κρητικού θεάτρου είναι μία τραγωδία γραμμένη, όμως, σε ιταλική γλώσσα, η Fedra του Φραντσέσκο Μπότσα, κρητικού φοιτητή της νομικής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, που τυπώθηκε το 1578. Η Fedra βασίζεται στο γνωστό θέμα της Φαίδρας και του Ιππόλυτου, ακολουθεί τις συμβάσεις της κλασικίζουσας δραματουργίας (πρόλογος και πέντε πράξεις με χορικά) και είναι γραμμένη σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο στίχο. Η πρώτη σωζόμενη τραγωδία σε ελληνική γλώσσα είναι η Ερωφίλη του Γ. Χορτάτση, που όπως φαίνεται γράφτηκε στα τέλη του 16 ου αι. κι έχοντας ως πρότυπο την Orbecche του Giovanni Battista Giraldi. Ακολουθούν ο Βασιλεύς ο Ροδολίνος, του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου, που τυπώθηκε το 1647 και τέλος ο Ζήνων, αγνώστου συγγραφέα, που γράφτηκε μετά το 1631, έτος γραφής και πρώτης παράστασης του προτύπου του (το 1648, εκδόθηκε το ιταλικό πρότυπο)[6]. Το κοινό στοιχείο στις τραγωδίες είναι η δραματική διαίρεση σε πρόλογο και πέντε πράξεις και η στιχουργική μορφή του ιαμβικού ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου (με εξαίρεση τα χορικά που γράφτηκαν σε ενδεκασύλλαβο).

Κωμωδία Επεξεργασία

Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν τακτικά τις Απόκριες, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Τα έργα που σώζονται, όμως, είναι μόνο τρία: ο Κατσούρμπος, του Χορτάτση, ο Στάθης, Ανωνύμου και ο Φορτουνάτος, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου (1597-1662). Ο Κατσούρμπος είναι η παλαιότερη χρονολογικά (δεκαετία του 1580) και αποτέλεσε πρότυπο για τις άλλες δύο κωμωδίες. Ο Στάθης προέρχεται από την ίδια περίπου εποχή. Ο συγγραφέας του μας είναι άγνωστος, αλλά κάποιοι φιλόλογοι εικάζουν ότι μπορεί να είναι έργο του Χορτάτση, βασιζόμενοι στην κοινή περίπου εποχή συγγραφής και τις υφολογικές και δραματουργικές ομοιότητες[7]. Παραδόθηκε σε ένα χειρόγραφο του 17ου ή και του 18ου αι., μαζί με άλλα κρητικά θεατρικά έργα, αλλά το κείμενο έχει υποστεί περικοπές που εμποδίζουν την κατανόηση της εξέλιξης της πλοκής. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η σχεδόν σύγχρονη θεματολογία, οι ήρωες που προέρχονται από μεσαία στρώματα των αστικών τάξεων, η τήρηση της ενότητας του χρόνου (η δράση διαρκεί μία ημέρα) και ο δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος.

Οι κρητικές κωμωδίες συνδέονται με την ιταλική commedia erudita, με την οποία έχουν πολλά κοινά, όπως η κατανομή σε πέντε πράξεις (ο Στάθης σώζεται σε τρεις πράξεις εξαιτίας των περικοπών του χειρογράφου), ο πρόλογος, τα τυποποιημένα πρόσωπα (όπως οι καυχησιάρηδες -αλλά δειλοί- στρατιωτικοί, οι ερωτευμένοι γέροι και οι σχολαστικοί δάσκαλοι) και μοτίβα (όπως αυτό του χαμένου παιδιού, που χρησιμοποιείται για να δώσει αίσιο τέλος). Έχουν, όμως, λιγότερο περιπετειώδη και περίπλοκη δομή από τις αντίστοιχες ιταλικές, για αυτό δεν είναι εύκολο να βρεθεί κάποιο συγκεκριμένο έργο το οποίο μπορεί να χρησιμοποίησαν ως πρότυπο. Έχουν εντοπιστεί, όμως, κάποιες σκηνές που απηχούν αντίστοιχες σκηνές ιταλικών έργων. Σημαντική διαφορά από την ιταλική παράδοση είναι η έμμετρη μορφή των κρητικών κωμωδιών, αφού στην Ιταλία ο πεζός λόγος κυριαρχούσε στην κωμωδία. Πέρα από τις δομικές ομοιότητες, αυτά τα έργα εμφανίζουν διαφορές ως προς τους τρόπους επίτευξης του κωμικού ύφους και δεν τα διακρίνουν επιρροές από την commedia dell' arte, όπως συνέβη κατόπιν στο επτανησιακό θέατρο. Δεν υπάρχει ο λεκτικός αυτοσχεδιασμός, όπως επίσης και η εκτέλεση του ρόλου με ημιπροσωπίδα[8].

Σύνοψη Επεξεργασία

Η κρητική δραματουργία φέρει έντονα τα σημάδια της ιταλικής Αναγέννησης. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι παρά την επίδραση της ενετικής κατοχής και του καλλιτεχνικού πνεύματος που επικρατούσε την συγκεκριμένη εποχή στη Δύση, η τοπική ευρηματικότητα, το στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς και η γεωγραφική θέση της Κρήτης προσέδωσαν ιδιοπροσωπία στο συγκεκριμένο κομμάτι της νεοελληνικής θεατρικής δημιουργίας.

Παραπομπές σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Πούχνερ B. 1999, 105.
  2. Πούχνερ B., 2002, 93.
  3. Πούχνερ Β. 1999, 109.
  4. Πούχνερ B. 2002, 87.
  5. Πούχνερ B. 2002, 88.
  6. Vitti Μ. 2003, 108.
  7. Πούχνερ Β. 2002, 167.
  8. Πούχνερ Β. 2002, 165.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία