Κωνσταντίνος Παρθένης

Έλληνας ζωγράφος

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 10 Μαΐου 1878 - Αθήνα, 25 Ιουλίου 1967) ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, που με το έργο του έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα.

Κωνσταντίνος Παρθένης
Γέννηση10 Μαΐου 1878
Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος
Θάνατος25 Ιουλίου 1967 (89 ετών)
Αθήνα, Ελλάδα
ΕθνικότηταΈλληνας
Χώρα πολιτογράφησηςΕλληνική, αυστριακή
Ιδιότηταζωγράφος
ΚίνημαΓενιά του ’30
Είδος τέχνηςΖωγραφική
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφία Επεξεργασία

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Έλληνα (Νικόλαος Παρθένης, υπάλληλος του Αγγλικού Προξενείου με καταγωγή από τη Μακεδονία) και μητέρα Ιταλίδα (το γένος Τσερεζουόλι).[1][2] Και οι δύο γονείς του πέθαναν όταν εκείνος ήταν έφηβος. Απέκτησε στέρεη παιδεία και ήταν πολύγλωσσος καθώς μιλούσε και έγραφε ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ελληνικά. Ασχολήθηκε με τη ζωγραφική από πολύ νωρίς και το πρώτο γνωστό έργο του χρονολογείται το 1892.[2]

Από το 1895 έως το 1903 σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, ένα από τα κέντρα του νεωτερισμού, κοντά στον Γερμανό ζωγράφο Καρλ Ντίφενμπαχ.[2] Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης.[3] Στη Βιέννη πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση έργων του το 1899 (στο Boehms Künstlerhaus), ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο (1900) εξέθεσε έργα του και στην Αθήνα[4].

 
Κ. Παρθένης, Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου (1931). Ελαιογραφία, 118 εκ. x 117 εκ. Συλλογή Ιδρύματος Σπ. Λοβέρδου.

Το 1903 ήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πραγματοποίησε ταξίδια στην Καβάλα, την Κωνσταντινούπολη και τον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Νικολάου.[2] Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο.

Το 1909 παντρεύτηκε την Ιουλία Βαλσαμάκη, γόνο αρχοντικής οικογένειας της Κεφαλονιάς.[2] Από το 1909 έως το 1914, ο Παρθένης έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (βραβείο για τον πίνακα Η πλαγιά, 1910, και πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός, 1911).[2]

Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ενώ αρχικά εμφανίζεται ως μέλος της Συντροφιάς των Εννιά. Το 1917 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή. Η Ομάδα «Τέχνη» συνδέονταν με το Κόμμα Φιλελευθέρων, επειδή επρόκειτο για κίνημα εκσυγχρονιστικό[5].

Το 1919, ανατέθηκε στον Παρθένη η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο.[2] Το 1920 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Ένας από αυτούς, «Ο Θρήνος του Εσταυρωμένου», δωρήθηκε από τον ίδιο στην Εθνική Πινακοθήκη. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Την ίδια χρονιά ο Ελευθέριος Βενιζέλος τού απένειμε το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (για τον Ευαγγελισμό). Η πρώτη υποψηφιότητά του για καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών (1923) απορρίφθηκε. Στη θέση διορίστηκε , τελικά με ειδικό νόμο το 1929.[1] Στην πρόσληψη του Παρθένη στη σχολή πρωταγωνίστησαν ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο καθηγητής της σχολής Ζαχαρίας Παπαντωνίου.[6] Οι συνθήκες πρόσ ληψης του Παρθένη δημιούργησαν εχθρικό κλίμα εναντίον του από τους υπόλοιπους καθηγητές. Αντιθέτως ήταν δημοφιλής στους μαθητές του.[3]

Στην οδό Ροβέρτου Γκάλι 40 στους πρόποδες της Ακρόπολης έκτισε το περίφημο σπίτι του, που σχεδίαζε με τον Δημήτρη Πικιώνη, σύμφωνα με τις αρχές του Μπάουχαους. Στο εργαστήριό του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών έσπευσαν να εγγραφούν φοιτητές σπουδαίοι μετέπειτα Έλληνες ζωγράφοι (Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Ρέα Λεονταρίτου, κ.ά.), με τους οποίους, καθώς και με όσους ακολούθησαν, ο Παρθένης δημιούργησε σχέση στενή στηριζόμενη στον βαθύ σεβασμό που ενέπνεε.

Το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακα του ζωγράφου με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.[2]

Τα χρόνια αυτά της άνετης, πολυτελούς και κοσμικής ζωής (ονομαστές έμειναν οι βεγγέρες στο σπίτι του Παρθένη) αλλά και δοσμένης στην τέχνη του και τη μουσική, την οποία αγαπούσε με πάθος, ακολούθησαν άλλα σκοτεινά και δύσκολα.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Παρά την αναγνώρισή του, ο Παρθένης οδηγήθηκε σταδιακά στην απομόνωση και τη σιωπή. Το 1947 παραιτήθηκε από την καθηγητική έδρα μη μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής και τον διαδέχτηκε ο Γιάννης Μόραλης.[6]

Δεν επικοινωνούσε πλέον με κανένα. Αυτοέγκλειστος στην Ροβέρτου Γκάλι με τη γυναίκα του και την κόρη του αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και στους στοχασμούς του. Το 1948 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ζωγραφικής της Πανελλήνιας Έκθεσης αλλά δεν έγινε απονομή.[1][2] Το 1954 του απενεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχη του Βασιλέως Γεωργίου Α’ και το 1965 το παράσημο του Χρυσού Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1966 οι πρώην μαθητές του οργάνωσαν στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο μεγάλη έκθεση έργων του, στην οποία όμως ο ίδιος δεν παρέστη.[3]

Προς το τέλος της ζωής του, ο Παρθένης έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Τον Απρίλιο του 1967 -ένα χρόνο νωρίτερα είχε πεθάνει η γυναίκα του- το δικαστήριο έθεσε τον Παρθένη υπό δικαστική απαγόρευση. Στις 25 Ιουλίου του 1967, ο Παρθένης άφησε την τελευταία του πνοή, σε συνθήκες ένδειας και απομόνωσης, ενώ η κόρη του Σοφία (1908-1982) και ο γιος του Νίκος (πεθ. 1999) είχαν ήδη εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους[7]. Η Σοφία μάλιστα πέθανε έπειτα από πυρκαγιά στο σπίτι που διέμενε, εντελώς μόνη, στις 8 Δεκεμβρίου 1982. [8] Είχε προηγηθεί και άλλη πυρκαγιά στο σπίτι της που την οδήγησε στην απόφαση να δωρίσει όλα τα έργα του πατέρα της στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο Μαρίνος Καλλιγάς, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, είπε μεταξύ άλλων στον επικήδειο που εκφώνησε: "Ο Παρθένης άνοιξε τα μάτια μας σε μια ακόμη -έως τότε άγνωστη- μορφή του τόπου μας. Απεκάλυψε μια κρυμμένη έκφρασή της. Άλλαξε την πορεία της καλλιτεχνικής μας όρασης. Σφράγισε με την προσωπικότητά του μια κρίσιμη εποχή".[9].

Το έργο του Επεξεργασία

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης, αν και θεωρείται από τους θεμελιωτές της ελληνικής ζωγραφικής του 20ού αιώνα, έγινε δεκτός από τους λίγους, το ευρύ καλλιτεχνικό κύκλωμα τον θεωρούσε "ανορθογραφία" ενώ κάποιοι συνάδελφοί του και ακαδημαϊκοί της εποχής τον πολέμησαν και τον υπέσκαψαν με κάθε τρόπο. Αριστοκράτης της τέχνης και άρχοντας της ζωής, ο Παρθένης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Αρχικά, οι σπουδές του στη Βιέννη και η μουσική του παιδεία[10], τον έφεραν κοντά στον γερμανικό συμβολισμό και στον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμό ενώ οι κριτικοί τέχνης τον κατέταξαν ως νεωτεριστή, μοντερνιστή και «σεσεσιονιστή» (από το «Sezession» που σημαίνει «απόσχιση»).[11]

