Ο Ματθαίος Καντακουζηνός (1325 - 15 Ιουνίου 1383) ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, συναυτοκράτορας (1353-1355) και δεσπότης του Μυστρά το διάστημα 1380-1383.

Ματθαίος Καντακουζηνός
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1325[1][2]
Μυστράς
Θάνατος23  Ιουνίου 1383
Μυστράς
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςμεσαιωνική ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕιρήνη Παλαιολογίνα[3]
ΤέκναΔημήτριος Α΄ Καντακουζηνός
Ιωάννης Καντακουζηνός
d:Q122241486
Ελένη Καντακουζηνή
d:Q122241548
ΓονείςΙωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός[4] και Ειρήνη Ασανίνα[4]
ΑδέλφιαΜανουήλ Καντακουζηνός
Ελένη Καντακουζηνή
Θεοδώρα Καντακουζηνού
ΟικογένειαΟικογένεια Καντακουζηνών
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΒυζαντινός Αυτοκράτορας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφικά στοιχεία Επεξεργασία

Αναμίχθηκε στη δυναστική έριδα μεταξύ του πατέρα του και του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1341-1391). Μετά την επικράτηση του πατέρα του στην πρώτη περίοδο των δυναστικών ερίδων, ο Ματθαίος ανέλαβε τη διοίκηση της περιοχής της Ροδόπης, αλλά η αντίδραση του Ιωάννη Παλαιολόγου και των συμβούλων του ανάγκασαν τελικά τον Ιωάννη Καντακουζηνό να παραχωρήσει την περιοχή στον Ιωάννη Παλαιολόγο για να αποφευχθεί νέος εμφύλιος πόλεμος. Ο Ματθαίος εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη, όπου τα ερείσματα της οικογένειας των Καντακουζηνών ήταν ισχυρά, και διοικούσε την πόλη και τη γύρω περιοχή με σαφείς επεκτακτικές τάσεις και έκδηλες φιλοδοξίες για τον θρόνο της αυτοκρατορίας.

Το 1352 ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος ανέλαβε αγώνα εναντίον του Ματθαίου και επιτέθηκε εναντίον της Αδριανούπολης. Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός συμμάχησε με τους Τούρκους και έσπευσε εναντίον του Ιωάννη Παλαιολόγου, ο οποίος νικήθηκε σε αποφασιστική μάχη και κατέφυγε στη νήσο Τένεδο. Ο Ματθαίος στέφθηκε από τον πατέρα του συμβασιλιάς στον ναό των Βλαχερνών (1354)[5] και ακύρωσε τα νόμιμα δικαιώματα του Ιωάννη Παλαιολόγου στον θρόνο. Ωστόσο, ο Ιωάννης Παλαιολόγος, με την υποστήριξη των Γενουατών και των αντιπάλων του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη, εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη αιφνιδιαστικά, έγινε κύριος της κατάστασης, καθαίρεσε τον Ιωάννη Καντακουζηνό από την εξουσία και τον υποχρέωσε να ασπαστεί τον μοναχικό βίο.

Ο Ματθαίος συνέχισε τον αγώνα εναντίον του Ιωάννη Παλαιολόγου, αλλά χωρίς σημαντικές επιτυχίες. Τελικά κατά τη διάρκεια των πολεμικών δραστηριοτήτων του αιχμαλωτίστηκε από τους Σέρβους και παραδόθηκε στον Ιωάννη Παλαιολόγο το 1357, ο οποίος τον άφησε ελεύθερο, αφού με επέμβαση του πατέρα του παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του θρόνου. Ο Ματθαίος μαζί με τον πατέρα του κατέφυγαν κοντά στον νεώτερο αδελφό του, τον Μανουήλ Καντακουζηνό, δεσπότη του Μυστρά. Στην Πελοπόννησο διέμεινε ως τον θάνατο του Μανουήλ (1380), οπότε ανέλαβε τη διοίκηση του δεσποτάτου μαζί με τον δευτερότοκο γιο του Δημήτριο, ο οποίος και τον διαδέχτηκε (1383-1384).

Πέθανε στις 15 Ιουνίου 1383. Κάτοχος άρτιας παιδείας, έδειξε αξιόλογο συγγραφικό τάλαντο. Έγραψε διάφορα φιλοσοφικά δοκίμια, σχόλια στο Άσμα Ασμάτων κ.ά.

Οικογένεια Επεξεργασία

Ο Ματθαίος νυμφεύτηκε την Ειρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του Δημητρίου δεσπότη, υιού του Ανδρονίκου Β' και είχε τέκνα:

  • Ιωάννης, π.1342 - μετά το 1361. Του δόθηκε ο τίτλος του δεσπότη από τον Ιωάννη Ε'
  • Δημήτριος Α', π.1343 - 1383, δεσπότης του Μωρέως, σεβαστοκράτωρ. Γιος του ήταν ο Γεώργιος Σαχάτης.
  • Θεοδώρα, ίσως έγινε μοναχή.
  • Ελένη, απεβ. μετά το 1394, παντρεύτηκε τον Λουδοβίκο Φαδρίκ κόμη των Σαλώνων (Άμφισσας), δισεγγονό του Φρειδερίκου Γ΄ της Σικελίας.
  • Μαρία, παντρεύτηκε τον Ιωάννη Λάσκαρη Καλόφερο, ευγενή από το βασίλειο της Κύπρου.
  • Θεοδώρα.

Πρόγονοι Επεξεργασία

Γενεαλογία Επεξεργασία

Γενεαλογία Ρωμαίων Αυτοκρατόρων 717 - 1453

Προηγούμενος
Μανουήλ Καντακουζηνός
Δεσπότης του Μορέως (ή του Μυστρά)
13801383
Επόμενος
Δημήτριος Α΄ Καντακουζηνός

Παραπομπές Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Β. Αντωνιάδης, «Διορθώσεις τινές εις δύο Ματθαίου του Κατακουζηνού λόγους περί φιλομαθείας και περί των τριών της ψυχής δυνάμεων κατά χειρόγραφον της εν Μόσχα Συνοδικής Βιβλιοθήκης», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. Δ, σελ. 518-532