Κόνσταντιν φον Νόιρατ
Ο βαρώνος[1] Κόνσταντιν φον Νόιρατ (Konstantin Hermann Karl Freiherr von Neurath, 2 Φεβρουαρίου 1873 - 14 Αυγούστου 1956) ήταν Γερμανός διπλωμάτης, ο οποίος υπηρέτησε, μεταξύ άλλων, ως Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Αδόλφου Χίτλερ. Καθώς είχε αυτή τη θέση και πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την διατήρησε κατά τα πρώτα χρόνια του ναζιστικού καθεστώτος, θεωρείται ότι διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών επιδιώξεων του ναζιστή ηγέτη, όχι μόνο στην υπονόμευση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αλλά και στις εδαφικές διεκδικήσεις της Γερμανίας που αποτέλεσαν το προοίμιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συχνά, ωστόσο, αντιτάχθηκε σε πολλά σημεία της πολιτικής αυτής, όχι τόσο από ιδεολογικής απόψεως αλλά, κυρίως, από απόψεως τακτικής. Οι αντιθέσεις που εξέφραζε οδήγησαν τον Χίτλερ να τον αποπέμψει από την θέση του Υπουργού Εξωτερικών, αντικαθιστώντας τον με τον ένθερμο ναζιστή και πολύ περισσότερο ενδοτικό στις ιδέες του Χίτλερ, Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ. Μετά την απομάκρυνσή του, ο Νόιρατ τοποθετήθηκε ως «Προστάτης του Ράιχ στην Βοημία και Μοραβία» ("Reichsprotektor in Böhmen und Mähren") κατά το διάστημα 1939-1943, μολονότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του είχε υποσκελιστεί από τον Ράινχαρντ Χάιντριχ και η θέση του ήταν περισσότερο διακοσμητική. Δικάστηκε ως εγκληματίας πολέμου στη Δίκη της Νυρεμβέργης και καταδικάστηκε σε δεκαπενταετή κάθειρξη για την συμμετοχή του στις πρακτικές του ναζιστικού καθεστώτος.
Τα πρώτα χρόνια
ΕπεξεργασίαΟ Νόιρατ γεννήθηκε στο χωριό Κλαϊνγκλάτμπαχ δίπλα στη μικρή πόλη Φάιινγκεν αν ντερ Εντς (Vaihingen an der Enz) (κοντά στη Στουτγκάρδη, στη διοικητική περιφέρεια της οποίας σήμερα υπάγεται) της Βυρτεμβέργης στις 2 Φεβρουαρίου 1873.[2][3] Προερχόταν από οικογένεια ευγενών: Ο παππούς του Κόνσταντιν Φραντς φον Νόιρατ είχε υπηρετήσει ως Υπουργός Εξωτερικών του βασιλέα Καρόλου του Α΄ της Βυρτεμβέργης, ο πατέρας του Κόνσταντιν Σεμπάστιαν φον Νόιρατ ήταν βουλευτής των Ελεύθερων Συντηρητικών και θαλαμηπόλος του Γουλιέλμου Β΄ της Βυρτεμβέργης. Όπως κατέθεσε ο ίδιος στο διεθνές δικαστήριο της Νυρεμβέργης "...από την πλευρά του πατέρα μου προέρχομαι από οικογένεια δημοσίων λειτουργών: Ο παππούς, ο προπάππος και ο προ-προπάππος μου ήταν υπουργοί Εξωτερικών και Δικαιοσύνης στη Βυρτεμβέργη. Από την πλευρά της μητέρας μου προέρχομαι από ευγενή οικογένεια της Σουαβίας, οι πρόγονοι της οποίας ήταν, κατά κύριο λόγο, αξιωματικοί του Αυστριακού Αυτοκρατορικού Στρατού. Μέχρι την ηλικία των 12 μεγάλωσα με εξαιρετική απλότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στην ειλικρίνεια, την υπευθυνότητα, τον πατριωτισμό και στον χριστιανικό τρόπο ζωής, με την πρέπουσα χριστιανική ανοχή στις άλλες θρησκείες".[4]
Ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του, εισήλθε αρχικά στο πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν, όπου σπούδασε Νομικά και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου έκανε τη διδακτορική του διατριβή.[5] Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του άρχισε να εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο[6] Το 1901 εισήλθε στον διπλωματικό κλάδο (Υπουργείο Δικαιοσύνης). Στις 30 Μαΐου του ίδιου έτους νυμφεύτηκε την Μαρί Αουγκούστε Μόζερ φον Φίλζεκ (Marie Auguste Moser von Filseck), με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά[4] και το 1903 τοποθετήθηκε ως υποπρόξενος στην Γερμανική πρεσβεία στο Λονδίνο. Το 1909 προάγεται σε πρόξενο (Legationsrat) στην ίδια πρεσβεία. Το 1914 μετατίθεται στην Γερμανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, όπου παραμένει ως την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ίδιο έτος κατατάσσεται στο Πεζικό ως λοχαγός και το 1916 τραυματίζεται σοβαρά, λαμβάνοντας τον σιδηρό σταυρό για την ανδρεία του, με ταυτόχρονη προαγωγή σε ταγματάρχη. Λόγω του τραυματισμού του αποστρατεύεται και επανέρχεται στην πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη.[6]
Στις 25 Ιανουαρίου 1919 ο Νόιρατ πραγματοποιεί εισήγηση για τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) στην ομάδα πληρεξουσίων της Διάσκεψης ειρήνης και οι προτάσεις του υιοθετούνται. Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους τοποθετείται ως πληρεξούσιος πρεσβευτής στην Κοπεγχάγη και τον Δεκέμβριο του 1921 μετατίθεται στην γερμανική πρεσβεία της Ρώμης. Σύμφωνα με όσα κατέθεσε στη δίκη του, «ήλθε σε επαφή με την "επανάσταση" του Μουσολίνι για την εγκαθίδρυση του φασισμού στην Ιταλία καθώς και τα αιματηρά γεγονότα και αποτελέσματα που επακολούθησαν». Ο Νόιρατ παρέμεινε στην Ιταλία ως το 1930, οπότε τοποθετήθηκε ως πρεσβευτής της Γερμανίας στο Λονδίνο. Στις 31 Μαΐου 1932 έλαβε τηλεγράφημα, με το οποίο ο Πρόεδρος του Ράιχ του ζητούσε να αναλάβει το Υπουργείο Εξωτερικών της Προεδρικής Κυβέρνησης, η οποία "θα απαρτιστεί από προσωπικότητες του δεξιού χώρου, απαλλαγμένες από κομματικές εμπλοκές και η οποία δεν θα στηρίζεται τόσο στο Ράιχσταγκ όσο στην προεδρική εξουσία. Ο Πρόεδρος σάς ζητεί να μην αρνηθείτε τις προς την Πατρίδα υπηρεσίες σας σε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Αν δεν μπορείτε να δώσετε καταφατική απάντηση, σας ζητώ να επιστρέψετε αμέσως".[4]
Πολιτική σταδιοδρομία
ΕπεξεργασίαΟ Νόιρατ επιστρέφει στη Γερμανία και αναλαμβάνει καθήκοντα Υπουργού Εξωτερικών υπό τον Καγκελάριο Φραντς φον Πάπεν. Δεν είναι, εν τούτοις, υποστηρικτής του καθεστώτος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ούτε υπέρμαχος της τήρησης της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Την θέση του διατήρησε τόσο επί καγκελαρίας του Κουρτ φον Σλάιχερ όσο και επί Χίτλερ. Αυτό είχε ως συνέπεια να αναλάβει την αποχώρηση της Γερμανίας από την Κοινωνία των Εθνών (που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1933), την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας (1936) αλλά και τη σύναψη συμμαχίας με την Ιταλία (οπότε και συστάθηκε ο "Άξονας Βερολίνου - Ρώμης")[7] καθώς και τη σύναψη αντικομμουνιστικού συμφώνου με την Ιαπωνία το ίδιο έτος. Το 937 ο φον Νόιρατ γίνεται μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και ταυτόχρονα λαμβάνει τον βαθμό του Gruppenführer της SS.[5]
