Αυτό το λήμμα αφορά στο πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας. Για την αρχαίο ελληνικό φύλο, δείτε: Αρχαίοι Μακεδόνες. Για τον τραγουδιστή, δείτε: Κώστας Μακεδόνας.


Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Μακεδόνας (Μακεδών) ή Μακεδνός είναι γνωστά τα παρακάτω πρόσωπα:


  1. Γιος του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα (ή της Αιθυίας) κατά τον Ησίοδο (7ος αι. π.Χ.) τον Μαρσύα (4ος αι. π.Χ.)[1]. Ο Μακεδών ήταν αδελφός του Μάγνητα και χαρακτηρίζεται από τον Ησίοδο ως «ιππιοχάρμης» (αυτός που μάχεται από το άρμα του). Ο Μακεδών πήρε αυτόχθονα γυναίκα της Θράκης (γυναίκα που την ονόμασαν αργότερα «Μακεδονία») και απέκτησαν μαζί δύο γιους, τον Πίερο και τον Ήμαθο ή Άμαθο. Αλλού εμφανίζεται απλά ως εγγονός του Δευκαλίωνα[2]. Σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση, ο Μακεδών πήρε ως σύζυγό του την Ωρείθυια, την κόρη του Κέκροπα, και απέκτησαν μαζί τον Ευρωπό[3].
  2. γιος του Αιόλου, του γιου Έλληνος[4] σύμφωνα με τον Ελλάνικο (5ος αι. π.Χ.). Ίσως παρατήρησε κοινά γλωσσικά στοιχεία, προερχόμενος από την αιολική Λέσβο και έχοντας διαμείνει κάποιο διάστημα στη μακεδονική αυλή. Ο Στέφανος Βυζάντιος (6ος αι. μ.Χ.) και ο Ευστάθιος (12ος αι. μ.Χ.) αναφέρουν Μακεδόνα γιο του Δία και του Αιόλου[5].
  3. γιός του Αιακού[6].
  4. Ο ένας από τους 50 γιους του Λυκάονα, βασιλιά της Αρκαδίας, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (2ος αι. π.Χ.)[7] και, κατά μία άποψη, γεννάρχης και επώνυμος ήρωας της Μακεδονίας
  5. ή γιός του Λυκάονα, βασιλέως της Ημαθίας, σύμφωνα με τον Αιλιανό (3ος αι. μ.Χ.)[8] Σύμφωνα με μια θεωρία, ο Θεαγένης (μέσα 2ου αι. π.Χ.) ήταν αυτός που κατέγραψε πρώτος τον Λυκάονα ως βασιλέα της Ημαθίας, σε μια εποχή που η Μακεδονία είχε υποταχθεί στη Ρώμη[9]. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται, από την αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα στις πηγές που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος τον Θεαγένη και σε αυτές που δεν γίνεται καμία αναφορά, αλλά παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα ως προς τις πληροφορίες. Ο Σακελλαρίου δεν βλέπει πολιτική σκοπιμότητα πίσω από τον μύθο του Λυκάονα, αλλά μαζί με τους αρκαδικούς μύθους για τον Αέροπο και τον Τήμενο, τον εντάσσει στις ενδεχόμενες επαφές που μπορεί να είχαν τα πρωτοαρκαδικά και τα πρωτομακεδονικά φύλλα, όταν κατοικούσαν σε γειτονικές θέσεις, στην ΝΔ Μακεδονία[10]. Αυτό το γεγονός ενισχύεται από κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά της μακεδονικής διαλέκτου με την αρκαδοκυπριακή («ε» αντί για «ι» μπροστά από ένρινο). Ορατοί επίσης είναι οι μυθικοί σύνδεσμοι που αφορούν τον Λυκάονα μεταξύ Αρκάδων, Μακεδόνων, Θεσπρωτών και Φθίων. Ο ίδιος απορρίπτει την μυθική διάσταση του Μακεδόνα, τον οποίο χαρακτηρίζει επινοημένο μεταγενέστερα. Ο μύθος του Περδίκκα ως απόγονου του Τημένου, είτε είναι αληθινή παράδοση, λαογραφικό στοιχείο ή προερχόμενο από την μακεδονική αυλή, ενώνει μυθολογικά τους Αρκάδες και τους Δωριείς με τους Μακεδόνες. Με τους Αρκάδες συνδέεται και το κοινό στη Μακεδονία όνομα Αέροπος, ο οποίος εμφανίζεται ως υιός του Ημαθίωνα.[11]
  6. γιός του Όσιρι και αδελφός του Άνουβι σύμφωνα με τον Διόδωρο (1ος αι. π.Χ.)[12]. Εμφανίζεται με τη μορφή λύκου. Η γεννεαλογία αυτή απορρίπτεται καθώς σχετίζεται με τη πολιτική των Πτολεμαίων, στην Αίγυπτο.

Ο ιστορικός Μαρσύας, στο ίδιο απόσπασμα με παραπάνω, αναφέρει μόνο πως ο Μακεδών κατέλαβε μέρος της Θράκης που το ονόμασε Μακεδονία και ερχόμενος σε γάμο με μία επιχώρια γυναίκα, έκανε τον Πίερο και τον Άμαθο. Προσθέτει μάλιστα πως οι δύο αυτοί έδωσαν το όνομά τους στις πόλεις Πιερία και Αμαθία. Να σημειωθεί πως ο Αττικός τύπος του Άμαθου/Αμαθία, είναι Ήμαθος/Ημαθία. Ο Άμαθος αυτός δεν έχει κάποια μυθολογική σχέση με τον Ημαθίωνα του Ησίοδου, ο οποίος φαίνεται να έχει τρωική καταγωγή[13]. Τον Ημαθίωνα συναντάμε πάλι σε ένα απόσπασμα του Μελισσέα, ως πατέρα του Αερόπου ο οποίος κυβερνούσε στην βοιωτική Λύγκο που παλαιότερα ονομαζόταν Πιερία[14]. Προφανώς πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος σχετικά με την τοποθεσία της Λύγκου και της Πιερίας, οι οποίες βέβαια δεν βρίσκονται στη Βοιωτία.

Ο Γάιος Ιούλιος Σολίνος τοποθετεί τον Ημάθιο πριν τον Μακεδόνα, τον εγγονό του Δευκαλίωνα, ως γεννημένο από την γη. Αργότερα ήρθε ο Μακεδών και άλλαξε το όνομα της περιοχής[15]. Την ίδια μαρτυρία φαίνεται να αναπαράγουν πιθανόν από κάποια παλαιότερη πηγή οι Στράβων (1ος αι. π.Χ.), Πλίνιος ο πρεσβύτερος (1ος αι. μ.Χ.), Ευστάθιος και Ζωναράς (12ος αι. μ.Χ.), ότι δηλαδή η Μακεδονία καλούνταν παλαιότερα Ημαθία [16]. Ως παιδιά του Ημαθίου ονοματίζονται ο Βρούσις[17] και ο Γαλάδρας[18] από τον Στέφανο Βυζάντιο.


Ως γιοί του Μακεδόνα, εκτός του Πίερου και του Άμαθου, αναφέρονται από τον Στέφανο Βυζάντιο οι ακόλουθοι:

1. Αργέας [19]. Από όπου πήραν το όνομα οι Αργεάδες, σύμφωνα με μία άποψη φυλή της Μακεδονίας που ηγήθηκε την έξοδο στην πεδιάδα.

2. Ωρωπός [20].

3. Βέρης [21]. Ο Βέρης, σύμφωνα με τον Θεαγένη γέννησε τη Μίεζα, τη Βέροια και τον Όλγανο.

4. Ατιντάνας [22].

5. Εύρωπος [23]. Εμφανίζεται ο Εύρωπος ως υιός του Μακεδόνα και της Ωρειθυίας, κόρης του Κέκροπα. Παρατηρούμε ομοιότητα στη κατάληξη -θυία, δηλαδή με τον μύθο που αναφέρει πως η Θυία ήταν η μητέρα του Μακεδόνα.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Ησίοδος, «Γυναικῶν κατάλογος ἢ Ἠοῖαι» απόσπ. 7.• Μαρσύας FGrH. 135-136.13.
  2. Σολίνος 9.10.
  3. Στέφανος Βυζάντιος λ. Εὐρωπός.
  4. Ελλάνικος FGrH.4.74.
  5. Στέφ. Βυζ. λ. Μακεδονία· Ευστάθιος, «Ὑπομνήματα εἰς Διον. Περιηγ.» 427.
  6. Ευστάθιος, «Ὑπομνήματα εἰς Διον. Περιηγ.» 427
  7. Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη, 3.8.1.• Παυσανίας 8.3.1-5.
  8. Αιλιανός 9.48.• Στέφανος Βυζάντιος λ. Ὠρωπός
  9. Θεαγένης FGrH.774.· Hammond 1995 τ.Β´, 43 και 46-47.
  10. Σακελλαρίου 2018, 210-218
  11. Μελισσέας FGrH402.1.
  12. Διόδωρος 1.18.
  13. Ησίοδος «Θεογονία», 984-985.
  14. Μελισσέας FGrH.402.1.
  15. Σολίνος 9.10.
  16. Στράβων 7.11.· Πλίνιος NH, 4.16.· Ευστάθιος «Ὑπομνήματα εἰς Διον. Περιηγ.» 254.5.· Ζωναράς 12.6.
  17. Στέφ. Βυζ. λ. Βρουσίς
  18. Στέφ. Βυζ. λ. Γαλάδραι
  19. Στέφ. Βυζ. λ. Ἀργέου [νῆσος].
  20. Στέφ. Βυζ. λ. Ὠρωπός.
  21. Στέφ. Βυζ. λ. Μίεζα.
  22. Στέφ. Βυζ. λ. Ἀτιντανία.
  23. Στέφ Βυζ. λ. Εὐρωπός.

Πηγές Επεξεργασία

  • Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969
  • Ελλάνικος, Αποσπάσματα.
  • Ησίοδος, Αποσπάσματα - Γυναικῶν Κατάλογος ή Ἠοῖαι 7.
  • Ψευδο-Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄.