Μανδρίτσα

οικισμός της Βουλγαρίας

Συντεταγμένες: 41°23′00″N 26°08′00″E / 41.3833°N 26.1333°E / 41.3833; 26.1333

Η Μανδρίτσα (βουλγαρικά: Мандрица) είναι ένα χωριό της Βουλγαρίας. Βρίσκεται στην οροσειρά της Ροδόπης, δυτικά του Διδυμοτείχου δύο χιλιόμετρα εντός του βουλγαρικού εδάφους και απέχει 50 χλμ. από την Αδριανούπολη και 15 χλμ. από το Ορτάκιοϊ (σημερινό Ιβαΐλογκραντ).

Μανδρίτσα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Μανδρίτσα
41°23′33″N 26°8′1″E
ΧώραΒουλγαρία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Ιβαΐλοβγκραντ
Ίδρυση1636
Υψόμετρο93 μέτρα
Πληθυσμός49 (15  Μαρτίου 2024)[1]
Ταχ. κωδ.6585
Τηλ. κωδ.03665
Ζώνη ώραςUTC+02:00 (επίσημη ώρα)
UTC+03:00 (θερινή ώρα)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ιστορία Επεξεργασία

 
Μανδρίτσα, άποψη του χωριού.

Η Μανδρίτσα ανήκει στην ιστορική περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας, ενώ μέχρι το 1913 ήταν μία Ελληνική κωμόπολη. Σήμερα βρίσκεται στην νότια Βουλγαρία.

Ο πληθυσμός της το 1913 υπερέβαινε τα 3.000 άτομα και υπήρχε έντονη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Κυριότερες δραστηριότητες των κατοίκων ήταν η σηροτροφία, η κατεργασία μεταξιού, η βιοτεχνία και το εμπόριο. Λειτουργούσαν 4 αλευρόμυλοι, 22 σησαμοελαιοτριβεία, 1 κοινοτικό πλινθοκεραμοποιίο, χυτήριο το οποίο κατασκεύαζε φημισμένες καμπάνες, βυρσοδεψία, βαρελοποιίες, βαφείο, βιοτεχνία αεριούχων ποτών, αρκετά αποστακτήρια ούζου και αρκετές βιοτεχνίες και οικοτεχνίες που κατασκεύαζαν όπλα, οικιακά σκεύη, κοσμήματα και άλλα προϊόντα. Υπήρχαν επίσης 20 εργαστήρια παραγωγής παστεριωμένου σπόρου μεταξοσκώληκα που πραγματοποιούσαν μάλιστα εξαγωγές σε πολλές χώρες.

Υπήρχαν 2 εκκλησίες και 3 σχολεία (Αστική σχολή, παρθεναγωγείο και άρτιο νηπιαγωγείο) ενώ αρκετοί Μανδριτσιώτες συνέχιζαν τις σπουδές τους στην Αδριανούπολη, στην Αθήνα, στα Γιάννενα, στην Προύσα και το Παρίσι".[2].

Οι Μανδριτσιώτες ήταν δίγλωσσοι και μιλούσαν Ελληνικά και Αρβανίτικα. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης προερχόμενοι από την περιοχή της Ηπείρου αλλά οι σημαντικότεροι εποικισμοί έγιναν στο τέλος του 18ου αιώνα με προέλευση την περιοχή Κορυτσάς (Βιθκούκι, Μοσχόπολη) και στις αρχές του 19ου αιώνα αιώνα με προέλευση το Σούλι. Οι κάτοικοι διατήρησαν την σουλιώτικη ενδυμασία τους (ενώ οι άνδρες έτρεφαν μακράν κόμην όπως οι πρόγονοι τους Σουλιώτες) μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα που άρχισαν να αντικαθιστούν τις φουστανέλλες με τις θρακιώτικες βράκες. Η γυναικεία ενδυμασία όμως διατηρήθηκε αυτούσια μέχρι τον εκπατρισμό (1913).

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και μέχρι την επανάσταση των Νεοτούρκων(1908) οι κάτοικοι της Μανδρίτσας είχαν αρκετά προνόμια (φορολογικές απαλλαγές, αυτοδιοίκηση, οπλοφορία κ.τ.λ.).

Το 1821 ο Επίσκοπος Λιτίτσης Σωφρόνιος (που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας), συγκρότησε επαναστατικό σώμα από Μανδριτσιώτες και Ορτακινούς, οι οποίοι αφού διέσχισαν την τουρκοκρατούμενη Βουλγαρία, ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και έλαβαν μέρος στην επανάσταση της Μολδοβλαχίας. Μετά την αποτυχία της επανάστασης, όσοι επέζησαν διέσχισαν πολεμώντας τη Βαλκανική χερσόνησο και έφτασαν στην Ήπειρο και απ' εκεί στην επαναστατημένη Ρούμελη, όπου πολέμησαν για την ελευθερία της Ελλάδος. Ελάχιστοι από τους πολεμιστές αυτούς επέστρεψαν, αλλά μαζί τους ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Μανδρίτσα αρκετοί Ορτακινοί και ορισμένοι μισθοφόροι Αρβανίτες (δερεμπέηδες) από τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, διότι η αυτοδιοικούμενη Μανδρίτσα παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια από το υπό τουρκική διοίκηση Ορτάκιοϊ.

Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου η περιοχή έγινε κέντρο πολεμικών επιχειρήσεων και το 1878 οι Μανδριτσιώτες αναγκάστηκαν να διαφύγουν στη Φιλιππούπολη και τη Στενήμαχο, οι οποίες βρίσκονταν υπό Ρωσικό έλεγχο. Επέστρεψαν μετά από δύο χρόνια προσφυγιάς, αφού τους δόθηκε αμνηστία με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και άρχισαν την ανοικοδόμηση του χωριού τους.