Στις 5 Νοεμβρίου 1937 ο Χίτλερ κατά τη διάσκεψη του Χόσμπαχ, στην οποία συμμετείχε ο Νόιρατ, έκανε πλέον εμφανές ότι προετοίμαζε πόλεμο με τις γειτονικές με τη Γερμανία χώρες: Τα γερμανικά στρατεύματα έπρεπε να είναι σε πλήρη ετοιμότητα, ώστε να είναι δυνατή η επέμβασή τους, σε περίπτωση που χρειαζόταν, κατά της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας. Η απόφαση αυτή του Φύρερ πυροδότησε συναγερμό τόσο στους στρατιωτικούς όσο και στους διπλωματικούς κύκλους. Ο Νόιρατ προειδοποίησε τους στρατηγούς Βέρνερ φον Φριτς, αρχηγό του Στρατού και Λούντβιχ Μπεκ, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, λέγοντάς τους ότι ολόκληρη η εξωτερική πολιτική της χώρας βασιζόταν στις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις του Χίτλερ προς τις ξένες κυβερνήσεις ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η διατήρηση της ειρήνης. Ο φον Φριτς συναντήθηκε με τον Χίτλερ στις 9 Νοεμβρίου 1937 και παρουσίασε τα επιχειρήματά του από στρατιωτικής άποψης. Ωστόσο, ο Φύρερ ήταν ανένδοτος. Ακολούθησε συνάντηση με τον φον Νόιρατ, ο οποίος του δήλωσε ότι τα επεκτατικά του σχέδια θα επέφεραν πόλεμο τόσο με τη Γαλλία όσο και με τη Βρετανία. Τις επί διπλωματικού πεδίου απόψεις του ο Νόιρατ τις συνόδευσε με το "τελεσίγραφο" ότι, αν δεν εισακουστεί από τον Φύρερ, τότε όφειλε να παραιτηθεί. Ο Χίτλερ από καιρό ετοίμαζε μια "ανανέωση" στο Υπουργείο Εξωτερικών και στη στρατιωτική ηγεσία. Είναι γνωστή η αντιπάθεια που ο ταπεινής καταγωγής δικτάτορας έτρεφε προς τους αριστοκρατικής καταγωγής ηγέτες του στρατού και του Υπουργείου και ήταν αποφασισμένος να τους αντικαταστήσει με ένθερμους οπαδούς του ναζισμού. Ο φον Νόιρατ απομακρύνεται από το Υπουργείο του στις 4 Φεβρουαρίου 1938 και αντικαθίσταται από τον ένθερμο οπαδό του Χίτλερ Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ. Ύστερα από υπόδειξη του Χέρμαν Γκέρινγκ ο Χίτλερ δημιουργεί το "Geheimer Kabinettsrat" (μυστικό κυβερνητικό συμβούλιο), το οποίο όφειλε να συμβουλεύει την Κυβέρνηση επί διπλωματικών θεμάτων. Ο Νόιρατ τοποθετείται επικεφαλής του συμβουλίου αυτού και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε η όλη διαδικασία να μοιάζει με προαγωγή και όχι με απομάκρυνσή του. Στην πραγματικότητα, το συμβούλιο αυτό συστάθηκε μόνο κατ' όνομα και δεν συνεδρίασε ποτέ.[8] Ο Νόιρατ παρέμεινε στην Κυβέρνηση ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου αλλά και μέλος του Συμβουλίου Άμυνας του Ράιχ (Mitglied des Reichsverteidigungsrats).[5]
Το 1939 ο Νόιρατ τοποθετείται στο Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας, περιοχή της προσαρτημένης Τσεχοσλοβακίας, ως Κυβερνήτης (Reichsprotektor für Böhmen und Mähren). Κύρια καθήκοντά του ήταν η εφαρμογή των Νόμων της Νυρεμβέργης και η καταστολή της πολιτικής ζωής αυτών των περιοχών. Το 1941 ο Χίτλερ, θεωρώντας "χλιαρό" τον Νόιρατ[2], αποστέλλει ως υποδιοικητή τον Ράινχαρντ Χάιντριχ, ο οποίος, με την υποστήριξη του Χίτλερ, υποσκελίζει τον Νόιρατ και επιβάλλει ιδιαίτερα σκληρά μέτρα. Ο Νόιρατ αντιλαμβάνεται τον υποσκελισμό του και, το 1943, υποβάλλει την παραίτησή του από τη θέση του Reichsprotektor. Τον διαδέχεται ο Βίλχελμ Φρικ. ο οποίος είχε χάσει λίγο πριν τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών. Ο Νόιρατ λαμβάνει, τιμής ένεκεν, τον βαθμό του στρατηγού της SS[3] αλλά παραμένει στο παρασκήνιο μέχρι τη λήξη του Πολέμου.
Σύλληψη και δίκη
ΕπεξεργασίαΣτις 6 Μαΐου 1945 ο φον Νόιρατ συλλαμβάνεται από τα γαλλικά στρατεύματα[4] και παραπέμπεται να δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης με τις κατηγορίες διάπραξης εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ειρήνης και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Στην κατάθεσή του ο Νόιρατ ανέφερε ότι, παρά το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν ανήκε στο ναζιστικό κόμμα, ενέκρινε τις περισσότερες από τις ενέργειες του Χίτλερ κατά την δεκαετία του 1930. Αρνήθηκε ότι υπήρξε αντισημίτης αλλά υποστήριξε την καταστολή των "εβραϊκών επιρροών" στην πολιτική και την πολιτιστική ζωή. Παρά τα όσα αρχικά κατέθεσε, οι κατήγοροι στη δίκη τον ανάγκασαν να παραδεχτεί, σε κατ' αντιπαράσταση εξέταση με τον φον Πάπεν, τα όσα αναφέρονταν σε επιστολή του Χανς Λάμερς αλλά και την καταστροφή του Λίντιτσε (Lidice) ύστερα από τη δολοφονία του Χάιντριχ,[4] ότι είχε πλήρη γνώση της αναλγησίας που διέπνεε τη ναζιστική ηγεσία και ήταν επιλογή του να αγνοήσει όλα τα γεγονότα που την καταδείκνυαν. Το Δικαστήριο βρήκε ένοχο τον φον Νόιρατ για όλες τις κατηγορίες και τον καταδίκασε σε 15 έτη κάθειρξης.[2] Εγκλείστηκε, για να εκτίσει την ποινή του, στη φυλακή του Σπαντάου (Berlin-Spandau). Ωστόσο, πριν ολοκληρωθεί η διάρκεια της ποινής του, αφέθηκε ελεύθερος για λόγους υγείας. Επέστρεψε στη γενέτειρα πόλη του, όπου απεβίωσε στις 14 Αυγούστου 1956.[5]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Ο τίτλος Freiherr (Φράιχερ) αποδίδεται ως "βαρώνος". Ιστορικά αποτελούσε την κατώτερη βαθμίδα ευγενείας, που επέτρεπε στον κάτοχό του να φέρει το πρόθεμα "φον". Μετά την κατάργηση των τίτλων ευγενείας το 1919, ενίοτε φέρεται ως μέρος του επιθέτου για λόγους παράδοσης. Η γυναικεία του μορφή απαντάται ως Freifrau (Φράιφραου) ή Freiin (Φράιϊν).
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Book rags, World of Criminal Justice on Konstantin von Neurath, Baron
- ↑ 3,0 3,1 Leslie Alan Horvitz, Christopher Catherwood, Encyclopedia of War Crimes and Genocide, Infobase Publishing, 2009, σελ. 317 στο Google books
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Third Reich History, Constantin von Neurath
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 «Deutsches History Museum: Konstantin von Neurath». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2012.
- ↑ 6,0 6,1 Per Non Dimenticare: "Konstantin Von Neurath"
- ↑ Hans Heinz Sadila-Mantau, German political profiles, Terramare publications office, Berlin, χ.χ. (εκδοτικός οίκος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος)
- ↑ Michael C. Thomsett, The German Opposition to Hitler: The Resistance, The Underground, And Assassination Plots, 1938-1945, McFarland, 2007, σελ. 41 και 42 στο Google books