Οι κύκνοι είναι μεγαλόσωμα υδρόβια πτηνά της οικογένειας των Νησσιδών, στην οποία περιλαμβάνονται οι χήνες και οι πάπιες. Οι περισσότεροι κύκνοι κατατάσσονται στο γένος Κύκνος (Cygnus). Κατατάσσονται μαζί με το συγγενές είδος των χηνών στην υποοικογένεια των Anserinae και σχηματίζουν το φύλο Cygnini, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις θεωρούνται μέλη της ξεχωριστής υποοικογένειας Cygninae.

Κύκνος (πτηνό)

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Χηνίνες (Anserinae)
Γένος: Κύκνος (Cygnus)
Bechstein, 1803
Είδη

6-7 living, see text.

Συνώνυμα

Cygnanser Kretzoi, 1957

Κοπάδι Κύκνων πάνω από τη Λίμνη Κερκίνη
Κύκνος στη λίμνη Κάρλα

Χαρακτηριστικά

Επεξεργασία

Έχουν μακρύ λαιμό, αναλογικά βαρύ σώμα, μεγάλα πόδια, ενώ πετούν με αργά χτυπήματα τών φτερών και τον λαιμό εκτεταμένο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το μήκος τού λαιμού τους, ο οποίος φέρει 23-25 σπονδύλους, αντί των 18-19 που φέρουν τα υπόλοιπα Χηνόμορφα. Τα είδη που ζουν στο Βόρειο Ημισφαίριο έχουν μια πολύ επιμήκη τραχεία, η οποία συστρέφεται στο στέρνο, διάταξη που απαντάται και στα Γερανόμορφα.

Μεταναστεύουν πετώντας σε διαγώνιο σχηματισμό ή σε σχηματισμό V, πετώντας σε μεγάλο ύψος. Κανένα άλλο υδρόβιο πουλί δεν φτάνει την ταχύτητα με την οποία κινείται είτε στο νερό είτε στον αέρα. Τρέφονται με υδρόβια φυτά τσαλαβουτώντας επιφανειακά στα ρηχά νερά, και όχι με κατάδυση. Είτε κολυμπούν είτε στέκονται, τα είδη Cygnus olor και Cygnus atratus συχνά διπλώνουν το ένα πόδι πίσω στην πλάτη. Το αρσενικό και το θηλυκό έχουν παρόμοια εμφάνιση.

 
Κύκνος του είδους Cygnus olor, Σλοβενία.

Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, οι κύκνοι παράγουν μια ποικιλία φωνών. Είναι κοινωνικοί, εκτός από την περίοδο τής αναπαραγωγής. Τότε κάθε ζευγάρι απομονώνεται στην εδαφική του περιοχή, την οποία υπερασπίζεται σθεναρά εναντίον των καταπατητών. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαθέσιμη εδαφική ζώνη είναι περιορισμένη, τα πουλιά φωλιάζουν σε αποικίες. Η φωλιά, η οποία χτίζεται συνήθως στις όχθες και μερικές φορές επιπλέει, αποτελείται από έναν σωρό υδρόβιων φυτών, τα οποία συλλέγουν τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό. Τρέφονται με σπόρους και ρίζες φυτών, σκουλήκια και όστρακα.

Οι κύκνοι ζευγαρώνουν με έναν σύντροφο ισόβια. Η ερωτική συμπεριφορά τους περιλαμβάνει αμοιβαίο βύθισμα του ράμφους ή στάσεις με τα κεφάλια τους ενωμένα. Το θηλυκό επωάζει κατά μέσον όρο 6 αβγά, ανοιχτόχρωμα και χωρίς κηλίδες, ενώ το αρσενικό είναι άγρυπνος φύλακας, ενώ σε μερικά είδη το αρσενικό συμμετέχει και στην επώαση. Σε περίπτωση επίθεσης, αφού απωθήσουν τον εχθρό, οι κύκνοι παράγουν μια θριαμβευτική κραυγή, όπως και οι χήνες.

Τα μικρά γεννιούνται με κοντό λαιμό και χνουδωτά, αν και είναι ικανά να πετούν και να κολυμπούν μόλις μερικές ώρες αφού εκκολαφθούν. Οι γονείς τα φροντίζουν προσεκτικά για πολλούς μήνες, ενώ σε ορισμένα είδη η μητέρα τα μεταφέρει στην πλάτη της. Τα νεαρά, ανώριμα άτομα φέρουν γκρι ή καφέ στικτό φτέρωμα για 2 ή και περισσότερα χρόνια. Οι κύκνοι ενηλικιώνονται κατά το 3ο ή 4ο έτος και ζουν πιθανόν 20 χρόνια σε φυσική κατάσταση και μέχρι 50 χρόνια σε κατάσταση αιχμαλωσίας.

 
Κύκνος του είδους Cygnus olor, Ηνωμένο Βασίλειο.

Από τα 7 είδη συνολικά (μερικά από αυτά αποτελούν για ορισμένους ορνιθολόγους υποείδη) τα 5 είναι ολόλευκα, με μαύρα πόδια και απαντούν στο Βόρειο Ημισφαίριο:

  1. Ο βουβόκυκνος (Cygnus olor), με ένα μαύρο εξόγκωμα στη βάση του πορτοκαλιού ράμφους, με καμπύλη στάση του λαιμού και με έντονη κύρτωση των φτερών. Το είδος αυτό είναι ιθαγενές της Ασίας, από όπου και εισήχθη στην Ευρώπη κυρίως ως διακοσμητικό κατά τον Μεσαίωνα και μετά σε όλο τον κόσμο.
  2. Ο αγριόκυκνος (είδος Cygnus cygnus) είναι ένα επιθετικό πουλί, με μαύρο ράμφος, που έχει μια διακριτή κίτρινη βάση. Το υποείδος Cygnus cygnus buccinator, ή «κύκνος-τρομπέτα», ονομάζεται έτσι εξαιτίας της δυνατής κραυγής που παράγει η οποία ακούγεται πολύ μακριά, ενώ το ράμφος του είναι ολόμαυρο.
  3. Ο νανόκυκνος (είδος Cygnus bewickii) έχει παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά είναι μικρότερος και πιο ήσυχος.
  4. Το είδος Cygnus columbianus με μαύρο ράμφος και συνήθως μια κίτρινη κηλίδα κοντά στο μάτι. Ορισμένοι ορνιθολόγοι κατατάσσουν τα 3 τελευταία είδη στο γένος Olor, διατηρώντας την ονομασία Cygnus για τον βουβόκυκνο.
 
Κύκνος του είδους Cygnus olor, Ηνωμένο Βασίλειο.

Στο Νότιο Ημισφαίριο ζει ο μεγάλος κύκνος (στην Αυστραλία) και 2 είδη με ροζ πόδια (στη Νότια Αμερική): το είδος Cygnus melancoryphus, ένα ιδιαίτερα ευερέθιστο αλλά όμορφο πουλί, με λευκό σώμα, μαύρο λαιμό και κεφάλι και ένα προεξέχον κόκκινο φύμα στο ράμφος και τον κοσκορόμπα (είδος Coscoroba coscoroba), ένα ολόλευκο πουλί, που συχνά θεωρείται ως ο μικρότερος κύκνος, αν και θεωρείται επίσης ότι μπορεί να έχει συγγένεια και με τις αγριόπαπιες.

Στην Ελλάδα ζουν τρία είδη κύκνων:

  1. ο βουβόκυκνος[1],
  2. ο αγριόκυκνος και
  3. ο νανόκυκνος

Το πρώτο αποδεδειγμένα κλωσάει τα αβγά του στο Δέλτα του Έβρου, στην τεχνητή λίμνη του Άγρα στην Έδεσσα, στη λίμνη Ορεστιάδα της Καστοριάς και περιστασιακά, σε άλλους υγροβιότοπους. Τα δύο άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους σπανιότερα, ως περιπλανώμενα ή διαβατικά.

Στις τέχνες

Επεξεργασία
 
Η Λήδα και ο Δίας σε μορφή κύκνου.

Από την αρχαιότητα υπήρξε πληθώρα εικαστικών αναπαραστάσεων μυθολογικών συμβάντων και προσώπων με θέμα τον κύκνο.

Πιο πρόσφατα, ο Νίκος Ζούδιαρης κυκλοφόρησε το 2001 το δίσκο Ένας κύκνος κλαίει με το ομώνυμο τραγούδι[2]. Ο Βασίλης Αμανατίδης κυκλοφόρησε στο περιοδικό Εντευκτήριο τρία ποιήματα με θέμα τον κύκνο[3].

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Βλέπε φωτογραφίες Αρχειοθετήθηκε 2007-04-02 στο Wayback Machine. αυτού του είδους κύκνου στον ιστότοπο του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καστοριάς.
  2. Οι στίχου του τραγουδιού μπορούν να βρεθούν εδώ στον ιστότοπο stixoi.info.
  3. Βλέπε στην ιντερνετική έκδοση του Εντευκτηρίου (τεύχ. 56) εδώ Αρχειοθετήθηκε 2007-09-27 στο Wayback Machine..

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, Εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, 1994-1996.