Η Μάχη της Πλίσκας (Pliska) ή Μάχη του Περάσματος της Βάρμπιτσα (Vărbitsa) ήταν μία σειρά από μάχες μεταξύ στρατευμάτων, που συγκεντρώθηκαν από όλα τα μέρη της της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄ και την Πρώτη Βουλγαρική αυτοκρατορία, που κυβερνούσε ο χαν Κρουμ. Οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν και έκαψαν τη Βουλγαρική πρωτεύουσα Πλίσκα, γεγονός που έδωσε χρόνο στους Βουλγάρους να φράξουν περάσματα στα Βαλκάνια Όρη, που χρησίμευαν ως έξοδοι από τη Βουλγαρία. Η τελική μάχη έλαβε χώρα στις 26 Ιουλίου 811, σε μερικά από τα περάσματα στο ανατολικό τμήμα των Βαλκανίων, πιθανότατα στο πέρασμα της Βάρμπιτσας. Εκεί, οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν την τακτική της ενέδρας και των αιφνιδιαστικών νυκτερινών επιθέσεων, για να παγιδεύσουν και να ακινητοποιήσουν αποτελεσματικά τον Ρωμαϊκό στρατό, εξολοθρεύοντας έτσι σχεδόν ολόκληρο τον στρατό, συμπεριλαμβανομένου του Αυτοκράτορα. Μετά τη μάχη, ο Κρουμ έκλεισε το κρανίο του Νικηφόρου με ασήμι και το χρησιμοποίησε ως κύπελλο για την κατανάλωση κρασιού. Αυτή είναι μία από τις καλύτερα τεκμηριωμένες περιπτώσεις του εθίμου που ένα κρανίο γίνεται κύπελλο.

Η Μάχη της Πλίσκας ήταν μία από τις χειρότερες ήττες στη Βυζαντινή ιστορία. Αποθάρρυνε τους Βυζαντινούς ηγεμόνες από το να στείλουν τα στρατεύματά τους βόρεια των Βαλκανίων για περισσότερα από 150 χρόνια αργότερα, γεγονός που αύξησε την επιρροή και την εξάπλωση των Βουλγάρων στα δυτικά και νότια της Βαλκανικής Χερσονήσου, με αποτέλεσμα μία μεγάλη εδαφική διεύρυνση της Πρώτης Βουλγαρικής αυτοκρατορίας.

Αρχικές εκστρατείες

Επεξεργασία
 
Νικηφόρος Α΄ ο Λογοθέτης .

Όταν ο Νικηφόρος Α΄ έγινε Αυτοκράτορας το 802, σχεδίαζε να ενσωματώσει εκ νέου την περιοχή που κατείχε η Βουλγαρία στην Αυτοκρατορία. Το 807 ξεκίνησε μία εκστρατεία, αλλά έφτασε μόνο στην Αδριανούπολη και δεν επέτυχε κάτι, εξαιτίας μίας συνωμοσίας στην πρωτεύουσά του.[1] Ωστόσο, αυτή η απόπειρα επίθεσης έδωσε αφορμή στον Βούλγαρο χαν Κρουμ να αναλάβει στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο κύριος στόχος ήταν η επέκταση προς τα νότια και νοτιοδυτικά. Τον επόμενο χρόνο ένας Βουλγαρικός στρατός διείσδυσε στην κοιλάδα του Στρυμώνα και νίκησε τους Ρωμαίους. Τα Βουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν 1.100 λίτρες (περίπου 332 έως 348 κιλά) [2] χρυσού και σκότωσαν πολλούς στρατιωτικούς από τους εχθρούς, συμπεριλαμβανομένων όλων των στρατηγών και των περισσότερων από τους διοικητές.[3] Το 809 ο χαν πολιόρκησε προσωπικά το ισχυρό φρούριο της Σερδικής και κατέλαβε την πόλη, σκοτώνοντας ολόκληρη τη φρουρά των 6.000.[4]

Προετοιμασία για εισβολή

Επεξεργασία

Το 811 ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας οργάνωσε μία μεγάλη εκστρατεία, για να κατακτήσει οριστικά τη Βουλγαρία. Συγκέντρωσε έναν τεράστιο στρατό από τα θέματα της Μ. Ασίας και της Ευρώπης και την Αυτοκρατορική σωματοφυλακή (τα Τάγματα). Όλοι ενώθηκαν σε έναν αριθμό ανόμοιων στρατευμάτων, που περίμεναν μία γρήγορη νίκη και τη λεηλασία. Η κατάκτηση υποτίθεται ότι ήταν εύκολη και οι περισσότεροι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι και αριστοκράτες τον συνόδευαν, συμπεριλαμβανομένου τού γιου του Σταυράκιου και του κουνιάδου του Μιχαήλ Α΄ Ρανγκαβέ.[5] Ολόκληρος ο στρατός αποτελούνταν από περίπου 60.000 έως 80.000 στρατιώτες.[6]

Η άλωση της Πλίσκας

Επεξεργασία

Ο στρατός συγκεντρώθηκε τον Μάιο και στις 10 Ιουλίου είχε κατασκηνώσει στο φρούριο Mαρκέλαι (σημερινό Kαρνομπάτ ) κοντά στα Βουλγαρικά σύνορα. Ο Νικηφόρος Α΄ σκόπευε να μπερδέψει τους Βουλγάρους και τις επόμενες δέκα ημέρες έκανε πολλές προσποιημένες επιθέσεις. Ο Κρουμ εκτίμησε την κατάσταση, εκτίμησε ότι δεν μπορούσε να αποκρούσει τον εχθρό και πρόσφερε ειρήνη, την οποία ο Νικηφόρος Α΄ απέρριψε αγέρωχα. Ο Θεοφάνης έγραψε ότι ο Αυτοκράτορας «αποτρεπόταν από τις δικές του αρρωστημένες σκέψεις και τις υποδείξεις των συμβούλων του, που σκέφτονταν σαν αυτόν».[7] Μερικοί από τους στρατιωτικούς αρχηγούς του θεώρησαν ασύνετη την εισβολή στη Βουλγαρία, αλλά ο Νικηφόρος Α΄ ήταν σίγουρος για την τελική επιτυχία του.

Στη συνέχεια εισέβαλε στα Βουλγαρικά εδάφη και βάδισε μέσω των βαλκανικών περασμάτων προς την πρωτεύουσα Πλίσκα . Στις 20 Ιουλίου ο Νικηφόρος Α΄ χώρισε τον στρατό σε τρεις μοίρες, καθεμία από τις οποίες βάδιζε από διαφορετική διαδρομή προς την Πλίσκα. Συνάντησαν μικρή αντίσταση.[8] Μετά από τρεις ημέρες οι Ρωμαίοι έφτασαν στην Πλίσκα, την οποία υπερασπίστηκαν 12.000 επίλεκτοι στρατιώτες.[9] Οι Βούλγαροι ηττήθηκαν και οι περισσότεροι χάθηκαν. Ένας άλλος βιαστικά συγκεντρωμένος στρατός 15.000 στρατιωτών είχε παρόμοια τύχη.[6] Στις 23 Ιουλίου, οι Ρωμαίοι κατέλαβαν γρήγορα την ανυπεράσπιστη πρωτεύουσα. Η πόλη λεηλατήθηκε και η ύπαιθρος καταστράφηκε.[10][11] Ο χαν Κρουμ προσπάθησε για άλλη μία φορά να διαπραγματευτεί για την ειρήνη. Σύμφωνα με τον ιστορικό Θεοφάνη, η προκήρυξη του Κρουμ έλεγε: «Εδώ είσαι, νίκησες. Πάρε λοιπόν ό,τι θέλεις και πήγαινε με ησυχία». Ο Νικηφόρος Α΄, γεμάτος αυτοπεποίθηση από την επιτυχία του, τον αγνόησε. Πίστευε ότι η Βουλγαρία κατακτήθηκε πλήρως.

Ο Μιχαήλ ο Σύριος, πατριάρχης των Συρίων Ιακωβιτών τον 12ο αιώνα, περιέγραψε στο Χρονικό του τις θηριωδίες και τις ακρότητες των στρατευμάτων του Νικηφόρου Α΄: «Ο Νικηφόρος, Αυτοκράτορας των Ρωμαίων, περπάτησε στη γη των Βουλγάρων: νίκησε και σκότωσε μεγάλο αριθμό τους. Έφτασε στην πρωτεύουσά τους, την κατέλαβε και την κατέστρεψε. Η αγριότητά του έφτασε σε τέτοιο σημείο, που έβαλε τα μικρά τους παιδιά να τα δέσουν στο έδαφος και να τα τσακίσουν με μυλόπετρες. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες λεηλάτησαν και λαφυραγώγησαν. Έκαψε τα αθέριστα χωράφια, έκοψε τους τένοντες των βοδιών, έσφαξε πρόβατα και χοίρους» [12] Ο Αυτοκράτορας ανέλαβε το θησαυροφυλάκιο του Κρουμ, το κλείδωσε και δεν επέτρεψε στα στρατεύματά του να το φτάσουν.[13]

Ενώ ο Νικηφόρος Α΄ και ο στρατός του ήταν απασχολημένοι με τη λεηλασία της Βουλγαρικής πρωτεύουσας, ο Κρουμ κινητοποίησε τους ανθρώπους του (συμπεριλαμβανομένων γυναικών και μισθοφόρων Αβάρων [14]), για να στήσουν παγίδες και ενέδρες στα ορεινά περάσματα.[15] Αρχικά ο Νικηφόρος Α΄ σκόπευε να βαδίσει μέσω της Μοισίας και να φτάσει στη Σερδική πριν επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τα νέα γι' αυτές τις προετοιμασίες για μάχη άλλαξαν την απόφασή του και επέλεξε τον συντομότερο δρόμο για την πρωτεύουσά του.[16] Ο Αυτοκράτορας, με υπερβολική αυτοπεποίθηση, αμέλησε να κάνει ανίχνευση μπροστά. Στις 25 Ιουλίου ο στρατός του μπήκε στο πέρασμα της Βάρμπιτσας, αλλά το ιππικό του είπε, ότι ο δρόμος ήταν φραγμένος με τοίχο από χοντρούς ξύλινους πασσάλους και τα αποσπάσματα του Κρουμ παρακολουθούσαν από τα υψώματα τριγύρω.[17] Ο Αυτοκράτορας πανικοβλήθηκε από την κατάσταση και είπε επανειλημμένα στους συντρόφους του «Ακόμη και αν είχαμε φτερά, δεν θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε από τον κίνδυνο».[18] Πριν προλάβουν να υποχωρήσουν, οι Βούλγαροι έκλεισαν και την είσοδο της κοιλάδας.

Ο Νικηφόρος Α΄, ανίκανος να αντιμετωπίσει την επίθεση σε έναν πασσαλόπηκτο φράχτη, απλώς έστησε στρατόπεδο, παρά τους ενδοιασμούς των στρατηγών του. Την τρίτη νύχτα, το Ρωμαϊκό ηθικό έπεσε, ενώ τα Βουλγαρικά στρατεύματα χτυπούσαν τις ασπίδες τους και τους χλεύαζαν.

Εκείνη τη νύχτα οι Βούλγαροι συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τους και έσφιξαν τη ζώνη γύρω από τον παγιδευμένο εχθρό. Την αυγή όρμησαν κάτω και άρχισαν να σκοτώνουν τους πανικόβλητους και παντελώς σε σύγχυση Ρωμαίους. Τα Τάγματα ήταν τα πρώτα που δέχθηκαν επίθεση. Οι Ρωμαίοι αντιστάθηκαν άκαρπα για λίγο και χάθηκαν. Όταν είδαν την τύχη των συντρόφων τους, οι επόμενες μονάδες τράπηκαν σε φυγή αμέσως.

Στο δρόμο τους νότια, οι Ρωμαικές δυνάμεις συνάντησαν ένα λασπωμένο ποτάμι, που ήταν δύσκολο να διασχίσουν. Καθώς δεν μπορούσαν να βρουν πέρασμα αρκετά γρήγορα, πολλοί Ρωμαίοι έπεσαν στο ποτάμι. Οι πρώτοι κόλλησαν στη λάσπη με τα άλογά τους και τους ποδοπάτησαν αυτοί που ήρθαν μετά. Το ποτάμι γέμισε τόσους νεκρούς, που οι κυνηγοί Βούλγαροι πέρασαν εύκολα από πάνω τους και συνέχισαν την καταδίωξη. Όσοι περνούσαν από το ποτάμι έφτασαν στον ξύλινο τοίχο, που ήταν ψηλός και χοντρός. Οι Βυζαντινοί άφησαν τα άλογά τους και άρχισαν να σκαρφαλώνουν στον τοίχο με χέρια και πόδια και κρεμάστηκαν από την άλλη πλευρά. Οι Βούλγαροι είχαν σκάψει μία βαθιά τάφρο από την εσωτερική πλευρά και όταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες περνούσαν τις επάλξεις, έπεφταν από το υψηλό τείχος σπάζοντας τα μέλη τους. Μερικοί από αυτούς πέθαναν ακαριαία, άλλοι έφευγαν κουτσαίνοντας, λίγο πριν πέσουν στο έδαφος και πεθάνουν από δίψα και πείνα. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα έκαψαν το τείχος σε πολλά σημεία, αλλά καθώς έσπευδαν να το διασχίσουν, έπεφταν και αυτοί στην τάφρο μαζί με τα φλεγόμενα μέρη του πασσάλου. Σχεδόν όλοι χάθηκαν. άλλοι σκοτώθηκαν από το ξίφος, άλλοι πνίγηκαν στο ποτάμι ή τραυματίστηκαν θανάσιμα μετά από πτώση από τον τοίχο και κάποιοι από αυτούς πέθαναν στη φωτιά. Μεταξύ των ευγενών που σκοτώθηκαν ήταν οι πατρίκιοι Θεοδόσιος Σαλιμπαράς και Σισίννιος Τριφύλλιος, ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών Ρωμανός και ο στρατηγός του θέματος της Θράκης, καθώς και οι διοικητές των Εξκουβιτόρων και των ταγμάτων Βίγλας.

 
Ο Βούλγαρος χαν Κρουμ ο Φοβερός εορτάζει με τους ευγενείς. ένας υπηρέτης του (δεξιά) φέρνει το κρανίο του Νικηφόρου Α' διαμορφωμένο σε κύπελο γεμάτο κρασί.

Σύμφωνα με πληροφορίες, μόνο λίγοι επέζησαν από την ήττα. Το πιο αξιοσημείωτο πρόσωπο που σκοτώθηκε, ωστόσο, ήταν ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄, ο οποίος σύμφωνα με τους ιστορικούς πέθανε σε κοπριάές την ημέρα της μάχης.[19] Ο γιος του Νικηφόρου Α΄, ο Σταυράκιος, μεταφέρθηκε με ασφάλεια από τον Αυτοκρατορικό σωματοφύλακα, αφού δέχθηκε ένα τραύμα που τον παράλυσε στον λαιμό του.[18][20] Έξι μήνες αργότερα, οι πληγές του τελικά τον σκότωσαν. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κρουμ είχε το κεφάλι του Αυτοκράτορα σε ένα κοντάρι, στη συνέχεια έντυσε το κρανίο του με ασήμι και το χρησιμοποιούσε ως κύπελο.

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Theophanes Confessor. Chronographia, p. 482–84
  2. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2022. 
  3. Theophanes Confessor. Chronographia, pp. 484–86
  4. Theophanes Confessor. Chronographia, p. 485
  5. Anonymus Vaticanus, p.148
  6. 6,0 6,1 Hupchick, p. 80
  7. Theophanes Confessor. Chronographia, p.486
  8. Chronique de Michel le Syrien, p.17
  9. Hupchick, p. 81
  10. Ioannes Zonaras. Epistome historiatus, pp. 372–73
  11. Georgius Monachus. Chroniconq, p. 774
  12. Anonymus Vaticanus, p. 150
  13. Anastasius Bibliothecarius. Chronographia tripertita, p.329
  14. Regan, Geoffrey. Military Blunders. σελ. 74. 
  15. Theophanes Confessor. Chronographia, p.430
  16. Anonymus Vaticanus, p.152
  17. Theophanes Confessor. Chronographia, pp. 490–91
  18. 18,0 18,1 Theophanes Confessor. Chronographia, pp. 489–92
  19. Anonymus Vaticanus, p.153
  20. Ioannes Zonaras. Epistome historiatus, p.373

Πρωταρχικές πηγές

Επεξεργασία

Δευτερεύουσες πηγές

Επεξεργασία