Λυκούργος ο Δρύαντος
Ο Λυκούργος ήταν μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Θράκης.
Λυκούργος ο Δρύαντος | |
---|---|
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Δρύας |
Γονείς | Δρύας[1] και Άρης[1] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | βασιλιάς της Θράκης |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ήταν γιος του Δρύαντος ή κατά άλλη εκδοχή του Άρη.[2] Κατά μια εκδοχή του μύθου ήταν βασιλιάς των Ηδωνών που κατοικούσαν δίπλα στον Στρυμόνα. Κάποτε πέρασε από τη χώρα του ο θεός Διόνυσος και ο Λυκούργος τον έδιωξε και φυλάκισε τους συνοδούς του, Βάκχες και Σάτυρους . Ο Διόνυσος τους ελευθέρωσε και μανία κατέλαβε τον Λυκούργο που με τσεκούρι διαμέλισε ένα κλήμα αμπέλου. Ο Διόνυσος τότε άφησε χρησμό αν δεν θανατωθεί ο Λυκούργος δεν θα ξαναφυτρώσει άμπελος στην χώρα των Ηδωνών όπως κι δεν ξαναφύτρωσε. Οι Ηδωνοί οδήγησαν τον Λυκούργο στο Παγγαίο και τον άφησαν να τον φάνε οι ίπποι για να εξυμνήσουν τον Διόνυσο[3].
Κατά άλλη εκδοχή του μύθου Ο Λυκούργος ήταν βασιλιάς στον Ελλήσποντο, σε περιοχή που κατοικούσαν οι Κίκονες, φτάνοντας κάποτε εκεί ο Διόνυσος με την συνοδεία του ο Λυκούργος τους επιτέθηκε στην Νυσίη σκοτώνοντας πολλούς προκαλώντας το μίσος των θεών και ο Δίας τον τύφλωσε.[4]
Πηγές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 «Ликург» (Ρωσικά)
- ↑ «Λυκούργος». mythotopia.eu. Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2023.
- ↑ [...] Λυκοῦργος δὲ παῖς Δρύαντος, Ἠδωνῶν βασιλεύων, οἳ Στρυμόνα ποταμὸν παροικοῦσι, πρῶτος ὑβρίσας ἐξέβαλεν αὐτόν. καὶ Διόνυσος μὲν εἰς θάλασσαν πρὸς Θέτιν τὴν Νηρέως κατέφυγε, Βάκχαι δὲ ἐγένοντο αἰχμάλωτοι καὶ τὸ συνεπόμενον Σατύρων πλῆθος αὐτῷ. αὖθις δὲ αἱ Βάκχαι ἐλύθησαν ἐξαίφνης, Λυκούργῳ δὲ μανίαν ἐνεποίησε Διόνυσος. ὁ δὲ μεμηνὼς Δρύαντα τὸν παῖδα, ἀμπέλου νομίζων κλῆμα κόπτειν, πελέκει πλήξας ἀπέκτεινε, καὶ ἀκρωτηριάσας αὐτὸν ἐσωφρόνησε. τῆς δὲ γῆς ἀκάρπου μενούσης, ἔχρησεν ὁ θεὸς καρποφορήσειν αὐτήν, ἂν θανατωθῇ Λυκοῦργος. Ἠδωνοὶ δὲ ἀκούσαντες εἰς τὸ Παγγαῖον αὐτὸν ἀπαγαγόντες ὄρος ἔδησαν, κἀκεῖ κατὰ Διονύσου βούλησιν ὑπὸ ἵππων διαφθαρεὶς ἀπέθανε. Απολλόδωρου βιβλιοθήκη Γ' [Γ 5,1]
- ↑ [...]Και ο τρομερός Λυκούργος, του Δρύαντος ο γόνος εφιλονείκα με θεούς, αλλ’ έζησεν ολίγο, που έναν καιρό του μανικού Διονύσου τες βυζάστρες σκόρπισε στα πανάγια βουνά του Νυσηίου. Με βούκεντρ’ ο Λουκούργος τες έπληττε ο φονέας, ώστε τους κλάδους έριξαν, και ο Διόνυσος στα βάθη της θάλασσας εβύθισε, και η Θέτις στην αγκάλην τον δέχθηκε που ετρόμαζεν ακόμη απ’ την βοήν του. Αυτόν οι μάκαρες θεοί κατόπιν οργισθήκαν και ο Δίας τον ετύφλωσε και ολίγες είδε ημέρες, αφού στο μίσος έπεσε των αθανάτων όλων. Ούδ’ εγώ θέλω πόλεμον με τους επουρανίους. Κι αν θνητός είσαι και καρποί της γης και σένα τρέφουν, πλησίασε, ταχύτερα να ιδής τον όλεθρόν σου.» Ομήρου Ιλιάς Ραψωδία Ζ'