Με τον όρο μακιαβελισμός στη στενή του έννοια εννοείται εκείνη η πολιτική θεωρία σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση ή άλλοτε ο ηγεμόνας μίας χώρας, εκτιμώντας τις περιστάσεις, μεταχειρίζεται οποιοδήποτε μέσο, ηθικά ορθό ή μη, προκειμένου να προστατεύσει το κράτος του. Στην ευρεία έννοιά του ο μακιαβελισμός προσέλαβε διαφορετικό αμοραλιστικό και δημώδες περιεχόμενο, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται η άρση κάθε ηθικού φραγμού, η μηχανορραφία και η δολοπλοκία για την επίτευξη προσωπικών στόχων, ακόμα και άνομων, στα πλαίσια των ρυθμιστικών κανόνων μιας κοινωνικής ομάδας ή οποιασδήποτε μορφής κοινότητας. Σε αυτή την ευρύτερη έννοιά του δε θα πρέπει να ταυτίζεται με την πολιτική θεωρία, καθώς μακιαβελιστής με την ακριβή έννοια του όρου είναι εκείνος που ασπάζεται την πολιτική διδασκαλία του Νικολό Μακιαβέλι[1].

Λεπτομέρεια προσωπογραφείας του Νικολό Μακιαβέλι από τον Santi di Tito

Ιστορία της ιδέας Επεξεργασία

Κλασική περίοδος Επεξεργασία

Αν και έλαβε το όνομά της από τον συγγραφέα του σχετικού έργου, η ιδέα της μεταχείρισης οποιουδήποτε μέσου για την «προστασία» του κράτους είναι αρχαιότατη και συνδέεται θα μπορούσε να πει κανείς με το πλέον αρχέγονο ένστικτο επιβίωσης[2]. Από την κλασική περίοδο είναι σημαντικά τα παραδείγματα του τρόπου ηγεμονίας των περσικών σατραπειών και των μέσων που μετήλθε η αθηναϊκή ηγεμονία, προκειμένου να εξασφαλίσει την ευημερία και την ασφάλεια της πόλης κράτους κατά τον 5ο, ακόμη και τον 4ο αι. στην περίοδο παρακμής της. Ανιχνεύοντας τις αφηγήσεις του Ηρόδοτου, στους περσικούς πολέμους, βλέπουμε ότι παραδίδει πέραν της άσκησης της πολεμικής ισχύος το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό και μυθολογικό υπόβαθρο στις ιστορίες που αφηγείται. Το κεφάλαιο 155 της ενότητας λυδικός λόγος[3] αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο Κύρος το πρόβλημα των Λυδών. Άτυπος σύμβουλος του Κύρου στον διάλογο είναι ο Κροίσος, πρώην βασιλιάς της Λυδίας, αιχμάλωτος πλέον του Πέρση βασιλιά.

Ο Κύρος σκεπτόμενος πώς θα κατορθώσει να διατηρήσει την εξουσία του επί των Λυδών, ρωτά τη γνώμη του Κροίσου. Η απάντηση του Κροίσου είναι μια επίδειξη διατήρησης λεπτών ισορροπιών, διπλωματίας και αναζήτησης της εύνοιας του ισχυρού. Όντας πατήρ των Λυδών –ως πρώην βασιλιάς- οφείλει να ελιχθεί ανάμεσα στην απροθυμία του να επιβληθούν αυστηρές κυρώσεις στο λαό του και την υπονόμευση της εμπιστοσύνης που δείχνει ο Κύρος στο πρόσωπό του. Ωστόσο, η ακραία μορφή άσκησης της πολεμικής ισχύος που υιοθετεί έστω και υποθετικά ο Κύρος είναι η εξαφάνιση των Λυδών και των απογόνων τους, ένα δείγμα της ωμής βίας στην οποία μπορεί να φθάσει η μακιαβελική άσκηση της πολεμικής ισχύος, όταν επιβάλλει την πρακτική της γενοκτονίας.

