Μεσόφωνος

τύπος κλασικής γυναικείας τραγουδιστικής φωνής τής οποίας το φωνητικό εύρος κυμαίνεται μεταξύ τής έκτασης τής σοπράνο και τής έκτασης τής

Μεσόφωνος ή μέτζο-σοπράνο (mezzo-soprano) ονομάζεται η ερμηνεύτρια του λυρικού θεάτρου, της οποίας η φωνή κινείται μεταξύ της περιοχής της άλτο και της σοπράνο. Η διαφορά της από τις δύο ακραίες φωνές είναι ότι δεν φτάνει τόσο χαμηλά όσο η άλτο και δεν πάει πολύ ψηλά όπως η σοπράνο. Κινείται με ευκολία ειδικά στην μεσαία περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται συνήθως από ζεστό χρώμα και ένταση.

Δεδομένου ότι στις περισσότερες όπερες οι γυναικείοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι έχουν γραφτεί για σοπράνο, οι μέτζο-σοπράνο συνήθως ερμηνεύουν δευτερεύοντες ή συμπρωταγωνιστικούς ρόλους. Δεν είναι όμως σπάνιο φαινόμενο, κάποιος ρόλος υψιφώνου να δοθεί σε μεσόφωνο, καθώς η φωνή της μέτζο κινείται με ευκολία και στις ψηλές περιοχές. Ειδικά για κάποιους δραματικούς ρόλους για σοπράνο, πολλές φορές προτιμάται η μέτζο-σοπράνο, λόγω της μεγαλύτερης έντασης που παράγει η φωνή στην ψηλή περιοχή και της πιο "γεμάτης" μεσαίας περιοχής.

Ανάμεσα στις όπερες που ο πρωταγωνιστικός ρόλος έχει γραφτεί εξαρχής για μέτζο, ξεχωρίζουν η «Κάρμεν» του Ζωρζ Μπιζέ, ο «Κουρέας της Σεβίλλης» του Ροσσίνι, η όπερα "Σαμσών και Δαλιδά" του Σεν-Σανς κ.ά. Στην εποχή του μπαρόκ συναντάμε πιο συχνά πρωταγωνιστικούς ρόλους για μέτζο απ'ό,τι στο Bel Canto ή τον Βερισμό και πλέον μέτζο-σοπράνο ερμηνεύουν μπαρόκ ρόλους που ήταν αρχικά γραμμένοι για Castrati.

Διακεκριμένες ελληνίδες μεσόφωνοι Επεξεργασία