Αργότερα, η επαφή του με τον μεταϊμπρεσιονισμό στο Παρίσι και η βαθιά γνώση της βυζαντινής αγιογραφίας τον ώθησαν προς την διαμόρφωση ενός τελείως προσωπικού ύφους, όπου μέσα σε λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένη Ελλάδα. Στα έργα του, τα οποία διαπνέονται από ιδεαλισμό και αρμονία, κυριαρχούν οι φιγούρες και τα τοπία, ενώ το σχέδιο και το χρώμα συμπλέουν, απαλλαγμένα από το βάρος της ύλης, αποτυπώνοντας μία σχέση καθαρά ψυχική.

Έργα του Παρθένη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.[12] Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον του κοινού για έργα του ζωγράφου έχει αναζωπυρωθεί και πίνακές του πωλήθηκαν σε πολύ υψηλές τιμές σε διεθνείς δημοπρασίες.

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Καλλιγάς Μαρίνος · Ζίας Νίκος (1970). Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη - Ζωγράφοι, Γλύπτες, Χαράκτες. Αθήνα: Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα. σελ. 29.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 2,8 Συλλογικό Έργο (1975). Οι Έλληνες ζωγράφοι, 20ός αιώνας. Καλλιτεχνική βιβλιοθήκη. 2. Αθήνα: Εκδ. οίκος Mέλισσα. σελίδες 14-5.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Παρθένης Κωνσταντίνος». Εθνική Πινακοθήκη. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2023. 
  4. Βλ. artfact.com, "Konstantinos Parthenis (1878–1967)" Αρχειοθετήθηκε 2007-09-27 στο Wayback Machine..
  5. Βλ. Χρήστος Ν. Καρακάσης, «Ελλάδα: η νεωτερικότητα στην τέχνη». Για την μετέπειτα σχέση του Παρθένη και άλλων καλλιτεχνών με το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά, βλ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, «4η Αυγούστου και εικαστικές τέχνες» Αρχειοθετήθηκε 2007-09-30 στο Wayback Machine., εφημ. Η Καθημερινή, 9 Ιανουαρίου 2005.
  6. 6,0 6,1 «Ιστορικό». www.asfa.gr. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2023. 
  7. Για το θλιβερό τέλος του Παρθένη, βλ. «O αργός θάνατος του Kων. Παρθένη» Αρχειοθετήθηκε 2008-06-03 στο Wayback Machine., Ιστορία Εικονογραφημένη, Αύγουστος 2002.
  8. Τα Νέα, Οικτρό τέλος της κόρης του Παρθένη, 9-12-1982, σελ. 3.
  9. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παρθένη, Ιστορικό Λεύκωμα 1967, σελ. 148, Καθημερινή (1997)
  10. Για την σχέση του Παρθένη με την μουσική, βλ. Ευγενία Αλεξάκη, «Εικαστική δραστηριότητα» Αρχειοθετήθηκε 2007-09-30 στο Wayback Machine., εφημ. Η Καθημερινή, 2 Νοεμβρίου 2003.
  11. Χρειάζεται αναφορά.
  12. Βλ. Χρύσανθος Χρήστου, Κ. Παρθένης: Βιέννη – Παρίσι – Αθήνα, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1995, σ. 125. ISBN 960-7622-03-0.

Πηγές Επεξεργασία

  • Καλλιγάς Μαρίνος · Ζίας Νίκος (1970). Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη - Ζωγράφοι, Γλύπτες, Χαράκτες. Αθήνα: Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα.
  • Ευγένιος Δ.Ματθιόπουλος, Η ζωή και το έργο του Κωστή Παρθένη, Εκδοτική Αδάμ, Αθήνα 2008
  • Συλλογικό Έργο (1975). Οι Έλληνες ζωγράφοι, 20ός αιώνας. Καλλιτεχνική βιβλιοθήκη. 2. Αθήνα: Εκδ. οίκος Mέλισσα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ Επεξεργασία