Μαρίνος Σιγούρος

λογοτέχνης, μεταφραστής και διπλωμάτης


Ο Μαρίνος Σιγούρος (Ζάκυνθος 1885- Αθήνα 1961) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, μεταφραστής και διπλωμάτης. Είναι γνωστός κυρίως για το έργο του ως μελετητής και ιστορικός της Επτανησιακής σχολής.

Μαρίνος Σιγούρος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Μαρίνος Σιγούρος (Ελληνικά)
Γέννηση26  Δεκεμβρίου 1885
Ζάκυνθος
Θάνατος5  Οκτωβρίου 1961
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμεταφραστής
διπλωμάτης

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 26 Δεκεμβρίου του 1885. Πατέρας του ήταν ο ιατρός Έκτορας Σιγούρος. Η οικογένεια Σιγούρου είχε καταγωγή από τους Νορμανδούς ιππότες Segur που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 15ο αιώνα. Μέλος της ήταν και ο Άγιος Διονύσιος. Ξάδερφος του ήταν ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος, του οποίου η μητέρα ήταν Σιγούρου. Η μητέρα του ήταν Ιταλίδα την οποία παντρεύτηκε ο Έκτορας Σιγούρος όταν σπούδαζε στην Ιταλία. Η καταγωγή της ήταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Σφόρτσα. Εκτός από το Μαρίνο, απέκτησαν άλλο ένα γιο που σκοτώθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918 στη Θεσσαλονίκη και μία κόρη.

Από μικρό παιδί άρχισε να γράφει ποιήματα και να τα στέλνει για δημοσίευση στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων. Ο αρχισυντάκτης της Διάπλασης και μετέπειτα στενός του φίλος, Γρηγόριος Ξενόπουλος, στο τεύχος που κυκλοφόρησε στις 18 Ιανουαρίου 1897 του είχε γράψει:

«Πολύ καλοί οι στίχοι σου Μαρίνε Σιγούρε. Φαίνεται ότι θα γράψεις ωραία ποιήματα. Το έχει η πατρίς σου να βγάζη ποιητάς».

Φοίτησε εσώκλειστος στο Εθνικό Λύκειο της Αθήνας και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1908. Συνέχισε ελεύθερες σπουδές στο Παρίσι για δύο χρόνια και μετά την επιστροφή του, πέρασε από εξετάσεις του Υπουργείου Εξωτερικών και έγινε διπλωματικός ακόλουθος. Το 1910 προάχθηκε σε Γραμματέα του Γενικού Προξενείου στη Σμύρνη, και μετατέθηκε στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθως, του ανατέθηκε η διεύθυνση των Υποπροξενείων στο Αϊβαλί και την Σαμψούντα. Στους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης, πολεμώντας στη Χίο, τη Φλώρινα και τη Θεσσαλονίκη. Το 1914 διορίστηκε Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας στο Κάιρο και το 1917 του ανατέθηκε η διεύθυνση του Γενικού Προξενείου της Νάπολης, ενώ μετατέθηκε αργότερα στο Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Στη συνέχεια, υπηρέτησε ως Γενικός Πρόξενος στη Βενετία (1922), στο Παρίσι (1925), στην Αλεξάνδρεια (1926) και στη Ρουμανία (1928). Το 1932 παραιτήθηκε. Κατά τη διάρκεια της διπλωματικής του υπηρεσίας η ζωή του κινδύνευσε δύο φορές, όταν πυροβολήθηκε από μετανάστη εντός του προξενείου και όταν το Προξενείο του λιθοβολήθηκε από όχλο σε ανθελληνικές συγκεντρώσεις.

Ο Μαρίνος Σιγούρος εργάστηκε ως συνεργάτης διαφόρων περιοδικών από το 1901, στο Ημερολόγιο Σκόκου, στα Παναθήναια, στη Νέα Εστία, στην Ιόνιο Ανθολογία και άλλα. Δημοσίευε ποιήματα, εντυπώσεις του από το εξωτερικό και άγνωστες πληροφορίες από τη ζωή και το έργο του Σολωμού.

Μετέφρασε στα νέα Ελληνικά τα ποιήματα του Θεόκριτου. Εξέδωσε έργα Επτανήσιων λογοτεχνών γράφοντας εισαγωγές στα έργα των, Κάλβου, Μαρτζώκη, Τυπάλδου και Λασκαράτου. Επιπλέον μετέφρασε στα Ελληνικά ποιήματα σημαντικών ξένων λογοτεχνών όπως του Σίλλερ, του Γκαίτε, του Άλφρεντ Τέννυσον κ.α.. Κυρίως όμως μετέφρασε από τα Ιταλικά, έργα του Δάντη, του Πετράρχη, του Τάσσο, του Λεοπάρντι και άλλων. Συνήθιζε ορισμένα από τα έργα του να μην τα εκδίδει παρά μόνο πολλά χρόνια μετά τη συγγραφή τους.

Στα χρόνια της κατοχής, κατέφυγε από την Αθήνα στη Ζάκυνθο για να αποφύγει το μεγάλο λιμό του χειμώνα του 1941-42. Η φιλολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης τον ανακήρυξε καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας αλλά ο Σιγούρος δεν πήγε στη Ρώμη για να αναλάβει την έδρα του. Όταν του προτάθηκε η θέση του δημάρχου Ζακύνθου από την Ιταλική διοίκηση αρνήθηκε να τη δεχτεί. Στα Δεκεμβριανά, φοβούμενος ότι θα συλληφθεί όμηρος είχε εγκαταλείψει το σπίτι του και κατέφυγε στην οικία του Ξενόπουλου στου Ψυρρή. Κατάφεραν να διαφύγουν από αυτήν εν μέσω των συγκρούσεων προτού καταστραφεί από δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Το 1947 του ανατέθηκε ειδική αποστολή στην Πρεσβεία στη Ρώμη για να αναγνωριστεί το δικαίωμα του ελληνικού κράτους να ρυθμίζει τις υποθέσεις Ελλήνων υπηκόων στη Βενετία. Έτσι επετεύχθη ο στόχος του να ιδρυθεί Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών.

Τον Ιούνιο του 1957 διορίστηκε μέλος της Επιτροπής Γραμμάτων και Τεχνών που ίδρυσε η κυβέρνηση Καραμανλή για την ανάπτυξη και ανάδειξη των πνευματικών επιδόσεων του ελληνικού λαού. Ως πρόεδρος της επιτροπής Σολωμού είχε συμβάλλει στην ίδρυση του Μουσείου Σολωμού.

Απεβίωσε στις 5 Οκτωβρίου 1961. Η τελευταία εργασία που είχε δημοσιεύσει ήταν για τον Ανδρέα Κάλβο στο περιοδικό Παρνασσός το 1961. Είχε μια κόρη, τη Μαριάννα.

Πηγές Επεξεργασία