Λαδίσλαος Δ΄ της Ουγγαρίας

Βασιλιάς της Ουγγαρίας και Κροατίας

Ο Λαδίσλαος Δ΄ ο Κουμάνος (ουγγρικά: IV. László, 5 Αυγούστου 126210 Ιουλίου 1290) ήταν βασιλεύς της Ουγγαρίας και της Κροατίας (1272 - 1290). Η μητέρα του Ελισάβετ η Κουμάνα ήταν κόρη ενός παγανιστή Κουμάνου οπλαρχηγού που εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία. Σε ηλικία 7 ετών ο πατέρας του τον πάντρεψε με την Ελισσάβετ, μια από τις κόρες του Καρόλου του Ανδεγαυού. Την εποχή που ήταν 9 ετών ξέσπασε στην Ουγγαρία εξέγερση βαρόνων που τον συνέλαβε και τον φυλάκισε. Ο πατέρας του Στέφανος Ε΄ της Ουγγαρίας πέθανε αιφνίδια και πρόωρα αμέσως μετά (6 Αυγούστου 1272). Την εποχή που ήταν ακόμα ανήλικος υπήρχαν ασταμάτητες συγκρούσεις μεταξύ των βαρόνων για την υπέρτατη εξουσία, ανακηρύχτηκε ενήλικος από μια συνέλευση ευγενών, βαρόνων και Κουμάνων. Με την άνοδο του στον θρόνο συμμάχησε με τον Ροδόλφο των Αψβούργων εναντίον του Ότακαρ Β΄ της Βοημίας. Οι δυνάμεις του είχαν αποφασιστική συμβολή στη "μάχη του Μάρτσφελντ" (26 Αυγούστου 1278) στην οποία ο Ροδόλφος ήταν ο μεγάλος νικητής.

Λαδίσλαος Δ'
Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας
ΠροκάτοχοςΣτέφανος Ε΄
ΔιάδοχοςΑνδρέας Γ΄
Γέννηση5 Αυγούστου 1262
Θάνατος10 Ιουλίου 1290
ΣύζυγοςΕλισάβετ της Σικελίας
ΟίκοςΑρπάντ
ΠατέραςΣτέφανος Ε΄
ΜητέραΕλισάβετ η Κουμάνα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Λαδίσλαος Δ΄ δεν πέτυχε ωστόσο να αποκαταστήσει τη βασιλική εξουσία στην Ουγγαρία και ζήτησε τη βοήθεια του πάπα. Ο Παπικός Λεγάτος Φίλιππος επίσκοπος του Φέρμο συγκλονίστηκε από την παρουσία χιλιάδων ειδωλολατρών Κουμάνων στη χώρα, ο Λαδίσλαος του υποσχέθηκε να τους βαπτίσει χριστιανούς αλλά εκείνοι αρνήθηκαν πεισματικά. Στη σύγκρουση που ακολούθησε ο Λαδίσλαος Δ΄ υποστήριξε τους Κουμάνους, το αποτέλεσμα ήταν ο επίσκοπος Φίλιππος να τον αφορίσει. Οι Κουμάνοι συνέλαβαν και φυλάκισαν τον επίσκοπο Φίλιππο, οι οπαδοί του επισκόπου έκαναν επίσης το ίδιο και στον βασιλιά. Στις αρχές του 1280 ο Λαδίσλαος Δ΄ συμφώνησε με τον επίσκοπο να βαπτίσει τους Κουμάνους χριστιανούς με τη βία, εκείνοι αρνήθηκαν ξανά και οι περισσότεροι εγκατέλειψαν την Ουγγαρία. Ο Λαδίσλαος Δ΄ νίκησε έναν στρατό Κουμάνων που εισέβαλε στην Ουγγαρία (1282), κατόπιν απέκρουσε μια εισβολή Μογγόλων (1285). Ο Λαδίσλαος Δ΄ είχε γίνει τόσο μισητός στους υπηκόους του που έφτασαν στο σημείο να τον κατηγορήσουν ότι υποκινούσε ο ίδιος τους Μογγόλους να εισβάλουν στην Ουγγαρία, φυλάκισε τη γυναίκα του (1286) και έζησε με τις Κουμάνες ερωμένες του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιπλανήθηκε στη χώρα με τους Κουμάνους οπαδούς του αλλά δεν μπόρεσε να ελέγξει τους ευγενείς και τους επισκόπους. Ο Πάπας Νικόλαος Δ΄ αποφάσισε να ανακηρύξει Σταυροφορία εναντίον του Λαδίσλαου Δ΄ αλλά τρεις Κουμάνοι οπλαρχηγοί τον δολοφόνησαν.

Πρώτα χρόνια

Επεξεργασία
 
Η "μάχη του Μάρτσφελντ"

Ο Λαδίσλαος Δ΄ ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλέως της Ουγγαρίας Στεφάνου Ε΄, του γιου του Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας και της συζύγου του Ελισάβετ της Κουμάνας.[1][2] Η μητέρα του ήταν κόρη ενός Κουμάνου οπλαρχηγού ο οποίος ήταν παγανιστής και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ουγγαρία.[3] Η Ελισάβετ γεννήθηκε επίσης παγανίστρια αλλά αναγκάστηκε να βαπτιστεί χριστιανή για να παντρευτεί τον διάδοχο του Ουγγρικού θρόνου.[4] Σύμφωνα με τον Σίμον ντε Κέζα που διετέλεσε θαλαμηπόλος του τη δεκαετία του 1270 γεννήθηκε στο Ζώδιο του Άρη (1262).[2][5] Οι συγκρούσεις ξέσπασαν ανάμεσα στον πατέρα του και τον παππού του οδηγώντας σε έναν οικογενειακό εμφύλιο πόλεμο (1264).[2][6] Τα στρατεύματα του Μπέλα Δ΄ τα οποία διοικούσε η ίδια η θεία του Άννα της Ουγγαρίας τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν.[2][7] Ο μικρός Λαδίσλαος μεταφέρθηκε δυο μήνες αργότερα στην αυλή του Μπολέσλαφ Ε΄ του Αγνού ο οποίος ήταν συγγενής του Μπέλα Δ΄.[8] Με την ανακωχή που έκλεισε ανάμεσα στον πατέρα του και τον παππού του ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στην Ουγγαρία μαζί με τον πατέρα του.[9]

Ο διάδοχος Στέφανος προχώρησε τον Σεπτέμβριο του σε συμμαχία με τον πανίσχυρο την εποχή Κάρολο τον Ανδεγαυός.[10][11] Με τη συνθήκη αυτή η κόρη του Καρόλου του Ανδεγαυού Ελισάβετ η οποία ήταν μόλις 4 ετών θα παντρευόταν τον 7χρονο Λαδίσλαο, ακολούθησε ο γάμος των παιδιών (1270).[2][11] Ο ηλικιωμένος Μπέλα Δ΄ πέθανε (3 Μαΐου 1270), σε δύο μήνες στέφτηκε νέος βασιλιάς ο γιος και διάδοχος του Στέφανος Ε΄.[11][12] Ο νέος βασιλιάς δεν μπόρεσε να αποκαταστήσει την εξουσία λόγω της αντιπάθειας από τους βαρόνους αλλά και από την ίδια τη βασιλική οικογένεια.[13] Η αδελφή του Άννα και οι στενότεροι σύμβουλοι του πατέρα του δραπέτευσαν από την Ουγγαρία και κατέφυγαν στην αυλή του γαμπρού της Άννας Ότακαρ Β΄ της Βοημίας.[13][14] Ο Ιωακείμ Γκούτκελεντ, Μπαν της Σλαβονίας που διορίστηκε από τον ίδιο τον Στέφανο επαναστάτησε εναντίον του το καλοκαίρι του 1272.[15] Ο μικρός Λαδίσλαος αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε φυλακισμένος στο κάστρο της Κοπρίβνιτσα στη Σλαβονία.[11] Ο ιστορικός Παπ Ένγκελ ισχυρίζεται ότι ο Ιωακείμ Γκούτκελεντ είχε στόχο να πιέσει τον Στέφανο Ε΄ να μοιράσει το βασίλειο του με τον γιο του.[11] Ο Στέφανος Α΄ ξεκίνησε να πολιορκεί το κάστρο της Κοπρίβνιτσα αλλά αρρώστησε αιφνίδια βαριά και πέθανε αμέσως μετά (6 Αυγούστου 1271).[11][12]

Ανήλικος βασιλεύς

Επεξεργασία
 
Η σφραγίδα (σιγίλλιον) του Λαδισλάου Δ΄.

Ο Ιωακείμ Γκούτκελεντ μόλις έμαθε τον θάνατο του βασιλιά αναχώρησε για το Σεκεσφέχερβαρ με στόχο να παραστεί στη στέψη του μικρού Λαδίσλαου.[16][17] Η μητέρα του συμμάχησε μαζί του, αυτό εξόργισε τους οπαδούς του Στέφανου Ε΄ και την κατηγόρησαν ότι είχε συνωμοτήσει εναντίον του συζύγου της.[16][17] Ο θησαυροφύλακας του Στέφανου Ε΄ πολιόρκησε το Σεκεσφέχερβαρ αλλά η φρουρά του Ιωακείμ Γκούτκελεντ τον συνέτριψε, κατόπιν επιτέθηκε στην Μπρατισλάβα, την κατέκτησε και την παρέδωσε στον Ότακαρ Β΄ της Βοημίας.[16] Ο Αρχιεπίσκοπος Φίλιππος του Έστεργκομ έστεψε βασιλιά τον Λαδίσλαο στο Σεκεσφέχερβαρ (3 Σεπτεμβρίου 1271).[12][16] Ο 8χρονος Λαδίσλαος Δ΄ ήταν επίσημα υπό την κηδεμονία της μητέρας του αλλά στην πραγματικότητα κυβερνούσαν οι βαρόνοι όπως οι Οικογένεις Κσακ και Κεσέγκι. O ξάδελφος του Μπέλα του Μακσό δολοφονήθηκε τον Νοέμβριο από τον Ερρίκο Α΄ Κεσέγκι.[18][19][20][21] Σε αντίποινα απέναντι στις Ουγγρικές επιθέσεις η Αυστρία και η Μοραβία επιτέθηκαν τον Απρίλιο του 1273 στα δυτικά σύνορα της Ουγγαρίας, κατέκτησαν το Γκιούρ και το Σόμπατχεϊ.[22] Ο Ιωακείμ Γκούτκελεντ έκανε αντεπίθεση και ανακατέλαβε τις κομητείες αλλά το φθινόπωρο του 1273 ο Ότοκαρ Β΄ της Βοημίας κατέκτησε επίσης πολλά φρούρια, ανάμεσα τους το Γκιούρ και το Σόπρον.[23][24] Ο Πέτερ Α΄ Κσακ και οι σύμμαχοι του ανέτρεψαν από την εξουσία τον Ιωακείμ Γκούτκελεντ και τον Ερρίκο Α΄ Κεσέγκι, αυτοί ως απάντηση συνέλαβαν τον Ιούνιο του 1274 τον Λαδίσλαο και τη μητέρα του.[25][26] Ο Πέτερ Α΄ Κσακ τους ελευθέρωσε, τότε ο Ιωακείμ Γκούτκελεντ και ο Ερρίκος Α΄ Κεσέγκι συνέλαβαν τον μικρό αδελφό του βασιλιά Ανδρέα υφαρπάζοντας τη Σλαβονία.[20][25][26]

Ο Ιωακείμ Γκούτκελεντ και ο Ερρίκος Α΄ Κεσέγκι απαιτούσαν να κυβερνήσουν τη Σλαβονία στο όνομα του Ανδρέα αλλά τον Σεπτέμβριο του 1274 ο Πέτερ Α΄ Κσακ επιτέθηκε και τους συνέτριψε.[20][25] Ο Ερρίκος Α΄ Κεσέγκι έπεσε στη μάχη. Ο Πέτερ Α΄ Κσακ ξεκίνησε τότε εκστρατεία εναντίον του γιου του Κεσέγκι, τον συνόδευσε και ο μικρός βασιλιάς Λαδίσλαος.[25] Ο Λαδίσλαος Δ΄ σύναψε στα τέλη του 1274 συμμαχία εναντίον του Ότοκαρ Β΄ με τον νέο πανίσχυρο βασιλιά της Γερμανίας Ροδόλφο Α΄ των Αψβούργων.[25][27] Ο Λαδίσλαος Δ΄ προσβλήθηκε από άγνωστη βαριά ασθένεια αλλά ανάρρωσε, απέδωσε το θαύμα στη θανούσα θεία του Μαργαρίτα και ζήτησε από την Αγία Έδρα την Αγιοποίηση της (1275).[28] Την ίδια χρονιά ξέσπασε νέος εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον Ιωακείμ Γκούτκελεντ και στον Πέτερ Α΄ Κσακ.[29] Ο Λαδίσλαος Α΄ υποστήριξε τη στρατιωτική εκστρατεία του Κασκ εναντίον του Κεσέγκι ο οποίος ήταν σύμμαχος του Ιωακείμ Γκούτκελεντ.[29] Σε συμβούλιο βαρόνων που ακολούθησε ωστόσο στη Βούδα (21 Ιουνίου 1276) ο Ιωακείμ Γκούτκελεντ κατάφερε να αφαιρέσει από τους αντιπάλους του τις εξουσίες.[29] Με πλεονέκτημα τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον Γερμανό αυτοκράτορα Ροδόλφο Α΄ και τον Ότοκαρ Β΄ της Βοημίας ο Λαδίσλαος Δ΄ εισέβαλε το φθινόπωρο του 1276 στην Αυστρία.[30] Πολλές πόλεις όπως το Σόπρον αποδέχθηκαν την κυριαρχία του Λαδίσλαου Δ΄, ο Ότοκαρ Β΄ του υποσχέθηκε να του δώσει όλες τις πόλεις της δυτικής Ουγγαρίας που είχε κατακτήσει.[30] Ο Λαδίσλαος Δ΄ βρέθηκε σύντομα ωστόσο αντιμέτωπος με νέα εσωτερικά προβλήματα που είχαν ξεσπάσει στην Ουγγαρία με εμφυλίους (1277). Οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας εξεγέρθηκαν εναντίον της Άλμπα Ιουλία έδρα επισκόπου της Τρανσυλβανίας, η Οικογένεια Μπάμπονιτς προχώρησε με τη σειρά της σε νέα εξέγερση στη Σλαβονία.[21]

Ενηλικίωση

Επεξεργασία

Ο Ιωακείμ Γκούτκελεντ έπεσε τον Απρίλιο του 1277 σε μάχη εναντίον της Οικογένειας Μπάμπονιτς.[30][31] Σε έναν μήνα μια Συνέλευση ευγενών, βαρόνων και Κουμάνων ανακήρυξε τον 15χρονο Λαδίσλαο νέο ενήλικο βασιλιά.[18][20] Ο νεαρός Λαδίσλαος Δ΄ ανέλαβε την ευθύνη να αποκαταστήσει την εσωτερική ειρήνη στην Ουγγαρία με κάθε μέσο, επιτέθηκε στα εδάφη των Κεσέγκι στην Τρανσυλβανία αλλά δεν μπόρεσε να τους νικήσει.[32] Η συμμαχία του με τον αυτοκράτορα των Γερμανών Ροδόλφο Α΄ εναντίον του Ότακαρ Β΄ της Βοημίας επιβεβαιώθηκε.[32] Το καλοκαίρι του 1278 ο Λαδίσλαος Δ΄ συγκάλεσε Σύνοδο σχετικά με το θέμα επτά κομητειών κατά μήκος του ποταμού Τίσα, δύο τοπικοί επαναστάτες ευγενείς καταδικάστηκαν σε θάνατο.[32] Ο Ιβάν Κεσέγκι προσκάλεσε τον νόθο ξάδελφο του βασιλιά Ανδρέα τον Ενετό να ανατρέψει τον Λαδίσλαο.[32] Ο μελλοντικός βασιλιάς Ανδρέας Γ΄ προσπάθησε να κατακτήσει τη Σλαβονία, απέτυχε και επέστρεψε στη Δημοκρατία της Βενετίας.[32] Ο Λαδίσλαος Δ΄ ενώθηκε με τον Ροδόλφο Α΄ της Γερμανίας και ξεκίνησαν εκστρατεία εναντίον του Ότακαρ Β΄ της Βοημίας.[20] Ο Ουγγρικός στρατός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη "μάχη του Μάρτσφελντ" (26 Αυγούστου 1278) στην οποία ο Ροδόλφος Α΄ ήταν ο μεγάλος νικητής, ο Ότακαρ Β΄ έπεσε στη μάχη.[20][33] Ο χρονικογράφος Σίμων ντε Κέζα έγραψε ότι μετά τη μάχη ο Ροδόλφος Α΄ τον "ευχαρίστησε θερμά και τον αντάμειψε με την αποκατάσταση του στα εδάφη του στην Αυστρία και τη Στυρία".[34][35]

Οι υποθέσεις των Κουμάνων

Επεξεργασία
 
Ο Λαδίσλαος Δ΄ της Ουγγαρίας όπως απεικονίζεται με ενδύματα Κουμάνων στα "Πεφωτισμένα Χρονικά"

Ο Πάπας Νικόλαος Γ΄ έστειλε τον Φίλιππο επίσκοπο του Φέρμο στην Ουγγαρία με εντολή να βοηθησει τον Λαδίσλαο Δ΄ να αποκαταστήσει τη βασιλική εξουσία (22 Σεπτεμβρίου 1278), οι παπικοί απεσταλμένοι έφτασαν στην Ουγγαρία στις αρχές της επόμενης χρονιάς.[36][37] Με την παρέμβαση του πάπα ο Λαδίσλαος Δ΄ προχώρησε σε συμφωνία με τους Κεσέγκι.[36] Ο επίσκοπος Φιλιππος αναγνώρισε αμέσως ότι οι περισσότεροι Κουμάνοι της Ουγγαρίας ήταν παγανιστές.[37][38] Οι Κουμάνοι οπλαρχηγοί υποσχέθηκαν σε μια τελετή ότι θα μεταστρέψουν τον λαό τους στον χριστιανισμό, κατόπιν ο επίσκοπος ζήτησε από τον νεαρό βασιλιά να βάλει τους Κουμάνους αρχηγούς να ορκιστούν ότι θα τηρήσουν τον όρκο τους.[36] Σε Σύνοδο που ακολούθησε ο Λαδίσλαος Δ΄ ακολούθησε τις εντολές του παπικού Λεγάτου, ζήτησε από τους Κουμάνους "να εγκαταλήψουν τις σκηνές" και να "ζήσουν σε σπίτια προσκολλημένα στο έδαφος".[38] Οι Κουμάνοι το αρνήθηκαν και ο ίδιος ο Λαδίσλαος Δ΄ ως Κουμάνος και ο ίδιος κατά το ήμισυ από μητέρα αναγκάστηκε να τους υποστηρίξει.[38][39]

Ο επίσκοπος Φίλιππος αφόρισε τότε τον Λαδίσλαο Δ΄ και έθεσε το Βασίλειο της Ουγγαρίας υπό απαγόρευση.[40] Ο Λαδίσλαος Δ΄ μαζί με τους Κουμάνους οπαδούς του πήγαν στον πάπα και του ζήτησαν να αποσύρει τον αφορισμό αλλά εκείνος το αρνήθηκε.[40] Με εντολή του ίδιου του Λαδίσλαου στις αρχές του 1280 οι Κουμάνοι συνέλαβαν και φυλάκισαν τον ίδιο τον επίσκοπο Φίλιππο.[39][40] O Φίντα Άμπα συνελαβε αμέσως μετά ως αντίποινο τον ίδιο τον βασιλιά.[39][40] Ο Λαδίσλαος Δ΄ και ο επίσκοπος ελευθερώθηκαν σύντομα αφού πρώτα ο Λαδίσλαος Δ΄ αναγκάστηκε να ορκιστεί ότι θα μεταστρέψει τους Κουμάνους στον χριστιανισμό έστω και με τη βία.[41] Ο λαός των Κουμάνων το αρνήθηκε και αποφάσισαν να δραπετεύσουν από την Ουγγαρία, ο Λαδίσλαος Δ΄ έσπευσε να τους εμποδίσει αλλά αυτοί κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα.[42][43] Ο Λαδίσλαος Δ΄ προχώρησε σε εκστρατεία εναντίον του Φίντα Άμπα, το καλοκαίρι του 1281 κατέκτησε τα κάστρα του.[42] Ο επίσκοπος Φίλιππος εγκατέλειψε ταυτόχρονα την Ουγγαρία και δήλωσε ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ.[44] Ο στρατός των Κουμάνων προχώρησε σε εισβολή στη νότια Ουγγαρία, ο ίδιος ο βασιλιάς αποφάσισε σύμφωνα με τα "Πεφωτισμένα Χρονικά" να τους αντιμετωπίσει με γενναιότητα.[38][45] Στα τέλη του 1282 ο Λαδίσλαος Δ΄ πολιόρκησε το Μπερνστάιν το οποίο κατείχαν οι Κεσέγκι.[45][46] Οι Κεσέγκι αντιστάθηκαν με θάρρος και ανάγκασαν τον βασιλιά να λύσει την πολιορκία στις αρχές της επόμενης χρονιάς.[46] Ο Λαδίσλαος Δ΄ συμφιλιώθηκε με τον Ιβάν Κεσέγκι και τον διόρισε Παλατίνο (1283), κατόπιν εγκατέλειψε τη σύζυγο του και ζούσε με τις Κουμάνες ερωμένες του.[38][46]

Τελευταία χρόνια και δολοφονία

Επεξεργασία
 
Η δολοφονία του Λαδίσλαου Δ΄ από Κουμάνους

Οι Μογγόλοι της Χρυσής Ορδής επιτέθηκαν τον Ιανουάριο του 1285 στην Ουγγαρία υπό την ηγεσία των Χάνων Ταλαμούγκα και Μογκάι.[47] Τα "Πεφωτισμένα Χρονικά" έγραψαν ότι "έσπειραν την καταστροφή και έκαψαν όλη τη χώρα ανατολικά του Δούναβη".[48] Οι τοπικές δυνάμεις αντιστάθηκαν γενναία και οι Μογγόλοι σε δύο μήνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.[48] Η μεγάλη εύνοια που έδειχνε ο Λαδίσλαος Δ΄ στους Κουμάνους τον έκανε τόσο μισητό στους Ούγγρους υπηκόους του που έφτασαν στο σημείο να τον κατηγορήσουν ότι ο ίδιος υποκίνησε τους Μογγόλους να εισβάλουν στη χώρα.[49] Ο Λαδίσλαος Δ΄ στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε αιχμαλώτους Μογγόλους για να υποτάξουν εξεγέρσεις, όπως τον Σεπτέμβρο του 1285 στο Σέπες.[50] Ο Λαδίσλαος Δ΄ προτιμούσε επιπλέον να ζει σαν Κουμάνος τόσο στο ντύσιμο όσο και στην κόμμωση, είχε επίσης και πολλές ερωμένες Κουμάνες.[38][51] Τον Σεπτέμβριο του 1286 ο Λαδίσλαος Δ΄ φυλάκισε τη γυναίκα του και παραχώρησε όλη τη βασιλική περιουσία στις Κουμάνες ερωμένες του.[50][51] Ο αρχιεπίσκοπος Λοντόμερ την απελευθέρωσε τον επόμενο Σεπτέμβριο, κατόπιν συγκάλεσε Σύνοδο βαρόνων και αφόρισε τον βασιλιά.[50] Ο Λαδίσλαος Δ΄ απάντησε εξαγριωμένος "θα βάλω τους Τατάρους να εξαφανίσουν ολόκληρο τον κλήρο μέχρι τη Ρώμη".[38][52] Οι βαρόνοι συνέλαβαν τον Ιανουάριο του 1288 τον Λαδίσλαο στη Σέπες και τον φυλάκισαν.[53] Οι οπαδοί του τον απελευθέρωσαν και ο αρχιεπίσκοπος Λοντόμερ του δήλωσε ότι θα καταργήσει τον αφορισμό με την προϋπόθεση ότι θα ζήσει σύμφωνα με τα χριστιανικά έθιμα.[53]

Ο Λαδίσλος Δ΄ ωστόσο παραβίασε την υπόσχεση του, απήγαγε την αδελφή του Ελισάβετ που ζούσε σε μια Δομηνικανή μονή στο "νησί της Μαργαρίτας" και την έδωσε νύφη σε έναν Κουμάνο αριστοκράτη.[53][54] Σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο Λοντόμερ ο Λαδίσλαος Δ΄ δήλωσε "αν είχα 15 ή περισσότερες αδελφές θα τις άρπαζα όλες, θα τις πάντρευα παράνομα ώστε να αποκτήσω όσο το δυνατό περισσότερους συγγενείς οπαδούς μου".[52] Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε περιφερόμενος από τόπο σε τόπο, την εξουσία στο Βασίλειο της Ουγγαρίας την είχαν οι βαρόνοι χωρίς να τον υπολογίζουν.[38][55] Οι Κεσέγκι πρόσφεραν το στέμμα στον νόθο θείο του Ανδρέα τον Ενετό ο οποίος έφτασε στην Ουγγαρία στις αρχές του 1290.[56] Ο πάπας Νικόλαος Δ΄ έφτασε στο σημείο να σκέφτεται να κηρύξει εναντίον του Σταυροφορία.[57][58] Ο Λαδίσλαος Δ΄ δολοφονήθηκε τελικά από τρεις Κουμάνους οπλαρχηγούς απέναντι στους οποίους ήταν πάντοτε καχύποπτος.[38][59] Ο Κουμάνος Νίκολας, αδελφός μίας από τις ερωμένες του απάντησε θανατώνοντας τους δολοφόνους.[59] Απεβίωσε άτεκνος και τον διαδέχθηκε ο εξάδελφος τού πατέρα του, βασιλιάς Ανδρέας Γ΄ της Ουγγαρίας, υιός του Στεφάνου του υστερότοκου και της Ενετής Τομαζίνας Μοροζίνι.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Kristó 1994, σ. 396
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Kristó & Makk 1996, σ. 274
  3. Kristó & Makk 1996, σ. 268
  4. Berend 2001, σ. 261
  5. Berend 2001, σ. 179
  6. Fine 1994, σ. 178
  7. Zsoldos 2007, σ. 141
  8. Zsoldos 2007, σσ. 79–80, 82, 141
  9. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 160
  10. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 163
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 Engel 2001, σ. 107
  12. 12,0 12,1 12,2 Bartl et al. 2002, σ. 33
  13. 13,0 13,1 Kontler 1999, σ. 99
  14. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 164
  15. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 164, 166
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 166
  17. 17,0 17,1 Kristó & Makk 1996, σ. 275
  18. 18,0 18,1 Kontler 1999, σ. 83
  19. Fine 1994, σ. 181
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 Engel 2001, σ. 108
  21. 21,0 21,1 Zsoldos 2007, σ. 132
  22. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 168
  23. Érszegi & Solymosi 1981, σσ. 168–169
  24. Kristó 2003, σ. 186
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 Érszegi & Solymosi 1981, σσ. 170
  26. 26,0 26,1 Kristó & Makk 1996, σ. 276
  27. Žemlička 2011, σ. 110
  28. Klaniczay 2002, σ. 225
  29. 29,0 29,1 29,2 Érszegi & Solymosi 1981, σσ. 171
  30. 30,0 30,1 30,2 Érszegi & Solymosi 1981, σσ. 172
  31. Kristó 2003, σ. 188
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 32,4 Érszegi & Solymosi 1981, σσ. 173
  33. Žemlička 2011, σ. 111
  34. Simon of Kéza: The Deeds of the Hungarians (ch. 2.74), σ. 155
  35. Kristó & Makk 1996, σ. 277
  36. 36,0 36,1 36,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 174
  37. 37,0 37,1 Berend 2001, σ. 277
  38. 38,0 38,1 38,2 38,3 38,4 38,5 38,6 38,7 38,8 Engel 2001, σ. 109
  39. 39,0 39,1 39,2 Kristó & Makk 1996, σ. 278
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 175
  41. Érszegi & Solymosi 1981, σσ. 175-176
  42. 42,0 42,1 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 176
  43. Kristó 2003, σσ. 193–194
  44. Engel 2001, σσ. 109, 390
  45. 45,0 45,1 Kristó 2003, σ. 194
  46. 46,0 46,1 46,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 177
  47. Sălăgean 2005, σ. 238
  48. 48,0 48,1 Bárány 2012, σ. 357
  49. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 180
  50. 50,0 50,1 50,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 178
  51. 51,0 51,1 Berend 2001, σ. 174
  52. 52,0 52,1 Berend 2001, σ. 176
  53. 53,0 53,1 53,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 179
  54. Klaniczay 2002, σ. 262
  55. Kontler 1999, σ. 84
  56. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 181
  57. Berend 2001, σσ. 174–175
  58. Kontler 1999, σσ. 83–84
  59. 59,0 59,1 Kristó & Makk 1996, σ. 281
  • Simon of Kéza: The Deeds of the Hungarians (Edited and translated by László Veszprémy and Frank Schaer with a study by Jenő Szűcs) (1999). CEU Press.
  • The Hungarian Illuminated Chronicle: Chronica de Gestis Hungarorum (Edited by Dezső Dercsényi) (1970). Corvina, Taplinger Publishing.

Bain, Robert Nisbet (1911). "Ladislaus IV". In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 16 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 59–60. Bárány, Attila (2012). "The Expansion of the Kingdom of Hungary in the Middle Ages (1000–1490)". In Berend, Nóra (ed.). The Expansion of Central Europe in the Middle Ages. Ashgate Variorum. σσ. 333–380.

  • Bartl, Július; Čičaj, Viliam; Kohútova, Mária; Letz, Róbert; Segeš, Vladimír; Škvarna, Dušan (2002). Slovak History: Chronology & Lexicon. Bolchazy-Carducci Publishers, Slovenské Pedegogické Nakladatel'stvo.
  • Berend, Nora (2001). At the Gate of Christendom: Jews, Muslims and 'Pagans' in Medieval Hungary, c. 1000–c. 1300. Cambridge University Press.
  • Engel, Pál (2001). The Realm of St Stephen: A History of Medieval Hungary, 895–1526. I.B. Tauris Publishers.
  • Fine, John V. A. Jr. (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ann Arbor, Michigan: University of Michigan Press.
  • Érszegi, Géza; Solymosi, László (1981). "Az Árpádok királysága, 1000–1301 [The Monarchy of the Árpáds, 1000–1301]". In Solymosi, László (ed.). Magyarország történeti kronológiája, I: a kezdetektől 1526-ig [Historical Chronology of Hungary, Volume I: From the Beginning to 1526] (in Hungarian). Akadémiai Kiadó. σσ. 79–187.
  • Klaniczay, Gábor (2002). Holy Rulers and Blessed Princes: Dynastic Cults in Medieval Central Europe. Cambridge University Press.
  • Kontler, László (1999). Millennium in Central Europe: A History of Hungary. Atlantisz Publishing House.
  • Kristó, Gyula; Makk, Ferenc (1996). Az Árpád-ház uralkodói [Rulers of the House of Árpád] (in Hungarian). I.P.C. Könyvek.
  • Kristó, Gyula (1994). "IV. (Kun) László [Ladislaus IV the Cuman]". In Kristó, Gyula; Engel, Pál; Makk, Ferenc (eds.). Korai magyar történeti lexikon (9–14. század) [Encyclopedia of the Early Hungarian History (9th–14th centuries)] (in Hungarian). Akadémiai Kiadó. σ. 396.
  • Kristó, Gyula (2003). Háborúk és hadviselés az Árpádok korában [Wars and Tactics under the Árpáds] (in Hungarian). Szukits Könyvkiadó.
  • Makk, Ferenc (1994). "Mária 2. [Mary, 2nd entry]". In Kristó, Gyula; Engel, Pál; Makk, Ferenc (eds.). Korai magyar történeti lexikon (9–14. század) [Encyclopedia of the Early Hungarian History (9th–14th centuries)] (in Hungarian). Akadémiai Kiadó. σ. 444
  • Sălăgean, Tudor (2005). "Regnum Transilvanum. The assertion of the Congregational Regime". In Pop, Ioan-Aurel; Nägler, Thomas (eds.). The History of Transylvania, Vol. I. (Until 1541). Romanian Cultural Institute (Center for Transylvanian Studies). σσ. 233–246.
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.
  • Žemlička, Josef (2011). "The Realm of Přemysl Ottokar II and Wenceslas II". In Pánek, Jaroslav; Tůma, Oldřich (eds.). A History of the Czech Lands. Charles University in Prague. σσ. 106–116.
  • Zsoldos, Attila (2007). Családi ügy: IV. Béla és István ifjabb király viszálya az 1260-as években [A family affair: The Conflict between Béla IV and King-junior Stephen in the 1260s] (in Hungarian). História, MTA Történettudományi Intézete.