Ο Λευκοτσικνιάς είναι παρυδάτιο πτηνό της οικογενείας των Ερωδιιδών, ένας από τους ερωδιούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Egretta garzetta και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2][3]

Λευκοτσικνιάς
Ενήλικος αρσενικός λευκοτσικνιάς (υποείδος E. g. nigripes)
Ενήλικος αρσενικός λευκοτσικνιάς (υποείδος E. g. nigripes)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Πελαργόμορφα (Ciconiiformes[i]
Οικογένεια: Ερωδιίδες (Ardeidae)
Υποοικογένεια: Ερωδιίνες (Ardeinae) [1]
Γένος: Εγκρέτα (Egretta) (Forster, 1817) F
Είδος: E. garzetta
Διώνυμο
Egretta garzetta
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Egretta garzetta garzetta
Egretta garzetta nigripes [ii]

Λευκοτσικνιάς - Egretta garzetta. στη λίμνη Χειμαδίτιδα

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Egretta garzetta garzetta (Linnaeus, 1766).[2][4]

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Χαρακτηριστικά μακριά φτερά που κοσμούν το πίσω μέρος του σώματος και την κορυφή του κεφαλιού (aigrettes), στο αναπαραγωγικό πτέρωμα
  • Κίτρινα πόδια

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού Επεξεργασία

  • Ανοδική ↑ [5]

Ονοματολογία Επεξεργασία

Η επιστημονική ονομασία του γένους Egrettaείναι (νεο)-λατινικός όρος που αποδίδει τη, γαλλικής προέλευσης, λέξη aigrette (επίσης αγγλ. aigrette) «θύσανος από μακριά λευκά φτερά ερωδιού».[6] Τα φτερά αυτά χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ως «διακοσμητικά» στολίδια κατά το παρελθόν (βλ. Εγκρέτες).[7]

Ο όρος garzetta στην επιστημονική ονομασία του είδους έχει ιταλική προέλευση και, πιθανόν, σημαίνει «μικρός λευκός ερωδιός».[8] Παλαιότερα, ήταν σε χρήση και ο ισοδύναμος όρος sparzetta.[9]

Συστηματική ταξινομική Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την επιστημονική ονομασία Ardea Garzetta (Ιταλία, 1766).[4] Μεταφέρθηκε στο σημερινό γένος από τον Άγγλο φυσιοδίφη και αστρονόμο Ιγνάτιο Φόρστερ (Thomas Ignatius Maria Forster, 1789 – 1860), το 1817.[2] Η ταξινομική του παραμένει αρκετά προβληματική, ιδιαίτερα ως προς τον αριθμό των υποειδών. Παλαιότερα, υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών για το εάν έπρεπε να καταχωρηθεί στο μονοτυπικό γένος Casmerodius. Συγκροτεί υπερείδος με τον χιονόλευκο ερωδιό (Egretta thula), που θεωρείται ότι καταλαμβάνει τον ίδιο οικολογικό θώκο στην Αμερική.

Σύμφωνα με την ITIS και την κατά Howard & Moore ταξινομική, περιλαμβάνει μόνον 2 υποείδη, αλλά υπάρχουν ταξινομικοί φορείς που δέχονται μέχρι και 6 υποείδη.[4]

Γεωγραφική κατανομή Επεξεργασία

 
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Egretta garzetta (Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό), Κίτρινο = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης)

Ο λευκοτσικνιάς απαντά στον Παλαιό Κόσμο και στην Ωκεανία, ενώ λείπει από την αμερικανική ήπειρο.

Στην Ευρώπη, αν και αρκετά διαδεδομένος, δεν είναι τόσο κοινό είδος όσο στην Ασία και στην Αφρική, ερχόμενος μόνο τα καλοκαίρι για να αναπαραχθεί σε διάσπαρτους θυλάκους στα δυτικά και κεντρικά της ηπείρου, κυρίως όμως στην περιοχή της Μεσογείου. Υπάρχουν, ωστόσο, μόνιμοι πληθυσμοί στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και στη νότια Ιβηρική, όπως και διαχειμάζοντες. Στην Ασία η εξάπλωσή του περιλαμβάνει όλες τις περιοχές της Ινδομαλαισιανής Οικοζώνης, με πληθυσμούς κατά βάσιν επιδημητικούς και, με λιγοστούς αναπαραγόμενους καλοκαιρινούς πληθυσμούς από τα Ιμαλάια μέχρι τη Σινική Θάλασσα καθώς και στην περιοχή της Κασπίας. Στη Μικρά Ασία απαντούν όλες οι μορφές μετακίνησης, ενώ η Μέση Ανατολή αποτελεί κυρίως επικράτεια διαχείμασης.

Στην Αφρική, η συντριπτική πλειονότητα των εκεί πληθυσμών είναι επιδημητικοί σε όλη την ήπειρο (Αφροτροπική Οικοζώνη), με εξαίρεση τη Σαχάρα και τις γύρω χώρες, αλλά υπάρχουν και διαχειμάζοντες πληθυσμοί, κυρίως στο Δέλτα του Νείλου και στο Κέρας της Α. Αφρικής.

Τέλος, η Αυστραλία και η Νέα Γουινέα είναι περιοχές όπου, το εκεί υποείδος, ζει και αναπαράγεται μόνιμα, ενώ η Νέα Ζηλανδία αποτελεί κυρίως έδαφος διαχείμασης (Αυστραλασιανή Οικοζώνη). [10]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Egretta garzetta garzetta Ευρώπη (από τις ακτές του Ατλαντικού στα δυτικά και ανατολικά προς κεντρικές πεδιάδες, Μαύρη Θάλασσα, νότια μέχρι τη Μεσόγειο), Ασία (από Τουρκία στα δυτικά και ανατολικά προς, Μέση Ανατολή, Ινδία, Φιλιππίνες, Κορέα και Ιαπωνία Μεσόγειος Θάλασσα, Β Αφρική, Δέλτα του Νείλου, Μέση Ανατολή, Α Αφρική (Κέρας)
2 Egretta garzetta nigripes Σούνδες, ανατολικά και νότια προς Νέα Γουινέα, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Νήσους Σολομώντα Κελέβη, Νέα Ζηλανδία Έχει πιο μαυριδερά πόδια από το 1 και κιτρινωπούς χαλινούς στο πρόσωπο

Πηγές:[13][14][15]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά Επεξεργασία

Ο λευκοτσικνιάς απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης, αλλά στην Ευρώπη θεωρείται ως επί το πλείστον μεταναστευτικό είδος. Έρχεται τα καλοκαίρια για να φωλιάσει, μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, κυρίως στις κεντρικές και νότιες επικράτειες της ηπείρου και μεταναστεύει στην Αφρική για να ξεχειμωνιάσει. Ωστόσο, υπάρχουν και μόνιμοι ή διαχειμάζοντες ευρωπαϊκοί πληθυσμοί.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από τη Σκανδιναβία και το Λουξεμβούργο, τον Καναδά, τις Αντίλλες και το Πουέρτο Ρίκο, τις Μαλδίβες και τη Μογγολία.[16]

Στην Ελλάδα, ο λευκοτσικνιάς φωλιάζει από Μάρτιο μέχρι Δεκέμβριο στη βόρεια και κεντρική χώρα, ωστόσο απαντά σε όλη την επικράτεια ως διαβατικός και χειμερινός επισκέπτης (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[10][17][18][19] Αναφέρεται και από την Κρήτη και την Κύπρο ως αρκετά κοινό διαβατικό πτηνό, ενώ στην τελευταία, πιθανόν να παραμένουν και μερικά αναπαραγόμενα άτομα, το καλοκαίρι.[20][21]

Βιότοπος Επεξεργασία

Το είδος ζει σε όλες τις κατηγορίες εσωτερικών και παράκτιων υγροτόπων, με φρέσκο, υφάλμυρο ή αλατούχο νερό,[22] αλλά δείχνει προτίμηση στα ρηχά νερά (10-15 εκατοστά βάθος) σε ανοικτές, μη καλυπτόμενες με βλάστηση περιοχές, όπου τα επίπεδα του νερού και του, διαλυμένου σε αυτό, οξυγόνου κυμαίνονται καθημερινά, παλιρροιακά ή εποχικά και όπου τα ψάρια συγκεντρώνονται σε μικρές λεκάνες νερού ή στην επιφάνειά του.[23] Οι οικότοποι όπου συχνάζουν οι λευκοτσικνιάδες περιλαμβάνουν και τις παρυφές ρηχών λιμνών, ποταμών, ρεμάτων και μικρών λεκανών, ανοικτούς βάλτους και έλη, πλημμυρισμένα λιβάδια, «σχεδίες» επιπλεόντων φυτών Eichornia spp -στις αφρικανικές λίμνες-,[23] πλημυρισμένες πεδιάδες,[22] λιμνοθάλασσες, αρδευτικά κανάλια, λίμνες υδατοκαλλιέργειας,[23], αλυκές [22] και ορυζώνες (οι τελευταίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί σε περιοχές με λίγους εναπομείναντες φυσικούς υγροτόπους).[23][24]

Ωστόσο, οι λευκοτσικνιάδες μπορεί να συχνάζουν και σε ξηρά εδάφη, εσωτερικές σαβάνες και βοσκοτόπια βοοειδών,[22] ενώ κάποιοι πληθυσμοί απαντούν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, σε βραχώδεις ή αμμώδεις ακτές, υφάλους, εκβολές ποταμών, αλμυρόβαλτους, μαγκρόβια ενδιαιτήματα και παλιρροϊκούς κολπίσκους.[25]

Στην Ελλάδα ο λευκοτσικνιάς ανευρίσκεται σε αβαθή νερά και λασπώδεις όχθες που υπάρχουν σε τενάγη, βάλτους, έλη, λίμνες, ποταμούς και λιμνοθάλασσες [18]

Μορφολογία Επεξεργασία

 
 
Ενήλικος λευκοτσικνιάς στο αναπαραγωγικό (πάνω) και μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα

Ο λευκοτσικνιάς είναι είδος που ξεχωρίζει από τους άλλους ερωδιούς λόγω του συνδυασμού μέσου μεγέθους και χιονόλευκου χρώματος στο πτέρωμα. Επίσης, ξεχωρίζει από το μαυριδερό ράμφος και τα κίτρινα πόδια, ιδιαίτερα ορατά κατά την πτήση,[26] που κάνουν αντίθεση με τους μαυρωπούς ταρσούς. Ωστόσο, το κύριο διαγνωστικό στοιχείο του πτηνού, στο αναπαραγωγικό πτέρωμα, είναι οι εγκρέτες (παλαιότερη γραφή αιγκρέτες), δηλαδή τα χαρακτηριστικά λευκά, μακριά και λεπτά φτερά που εκφύονται από το στέμμα του κεφαλιού και τη ράχη του και, είναι ορατές από απόσταση. Επίσης, κατά την ίδια εποχή, ξεχωρίζει από το κοκκινωπό ή πορτοκαλί δέρμα των χαλινών του προσώπου (lores), το οποίο στη μη-αναπαραγωγική περίοδο είναι γκριζοκύανο.

  • Μπορεί να συγχέεται με τον αργυροτσικνιά, αλλά εκείνος είναι πολύ μεγαλύτερος, με πρασινωπά πόδια και παχύτερο, κιτρινωπό ράμφος.[27]

Τα φύλα είναι παρόμοια σε εμφάνιση, ενώ τα τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες στο μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα. Ωστόσο, έχουν καφετί ράμφος, μαυροπράσινους ταρσούς και πιο ανοικτόχρωμα πόδια, ενώ δεν διαθέτουν εγκρέτες.

Βιομετρικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Μήκος σώματος: (55-) 61 έως 65 (-67) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (86-) 88 έως 97 (-106) εκατοστά
  • Βάρος: (280-) 350 έως 550 (-710) γραμμάρια

(Πηγές:[26][28][29][30][31][32][33][34][35][36][37])

Τροφή Επεξεργασία

 
Ο λευκοτσικνιάς συνηθίζει να «φερμάρει» έντονα τη λεία, πριν τη διατρυπήσει με το αιχμηρότατο ράμφος του

Ο λευκοτσικνιάς είναι εξαιρετικά ευκαιριακός (opportunistic) θηρευτής [23] προτιμώντας, ωστόσο, να τρέφεται με μικρά ψάρια κάτω από 20 γραμ. σε βάρος και κάτω από 10 εκ. σε μήκος,[22] με μέσον όρο 4 εκ.[23] Συλλαμβάνει, επίσης, υδρόβια και επίγεια έντομα (π.χ. κολεόπτερα, προνύμφες από λιβελούλες, γρύλους και γρυλοτάλπες,[23] μαλακόστρακα [22] (π.χ. Palaemonetes spp. , αμφίποδα, φυλόποδα, καβούρια και καραβίδες).[23] καθώς και αμφίβια,[22] Επίσης, σαλιγκάρια και δίθυρα μαλάκια,[23] αράχνες, σκουλήκια, ερπετά, ακόμη και μικρά πουλιά.[22]

  • Ο τρόπος σύλληψης του θηράματος είναι ο «κλασσικός» των ερωδιών, δηλαδή το πουλί περιμένει εντελώς ακίνητο (frozen still) πάνω από ένα πιθανό πέρασμα στο νερό και, την κατάλληλη στιγμή, καμακώνει (sic) το θύμα με το οξύτατο ράμφος του.

Φωνή Επεξεργασία

Πτήση Επεξεργασία

 
Λευκοτσικνιάς εν πτήσει

Ο λευκοτσικνιάς πετάει με χαρακτηριστικά, αργά φτεροκοπήματα, πιο γρήγορα, ωστόσο, από εκείνα του συγγενικού αργυροτσικνιά, ενώ τα πόδια εξέχουν πολύ από το πίσω μέρος του σώματος. Επίσης, κρατάει τον μακρύ του λαιμό κυρτωμένο ανάμεσα στους ώμους σε χαρακτηριστικό S, λιγότερο ανοικτό απ’ ό, τι ο αργυροτσικνιάς. Αυτό το στοιχείο είναι γενικότερο χαρακτηριστικό των ερωδιών και τους διακρίνει από τους πελαργούς, τους γερανούς, και άλλα συγγενικά γένη, κατά την πτήση.

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

Ο λευκοτσικνιάς ωριμάζει σεξουαλικά κατά το 2ο έτος της ηλικίας του και είναι μονογαμικό πτηνό. Φωλιάζει σε αποικίες, συχνά μαζί με άλλα καλοβατικά πτηνά, αλλά μπορεί και μοναχικά, συνήθως σε πλατφόρμες κλαδιών σε δέντρα ή θάμνους, ή σε καλαμιώνες, συστάδες από μπαμπού ή στη μαγκρόβια βλάστηση.[22] Σε ορισμένες περιοχές, όπως τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, φωλιάζει σε βράχια μέχρι 20 μέτρα από το έδαφος. Το ζευγάρι υπερασπίζεται μικρό ζωτικό χώρο, συνήθως 3-4 μ. γύρω από τη φωλιά, αλλά κάποιες φωλιές μπορεί να απέχουν λιγότερο από 1 μ. μεταξύ τους.[23] Η φωλιά του λευκοτσικνιά είναι μια ρηχή και λεπτή δομή από κλαδιά, κατασκευασμένη και από τους δύο εταίρους.[38]

Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος (Μάρτιο-Ιούλιο στην Παλαιαρκτική) και αποτελείται από (3-) 4 (-5), σπανίως 6 αβγά, που εναποτίθενται κάθε μέρα ή μέρα παρά μέρα. Έχουν ελλειψοειδές ή υποελλειψοειδές σχήμα, με διαστάσεις 46,5 Χ 34 εκ. και βάρος 28 γραμ. εκ των οποίων ποσοστό 7% είναι κέλυφος. Η επώαση που πραγματοποιείται και από τους δύο γονείς, αρχίζει με την εναπόθεση του 1ου αβγού και διαρκεί για 21-25 ημέρες.[38] Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφιλοι, χρήζουν δηλαδή μερικής προστασίας από τους γονείς και καλύπτονται από λευκό χνούδι. Η αναζήτηση τροφής μπορεί να γίνεται μέχρι και 7-13 χλμ μακριά από τις αποικίες αναπαραγωγής.[22] Οι νεοσσοί παραμένουν για 30 ημέρες, περίπου, στη φωλιά και πτερώνονται στις 40-45 ημέρες.

Απειλές Επεξεργασία

Το είδος μπορεί να απειλείται από την υποβάθμιση των υγροτόπων και την απώλεια των ενδιαιτημάτων του προς όφελος της γεωργίας (π.χ. ορυζοκαλλιέργειες) ή την αλιεία, από αλλαγές στις υφιστάμενες πρακτικές διαχείρισης και από τη μόλυνση από γεωργικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις.[23] Το είδος είναι επίσης ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών και, έτσι, μπορεί να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού.[39][40] Στο παρελθόν υπήρχε σοβαρό πρόβλημα από το κυνήγι για το εμπόριο των φτερών του (βλ. Εγκρέτες).[22][23]

Εγκρέτες Επεξεργασία

Η σημαντικότερη απειλή στο παρελθόν που, πιθανότατα σήμερα δεν υφίσταται, ήταν το εντατικό κυνήγι για τα περίφημα διακοσμητικά του φτερά, τις εγκρέτες ή αιγκρέτες (άλλες γραφές εγκρέττα και αιγκρέττα), που διακοσμούσαν τα μαλλιά και τα καπέλα των «ευυπόληπτων κυριών», κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες.[25] Επίσης, τα φτερά του λευκοτσικνιά, όπως και εκείνα του αργυροτσικνιά, είχαν μεγάλη εμπορική αξία ως στολίδια σε τελετουργικές στολές της Ανατολής, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και στα τουρμπάνια των Τούρκων αξιωματούχων κατά την Οθωμανική περίοδο. Κάθε πουλί, έδινε μέχρι και 7 γραμμάρια φτερών,[6]

  • Οι εγκρέτες υπήρξαν, κάποτε, πιο πολύτιμες από τον χρυσό. Στη μαύρη αγορά της Ευρώπης τα 28 γρ. (περίπου το πτέρωμα 4 πτηνών) κόστιζαν 15 λίρες, περίπου 875 λίρες σε τιμές του 2000.[8]

Κατάσταση πληθυσμού Επεξεργασία

Ο λευκοτσικνιάς είναι ευρέως διαδεδομένος, αλλά μόνον τοπικά αναπαραγόμενος στη Ν. Ευρώπη, κάτι που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 1/4 του παγκόσμιου εύρους αναπαραγωγής του. Αν και υπήρχαν μειώσεις στο διάστημα 1990-2000, οι πληθυσμοί στις περισσότερες χώρες της ηπείρου, ιδιαίτερα στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, αυξήθηκαν ή παρέμειναν σταθεροί, και, κατά συνέπειαν, το είδος αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) αν και στην Αυστραλία θεωρείται Απειλούμενο (Threatened).[41]

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ρουμανία.[42]

Μέτρα διαχείρισης Επεξεργασία

Μια τεχνητή «νησίδα» ωοτοκίας δημιουργήθηκε στην Καμάργκ (Camargue) της Γαλλίας, που κατόρθωσε να προσελκύσει αρκετά ζευγάρια για να φωλιάσουν στην περιοχή.[43] Μελέτη στη βορειοδυτική Ιταλία δείχνει ότι οι υπάρχουσες φωλιές θα πρέπει να προστατεύονται και ότι τα ενδιαιτήματα αναπαραγωγής θα πρέπει να διαχειρίζονται ενεργά, προκειμένου να διατηρηθούν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά τους.[44] Η δημιουργία δικτύου νέων θέσεων φωλιάσματος σε απόσταση 4-10 χιλιομέτρων σε σχέση με τις διαθέσιμες περιοχές αναζήτησης τροφής συνιστάται, επίσης.[44]

Κατάσταση στην Ελλάδα Επεξεργασία

Ο λευκοτσικνιάς θεωρείται αρκετά κοινό πτηνό ως προς τους μόνιμους (επιδημητικούς) πληθυσμούς του στη χώρα, και ακόμη πιο κοινό στους διαβατικούς. Τα πρώτα στοιχεία φωλιάσματος, καταγράφονται από το 1962, στη λίμνη Ισμαρίδα. Μέχρι το 1972, είχαν καταγραφεί 9 μεγάλοι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί και αρκετοί μικροί, αλλά το 1994 υπολογίσθηκε ότι είχαν απομείνει μόνον 5. Ωστόσο, κατά τις μεταναστεύσεις, ο λευκοτσικνιάς απαντά σε όλη την επικράτεια, ακόμη και σε νησιά. Η εαρινή μετανάστευση είναι μεγαλύτερη σε όγκο και πραγματοποιείται κυρίως τον Απρίλιο και τον Μάιο, με τα ενήλικα άτομα να μεταναστεύουν νωρίτερα από τα νεαρά. Η φθινοπωρινή αποδημία πραγματοποιείται κυρίως τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου.[45]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, παρατηρούνται μικροί αριθμοί, στις νότιες και δυτικές ακτογραμμές, ιδιαίτερα στην περιοχή του Αμβρακικού.[45]