Στην περίπτωση των Μήδων και του Διηόκη, ο ιστορικός αφηγείται τη δημιουργία ενός τυράννου[4]. Στην εκφορά του λόγου του πώς ένας άνθρωπος, εκμεταλλευόμενος το κύρος, την ευρεία αποδοχή, τις ανασφάλειες και την ανάγκη του λαού του για προστασία, κατορθώνει να αποκτήσει τη δύναμη, για την ακρίβεια την πολεμική ισχύ, που διαχειρίζεται όχι εναντίον κάποιου εξωτερικού εχθρού, αλλά για να εγκαθιδρύσει την τυραννίδα του. Η κατασκευή ενός κάστρου με υψηλά τείχη (1.98), η οργάνωση κατασκόπων πληροφοριοδοτών σε όλη τη χώρα (1.99) είναι στην πραγματικότητα η προπαρασκευή μιας πολεμικής μηχανής, την οποία ο ίδιος διαχειρίζεται προς όφελος της μακιαβελικής του θέλησης για εξουσία, εναντίον μιας υποθετικής εσωτερικής απειλής.

Ένας άλλος ιστορικός, ο Θουκυδίδης παραδίδει μιαν άλλη εικόνα, σύμφωνα με την οποία ο Περικλής απαιτεί από τους Αθηναίους στη δημηγορία του να μην απεμπολήσουν την ηγεμονία της πόλης τους (2.63). Ουσιαστικά ο Περικλής παραδέχεται ότι η αθηναϊκή συμμαχία έχει γίνει πλέον ηγεμονία και ότι έχει προκαλέσει το μίσος των συμμάχων, αλλά την ίδια στιγμή μέμφεται τους πολιτικούς του αντιπάλους που αναζητούν ειρηνόφιλη πολιτική. Πολιτικά ρεαλιστής ο Περικλής αναγνωρίζει πιθανώς πως μόνον η διαρκής επίδειξη –έμμεση ή άμεση- της πολεμικής ισχύος μπορεί να διατηρήσει το ηγεμονικό status των Αθηνών, καθώς οι αποκαλούμενοι σύμμαχοι δεν είναι πλέον οικειοθελώς στο πλευρό της Αθήνας. Ωστόσο, προσπαθεί να μετριάσει την ωμότητα μιας τέτοιας παραδοχής, θεωρώντας την τυραννική εξουσία αναγκαστική και επικίνδυνη την οποιαδήποτε μορφής παραίτηση των Αθηνών από την ηγεμονική τους θέση. Οι Αθηναίοι είναι «καταδικασμένοι» να είναι ηγέτες και η πολεμική ισχύς τους εξαναγκάζει να μην μπορούν να επαναπαυθούν. Θέτει δηλαδή μια αμετάκλητη λογική, την οποία οι Αθηναίοι είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν εκ των περιστάσεων για να προστατεύσουν την ηγεμονική τους θέση. Ο Περικλής και προφανώς ο ίδιος ο Θουκυδίδης θεωρούσε το μεγαλείο των Αθηνών ως αποτέλεσμα της ενεργητικής φύσης των συμπολιτών του και των στρατιωτικών δαπανών της –χρήματα καί ναυτικόν. Σε αυτή την περίπτωση ο έλεγχος της αθηναϊκής ηγεμονίας και η πολεμική ισχύς της έχουν ως θεμέλιο τις οικονομικές δαπάνες, ιδιαίτερα για την ενίσχυση του αθηναϊκού στόλου[5], του κατεξοχήν πολεμικού μέσου για τη διατήρηση της αθηναϊκής ηγεμονίας.

Η καθαρότερη εικόνα πολιτικού μακιαβελισμού, ωστόσο, μας έρχεται από τον διάλογο των Μηλίων. Ο διάλογος, έτσι όπως κατατίθεται από τον ιστορικό, είναι επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού, σε ό,τι αφορά στην πολεμική ισχύ. Επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυροτέρου και η άποψη των Μηλίων πως η παράδοση είναι πράξη δειλίας, αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τους Αθηναίους (5.100). Αν οι Μήλιοι επιδείξουν σωφροσύνη -κλασική αρετή στην κοινωνία του 5ου Π.Κ.Ε. αιώνα- τότε θα αναγνωρίσουν ότι δεν είναι αγών από του ίσου περί ανδραγαθίας και ότι η τιμωρία δεν είναι η αισχύνη (5.101). Το ζήτημα είναι η επιβίωση και εδώ οι ηθικοί φραγμοί δεν έχουν κανένα νόημα. Σύμφωνα με τη γλώσσα του ιστορικού είναι δύσκολο να ανταγωνιστεί κανείς τη φυσική πραγματικότητα –στην προκειμένη περίπτωση την πολεμική ισχύ των Αθηνών. Αυτό είναι το κομβικό σημείο με το οποίο ανοίγουν και κλείνουν οι Αθηναίοι το διάλογό τους με τους Μηλίους. Αντίθετα με τους Αθηναίους του Ηρόδοτου, που ποτέ δεν παραδίδονται στον Ξέρξη και αρνούνται να προδώσουν τους Έλληνες, οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη αποτιμούν ψυχρά την πολεμική ισχύ τους και φυσικά ακολουθούν τη λογική αυτής της αποτίμησης[6].

Ρωμαϊκή και μεσαιωνική περίοδος Επεξεργασία

Οι Ρωμαίοι με τη σειρά τους, κληρονόμοι αυτής της πολιτικής πρακτικής, προχώρησαν ένα βήμα περισσότερο. Οι ρωμαίοι συγγραφείς περιγράφουν την ρωμαϊκή πολιτική ως υπέρβαση των ηθικών νόμων. Τόσο ο Κικέρων[7], όσο Τάκιτος[8] αναφέρουν πως η παραβίαση του ηθικού νόμου ήταν επιτρεπτή όταν το απαιτούσε η δημόσια ευημερία. Έτσι εισήγαγαν μια ιδέα που θα απέβαινε μείζονος σημασίας στην ιστορία του Μακιαβελισμού.[9]

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Ηρόδοτος, 1998, Ιστορίαι, Βιβλίο Α΄ Κλειώ. (μτφρ. Λ. Δρακόπουλος) Επικαιρότητα, Αθήνα.
  • Θουκυδίδης, χ.χ., Πελοποννησιακός Πόλεμος, τόμ. Α΄, Β΄ και Γ' (μτφρ. Π. Ξιφαράς), Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα.
  • Crane Gregory 1998, Thucydides and the Ancient Simplicity: The Limits of Political Realism, University of California Press, Berkeley.
  • Kallet-Marx, Lisa 1993, Money, Expense, and Naval Power in Thucydides' History 1-5.24. University of California Press, Berkeley.

Παραπομπές-σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Πελεγρίνης Θ. 2004, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 371-372.
  2. «20th WCP: On Intolerance». www.bu.edu. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2024. 
  3. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο Α΄ Κλειώ. (μτφρ. Λ. Δρακόπουλος) Επικαιρότητα, 1998, Αθήνα, 219.
  4. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο Α΄ Κλειώ. (μτφρ. Λ. Δρακόπουλος) Επικαιρότητα, 1998, Αθήνα, 155-163.
  5. Kallet-Marx, Lisa 1993, Money, Expense, and Naval Power in Thucydides' History 1-5.24. University of California Press, Berkeley, 17.
  6. Περισσότερα για τον διάλογο των Μηλίων και την εφαρμογή της πολεμικής ισχύος των Αθηναίων βλ. Crane Gregory 1998, Thucydides and the Ancient Simplicity: The Limits of Political Realism, University of California Press, Berkeley, 190-196.
  7. Cicero, De officiis, 3, 2.
  8. Tacitus, Annales 14, 64.
  9. «MACHIAVELLI AND THE BEGINNINGS OF MACHIAVELLISM» στο Dictionary of History of Ideas Αρχειοθετήθηκε 2007-11-18 στο Wayback Machine..

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία