Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν

πρώην κράτος

Η Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν (περσικά: جمهوری دمکراتی افغانستان, παστού: دافغانستان دمکراتی جمهوریت) ήταν σοσιαλιστικό κράτος στη νότια Κεντρική Ασία. Υπήρχε από το 1978 έως το 1992 ως διάδοχο κράτος της ανακηρυχθείσας το 1973 Δημοκρατίας του Αφγανιστάν.

Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν

1978 – 1992
Ύμνος
Γκαράμ σαχ λα γκαράμ σαχ
(«Να είστε ένθερμοι, περισσότερο ένθερμοι»)
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Πρωτεύουσα Καμπούλ
Γλώσσες παστού, περσικά
Θρησκεία Κρατικός αθεϊσμός (1978-1987)
Ισλάμ (1987-1992)
Πολίτευμα Λαϊκή δημοκρατία
Πρόεδρος δείτε παρακάτω
Ιστορία
 -  Ίδρυση 1978
 -  Κατάλυση 1992
Έκταση
 -  1992 647.500 km²
Πληθυσμός
 -  1992 εκτ. 13.811.900 
     Πυκνότητα 21,3 /km²
Νόμισμα Αφγάνι
Σήμερα Αφγανιστάν

Η χώρα βρισκόταν οικονομικά, στρατιωτικά και ιδεολογικά υπό τον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης και πολιτικά κυριαρχούνταν από το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν. Ωστόσο, θεσπίστηκαν αρκετές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού, αλλά πολλά από τα επιτεύγματα αναιρέθηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες.[1]

Σχηματισμός Επεξεργασία

 
Μία μέρα μετά την εξέγερση του Σαούρ

Στις 27 Απριλίου 1978, ο αφγανικός στρατός πραγματοποίησε στρατιωτικό πραξικόπημα. Το πραξικόπημα ξεκίνησε με προέλαση του στρατού από το Διεθνές Αεροδρόμιο της Καμπούλ προς το κέντρο της πόλης. Χρειάστηκαν μόνον 24 ώρες για την κατάληψη της εξουσίας στην πρωτεύουσα. Ο Νταούντ και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του εκτελέστηκαν στο προεδρικό ανάκτορο την επόμενη μέρα.[2]

Το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν κατέλαβε την εξουσία μέσα από το στρατιωτικό πραξικόπημα που έγινε γνωστό ως εξέγερση του Σαούρ.[3] Ο Νουρ Μοχαμάντ Ταρακί, γενικός γραμματέας του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν, έγινε πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου και Πρωθυπουργός της νεοσχηματισθείσας Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν.[2] Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, ο Ταρακί ανέλαβε τη θέση του Προέδρου του Αφγανιστάν και ο Χαφιζουλάχ Αμίν έγινε Αντιπρόεδρος του Αφγανιστάν.[4]

Ιστορία Επεξεργασία

Μεταξύ 1000 και 3000 άνθρωποι σκοτώθηκαν το 1978 ως αποτέλεσμα των ισλαμιστικών εξεγέρσεων και των αποπείρων για πραξικόπημα κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εξέγερσης του Σαούρ το 1978, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου Μοχάμεντ Νταούντ Χαν και 17 μελών της οικογένειάς του.[5] Πολλά άτομα, εκ των οποίων και μέλη της βασιλικής οικογένειας φυλακίστηκαν ισοβίως.[2]

Ο Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί ορίστηκε πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου και Πρωθυπουργός, ενώ ο Μπαμπράκ Καρμάλ έγινε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και ο Χαφιζουλάχ Αμίν υπουργός εξωτερικών.

Ο Μπαμπράκ Καρμάλ ήταν ο επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος Παρτσάμ (σημαία), στο οποίο συμμετείχαν κυρίως Τατζίκοι και υποστήριξε το πραξικόπημα του Νταούντ κατά του μοναρχικού καθεστώτος το 1973. Το 1977, το Παρτσάμ συγχωνεύθηκε με το Xαλκ (λαός), ένα κομμουνιστικό κόμμα το οποίο ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1960 και αποτελούνταν κυρίως από Παστούν. Σταδιακά ο Μπαμπράκ και άλλα μέλη του κόμματος Παρτσάμ εξορίστηκαν και στις 28 Μαρτίου 1979 ο Χαφιζουλάχ Αμίν έγινε πρωθυπουργός. Υπήρχαν εντάσεις μεταξύ των δύο συνιστωσών. Χιλιάδες κομμουνιστές του Παρτσάμ καταπιέστηκαν και ορισμένοι από αυτούς συνελήφθησαν.[6]

Μέσα από πραξικόπημα, οι κομμουνιστές κατέλαβαν τον έλεγχο της χώρας. Η πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος έλαβε χώρα στην επαρχία Κουνάρ του Νουρεστάν το 1978. Ακόμη και πριν την άφιξη των Σοβιετικών, 400.000 πρόσφυγες αποχώρησαν από τη χώρα για να εγκατασταθούν στο Πακιστάν ως αποτέλεσμα των εξεγέρσεων των ισλαμιστών μουτζαχεντίν. Ανάμεσά τους βρίσκονταν οι Κιργίζιοι του Ουακχάν, οι οποίοι αποχώρησαν από τη χώρα για την Τουρκία και 60.000 πήγαν στο Ιράν του Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί.[7]

Τον Σεπτέμβριο του 1979 ο Ταρακί σκοτώθηκε από τους ακόλουθους του Αμίν, ο οποίος πλέον αναδιένειμε την πολιτική ισχύ στην πλευρά του, η οποία με τη σειρά της αντιτίθενταν στα σοβιετικά σχέδια, που ήταν η αποστολή στρατιωτικής βοήθειας λόγω της ασταθούς κατάστασης που υπήρχε στο εσωτερικό της χώρας. Οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν στις 24 Δεκεμβρίου 1979 σε μία απόπειρά τους να επαναφέρουν τον Μπαμπράκ Καρμάλ στην εξουσία. Ο Χαφιζουλάχ Αμίν σκοτώθηκε από μονάδες των Ειδικών Δυνάμεων στη σύντομη μάχη τους να καταλάβουν την πρωτεύουσα Καμπούλ.[8]

Η κομμουνιστική κυβέρνηση του Αφγανιστάν ζήτησε τη βοήθεια και άλλων σοσιαλιστικών χωρών λόγω της αντίστασης των μουτζαχεντίν. Ο πόλεμος από το 1979 έως το 1989 οδήγησε σε απόσυρση των Σοβιετικών και η κομμουνιστική κυβέρνηση ήταν σχεδόν μόνη της. Το 1992, η Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν κατέρρευσε λόγω της αδυναμίας της να διαχειριστεί τα αντίπαλα κόμματα των μουτζαχεντίν για περίοδο τριών ετών.[9]

Μεταρρυθμίσεις Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της προεδρείας του Ταρακί πραγματοποιήθηκαν οι εξής μεταρρυθμίσεις:

  • Απαγόρευση των καταναγκαστικών γάμων και εισαγωγή ορίου ηλικίας για την τέλεση γάμου
  • Εισαγωγή της θρησκευτικής ελευθερίας των θρησκευτικών μειονοτήτων στο πλαίσιο του επίσημου αθεϊσμού
  • Απαγόρευση της χρήσης της μπούρκας από τις γυναίκες[10]
  • Κατάργηση της υποχρέωσης των ανδρών να φέρουν γενειάδες
  • Κρατική εποπτεία και έλεγχος των τζαμιών[11]
  • Αγροτική μεταρρύθμιση: Μετασχηματισμός ιδιοκτησίας γης με τη μετατροπή της φεουδαρχικής σε σοσιαλιστική ιδιοκτησία[12]
  • Εκβιομηχάνιση
  • Επέκταση των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων με τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού
  • Εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ειδικά για τις γυναίκες[11]
  • Δημιουργία συστήματος δημόσιας υγείας

Ηγέτες Επεξεργασία

Χρονολογικός κατάλογος των προέδρων της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν:

  1. Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί (30 Σεπτεμβρίου 1978 έως 14 Σεπτεμβρίου 1979)
  2. Χαφιζουλάχ Αμίν (14 Σεπτεμβρίου 1979 έως 27 Δεκεμβρίου 1979)
  3. Μπαμπράκ Καρμάλ (28 Δεκεμβρίου 1979 έως 20 Νοεμβρίου 1986)
  4. Χατζί Μοχαμάντ Τσαμκανί (20 Νοεμβρίου 1986 έως 30 Σεπτεμβρίου 1987)
  5. Μοχαμάντ Νατζιμπουλάχ (30 Σεπτεμβρίου 1987 έως 16 Απριλίου 1992)
  6. Αμπντούλ Ραχίμ Χατίφ (18 Απριλίου 1992 έως 28 Απριλίου 1992)

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Sen Gupta, Bhabani (1986). Afghanistan. Politics, Economics and Society. Revolution, Resistance, Intervention. London: Pinter. σελ. 128. ISBN 0-86187-390-4. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Garthoff, Raymond L. (1994). Détente and Confrontation. American-Soviet relations from Nixon to Reagan. Washington D.C.: The Brookings Institute. σελ. 986. ISBN 0-8157-3042-X. 
  3. «BBC News | Analysis | Afghanistan: 20 years of bloodshed». news.bbc.co.uk. 26 Απριλίου 1998. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2018. 
  4. «Afghanistan - USURPATION, INVASION AND WAR: 1978-92». countrystudies.us. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2019. 
  5. Bradsher, Henry S. (1983). Afghanistan and the Soviet Union . Durham NC: Duke University Press. σελ. 72–73. ISBN 0-8223-0496-1. 
  6. Arnold, Anthony (1983). Afghanistan's Two-Party Communism: Parcham and Khalq. Stanford: Hoover Press. σελ. 167. ISBN 9780817977931. 
  7. Stedman, Stephen John· Tanner, Fred (2004). Refugee Manipulation: War, Politics, and the Abuse of Human Suffering. Washington D. C.: Brookings Institution Press. σελ. 59. ISBN 9780815780892. 
  8. Clements, Frank· Adamec, Ludwig W. (2003). Conflict in Afghanistan: A Historical Encyclopedia. Santa Barbara, California: ABC-CLIO. σελ. 236. ISBN 9781851094028. 
  9. Mann, Carol. «Les Cahiers de Louise, résistances à l'air du temps». Models and realities of Afghan Womanhood, a retrospective and prospects (part.1). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2018. 
  10. Racist Scapegoating of Muslim Women – Down with Quebec’s Niqab Ban! Spartacist Canada, Sommer 2010, No. 165, ISSN 0229-5415.
  11. 11,0 11,1 «Afghanistan: Women in Afghanistan: Pawns in men's power struggles». www.amnesty.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2019. 
  12. Ishiyama, John (2005). «The Sickle and the Minaret». web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2005. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2019.