Άλλες ονομασίες Επεξεργασία

Ο Λευκοτσικνιάς απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Μικροψαροφάγος, Μικρό Χουλιάρι [46] και Μικρολευκοερωδιός,[18]

Σημειώσεις Επεξεργασία

i. ^ Υπάρχει έντονη διαφωνία μεταξύ των ερευνητών για το, εάν η οικογένεια Αρδεΐδες ανήκει στα Πελαργόμορφα ή στα Πελεκανόμορφα, ενώ αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξη της τάξης Πελεκανόμορφα! [47]

ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και το E. g. immaculata [48]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Howard and Moore, p. 85
  2. 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 88
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=174816
  4. 4,0 4,1 4,2 http://ibc.lynxeds.com/species/little-egret-egretta-garzetta
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/62774969/0
  6. 6,0 6,1 ΠΛΜ, 4:216
  7. ΠΛ, 1:861
  8. 8,0 8,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1190.htm
  9. Helm
  10. 10,0 10,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=62774969
  11. Kushlan & Prosper
  12. http://www.hbw.com/species/little-egret-egretta-garzetta
  13. Howard and Moore, p. 87
  14. http://ibc.lynxeds.com/species/great-white-egret-egretta-alba
  15. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EN&avibaseid=267D8CCE889A4D6F
  16. http://www.iucnredlist.org/details/62774969/0
  17. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 150
  18. 18,0 18,1 18,2 Όντρια (Ι), σ. 46
  19. ΣΠΕΕ, σ. 244, 252
  20. Σφήκας, σ. 38
  21. Σφήκας, σ. 333
  22. 22,00 22,01 22,02 22,03 22,04 22,05 22,06 22,07 22,08 22,09 22,10 del Hoyo et al, 1992
  23. 23,00 23,01 23,02 23,03 23,04 23,05 23,06 23,07 23,08 23,09 23,10 23,11 Kushlan & Hancock, 2005
  24. Hancock & Kushlan, 1984
  25. 25,0 25,1 del Hoyo et al
  26. 26,0 26,1 Heinzel et al, p. 46
  27. Bruun, P. 36
  28. Flegg, p. 56
  29. Perrins, p. 70
  30. Bruun, p. 36
  31. Όντρια, σ. 46
  32. Singer, p. 87
  33. Mullarney et al, p. 82
  34. Scott & Forrest, p. 26
  35. Grimmett et al, p. 144
  36. http://www.ibercajalav.net
  37. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  38. 38,0 38,1 Harrison, p. 62
  39. Ellis et al
  40. Melville & Shortridge
  41. http://www.iucnredlist.org/details/full/62774969/0/
  42. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2015. 
  43. Hafner
  44. 44,0 44,1 Fasola & Alieri
  45. 45,0 45,1 Handrinos & Akriotis, 1997
  46. ΠΛ, 1:862
  47. http://en.wikipedia.org/wiki/Pelecaniformes#cite_ref-9
  48. Howard and Moore, p. 88, footnote 5

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003
  • Helm Dictionary of Scientific Bird Names
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές Επεξεργασία

  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Ellis, T. M.; Bousfield, R. B.; Bissett, L. A.; Dyrting, K. C.; Luk, G. S. M.; Tsim, S. T.; Sturm-Ramirez, K.; Webster, R. G.; Guan, Y.; Peris, J. S. M. 2004. Investigation of outbreaks of highly pathogenic H5N1 avian influenza in waterfowl and wild birds in Hong Kong in late 2002. Avian Pathology 33(5): 492-505.
  • Fasola, M.; Alieri, R. 1992. Conservation of heronry Ardeidae sites in North Italian agricultural landscapes. Biological Conservation 62: 219-228.
  • Hafner, H. 2000. Heron nest site conservation. In: Kushlan, J. A.; Hafner, H. (ed.), Heron conservation, pp. 201-217. Academic Press, San Diego.
  • Hancock, J.; Kushlan, J. 1984. The herons handbook. Croom Helm, London.
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: 24 July 2014).
  • Kushlan, J. A.; Hancock, J. A. 2005. The herons. Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Kushlan, J. A.; Hancock, J. A. 2009 Little egret nesting on Antigua. J. Carrib. Orn. 22(1):108-11
  • Langrand, O. 1990. Guide to the birds of Madagascar. Yale University Press, New Haven, USA.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432-438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.