Οι κάτοικοι είχαν έντονη εθνική Ελληνική συνείδηση και κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οργάνωσαν εθνικό φιλεκπαιδευτικό σύλλογο (Εύελπις Νεολαία) και ένοπλα σώματα ώστε να αντιμετωπίσουν την βουλγαρική απειλή (υπήρχαν 250 ένοπλοι οργανωμένοι από Ελληνες αξιωματικούς). Μετά την λήξη όμως του Β' Βαλκανικού πολέμου και τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, που υποχρέωνε την Τουρκία να αποσυρθεί από την περιοχή, οι πιέσεις των Βουλγάρων έγιναν αφόρητες.

Στις 13 Οκτωβρίου 1913 Βούλγαροι κομιτατζήδες κατέλαβαν την Μανδρίτσα ενώ ο βουλγαρικός στρατός κύκλωσε την περιοχή. Οι κάτοικοι αιφνιδιάστηκαν και δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους. Οι κομιτατζήδες συγκέντρωσαν τους άνδρες στο σχολείο με πρόθεση να τους κάψουν ζωντανούς και άρχισαν να λεηλατούν τα σπίτια. Ευτυχώς όμως ένας εκ των οπλαρχηγών του χωριού ο Απόστολος Ερίνκογλου κατόρθωσε να συγκεντρώσει αρκετούς ενόπλους οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν μαζικά στην είσοδο του χωριού παραπλανώντας τους κομιτατζήδες οι οποίοι πίστεψαν ότι έρχεται τουρκικός στρατός και άρχισαν να αποχωρούν. Ο οπλαρχηγός στην προσπάθεια του να καταδιώξει τους κομιτατζήδες έπεσε νεκρός από βουλγάρικη σφαίρα αλλά με τη θυσία του έδωσε την ευκαιρία στους κατοίκους να διαφύγουν στο δάσος όπου και διανυκτέρευσαν. Την επόμενη μέρα (14 Οκτωβρίου 1913) διέσχισαν τον ποταμό Καναρά και πέρασαν σε ασφαλές τουρκικό έδαφος (χωρία του Διδυμότειχου) όπου παρέμειναν ως πρόσφυγες 6 μήνες. Στη συνέχεια μέσω Κωνσταντινούπολης και Ραιδεστού αναχώρησαν για την Ελλάδα και την Κυριακή των Βαϊων του 1914 αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ενώ ένα μήνα μετά μιά δεύτερη ομάδα αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Καβάλας. Τους επόμενους μήνες άρχισε η διασπορά στην Ελληνική επικράτεια κυρίως στις περιοχές Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Καβάλας και Δράμας.

 
Δρόμος της πόλης, διακρίνεται το παλιό καμπαναριό

Από τις 480 οικογένειες της Μανδρίτσας 40 έμειναν εγκλωβισμένες στη Βουλγαρία,100 εγκαταστάθηκαν στις Μάνδρες Κιλκίς, 60 στο Σέδες (Θέρμη Θεσσαλονίκης), 47 στη Σουρωτή, 60 στο Ζαγκλιβέρι, 50 στη Μουσθένη Καβάλας και στον Καλό Αγρό Δράμας ενώ οι υπόλοιποι σε διάφορες άλλες περιοχές (Πρωτοκκλήσι Έβρου και Μαυροκκλήσι Σουφλίου). Το 1919 όταν ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε την Δυτική Θράκη οι περισσότεροι Μανδριτσιώτες πρόσφυγες επέστρεψαν στην περιοχή Διδυμοτείχου με την ελπίδα ότι η πατρίδα τους θα ελευθερωθεί. Αφού παρέμειναν στην περιοχή περίπου δύο χρόνια και είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται επέστρεψαν ξανά στην Μακεδονία στις περιοχές της πρώτης προσφυγιάς τους. Κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου και της βουλγαρικής κατοχής οι περισσότεροι Μανδριτσιώτες της Δράμας και της Καβάλας διέφυγαν στις περιοχές υπό Γερμανική κατοχή για να γλυτώσουν από τη σφαγή.

Η Μανδρίτσα σήμερα Επεξεργασία

 
Παλιό αρχοντικό στη Μανδρίτσα
 
Εγκαταλελειμμένο σπίτι στη Μανδρίτσα. Εξαιτείας της ραγδιαίας μείωσης του πληθυσμού, σήμερα στο χωριό υπάρχει μία γενικότερη εικόνα εγκατάλειψης
 
Εικόνες εγκατάλειψης

Σήμερα η Μανδρίτσα είναι πρακτικά μία πόλη φάντασμα με πληθυσμό 52 κατοίκους (2011), με πολλούς από αυτούς να είναι εθνικά Αρβανίτες. [3] Η εξέλιξη του πληθυσμού[4] του οικισμού έχει ως εξής:

Έτος απογραφής Κάτοικοι
1873 1.080
1908 3.500
1934 1.005
1956 768
1975 364
1985 230
1992 150
2001 84
2011 52

Πηγές Επεξεργασία

  • Μ. Μαραβελάκη, Α. Βακαλόπουλου. "Οι προσφυγικές εγκαταστάσεις στην περιοχή Θεσσαλονίκης". Ανατύπωση Εκδόσεις Βάνιας. Θεσσαλονίκη, 1993.
  • Απόστολος Μαϊκίδης. "Μανδρίτσα. Η κωμόπολις που έσβησε." Σημειώσεις - Αναμνήσεις - Παράδοσις. Θεσσαλονίκη, 1972.
  • Απόστολος Μαϊκίδης. "Η βιοτεχνία στη Μανδρίτσα Αν. Θράκης", Θρακική Εστία Θεσσαλονίκης. Ημερολόγιο- Λεύκωμα, 4, 1985-1986.

Παραπομπές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία