Μακεδονικό Μέτωπο (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος)

Το Μακεδονικό Μέτωπο, γνωστό και ως Μέτωπο της Θεσσαλονίκης, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άνοιξε στις 5 Οκτωβρίου του 1915 με την απόβαση της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ) στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να συνδράμει τη Σερβία που βρισκόταν εγκλωβισμένη από την τριπλή επίθεση της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, αλλά και της Βουλγαρίας που είχε μόλις προσχωρήσει στις Κεντρικές Δυνάμεις (Σεπτέμβριος του 1915), μέτωπο που παρέμεινε σχετικά σταθερό μέχρι τη νικηφόρα συμμαχική επίθεση, 3 χρόνια αργότερα, και που έληξε με την απελευθέρωση της Σερβίας και την παράδοση της Βουλγαρίας (Σεπτέμβριος και Νοέμβριος του 1918, αντίστοιχα).[2]

Μακεδονικό Μέτωπο
Βαλκανική εκστρατεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Από αριστερά προς τα δεξιά: ένας στρατιώτης από την Ινδοκίνα, ένας Γάλλος, ένας στρατιώτης από τη Σενεγάλη, ένας Βρετανός, ένας Ρώσος, ένας Ιταλός, ένας Σέρβος, ένας Έλληνας και ένας Ινδός.
Χρονολογία21 Οκτωβρίου 1915-30 Σεπτεμβρίου 1918
ΤόποςΜακεδονία-Αλβανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία
Έκβαση
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις

1918

550.000 Βούλγαροι
18.000 Γερμανοί
1.217 πυροβόλα
2.710 πολυβόλα
30 αεροσκάφη
25.000 Τούρκοι (1916–1917)[1]

1918

717.000 άνδρες
2.609 πυροβόλα
2.682 πολυβόλα
6.434 αυτόματα τουφέκια
200 αεροσκάφη

Η βοήθεια της Αντάντ έφθασε αργά και δεν απέτρεψε την πτώση της Σερβίας, ενώ η Συμμαχική εισβολή και Κατοχή της Βορείου Ελλάδας επιδείνωσε την εσωτερική πολιτική κρίση του Εθνικού Διχασμού.[3] Το μέτωπο σταθεροποιήθηκε και επεκτάθηκε από την ακτή της Αδριατικής στην Αλβανία μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα, με τους Γαλλοβρετανούς να συγκεντρώνουν τελικά μεγάλες δυνάμεις από τις συμμαχικές χώρες, Ιταλία και Ρωσία, μα κυρίως από την Ελλάδα και τη Σερβία, ώστε να διασπάσουν τον βουλγαρικό στρατό, ο οποίος λάμβανε ενισχύσεις αντίστοιχα από τις υπόλοιπες Κεντρικές Δυνάμεις.

Αν και οι ίδιοι Γερμανοί επιτελάρχες παραδέχτηκαν πως η συμμαχική νίκη στο Μακεδονικό μέτωπο εναντίον της Βουλγαρίας, της Αυστρουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέβαλε καθοριστικά στην κατάρευση των Γερμανίας, δεν αναγνωρίστηκε αυτό από τη Μεγάλη βρετανία.[4] Επιπλέον, ενώ η ιστιοριογραφική παραγωγή για τα συμβάντα του Εθνικού Διχασμού ειναι πλούσια, και ενώ υπάρχουν πολλές πρωτογενείς καταγραφές από τους μετέχοντες στο μέτωπο, από διάφορες εθνικότητες, χώρες και εποχές, η ιστορική παραγωγή για τη πορεία του μετώπου παραμένει σημαντικά κατώτερη, αν τη συγκρίνουμε με την παραγωγή για τα υπόλοιπα μέτωπα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.[5]

Υπόβαθρο Επεξεργασία

Η Αυστροουγγαρία επιτέθηκε στη Σερβία τον Αύγουστο του 1914 αλλά δεν κατάφερε να νικήσει. Μετά την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με το πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Νοέμβριος 1914), αποφασιστικός παράγοντας στα Βαλκάνια έγινε η συμπεριφορά της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία καταλάμβανε μια στρατηγικά σημαντική θέση στο άκρο της Σερβίας και η παρέμβαση της και στις δύο πλευρές των εμπολέμων θα ήταν αποφασιστική. Η Βουλγαρία και η Σερβία συγκρούστηκαν μεταξύ τους δύο φορές τα τελευταία 30 χρόνια: στον σερβοβουλγαρικό πόλεμο του 1885 και στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο το 1913. Η Βουλγαρία υπέστη ήττα το 1913 και η βουλγαρική κυβέρνηση (καθώς και η κοινή γνώμη) θεωρούσε πως η Σερβία είχε τον έλεγχο σε εδάφη που δικαιωματικά άνηκαν στη Βουλγαρία. Επίσης η Αντάντ μπορούσε να υποσχεθεί μονάχα μικρές εδαφικές παραχωρήσεις από τη Σερβία και την ουδέτερη Ελλάδα, και αυτές χωρίς μεγάλη αξιοπιστία αφού οι χώρες αυτές δεν ήταν ενημερωμένες, και θα αντιδρούσαν. Οι Κεντρικές Δυνάμεις από την άλλη, δεν δεσμευόντουσαν το ίδιο, και υποσχέθηκαν να παραχωρήσουν τα διαφιλονικούμενα εδάφη της Σερβίας καθώς και της Μακεδονίας που οι Βούλγαροι πάντα επιθυμούσαν, καθώς και να διεκδικήσουν τις κτήσεις που χάθηκαν στους Βαλκανικούς πόλεμους, σε περίπτωση που η Ελλάδα έμπαινε τελικά στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ εναντίον τους (όπως και έγινε). Μετά τη συμμαχική ήττα στην εκστρατεία της Καλλίπολης (Απρίλιος 1915-Ιανουάριος 1916) και την ήττα των Ρώσων στο Γκόρλιτς-Ταρνόβ (Μάης-Σεπτέμβριος 1916), ο βασιλιάς Φερδινάνδος της Βουλγαρίας υπέγραψε μυστική συμφωνία με τη Γερμανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 6 Σεπτεμβρίου 1915, καθώς ήταν οι Κεντρικές Δυνάμεις που μπορούσαν να εγγυηθούν καλύτερα τα συμφέροντά τους. Η συμφωνία τους αποκαλύφθηκε 2 βδομάδες αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου, όταν η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση. Η επίθεση εναντίον της Σερβίας ακολούθησε στις 14 του Οκτώβρη, όπως είχε προσυμφωνηθεί, επιφέροντας την τελειωτικό χτύπημα κατά των Σέρβων.[6]

Τριπλή εισβολή και πτώση της Σερβίας Επεξεργασία

 
Η υποχώρηση του σερβικού στρατού στα τέλη Οκτωβρίου του 1915 από τη βόρεια στη νότια Σερβία
 
Προπαγανδιστική αφίσα που παρουσιάζει τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων στη Σερβία το 1915
 
Η υποχώρηση των σερβικών δυνάμεων το χειμώνα του 1915-1916 μέσω των χιονισμένων βουνών της Αλβανίας στην ακτή της Αδριατικής
 
Θάνατος στο χιόνι
 
Οι εξουθενωμένοι Σέρβοι στρατιώτες περιμένουν τα συμμαχικά πλοία (Φεβρουάριος 1916)

Μετά τη νίκη του σερβικού στρατού στη μάχη του Κολουμπάρα τον Δεκέμβριο του 1914, το σερβικό μέτωπο είδε μια ανάπαυλα μέχρι το φθινόπωρο του 1915. Υπό τις διαταγές του Αρχιστράτηγου Άουγκουστ φον Μάκενσεν, η Αυστροουγγρική Βαλκανική Στρατιά, η 11η Γερμανική Στρατιά και οι στολίσκοι του Δούναβη και του Σάβα προχώρησαν σε επίθεση κατά της Σερβίας στις 6 Οκτωβρίου 1915. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1915, παρά την απίστευτη θυσία του σερβικού στρατού, η Αυστροουγγρική Βαλκανική Στρατιά, έχοντας περάσει τους ποταμούς Σάβα και Δρίνα, μαζί με την 11η Γερμανική Στρατιά που πέρασε τον Δούναβη, κατέλαβαν το Βελιγράδι, το Σμεντέρεβο, το Ποζάρεβακ και το Κολούμπακ, δημιουργώντας ένα ευρύ προγεφύρωμα στους ποταμούς Σάβα και Δούναβη και αναγκάζοντας τους Σέρβους να υποχωρήσουν στη νότια Σερβία.[7]

Στις 15 Οκτωβρίου 1915, δύο βουλγαρικές στρατιές προχώρησαν σε επίθεση κατά των σερβικών δυνάμεων στην κοιλάδα του Νότιου Μοράβα κοντά στο Βράνιε που έληξε στις 22 Οκτωβρίου 1915. Οι βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν το Κουμάνοβο, στο Στιπ και τα Σκόπια και ανάγκασαν τους Σέρβους να υποχωρήσουν μέσω Αλβανίας στην Κέρκυρα και στη Θεσσαλονίκη.[8]

Για χρόνια, οι Σύμμαχοι (Βρετανία και Γαλλία) υπόσχονταν να στείλουν στρατιωτικές δυνάμεις στη Σερβία, αλλά η βοήθεια αυτή δεν έφτασε εγκαίρως, λόγω αφενώς των καθηλωμένων δυνάμεών τους στο Δυτικό Μέτωπο και στην αποτυχημένη, τελικά, εκστρατεία της Καλλίπολης, αλλά και αφετέρου λόγω της δηλωμένης ουδετερότητας του γερμανόφιλου Βασιλιά Κωσταντίνου της Ελλάδος, η οποία δεν επέτρεπε την ασφαλή διέλευση των στρατευμάτων τους στα Βαλκάνια μέσω Μακεδονίας. Η Αντάντ χρησιμοποίησε πιθανώς την ουδετερότητα της Ελλάδας ως δικαιολογία, αφού, όπως είχε προτείνει ο Σέρβος στρατάρχης Ραντομίρ_Πούτνικ, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις ακτές της Αλβανίας για γρήγορη μεταφορά ενισχύσεων και εξοπλισμού στους πρώτους 14 μήνες του πολέμου, καθώς ο στρατός του Μαυροβουνίου είχε διασφαλίσει τις ακτές της Αλβανίας από τα νότια, σε ασφαλή απόσταση από οποιαδήποτε βουλγαρική προώθηση στα νότια (σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης). Οι Σύμμαχοι της Αντάντ βρισκόταν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Βουλγαρία, ελπίζοντας πως η είσοδος της τελευταίας στο πλευρό τους θα μείωνε την ανάγκη γαλλοβρετανικής βοήθειας στη Σερβία.[9] Εντέλη στις 6 του Σεπτέμβρη του 1915 η Βουλγαρία διάλεξε την πλευρά της Γερμανίας με κρυφό σύμφωνο, και η επιδείνωση του μετώπου της Σερβίας στα νότιά της ήταν προδιαγεγραμμένη.

Οι Κεντρικές Δυνάμεις χρησιμοποίησαν κατά της Σερβίας μια βουλγαρική στρατιά, μια γερμανική στρατιά και μια αυστροουγγρική στρατιά υπό τις διαταγές του Άουγκουστ φον Μάκενσεν. Η γερμανική και η αυστροουγγρική επίθεση ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου με βαρύ κανονιοβολισμό μαζί με επιθέσεις κατά μήκος των ποταμών. Τότε, στις 11 Οκτωβρίου, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν από δύο κατευθύνσεις, μια από τη βόρεια Βουλγαρία προς τη Νις και μια από τα νότια προς τα Σκόπια (βλ. χάρτη). Οι Βούλγαροι γρήγορα διέσπασαν τη σερβική άμυνα. Μετά την ήττα από τους Βούλγαρους, η θέση των Σέρβων έγινε πιο απελπιστική - στα βόρεια, ο στρατός είτε περικυκλώθηκε είτε υποχώρησε. Οι επιτιθέμενοι είχαν σκοτώσει αρκετούς υψηλόβαθμους αξιωματικούς του σερβικού στρατού, όπως ο Ταγματάρχης Τζόβαν Νίκολιτς.[10]

Ο Στρατάρχης Πούτνικ διέταξε ολοκληρωτική υποχώρηση, προς τα νότια και προς τα δυτικά μέσω του Μαυροβουνίου προς την Αλβανία. Οι Σέρβοι αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες: κακοκαιρία, κακοί δρόμοι και ανάγκη του στρατού να βοηθήσουν τις δεκάδες χιλιάδες των προσφύγων. Μονάχα 125.000 Σέρβοι στρατιώτες έφθασαν στην ακτή της Αδριατικής και μεταφέρθηκαν με ιταλικά πλοία στη Κέρκυρα και σε άλλα ελληνικά νήσια, πριν ταξιδέψουν στη Θεσσαλονίκη. Ο Στρατάρχης Πούτνικ, ωστόσο, πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε γαλλικό νοσοκομείο.

 
Γάλλοι στρατιώτες στη Θεσσαλονίκη (1915)

Στο μεταξύ οι γαλλικές και βρετανικές δυνάμεις στο μέτωπο της Καλλίπολης είχαν πάρει την άδεια της κυβέρνησης Βενιζέλου, για να βοηθήσουν τους Σέρβους, και να αποβιβάσουνε δύναμη από 2 μεραρχίες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 4 του Οκτώβρη, αν και ήταν ήδη πολύ αργά για να επηρεάσουν αποφασιστικά την έκβαση υπέρ της Σερβίας. Ξεκινήσαν να βαδίζουν βορείως της Θεσσαλονίκης υπό τις διαταγές του Γάλλου Στρατηγού Μωρίς Σαράιγ. Ωστόσο, το Πολεμικό Γραφείο του Λονδίνου ήταν απρόθυμο να επιτρέψει μια βρετανική προώθηση στο βάθος της Σερβίας. Έτσι, οι γαλλικές μεραρχίες προωθήθηκαν μόνες τους μέχρι τον ποταμό Βαρδάρη. Η προώθηση έδωσε μια μικρή μόνο βοήθεια στον σερβικό στρατό που υποχωρούσε, καθώς οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να συγκεντρώσουν περισσότερες δυνάμεις στο νότιο άκρο, γεγονός που οδήγησε στη μάχη του Κρίβολακ (Οκτώβριος-Νοέμβριος του 1915).[11] Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, ο Στρατηγός Σαράιγ αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω των μαζικών βουλγαρικών επιθέσεων. Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης, οι Βρετανοί στο Κοστούρινο αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου, όλες οι συμμαχικές δυνάμεις επέστρεψαν στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί διέταξαν τους Βούλγαρους να μην περάσουν τα ελληνικά σύνορα, καθώς ήταν απρόθυμοι να διακινδυνεύσουν μια πιθανή είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο με την Αντάντ λόγω μιας βουλγαρικής εισβολής στη Μακεδονία. Οι Σύμμαχοι εκμεταλλεύτηκαν αυτό το γεγονός και ενίσχυσαν τις θέσεις τους πίσω από τα σύνορα.[12]

Η επίθεση στη Σερβία επέτρεψε στους Γερμανούς να στείλουν ενισχύσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσω του σιδηρόδρομου Βερολίνο-Κωνσταντινούπολη. Παρά τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων, οι Σύμμαχοι κατάφεραν να σώσουν μερικές μονάδες του σερβικού στρατού, ο οποίος απέφυγε την απόλυτη καταστροφή και που χάρη σε αναδιοργάνωση κατάφερε να προχωρήσει σε νέες επιχειρήσεις 6 μήνες αργότερα. Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να αντικαταστήσουν το σερβικό μέτωπο με ένα μέτωπο στη Μακεδονία - ένα μέτωπο που θα τους έδινε την τελική νίκη μετά από 3 χρόνια.[13]

Σταθεροποίηση του μετώπου Επεξεργασία

 
Μάχες στα ελληνικά σύνορα (1916)
 
Γάλλοι στρατιώτες με αντιαεροπορικό πυροβόλο διαμετρήματος 75 χιλιοστόμετρων στη Θεσσαλονίκη

Στις 5 Ιανουαρίου 1916, η Αυστροουγγαρία επιτέθηκε στο Μαυροβούνιο. Ο μικρός στρατός του Μαυροβουνίου έδειξε σθεναρή αντίσταση στη μάχη του Μόζκοβακ που βοήθησε σημαντικά την υποχώρηση του σερβικού στρατού, αλλά αναγκάστηκε σε παράδοση στις 25 Ιανουαρίου.[14] Οι αυστροουγγρικές δυνάμεις προωθήθηκαν προς την ακτή της Αδριατικής και επιτέθηκαν στην Αλβανία, η οποία ελεγχόταν από την Ιταλία. Μέχρι το τέλος του χειμώνα, ο μικρός ιταλικός στρατός υποχώρησε σχεδόν απ' όλη την αλβανική επικράτεια.[15] Σ' αυτό το σημείο, καθώς ο πόλεμος στα Βαλκάνια έληγε με ήττα, το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο θέλησε να απομακρύνει τις βρετανικές δυνάμεις από την Ελλάδα, αλλά η γαλλική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε και οι δυνάμεις παρέμειναν στην Ελλάδα. Οι συμμαχικές δυνάμεις παρατάχθηκαν γύρω από τη Θεσσαλονίκη που έγινε μεγάλο οχυρωμένο στρατόπεδο και έλαβαν το ψευδώνυμο «Κηπουροί της Θεσσαλονίκης».[13] Ο σερβικός στρατός, υπό τις διαταγές του Στρατηγού Πέταρ Μπόζοβιτς, μεταφέρθηκε από τους Γάλλους στο Μακεδονικό Μέτωπο.[16]

Εν τω μεταξύ, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν περίπλοκη. Επισήμως, η Ελλάδα και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ ήταν υπέρ της αυστηρής ουδετερότητας, ενώ ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν με το πλευρό της Αντάντ. Αρχικά, η Ελλάδα υποστήριξε τη δράση των Γάλλων και των Βρετανών που αφορούσε στη διάσωση του σερβικού στρατού, αλλά άλλαξε πολιτική μετά τη διά της βίας εγκατάστασή τους στην Κέρκυρα[εκκρεμεί παραπομπή] και την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Συμμάχους, μετά από πρόσκληση του Βενιζέλου.[17] Ενώ η στάση του βασιλιά οδήγησε τον Βενιζέλο σε παραίτηση, η βασιλική κυβέρνηση τάχθηκε επισήμως κατά της παραμονής των συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη αλλά δεν ήταν σε θέση να αλλάξει κάτι. Οι Γερμανοί, οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν την ελληνική ουδετερότητα, ήταν προσεκτικοί στο να μην περάσουν τα ελληνικά σύνορα.[18]

 
Γάλλοι εκπαιδεύουν τους Σέρβους στη χρήση των ολμοβόλων χαρακωμάτων (1916-1917)

Τον Μάη του 1916, ο Σαράιγ ζήτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού και η ελληνική κυβέρνηση συμμορφώθηκε. Γνωρίζοντας πως η Ρουμανία ήταν έτοιμη να εισέλθει στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ, ο Σαράιγ ξεκίνησε τις προετοιμασίες για μια επίθεση κατά των Βουλγάρων.[19] Οι Γερμανοί ετοίμασαν μια δική τους επίθεση. Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε στις 17 Αυγούστου, 3 μέρες πριν την αναμενόμενη αρχή της γαλλικής επίθεσης. Στην πραγματικότητα, η επίθεση ήταν βουλγαρική, καθώς ο αυστροουγγρικός στρατός βρισκόταν στην Αλβανία ενώ οι Γερμανοί είχαν μονάχα μια μεραρχία στα σύνορα με την Ελλάδα. Οι Βούλγαροι επιτέθηκαν σε δύο μέτωπα. Στα ανατολικά, κατέλαβαν με ευκολία ολόκληρη την ελληνική επικράτεια στα ανατολικά του Στρυμόνα (βλ. μάχη του Στρυμόνα). Στα δυτικά, οι βουλγαρικές δυνάμεις (αν και είχαν αρχικά το πλεονέκτημα) δεν κατάφεραν να νικήσουν τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες έστησαν αμυντικές γραμμές. Στις 12 Σεπτεμβρίου, έχοντας απωθήσει όλες τις βουλγαρικές επιθέσεις, οι Σύμμαχοι πέρασαν στην αντεπίθεση.[20] Η συμμαχική προώθηση ήταν αργή και συνεχίστηκε τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο. Οι Γερμανοί έστειλαν δύο μεραρχίες για να ενισχύσουν τους Βούλγαρους, αλλά στις 19 Νοεμβρίου, οι Σέρβοι και οι Γάλλοι κατέλαβαν το Καϊμακτσαλάν και ανάγκασουν τις Κεντρικές Δυνάμεις να παραχωρήσουν το Μοναστήρι στους Συμμάχους. Οι Σύμμαχοι έχασαν περίπου 50.000 στρατιώτες, ενώ οι Βούλγαροι και οι Γερμανοί έχασαν περίπου 60.000 στρατιώτες (νεκροί ή αιχμάλωτοι) και το μέτωπο προωθήθηκε κατά 40 χιλιόμετρα.[21]

Η επιτυχής βουλγαρική προώθηση στην ελληνοκρατούμενη ανατολική Μακεδονία προκάλεσε κρίση στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση ήθελε να παραμείνει ουδέτερη και διέταξε το Δ΄ Σώμα Στρατού να μην αντισταθεί και να υποχωρήσει στο λιμάνι της Καβάλας για εκκένωση, αν και δεν έγινε αποδεκτή η χρήση πολεμικών πλοίων. Παρά την τοπική αντίσταση μερικών αξιωματικών και των δυνάμεων τους, οι περισσότερες δυνάμεις και οι διοικητές τους παραδόθηκαν στους Γερμανούς και μεταφέρθηκαν στο Γκέρλιτς, όπου έμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου. Η παράδοση περιοχών που καταλήφθηκαν μετά το τέλος του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου (1913) στους μισητούς Βουλγάρους έγινε η τελευταία σταγόνα για τους βενιζελικούς αξιωματικούς. Με τη συνενοχή της Αντάντ, προχώρησαν σε πραξικόπημα που διατήρησε τη Θεσσαλονίκη και την ελληνική Μακεδονία στα χέρια του Βενιζέλου. Απ' αυτό το σημείο, η Ελλάδα είχε δύο κυβερνήσεις, με την «επίσημη» βασιλική κυβέρνηση στην Αθήνα και την «επαναστατική» φιλοβενιζελική Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη. Οι Σύμμαχοι αναγνώριζαν τη βασιλική κυβέρνηση μέχρι τον Ιούνιο του 1917. Εν τω μεταξύ, οι Ιταλοί μετέφεραν περισσότερες δυνάμεις στην Αλβανία και προσπάθησαν να απωθήσουν τις αυστριακές δυνάμεις στη λίμνη Όστροβο.[22]

1917 Επεξεργασία

 
Η αντεπίθεση των Βουλγάρων στη Γιαρέμπιτσνα (1917)

Μέχρι την άνοιξη του 1917, η στρατιά του Σαράιγ ενισχύθηκε από 24 μεραρχίες, 6 γαλλικές, 6 σερβικές, 7 βρετανικές, 1 ιταλική, 1 ρωσική και 3 ελληνικές ταξιαρχίες. Οι Σύμμαχοι σκόπευαν να επιτεθούν στα τέλη του Απρίλη, αλλά η αρχική επίθεση έληξε με αποτυχία και με μεγάλες απώλειες στις 21 Μαΐου.[23] Οι Σύμμαχοι κατέλαβαν τη Θεσσαλία που εκκενώθηκε από τον φιλοβασιλικό ελληνικό στρατό και τον Ισθμό της Κορίνθου, με αποτέλεσμα να μοιράσουν τη χώρα. Η προσπάθεια των Συμμάχων να καταλάβουν την Αθήνα μετα βίας οδήγησε σε αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων και έληξε με φιάσκο τον Δεκέμβριο (βλ. Νοεμβριανά), με τους Συμμάχους να προχωρούν σε ναυτικό αποκλεισμό της νότιας Ελλάδας που έμεινε πιστή στον βασιλιά. Τον Ιούνιο, οι Σύμμαχοι πέτυχαν την ανατροπή του βασιλιά Κωνσταντίνου (στις 14 Ιουνίου, ο γιος του Κωνσταντίνου, Αλέξανδρος, έγινε βασιλιάς) και την επανένωση της χώρας υπό την ηγεσία του Βενιζέλου. Η νέα κυβέρνηση κήρυξε αμέσως τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις και προχώρησε στη δημιουργία νέου στρατού.[24] Παρ' ολ' αυτά, ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό ανακάλεσε τον Σαράιγ τον Νοέμβριο και ανέθεσε τη διοίκηση στον Στρατηγό Αντόλφ Γκιγιόμα.[25]

1918 Επεξεργασία

Αντίπαλες δυνάμεις στα μέσα Σεπτεμβρίου Επεξεργασία

Κεντρικές Δυνάμεις Επεξεργασία

Ομάδα Στρατιών Σχόλτζ (Στρατηγός Πυροβολικού Φρίντριχ φον Σχόλτζ)
Στρατιά Διοικητής Σημείωση Σώμα Διοικητής Μεραρχίες
11η Γερμανική Στρατιά Στρατηγός Πεζικού Κούνο φον Στέμπεν 61o (LXI) Σώμα Αντιστράτηγος Φρίντριχ Φλεκ 1η, 6η και Μικτή Βουλγαρική Μεραρχία
62ο (LXII) Σώμα Αντιστράτηγος Καρλ Σούερν 302η Γερμανική Μεραρχία, 4η, 2η και 3η Βουλγαρική Μεραρχία
1η Βουλγαρική Στρατηγός Αντιστράτηγος Στέφαν Νερέζοβ 5η, Βουνίσια, 9η Βουλγαρική Μεραρχία Πεζικού και 1/11 Ταξιαρχία Πεζικού
Ανώτατη διοίκηση Βουλγάρων (Αντιστράτηγος Γκεόργκι Τόντοροφ)
Στρατιά Διοικητής Σημείωση Σώμα Διοικητής Μεραρχίες
2η Βουλγαρική Στρατιά Αντιστράτηγος Ιβάν Λούκοβ 11η, 7η και 8η Βουλγαρική Μεραρχία Πεζικού
4η Βουλγαρική Στρατιά Αντιστράτηγος Στέφαν Τόσεβ 10η Βουλγαρική Μεραρχία Πεζικού και 2η Βουλγαρική Μεραρχία Ιππικού

Αντάντ Επεξεργασία

Συμμαχικές στρατιές στην Ανατολή (Στρατηγός Λουί Φρανσέτ ντ' Εσπέρεϋ)
Στρατιά Διοικητής Σημείωση Σώμα Διοικητής Μεραρχίες
Γαλλική Στρατιά του Οριέντ Στρατηγός Πάουλ Χένρυς 30η, 76η, 57η, 156η Γαλλική Μεραρχία Πεζικού, 35η Ιταλική Μεραρχία Πεζικού, 11η Γαλλική Αποικιακή Μεραρχία, 3η και 4η Ελληνική Μεραρχία Πεζικού
Γαλλοσερβική Ομάδα Αρχιστράτηγος Ζίβοζιν Μίσιτς Μεραρχία Πεζικού Δρίνα, Μοράβα, Γιούγκοσλαβ και Τίμοκ, 122η και 17η Γαλλική Μεραρχία Πεζικού
1η Ομάδα Μεραρχιών Στρατηγός Φιλίπ ντ' Ανσέλμ 16η Γαλλική Αποικιακή Μεραρχία, Ελληνική Μεραρχία Αρχιπελάγου και 27η Βρετανική Μεραρχία Πεζικού
Βρετανική Στρατιά της Θεσσαλονίκης Στρατηγός Τζώρτζ Μιλν 12ο (XII) Σώμα Αντιστράτηγος Χένρι Ουίλσον 22η και 26η Βρετανική Μεραρχία Πεζικού, Ελληνική Μεραρχία Σερρών
16ο (ΧVI) Σώμα Αντιστράτηγος Τσάρλς Τζέιμς Μπρίγκς 28η Βρετανική Μεραρχία Πεζικού και Ελληνική Μεραρχία Κρήτης
Β΄ Σώμα Μεραρχία Ξάνθης και 14η Ελληνική Μεραρχία Πεζικού
Ελληνική Στρατιά Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής Α΄ Σώμα Ανιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος 1η, 2η και 13η Ελληνική Μεραρχία Πεζικού
9η Ελληνική Μεραρχία Πεζικού (εκπαίδευση)

Στρατιωτικές επιχειρήσεις Επεξεργασία

 
Ο Συνταγματάρχης Νικόλας Χριστοδούλου, ένας από τους ηγέτες του Κινήματος Εθνικής Αμύνης ανακρίνει Βούλγαρους στρατιώτες

Τον Μάη, οι ελληνικές δυνάμεις του Στρατηγού Γκιγιόμα επιτέθηκαν και κατέλαβαν μια δυνατή βουλγαρική θέση στο Σκρα - αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη ελληνική επιχείρηση στο πλευρό της Αντάντ.[26] Καθώς η γερμανική ανοιξιάτικη επίθεση απειλούσε τη Γαλλία, ο Γκιγιόμα ανακλήθηκε στο Παρίσι και αντικαταστάθηκε από τον Στρατηγό Φρανσέτ ντ' Εσπέρεϋ. Αν και ο Εσπέρεϋ πρότεινε μια επίθεση κατά του βουλγαρικού στρατού, η γαλλική κυβέρνηση αρνήθηκε να επιτρέψει την επίθεση μέχρι να συμφωνήσουν όλες οι χώρες. Ο Στρατηγός Γκιγιόμα, ο οποίος δεν ήταν πλέον χρήσιμος στη Γαλλία, ταξίδεψε από το Λονδίνο στη Ρώμη, προσπάθησε να πείσει την κυβέρνηση να δεχτεί τη διεξαγωγή της επίθεσης. Τελικά, τον Σεπτέμβριο, επιτεύχθηκε συμφωνία και ο Εσπέρεϋ έλαβε την άδεια να προχωρήσει σε μεγάλη επίθεση.[27]

 
Το Διασυμμαχικό Μνημείο Διάσπασης Μακεδονικού Μετώπου κατά την 94η επέτειο, στο Λατόμι Κιλκίς, που κατασκευάστηκε σε χώρο δωρεά Χρήστου Θ. Καραθόδωρου

Οι συμμαχικές δυνάμεις ήταν πολύ μεγάλες παρά την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο τον Μάρτη του 1918 (βλ. Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ). Η Αντάντ είχε στη διάθεση της ολόκληρο τον ελληνικό στρατό (9 μεραρχίες), καθώς και 6.000 άνδρες της Λεγεώνας των Τσεχοσλοβάκων, οι οποίοι έφυγαν από τη Ρωσία και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις αυστροουγγρικές δυνάμεις. Οι Βούλγαροι αύξησαν επίσης τον στρατό τους κατά το 1917 - οι Σύμμαχοι είχαν στη διάθεση τους 291 τάγματα έναντι 300 βουλγαρικών ταγμάτων, καθώς και άλλα 10 γερμανικά τάγματα. Οι Σύμμαχοι ήταν σίγουροι για τη νίκη τους, ενώ οι Βούλγαροι ήταν σίγουροι για την ήττα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στην καταστροφή, η αυστροουγγρική κυβέρνηση βρισκόταν στο χάος και ο γερμανικός στρατός ηττήθηκε στο Δυτικό Μέτωπο. Οι Βούλγαροι δεν είχαν σκοπό να πολεμήσουν για μια χαμένη υπόθεση.[28]

Στις 14 Σεπτεμβρίου, οι Σύμμαχοι προχώρησαν σε κανονιοβολισμό για τη μάχη του Ντόμπρο Πόλε. Την επόμενη μέρα, οι Γάλλοι και οι Σέρβοι επιτέθηκαν και κατέλαβαν το Ντόμπρο Πόλε.[29] Στις 18 Σεπτεμβρίου, οι Έλληνες και οι Βρετανοί επιτέθηκαν αλλά υπέστησαν σοβαρές απώλειες από τους Βούλγαρους κατά τη μάχη της Δοϊράνης.[30] Ο γαλλοσερβικός στρατός συνέχισε να προωθείται την επόμενη μέρα, ενώ μερικές βουλγαρικές μονάδες ξεκίνησαν να παραδίδουν θέσεις αμαχητί και η βουλγαρική διοίκηση διέταξε υποχώρηση.[31]

Στην επίσημη ιστορία της βρετανικής κυβέρνησης για τη μακεδονική εκστρατεία, ο Κυρίλ Φαλς (Cyrill Falls) έδωσε μια λεπτομερή ανάλυση για την κατάσταση των βουλγαρικών δυνάμεων και την κατάσταση στο μέτωπο. Παρά την ήττα στο Ντόμπρο Πόλε και τη συμμαχική προώθηση, ο βουλγαρικός στρατός δεν αποδιοργανώθηκε και επιχείρησε οργανωμένη υποχώρηση. Μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου (μια μέρα πριν την έξοδο της Βουλγαρίας από τον πόλεμο), τα Σκόπια έπεσαν, αλλά μια δυνατή γερμανοβουλγαρική δύναμη διατάχθηκε να ανακαταλάβει την πόλη την επόμενη μέρα - κατά τη διάρκεια της ημέρας, περίπου 15.000 Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν.[32]

 
Τα Κοιμητήρια του Ζέιτενλικ (Θεσσαλονίκη)

Τότε, οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή. Ένας μεγάλος αριθμός από Βούλγαρους στρατιώτες απεστάτησαν και συγκεντρώθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ράντομιρ στη Βουλγαρία, μόλις 48 χιλιόμετρα από τη Σόφια. Στις 27 Σεπτεμβρίου, οι ηγέτες της Βουλγαρικής Αγροτικής Εθνικής Ένωσης έλαβε τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των βουλγαρικών δυνάμεων, ανακήρυξε την πτώση της μοναρχίας και την ίδρυση βουλγαρικού κράτους. Περίπου 4.000-5.000 επαναστάτες απείλησαν τη Σόφια την επόμενη μέρα. Το Μακεδονικό Μέτωπο διαλύθηκε το μεσημέρι της 30ης Σεπτεμβρίου καθώς τέθηκε σε ισχύ η ανακωχή με τη Βουλγαρία. Η εξέγερση των στρατιωτών έληξε στις 2 Οκτωβρίου. Ο Τσάρος Φερδινάνδος παραιτήθηκε και εξορίστηκε στις 3 Οκτωβρίου.[33]

Ο βρετανικός στρατός πορεύτηκε προς ανατολάς στην ευρωπαϊκή πλευρά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ οι γαλλικές και οι σερβικές δυνάμεις πορεύτηκαν προς τα βόρεια. Ο βρετανικός στρατός έφθασε κοντά στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να συναντήσει αντίσταση και η οθωμανική κυβέρνηση ζήτησε ανακωχή (βλ. συνθήκη του Μούδρου) στις 26 Οκτωβρίου - ο Ισμαήλ Εμβέρ και οι συνεργάτες του είχαν φύγει νωρίτερα στο Βερολίνο. Παράλληλα, ο γαλλικός και ο σερβικός στρατός ανακατέλαβαν τη Σερβία και διέλυσαν μερικές αδύναμες γερμανικές μεραρχίες που προσπαθούσαν να σταματήσουν τη συμμαχική προώθηση στη Νις. Στις 3 Νοεμβρίου, η Αυστροουγγαρία αναγκάστηκε να υπογράψει ανακωχή στο Ιταλικό Μέτωπο και ο πόλεμος έληξε. Στις 10 Νοεμβρίου, οι δυνάμεις του Εσπέρεϋ πέρασαν τον Δούναβη και ήσαν έτοιμες να εισέλθουν στην καρδιά της Ουγγαρίας. Μετά από αίτημα του Γάλλου Στρατηγού, ο Μιχάλι Κάρολυϊ, ηγέτης της ουγγρικής κυβέρνησης, υπέγραψε ανακωχή.[34]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Campaigns, Macedonia front Αρχειοθετήθηκε 2015-11-18 στο Wayback Machine..
  2. A. Palmer, The Gardeners of Salonika, The Macedonian Campaign 1915–1918 (1965)
  3. Κωστόπουλος, Τάσος (11 Οκτωβρίου 2015). «Η άλλη Κατοχή». Η Εφημερίδα των Συντακτών. efsyn. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2020. 
  4. ο.π. Χασιώτης(1996), σελ. 176: «Ένα δημοφιλές αγγλικό τραγούδι της εποχής του Α' ΠΠ έλεγε "If you don’t want to fight go to Salonica", ειρωνευόμενο έτσι τη πολεμική απραξία των συμμαχικών στρατευμάτων.»
  5. ΧΑΣΙΏΤΗΣ, Λουκιανός (1996). «Μακεδονικό Μέτωπο, 1915-1918 : μια πρώτη ιστοριογραφική προσέγγιση». Βαλκανικά Σύμμεικτα 8 (Jan 1996). ISSN 407-9456. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-11-07. https://archive.today/20201107230214/https://ojs.lib.uom.gr/index.php/ValkanikaSymmeikta/article/view/361/368. Ανακτήθηκε στις 2020-11-08. 
  6. Falls 1933, σελίδες 1–22.
  7. Falls 1933, σελίδες 22–33.
  8. Falls 1933, σελίδες 33–39.
  9. Falls 1933, σελίδες 31–32, 42–50.
  10. Falls 1933, σελίδες 33–37.
  11. Falls 1933, σελίδες 57–62.
  12. Falls 1933, σελίδες 50–84.
  13. 13,0 13,1 Falls 1933, σελίδες 85–103.
  14. Falls 1933, σελίδες 32–36.
  15. Falls 1933, σελ. 110.
  16. Falls 1933, σελίδες 119–120.
  17. Falls 1933, σελίδες 71–81.
  18. Falls 1933, σελίδες 107, 130.
  19. Falls 1933, σελίδες 104–111.
  20. Falls 1933, σελίδες 152–184.
  21. Falls 1933, σελίδες 172–196 234–240.
  22. Falls 1933, σελίδες 208–230, 348–261.
  23. Falls 1933, σελίδες 302–345.
  24. Falls 1933, σελίδες 348–362.
  25. Falls 1933, σελίδες 269–293.
  26. Falls 1935, σελ. 89.
  27. Falls 1935, σελίδες 101–112.
  28. Falls 1935, σελίδες 131–134.
  29. Falls 1935, σελίδες 147–158.
  30. Falls 1935, σελίδες 159–192.
  31. Falls 1935, σελίδες 193–202.
  32. Falls 1935, σελίδες 203–245.
  33. Falls 1935, σελίδες 246–253.
  34. Falls 1935, σελίδες 254–279.

Πηγές Επεξεργασία

  • Esposito, V. (1959). The West Point Atlas of American Wars, Vol II. Westport, Cn: Praeger. OCLC 311479559. 
  • Falls, C. (1933). Military Operations Macedonia: From the Outbreak of War to the Spring of 1917. History of the Great War Based on Official Documents by Direction of the Historical Section of the Committee of Imperial Defence. I (IWM and Battery Press 1996 έκδοση). London: HMSO. ISBN 0-89839-242-X. 
  • Falls, C. (1935). Military Operations Macedonia: From the Spring of 1917 to the End of the War. History of the Great War Based on Official Documents by Direction of the Historical Section of the Committee of Imperial Defence. II (IWM and Battery Press 1996 έκδοση). Nashville, TN: HMSO. ISBN 0-89839-243-8. 
  • Hall, R. (2010). Balkan Breakthrough: The Battle of Dobro Pole 1918. Bloomington, In: Indiana University Press. ISBN 0-253-35452-8. 
  • Palmer, A (1965). The Gardeners of Salonika, The Macedonian Campaign 1915–1918. London: Andre Deutsch. ISBN 0-23395-748-0. 
  • Parker, C. (1964). Return to Salonika. London: Cassell. OCLC 450429. 
  • Wakefield, A.· Moody, S. (2004). Under the Devil's Eye: Britain's Forgotten Army at Salonika 1915–1918. London: History Press. ISBN 0-7509-3537-5. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία