Μεταρρυθμίσεις του Πέτρου Α΄ της Ρωσίας
Οι μεταρρυθμίσεις του Πέτρου Α΄ του 18ου αιώνα αφορούσαν στην κρατική και δημόσια ζωή και πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τσάρου Πέτρου Α΄ της Ρωσίας στο Βασίλειο της Ρωσίας από το 1696 έως το 1725.

Οι μεταρρυθμιστικές δραστηριότητες του Πέτρου Α΄ μπορούν κατά κάποιο τρόπο να χωριστούν σε δύο περιόδους: 1) Η περίοδος 1696-1700 που χαρακτηρίζεται από την Αζοφική Εκστρατεία (στα πλαίσια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1686–1700) και τον Βόρειο Πόλεμο (1700-1721), συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης της Αγίας Πετρούπολης το 1703 και της Μάχης της Πολτάβας το 1709 και 2) Η περίοδος 1721-1725 με τον σχηματισμό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, τις εκστρατείες στον Καύκασο και τον θάνατό του στις 28 Ιανουαρίου [8 Φεβρουαρίου] 1725.
Τα χαρακτηριστικά της πρώτης περιόδου ήταν η βιαστική και η όχι πάντα μελετημένη φύση των ενεργειών του, πιθανώς λόγω της διεξαγωγής του Βορείου Πολέμου. Οι μεταρρυθμίσεις στόχευαν κυρίως στη συγκέντρωση μέσων για τη διεξαγωγή του πολέμου κάτι το οποίο πραγματοποιούνταν με τη βία και συχνά δεν οδηγούσε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Εκτός από τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, στο πρώτο στάδιο υπήρξε ένας ενεργός εκσυγχρονισμός του τρόπου ζωής. Στη δεύτερη περίοδο, οι μεταρρυθμίσεις ήταν πιο συστηματικές.
Τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων ήταν η δημιουργία ενός τότε σύγχρονου τακτικού στρατού και αντίστοιχου κυβερνητικού μηχανισμού, η επιστροφή της Ρωσίας στην ενεργό εξωτερική πολιτική και η είσοδος στις τάξεις των παγκόσμιων δυνάμεων. Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας δύσκολα θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε τέτοιες φιλοδοξίες. Πράγματι, η οικονομική κατάσταση της χώρας εμπόδισε την ανάπτυξή της και έστρωσε τον δρόμο σε μελλοντικές κρίσεις[1] και πραξικοπήματα στα παλάτι.
Ένας αριθμός ιστορικών, για παράδειγμα, ο Βασίλη Όσιποβιτς Κλιουτσέφσκι (ρωσικά: Васи́лий О́сипович Ключевский), έχουν επισημάνει ότι οι μεταρρυθμίσεις του Πέτρου Α΄ ήταν μια φυσική συνέχεια των αλλαγών του 17ου αιώνα. Αντίθετα, άλλοι ιστορικοί όπως ο Σεργκέι Σαλαβγιόφ (ρωσικά: Сергей Соловьёв) μιλούν για την επαναστατική φύση των μεταρρυθμίσεων αυτών.
Οι απόψεις των ιστορικών ποικίλλουν σχετικά με την προσωπική συμμετοχή του Πέτρου Α΄ στις μεταρρυθμίσεις. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Πέτρος Α΄ δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο ούτε στην κατάρτιση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων ούτε και στη διαδικασία εφαρμογής του (που του αποδόθηκε όντας τσάρος). Μια άλλη ομάδα ιστορικών, αντίθετα, γράφει για τον μεγάλο προσωπικό ρόλο του Πέτρου Α΄ στην πραγματοποίηση ορισμένων μεταρρυθμίσεων.
Μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση
ΕπεξεργασίαΗλεκτρονική Βιβλιοθήκη Κιμπερ-Λιένινκα (КиберЛенинка)[2]
Επηρεασμένος από τα συχνά ταξίδια του στη Δύση, ο Πέτρος Α΄ αποφάσισε να εξευρωπαΐσει το Βασίλειο της Ρωσίας. Με την επιστροφή του στη Μόσχα, άρχισε να εισάγει «ξένα έθιμα», όπως αποκαλούνταν τότε. Οι μεταρρυθμίσεις του δεν ήταν πάντα ευπρόσδεκτες από τον κόσμο με ιδιαίτερη δυσαρέσκεια να προκαλούν οι μεταρρυθμίσεις στην ένδυση και την εμφάνιση γενικά, και η εισαγωγή του Φόρου Γενειάδας ειδικότερα.
Αρχικά ο Πέτρος Α΄ δεν είχε ξεκάθαρο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στον τομέα της δημόσιας διοίκησης. Η εμφάνιση νέων κυβερνητικών θεσμών ή οι αλλαγές στη διοικητική-εδαφική διαχείριση της χώρας υπαγορευόταν από τη διεξαγωγή πολέμων που απαιτούσαν σημαντικούς οικονομικούς πόρους και γενική επιστράτευση. Το σύστημα εξουσίας που κληρονόμησε ο Πέτρος Α΄ δεν επέτρεπε τη συγκέντρωση κεφαλαίων για την αναδιοργάνωση του στρατού, την κατασκευή στόλου και την κατασκευή φρουρίων στην Αγία Πετρούπολη.
Από τα πρώτα χρόνια της πολιτικής του Πέτρου Α΄, υπήρχε μια τάση μείωσης του ρόλου της αναποτελεσματικής Δούμας των Βογιάρων (ρωσικά: Боярская дума, Μπαγιάρσκαγια Ντούμα) στην κυβέρνηση. Το 1699 η Εγγύς Καγκελαρία[3] (ρωσ: Ближняя канцелярия, Μπλίζναγια Καντσελιάρια) οργανώθηκε υπό τον τσάρο και στις εγκαταστάσεις της συνεδρίασε αργότερα το Υπουργικό Κονσίλιο (συμβούλιο), το οποίο περιλάμβανε έως και 15 πληρεξούσιους που διαχειρίζονταν μεμονωμένα Πρικάζ (ρωσικά: приказ, πρικάς). Αυτό ήταν το πρωτότυπο της μελλοντικής Κυβερνώσας Γερουσίας που σχηματίστηκε στις 22 Φεβρουαρίου (5 Μαρτίου) του 1711. Η τελευταία αναφορά στη Δούμα των Βογιάρων (ακριβέστερα, «συνέδρια των βογιάρων») χρονολογείται το 1708: τότε, οι συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις των Κονσιλίων θα αποκαλούνταν και βογιάροι και υπουργοί[4]. Στα Κονσίλια από το 1708 καθιερώθηκε ένας συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας: κάθε υπουργός είχε ειδικές εξουσίες και τηρούνταν πρακτικά συνεδριάσεων.
Το 1711, στη θέση της Δούμας των Βογιάρων και του Κονσιλίου (συμβουλίου) που την αντικατέστησε, ιδρύθηκε η Γερουσία (ρωσικά: сенат, σενάτ). Ο Πέτρος Α΄ διατύπωσε το κύριο καθήκον της Γερουσίας ως εξής: «Να εξετάζει τα έξοδα του κράτους και να αφήνει στην άκρη τις περιττές σπατάλες. Να μαζεύει χρήματα παντί τρόπω, αφού το χρήμα είναι η αρτηρία του πολέμου.»
Η Γερουσία δημιουργήθηκε από τον Πέτρο Α΄ για τη διοίκηση του κράτους κατά την απουσία του μιας και ο ίδιος το καλοκαίρι του 1711 συμμετείχε στην εκστρατεία του Προύτς. Η Γερουσία αποτελούνταν από 9 άτομα (προέδρους των διοικητικών συμβουλίων) και σταδιακά μετατράπηκε από προσωρινή δομή σε ένα μόνιμο ανώτατο όργανο διακυβέρνησης και κατοχυρώθηκε με το διάταγμα του 1722. Η Γερουσία έλεγχε τη δικαιοσύνη, ήταν υπεύθυνη για το εμπόριο, τις αμοιβές και τα έξοδα του κράτους, παρακολουθούσε την εύρυθμη εκτέλεση της στρατιωτικής θητείας από τους ευγενείς και οι λειτουργίες του πρικάζ "Ραζριάντ" και του Πρικάζ των Πρεσβευτών μεταβιβάστηκαν σε αυτήν.
Στη Γερουσία οι αποφάσεις παίρνονταν συλλογικά, σε γενική συνέλευση, και κυρώνονταν με τις υπογραφές όλων των μελών. Έτσι ο Πέτρος Α΄ μεταβίβασε μέρος των εξουσιών του στη Γερουσία, αλλά ταυτόχρονα επέβαλε προσωπική ευθύνη στα μέλη της.
Ταυτόχρονα με τη Γερουσία εμφανίστηκε η θέση των μυστικών Πρακτόρων της Υπηρεσίας Φορολογικού Ελέγχου (ρωσ: фискал, φισκάλ). Τα καθήκοντα του Αρχηγού της Υπηρεσίας Φορολογικού Ελέγχου (ρωσ. обер-фискал, όμπερ-φισκάλ) (υπό τη Γερουσία) και των φορολογικών πρακτόρων στις επαρχίες ήταν να επιβλέπουν κρυφά τις δραστηριότητες των θεσμών: περιπτώσεις παραβίασης διαταγμάτων και καταχρήσεων εντοπίζονταν και αναφέρονταν στη Γερουσία και στον τσάρο. Από το 1715, οι εργασίες της Γερουσίας παρακολουθούνταν από έναν Γενικό Ελεγκτή (ρωσ. генерал-ревизор, γκενεράλ-ρεβιζορ) ο οποίος μετονομάστηκε σε Γενικό Γραμματέα (ρωσ. обер-секретарь, όμπερ-σικριτάρ) το 1718. Από το 1722, ο έλεγχος στη Γερουσία ασκείται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και τον Αρχιεισαγγελέα (ρωσ. обер-прокурор), στους οποίους υπάγονταν οι εισαγγελείς των άλλων θεσμών. Καμία απόφαση της Συγκλήτου δεν ήταν έγκυρη χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και υπογραφή του Γενικού Εισαγγελέα. Ο Γενικός Εισαγγελέας και ο αναπληρωτής του (αρχιεισαγγελέας) υπάγονταν και αναφέρονταν απευθείας στον τσάρο.
Η Γερουσία, ως κυβερνητικός θεσμός, μπορούσε να λαμβάνει αποφάσεις, αλλά απαιτούνταν ένα διοικητικό όργανο για να τις εκτελέσει. Μεταξύ 1717 - 1721 πραγματοποιήθηκε μεταρρύθμιση των εκτελεστικών οργάνων της κυβέρνησης. Παράλληλα με το σύστημα των Πρικάζ με τις ασαφείς λειτουργίες τους, δημιουργήθηκαν 13 Εκτελεστικά Σώματα (Κολλέγια, ρωσ. коллегия, καλιέγκιγια < λατ. collegium) με βάση το σουηδικό μοντέλο - οι προκάτοχοι των μελλοντικών υπουργείων. Σε αντίθεση με τα Πρικάζ, οι λειτουργίες και οι σφαίρες δραστηριότητας κάθε συμβουλίου ήταν αυστηρά οριοθετημένες και οι σχέσεις εντός του ίδιου του συμβουλίου οικοδομούνταν στην αρχή της συλλογικής λήψης αποφάσεων. Εισήχθησαν τα εξής:
- Το Εκτελεστικό Σώμα (Κολλέγιο) Εξωτερικών Υποθέσεων το οποίο αντικατέστησε το Πρικάζ των Πρεσβευτών και ασκούσε εξωτερική πολιτική
- Το Πολεμικό (Στρατιωτικό) Εκτελεστικό Σώμα το οποίο ήταν επιφορτισμένο με τη στελέχωση, εξοπλισμό, εφοδιασμό και εκπαίδευση του πεζικού
- Το Ναυαρχείο που ασχολιόταν με πολεμικά ζητήματα του ναυτικού και του στόλου
- Το Εκτελεστικό Σώμα Κτηματολογίου (ρωσ. вотчинная коллегия, βόττσιναγια καλιέγκιγια) το οποίο ιδρύθηκε το 1721 και αντικατέστησε το Τοπικό Πρικάζ και ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείρηση της βασιλικής εδαφικής περιουσίας (π.χ. εκδικάζονταν κτηματικές διαφορές και αγοραπωλησίες γης και αγροτών)
- Το Σώμα Κρατικών Εσόδων (ρωσ. камер-коллегия, κάμερ-καλιέγκιγια) που είχε υπό την εποπτεία του τα έσοδα του κράτους
- Το Σώμα των Κρατικών Εξόδων (ρωσ. штатс-контор-коллегия) που είχε υπό την εποπτεία του τα έξοδα του κράτους
- Το Λογιστικό Σώμα (ревизион-коллегия) που επόπτευε τη συλλογή και δαπάνη κρατικών πόρων
- Το Εμπορικό Σώμα που ήταν υπεύθυνο για ζητήματα διανομής εμπορευμάτων, δασμών, και εξωτερικού εμπορίου.
- Το Εξωρυκτικό-Μεταλλευτικό Σώμα (ρωσ. берг-коллегия, μπερκ-καλιέγκιγια) που αφορούσε τα ορυχεία και τη μεταλλευτική βιομηχανία
- Το Βιομηχανικό-Μεταποιητικό Σώμα (ρωσ. мануфактур-коллегия, μανουφακτουρ-καλιέγκιγια) είχε υπό την εποπτεία του την ελαφριά βιομηχανία, δηλαδή μεταποιητικές βιοτεχνίες όπου η παραγωγή γινόταν χειρονακτικά
- Το Δικαστικό Σώμα (ρωσ. юстиц-коллегия) που ήταν αρμόδιο για την πολιτική αγωγή (σε αυτό υπαγόταν το Γραφείο Δουλοπάροικων το οποίο κατέγραφε διάφορες πράξεις όπως αγοραπωλησίες κτημάτων, διαθήκες και χρεόγραφα). Το δικαστικό εκτελεστικό σώμα ασχολιόταν με αστικές και ποινικές υποθέσεις.
- Το Θρησκευτικό Σώμα — από το 1721 η Υπεραγία Διοικούσα Σύνοδος (ρωσ. Святейший Правительствующий синод, να μη συγχέεται με την Ιερά Σύνοδο) — έλεγχε τα θρησκευτικά ζητήματα και είχε αντικαταστήσει τον πατριάρχη της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας. Στο σώμα αυτό συμμετείχαν εκπρόσωποι του ανώτατου κλήρου. Δεδομένου ότι διορίζονταν από τον τσάρο ο οποίος ενέκρινε τις αποφάσεις του, ο ρώσος αυτοκράτορας ήταν ο de facto επικεφαλής της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας. Οι ενέργειες της Συνόδου για λογαριασμό της ανώτατης κοσμικής αρχής ελέγχονταν από τον Αρχιεισαγγελέα - έναν πολιτικό υπάλληλο που διόριζε ο τσάρος. Με ειδικό διάταγμα, ο Πέτρος Α΄ έστειλε τους ιερείς σε ιεραποστολή στους χωρικούς, συγκεκριμένα με σκοπό να τους διαβάζουν κηρύγματα, να κάνουν κατήχηση, να διδάσκουν στα παιδιά προσευχές και να τους ενσταλάζουν σεβασμό για τον τσάρο και την εκκλησία.
- Το Σώμα της Μαλορωσίας (Μικρής Ρωσίας) (ρωσ. Малороссийская коллегия, μαλαρασίισκαγια καλιέγκιγια) που ασκούσε έλεγχο στον χετμάνο που είχε υπό την εξουσία του την Ουκρανία που τελούσε υπό ειδικό τοπικό καθεστώς. Μετά το 1722 με τον θάνατο του χετμάνου Ιβάν Ίλγιτς Σκοροπάντσκιι, δεν επετράπηκε η εκλογή νέου χετμάνου, αλλά ο χετμάνος διοριζόταν με τσαρικό διάταγμα και τη θέση καταλάμβανε ένας αξιωματικός του τσάρου.
Από τις 28 Φεβρουαρίου (10 Μαρτίου) του 1720, ο Γενικός Κανονισμός (ρωσ. генеральный регламент) εισήγαγε ένα ενιαίο σύστημα οργάνωσης εγγράφων στον κρατικό μηχανισμό για ολόκληρη τη χώρα. Σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό, τα Εκτελεστικά Σώματα (Κολλέγια) αποτελούνταν από έναν πρόεδρο, 4-5 μέλη (συμβούλους) και 4 αξιολογητές.
Κεντρική θέση στο σύστημα διαχείρισης κατείχε η μυστική αστυνομία και συγκεκριμένα το Πρικάζ του Πρεομπραζένσκο και η Μυστική Καγκελαρία. Το πρώτο ονομάστηκε έτσι επειδή ιδρύθηκε στο χωριό Πρεομπραζένσκο (ρωσ. Преображенское) στα ανατολικά της Μόσχας. Τα ιδρύματα αυτά διοικούνταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Επιπλέον, λειτούργησαν το Γραφείο Αλατιού που επέβλεπε το μονοπώλιο αλατιού, το Γραφείο Χαλκού και το Γραφείο Χωρομετρίας που επέβλεπε τις εργασίες οριοθέτησης και χαρτογράφησης.
Το Στρατιωτικό Σώμα, το Ναυαρχείο και και το Σώμα Εξωτερικών Υποθέσεων θεωρούντας σώματα "πρωταρχικής σημασίας".
Ρόλο και δικαιώματα εκτελεστικού σώματος είχαν δυο ακόμα θεσμοί: η Σύνοδος και ο Αρχιδικαστής.
Τα προαναφερθέντα εκτελεστικά σώματα (κολλέγια) υπάγονταν στη Γερουσία και σε αυτά υπάγονταν οι διοικητικές περιφέρειες (κυβερνεία, ρωσ. губерния), επαρχιακές και περιφερειακές/νομαρχιακές διοικήσεις.
Τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης της διαχείρισης του Πέτρου Α είναι αμφιλεγόμενα μεταξύ των ιστορικών.
Το πρώτο ρωσικό τάγμα
ΕπεξεργασίαΟ Πέτρος Α΄ καθιέρωσε το πρώτο ρωσικό τάγμα του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Στις 20 Μαρτίου 1699, ο γραμματέας της αυστριακής πρεσβείας στη Ρωσία, Γιόχαν Γκεοργκ Κόρμπ (Johann Georg Korb), έγραφε στο ημερολόγιό του: «Η Αυτού Βασιλική Μεγαλειότητα καθιέρωσε το Τάγμα των Ιπποτών του αποστόλου Αγίου Ανδρέα»[5][6]
Περιφερειακή μεταρρύθμιση
ΕπεξεργασίαΣτα 1708 - 1711, πραγματοποιήθηκε μια περιφερειακή μεταρρύθμιση προκειμένου να ενισχυθεί η κάθετη δομή διοίκησης σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο και να τροφοδοτείται καλύτερα ο στρατός με προμήθειες και νεοσύλλεκτους. Το 1708, η χώρα χωρίστηκε σε οκτώ επαρχίες με επικεφαλής κυβερνήτες με πλήρη δικαστική και διοικητική εξουσία. Αυτές ήταν η Μόσχα, η Ίνγκρια (αργότερα Αγία Πετρούπολη), το Κίεβο, το Σμολένσκ, το Αζόφ, το Καζάν, το Αρχάγγελσκ και η Σιβηρία. Η περιφέρεια (ρωσ. губерния) της Μόσχας παρείχε περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών εσόδων του ταμείου ακολουθούμενη από την επαρχία Καζάν.
Οι κυβερνήτες ήταν επίσης υπεύθυνοι για τα στρατεύματα που ήταν εγκατεστημένα στο έδαφος της επαρχίας. Το 1710, εμφανίστηκαν νέες διοικητικές μονάδες γνωστές ως ντόλια (ρωσ. доля), δηλαδή "εδαφικές μερίδες", που ένωναν 5.536 νοικοκυριά. Η πρώτη περιφερειακή μεταρρύθμιση δεν έλυσε τα ανοιχτά ζητήματα, αλλά αύξησε μόνο σημαντικά τον αριθμό των κρατικών υπαλλήλων και το αντίστοιχο κόστος διατήρησής τους.
Στα 1719 - 1720 πραγματοποιήθηκε μια δεύτερη περιφερειακή μεταρρύθμιση που κατήργησε τις εδαφικές μερίδες. Οι περιφέρειες άρχισαν να διαιρούνται σε 50 επαρχίες με επικεφαλής τους βοεβόδες, και οι επαρχίες σε περιοχές με επικεφαλής τους Επιτρόπους Γης (ρωσ. земский_комиссар, ζέμσκι κομμισάρ) που διορίζονταν από το Σώμα Κρατικών Εσόδων. Μόνο τα στρατιωτικά και δικαστικά ζητήματα παρέμεναν στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη[7][8].
Δικαστική μεταρρύθμιση
ΕπεξεργασίαΕπί Πέτρου Α΄, το δικαστικό σύστημα υπέστη ριζικές αλλαγές. Τις λειτουργίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέλαβαν η Γερουσία και το Δικαστικό Σώμα. Ιεραρχικά κάτω από αυτά ήταν: 1) στις περιφέρειες - τα Γκόφγκεριχτ (ρωσ. гофгерихт) γνωστά και ως Αυλικά ή Περιφερειακά Δικαστήρια, 2) τα Εφετεία στις μεγάλες πόλεις, και 3) τα επαρχιακά κολλεγιακά κατώτερα δικαστήρια. Τα επαρχιακά δικαστήρια εξέταζαν αστικές και ποινικές υποθέσεις για όλους τους αγρότες, αλλά όχι υποθέσεις που αφορούσαν μοναστήρια ή κατοίκους πόλεων εκτός του ποσάντ (ρωσ. посад, οικισμός συχνά εντός προστατευτικών τειχών με τάφρο). Από το 1721, τις δικαστικές υποθέσεις των κατοίκων του ποσάντ αναλάμβανε ένας δικαστής ενώ σε άλλες περιπτώσεις αναλάμβανε το λεγόμενο Ενιαίο Δικαστήριο (οι υποθέσεις αποφασίζονταν αποκλειστικά από έναν δικαστή). Ωστόσο, το 1722 τα κατώτερα δικαστήρια αντικαταστάθηκαν από επαρχιακά δικαστήρια με επικεφαλής έναν βοεβόδα[9][10]. Επίσης, διαχωρίστηκαν οι δικαστές από τη διοίκηση[11]. Το διάταγμα για τη δημιουργία δικαστηρίου υπογράφηκε στις 5 Νοεμβρίου και δημοσιεύθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1723[12].
Έλεγχος των κρατικών υπαλλήλων
ΕπεξεργασίαΓια την παρακολούθηση της κατά τόπους εφαρμογής των αποφάσεων και τη μείωση της ενδημικής διαφθοράς, από το 1711 καθιερώθηκε η θέση των Πρακτόρων της Υπηρεσίας Φορολογικού Ελέγχου, των οποίων ο ρόλος ήταν «να επιθεωρούν κρυφά, να αναφέρουν και να αποκαλύπτουν» όλες τις καταχρήσεις τόσο των υψηλόβαθμων όσο και των κατώτερων αξιωματούχων, να διώκουν τα αδικήματα της υπεξαίρεσης, δωροδοκίας και να δέχονται καταγγελίες από ιδιώτες. Επικεφαλής της Υπηρεσίας Φορολογικού Ελέγχου ήταν ο Αρχηγός της Υπηρεσίας Φορολογικού Ελέγχου (ρωσ. обер-фискал, ομπερ-φισκάλ) που διοριζόταν από τον αυτοκράτορα και υπαγόταν σε αυτόν. Ο Αρχηγός της Υπηρεσίας Φορολογικού Ελέγχου ήταν μέλος της Γερουσίας και διατηρούσε επαφή με υφιστάμενους δημοσιονομικούς μέσω του δημοσιονομικού γραφείου της καγκελαρίας της Γερουσίας. Οι καταγγελίες εξετάζονταν και αναφέρονταν κάθε μήνα στη Γερουσία από το Εκτελεστικό Επιμελητήριο - μια ειδική δικαστική ομάδα τεσσάρων δικαστών και δύο γερουσιαστών (1712-1719) [13] [14].
Την περίοδο 1719-1723 τα δημοσιονομικά υπάγονταν στο Δικαστικό Σώμα, αλλά από τον Ιανουάριο του 1722 οι αρμοδιότητες αυτές μεταφέρθηκαν στον Γενικό Εισαγγελέα. Από το 1723, ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Φορολογικού Ελέγχου ήταν ο Γενικός Δημοσιονομικός, που διοριζόνταν από τον τσάρο και βοηθός του ήταν ο ομπερ-φισκάλ τον οποίο διόριζε η Γερουσία. Επίσης η υπηρεσία αποσπάστηκε από το Δικαστικό Σώμα και απέκτησε ανεξάρτηση υπόσταση. Ο κατακόρυφος δημοσιονομικός έλεγχος επεκτάθηκε και στο επίπεδο της πόλης[13][14].
Στρατιωτική μεταρρύθμιση
ΕπεξεργασίαΣε ότι αφορά τη μεταρρύθμιση του στρατού, μια από τις σημαντικότερες αλλαγές ήταν η εισαγωγή των Συνταγμάτων των Ξένων ακολουθώντας δυτικοευρωπαϊκά μοντέλα· σε αυτή την κατεύθυνση είχε κινηθεί νωρίτερα και ο Αλέξιος της Ρωσίας. Ωστόσο, η μαχητική αποτελεσματικότητα αυτού του στρατού ήταν χαμηλή[15]. Η μεταρρύθμιση του στρατού και η δημιουργία στόλου έγιναν απαραίτητες προϋποθέσεις για τη νίκη στον Βόρειο Πόλεμο του 1700 - 1721. Καθώς ετοιμαζόταν για πόλεμο με τη Σουηδία, ο Πέτρος Α΄ διέταξε το 1699 γενική επιστράτευση και στρατιωτική εκπαίδευση για τους νεοσύλλεκτους (στρατιώτες, δραγώνους, ιππείς, κλπ) σύμφωνα με τα πρότυπα των συνταγμάτων Πρεομπραζένσκι και Σεμιόνοφσκι. Ο πρώτος γύρος στρατολογήσεων απέδωσε 29 συντάγματα πεζικού και δύο συντάγματα δραγώνων. Το 1705, κάθε 20 νοικοκυριά έπρεπε να στείλουν έναν νεοσύλλεκτο σε δια βίου υπηρεσία. Πιο μετά, στρατολογούνταν αγρότες. Η στρατολόγηση στο ναυτικό, όπως και στον στρατό, γινόταν από νεοσύλλεκτους.
Παράλληλα με την οργανωτική δομή, ο Πέτρος Α΄ άλλαξε τον τρόπο προμήθειας του στρατού και έκανε πολλά για την παροχή εγχώριων όπλων. Στο απόγειο του Βόρειου Πολέμου του 1700-1721, ο Πέτρος A' άνοιξε πολλά εργοστάσια για την παραγωγή όπλων, τα πιο διάσημα από τα οποία ήταν το εργοστάσιο όπλων της Τούλας και μεταλλουργικό εργοστάσιο του Ολόνιετς όπου παράγονταν όπλα για το πυροβολικό. Όσον αφορά την υλική υποστήριξη, ο Πέτρος Α΄ εισήγαγε ομοιόμορφες στολές στον ρωσικό στρατό για τις χερσαίες δυνάμεις (πράσινα καφτάνια και μαύρα πηλίκια) και τα στρατεύματα ιππικού (μπλε καφτάνια και μαύρα πηλίκια). Σύμφωνα με τον Στρατιωτικό Κανονισμό του 1716, κανονικοποιήθηκε η προμήθεια τροφίμων και άνοιξαν παντοπωλεία σε όλη τη χώρα.
Στην αρχή μεταξύ των αξιωματικών υπήρχαν κυρίως ξένοι ειδικοί, αλλά μετά το άνοιγμα των σχολών ναυσιπλοΐας, πυροβολικού και μηχανικών, η ανάπτυξη του στρατού υποστηρίχθηκε από ρώσους αξιωματικούς από την τάξη των ευγενών. Το 1715, άνοιξε στην Αγία Πετρούπολη η Ναυτική Ακαδημία. Το 1716 δημοσιεύτηκε ο Στρατιωτικός Κανονισμός, ο οποίος καθόριζε αυστηρά την υπηρεσία, τα δικαιώματα και τις ευθύνες του στρατιωτικού προσωπικού.
Ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία ένας ισχυρός τακτικός στρατός και ένα ισχυρό ναυτικό. Στο τέλος της βασιλείας του Πέτρου Α΄, ο αριθμός των τακτικών χερσαίων δυνάμεων έφτασε τις 210 χιλιάδες (εκ των οποίων 2.600 ήταν στη φρουρά (ρωσ. русская гвардия, ρούσκαγια γκβάρντια), 41.560 στο ιππικό, 75.000 στο πεζικό, 14.000 σε στρατεύματα φρουράς (ρωσ. гарнизонные войска)) και έως και 110.000 στα λεγόμενα μη-τακτικά στρατεύματα. Ο στόλος αποτελούνταν από 48 πλοία, 787 γαλέρες και άλλα, ενώ ήταν επανδρωμένα με σχεδόν 30.000 άτομα[16].
Εκκλησιαστική μεταρρύθμιση
ΕπεξεργασίαΜια ακόμα από τις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου Α ήταν αυτή της εκκλησιαστικής διοίκησης που είχε στόχο την κατάργηση της ανεξάρτητης από το κράτος εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας και την υπαγωγή της ρωσικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας στον αυτοκράτορα. Το 1700, μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Μόσχας Αδριανού, ο Πέτρος Α΄, αντί να συγκαλέσει την Τοπική Σύνοδο για την εκλογή νέου πατριάρχη, τοποθέτησε προσωρινά επικεφαλής του κλήρου τον Μητροπολίτη Ριαζάν Στέφαν Γιαβόρσκι, ο οποίος έλαβε τον νέο τίτλο του Αναπληρωτή Επισκόπου (ρωσ. Блюститель патриаршего престола, δηλαδή φύλακα του πατριαρχικού θρόνου) ή «Έξαρχου».
Για τη διαχείριση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των αγροτών που ανήκαν στα μοναστήρια (περίπου 795 χιλιάδες), ο Πέτρος Α΄ επανέφερε το Μοναστηριακό Πρικάζ, με επικεφαλής τον Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Μουσιν-Πούσκιν, ο οποίος ανέλαβε τις αγροτικές δικαστικές υποθέσεις και τον έλεγχο εσόδων από τις εκκλησιαστικές και μοναστηριακές γαίες. Να σημειωθεί ότι το Μοναστηριακό Πρικάζ είχε καταργήσει το 1677 ο Φιόντορ Γ'. Το 1701 εκδόθηκε μια σειρά διαταγμάτων για τη μεταρρύθμιση της διοίκησης των εκκλησιαστικών και μοναστηριακών κτημάτων και την οργάνωση της μοναστικής ζωής - τα σημαντικότερα ήταν τα διατάγματα της 24ης και 31ης Ιανουαρίου 1701.
Το 1721, ο Πέτρος Α΄ ενέκρινε τον Πνευματικό Κανονισμό, του οποίου η σύνταξη ανατέθηκε στον επίσκοπο της Πσκοφ, κοντινό άνθρωπο του τσάρου, μαλορώσο Θεοφάνη Προκόποβιτς. Ως αποτέλεσμα, έγινε μια ριζική μεταρρύθμιση της εκκλησίας, καταργώντας την αυτονομία του κλήρου και υποτάσσοντάς τον πλήρως στο κράτος.
Στη Ρωσία καταργήθηκε το πατριαρχείο και η συνοδικότητα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1721 ιδρύθηκε Πνευματικό Σώμα (κολλέγιο), μετονομάστηκε σε Υπεραγία Σύνοδος η οποία αναγνωρίστηκε από τους Ανατολικούς πατριάρχες ως ισότιμη του πατριάρχη. Όλα τα μέλη της Συνόδου διορίζονταν από τον αυτοκράτορα και έδιναν όρκο πίστης κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους. Η Υπεραγία Σύνοδος ήταν το ανώτατο όργανο της κυβέρνησης, στο ίδιο επίπεδο με τη Γερουσία, και εξέδιδε οδηγίες επί πνευματικών θεμάτων στους λοιπούς θεσμούς της αυτοκρατορίας. Επί Πέτρου Α΄ η Γερουσία και η Υπεραγία Σύνοδος είχαν κοινές συνεδριάσεις.
Ο πόλεμος οδήγησε στην αφαίρεση πολύτιμων αντικειμένων από τα μοναστήρια. Ο Πέτρος Α΄ δεν προχώρησε στην πλήρη εκκοσμίκευση των εκκλησιαστικών και μοναστηριακών περιουσιών, η οποία πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα, στις αρχές της βασιλείας της Αικατερίνης Β'.
Θρησκευτική πολιτική
ΕπεξεργασίαΗ εποχή του Πέτρου Α΄ σημαδεύτηκε από μια τάση προς μεγαλύτερη θρησκευτική ανοχή. Ο Πέτρος Α΄ κατήργησε τα «12 άρθρα» που είχε εισάγει η αντιβασίλισσα Σοφία Αλεξέγιεβνα της Ρωσίας το 1685, σύμφωνα με τα οποία οι Παλαιοί Πιστοί που αρνήθηκαν να αποκηρύξουν το «σχίσμα» τιμωρούνται με καύση στην πυρά. Στους «σχισματικούς» (παλαιούς πιστούς) επετράπη να ασκούν την πίστη τους υπό τον όρο να αναγνωρίσουν την υπάρχουσα κρατική τάξη πραγμάτων και να πληρώνουν διπλούς φόρους[17]. Παραχωρήθηκε πλήρης ελευθερία της πίστης στους αλλοδαπούς που έρχονταν στη Ρωσία και άρθηκαν οι περιορισμοί στην επικοινωνία μεταξύ Ορθοδόξων Χριστιανών και Χριστιανών άλλων θρησκειών (συγκεκριμένα επιτρέπονταν οι διαθρησκευτικοί γάμοι).
Μετά από ένοπλη συμπλοκή με τη μοναστική κοινοτητα στη Βασιλιανική μονή στο Πόλατσκ στην επικράτεια της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, η οποία έλαβε χώρα κατά τον εσπερινό στις 11 Ιουλίου 1705, τέσσερις ουνίτες τραυματίστηκαν θανάσιμα. Στη συνέχεια ο Πέτρος Α΄διέταξε τον απαγχονισμό ενός από τους μοναχούς[18].
Οικονομική και φορολογική μεταρρύθμιση
ΕπεξεργασίαΗ εκστρατεία του Αζόφ, ο Βόρειος Πόλεμος του 1700 - 1721 και η διατήρηση ενός μόνιμου στρατού επιστρατευμένων που δημιούργησε ο Πέτρος Α΄ απαιτούσαν τεράστια κεφάλαια. Σε αυτό στόχευαν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Αρχικά μείζον ζήτημα ήταν η εξεύρεση νέων πηγών κεφαλαίου. Στους παραδοσιακούς δασμούς και τα "τέλη ταβέρνας" (ρωσ. кабацкие поборы) (που είχε εισάγει ήδη ο Ιβάν ο Τρομερός) προστέθηκαν (α) τέλη και οφέλη από τη μονοπώληση ορισμένων αγαθών (αλάτι, οινόπνευμα, πίσσα, τρίχα κ.α.), (β) έμμεσοι φόροι (φόροι λουτρών, ψαριών, αλόγων, φόροι φερέτρων βελανιδιάς κ.λπ.), (γ) υποχρεωτική χρήση ειδικού χαρτιού με οικόσημο, και (δ) κοπή κερμάτων μικρότερου βάρους.
Το 1704, ο Πέτρος Α΄ διεξήγαγε μια απογραφή των νοικοκυριών των χωρικών, η οποία έδειξε μείωση του αριθμού τους. Να σημειωθεί ότι ένα νοικοκυριό χωρικών περιελάμβανε μια διευρυμένη οικογένεια και αναφερόταν επίσης ως "οικογένεια" (ρωσ. семья) ή "αυλή χωρικών" (ρωσ. крестьянский двор). Ένας από τους λόγους αυτής της φαινομενικής μείωσης ήταν ότι μια αυλή χωρικών οριζόταν από την περίφραξή της. Με σκοπό την αποφυγή πληρωμής φόρων, οι χωρικοί συνέννωναν πολλές αυλές με μια περίφραξη και έφτιαχναν μια πύλη. Λόγω των προβλημάτων που αναδείχθηκαν κατά την απογραφή, αποφασίστηκε η μετάβαση στον κατά κεφαλή φόρο. Το 1718 - 1724 πραγματοποιήθηκε επαναληπτική απογραφή πληθυσμού παράλληλα με τον έλεγχο της απογραφής που άρχισε το 1722 και βρέθηκε ότι οι φορολογούμενοι ανέρχονταν σε 5.967.313.
Με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, η κυβέρνηση υπολόγισε τον κατά κεφαλή φόρο για τη συγκέντρωση των απαραίτητων πόρων για τον στρατό και το ναυτικό.
Ως αποτέλεσμα, καθορίστηκε το μέγεθος του κατά κεφαλήν φόρου: (α) οι δουλοπάροικοι των γαιοκτημόνων πλήρωναν στο κράτος 74 καπίκια, (β) οι κρατικοί αγρότες πλήρωναν 1 ρούβλι και 14 καπίκια αφού δεν ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν αμπρόκ (ρωσ. оброк), δηλαδή υποχρεώσεις προς τους γαιοκτήμονες, και (γ) ο αστικός πληθυσμός πλήρωνε 1 ρούβλι και 20 καπίκια. Μόνο οι άνδρες ήταν υπόχρεοι καταβολής φόρου, ανεξαρτήτως ηλικίας. Οι ευγενείς, οι κληρικοί, οι στρατιώτες και οι Κοζάκοι δεν είχαν φορολογικές υποχρεώσεις. Με τους νεκρούς συχνά να μην αποκλείονται και με τα νεογνά να μην καταμετρούνται, η φορολογική επιβάρυνση ήταν άνισα κατανεμημένη.
Ως αποτέλεσμα της φορολογικής μεταρρύθμισης, το μέγεθος των αποταμιεύσεων αυξήθηκε σημαντικά. Εάν το 1710 τα φορολογικά έσοδα έφταναν τα 3.134.000 ρούβλια, το 1725 ανέρχονταν σε 10.186.707 ρούβλια, ενώ, σύμφωνα με ξένες πηγές, 7.859.833 ρούβλια.
Μεταρρυθμίσεις στη βιομηχανία και το εμπόριο
ΕπεξεργασίαΗ Μεγάλη Πρεσβεία του Πέτρου Α΄ ήταν μια διπλωματική αποστολή της Ρωσίας στη Δυτική Ευρώπη από τις 9 Μαρτίου 1697 έως τις 25 Αυγούστου 1698. Τότε ο τσάρος συνειδητοποίησε την τεχνική υστέρηση της Ρωσίας και ότι δεν μπορούσε να αγνοήσει το πρόβλημα της μεταρρύθμισης της ρωσικής βιομηχανίας. Επιπλέον, η δημιουργία εγχώριας βιομηχανίας γινόταν επιτακτική λόγω των στρατιωτικών αναγκών, όπως συνιστούν αρκετοί ιστορικοί[19]. Έχοντας ξεκινήσει τον Βόρειο Πόλεμο με τη Σουηδία για να αποκτήσει πρόσβαση στη θάλασσα και να εγκαταστήσει στόλο στη Βαλτική (και ακόμη νωρίτερα στην Αζοφική θάλασσα), ο Πέτρος Α΄ άρχισε να κατασκευάζει εργοστάσια σχεδιασμένα να καλύπτουν τις απότομα αυξημένες ανάγκες του στρατού και του ναυτικού.
Ένα από τα κύρια προβλήματα ήταν η έλλειψη ειδικευμένων τεχνιτών. Ο τσάρος έλυσε αυτό το πρόβλημα προσελκύοντας ξένους στη ρωσική υπηρεσία με ευνοϊκούς όρους και στέλνοντας ρώσους ευγενείς για σπουδές στη Δυτική Ευρώπη. Οι κατασκευαστές λάμβαναν μεγάλα προνόμια: οι ίδιοι, τα παιδιά και οι τεχνίτες τους απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική θητεία, ήταν μόνο στη δικαιοδοσία του βιομηχανικού-μεταποιητικού σώματος, ήταν απαλλαγμένοι από φόρους και εσωτερικούς δασμούς, μπορούσαν να εισάγουν τα εργαλεία και τα υλικά που χρειάζονταν από το εξωτερικό χωρίς να πληρώνουν δασμούς, και δεν είχαν την υποχρέωση να στεγάζουν στρατιωτικούς (ρωσ. военный постой[20]).
Το πρώτο μεταλλουργείο αργύρου στη Ρωσία χτίστηκε κοντά στο Νιέρτσινσκ (ρωσ. Нерчинск) στη Σιβηρία το 1704. Την επόμενη χρονιά παρήγαγε το πρώτο ασήμι.
Σημαντικά μέτρα ελήφθηκαν για την ανακάλυψη ορυκτών πόρων στη Ρωσία. Προηγουμένως, το ρωσικό κράτος εξαρτιόταν πλήρως από ξένες χώρες για πρώτες ύλες και κυρίως από τη Σουηδία (ο σίδηρος προερχόταν από εκεί), αλλά μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων σιδηρομεταλλεύματος και άλλων ορυκτών πόρων στα Ουράλια, η ανάγκη για αγορά σιδήρου μειώθηκε σημαντικά. Το 1723 ιδρύθηκε στα Ουράλια το μεγαλύτερο σιδηρουργικό εργοστάσιο στη Ρωσία, από το οποίο αναπτύχθηκε η πόλη Γεκατερινμπούργκ. Επί Πέτρου Α΄ ιδρύθηκαν επίσης οι πόλεις Νεβιάνσκ, Κάμενσκ-Ουράλσκι και Νίζνι Ταγκίλ.
Εργοστάσια όπλων (εργοστάσια παραγωγής κανονιών, οπλοστάσια) εμφανίστηκαν στην περιφέρεια Ολονέτσκι, στο Σεστρορέτσκ και την Τούλα. Φτιάχτηκαν εργοστάσια πυρίτιδας στην Αγία Πετρούπολη και στην περιοχή της Μόσχας. Αναπτύχθηκαν βιομηχανίες δέρματος και κλωστοϋφαντουργίας στη Μόσχα, στο Γιαροσλάβλ, στο Καζάν και στην Αριστερή Όχθη της Ουκρανίας λόγω της ανάγκης παραγωγής εξοπλισμού και στολών για τα ρωσικά στρατεύματα. Αναπτύχθηκε η μεταξουργία, η παραγωγή χαρτιού, τσιμέντου, ζάχαρης και ταπισερί.
Το 1719 τέθηκε σε ισχύ από τον Πέτρο Α΄ ο νόμος γνωστός ως «προνόμιο μπέργκ» (ρωσ. берг-привилегия), σύμφωνα με τον οποίο δόθηκε σε όλους το δικαίωμα να αναζητούν οπουδήποτε, να λιώνουν, και να επεξεργάζονται μέταλλα και ορυκτά με την επιφύλαξη καταβολής «φόρου εξόρυξης» ένα δέκατο του κόστους εξόρυξης και ένα τριακοστό δεύτερο υπέρ του ιδιοκτήτη της γης όπου βρέθηκαν κοιτάσματα. Για απόκρυψη μεταλλεύματος και απόπειρα πρόκλησης κωλήματος στην εξόρυξη, οι ιδιοκτήτες απειλούνταν με δήμευση γης, σωματική τιμωρία ή ακόμη και θανατική ποινή «ανάλογα με την ενοχή».
Το κύριο πρόβλημα στα ρωσικά εργοστάσια εκείνης της εποχής ήταν η έλλειψη εργατικού δυναμικού. Το πρόβλημα λύθηκε με βίαια μέτρα: οι χωρικοί ολόκληρων χωριών και μικρών οικισμών διατέθηκαν σε βιοτεχνίες (μανουφακτούρες) όπου με την εργασία τους αποπλήρωναν τους φόρους τους (τέτοιοι αγρότες θα λέγονταν εκχωρημένοι, ρωσ. приписные крестьяне, πριπισνίε κρεστιάνιε). Στα εργοστάσια επίσης στέλνονταν εγκληματίες και επαίτες. Το 1721 ακολούθησε ένα διάταγμα, το οποίο επέτρεπε στους εμπόρους να αγοράζουν χωριά, οι κάτοικοι των οποίων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε εργοστάσια (οι χωρικοί αυτοί ονομάστηκαν "χωρικοί μανουφακτούρας" (ρωσ. посессионные крестьяне, ποσεσιόνιγιε κρεστγιάνιε, το οποίο θα μπορούσε να αποδωθεί και ως "εκχωρούμενοι χωρικοί")).
Το εμπόριο αναπτύχθηκε περαιτέρω. Τον ρόλο του κεντρικού λιμανιού της χώρας ανέλαβε η Αγία Πετρούπολη (προηγουμένως ήταν το Αρχάγγελσκ), που το 1712 έγινε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κατασκευάστηκαν επίσης κανάλια ποταμών.
Συγκεκριμένα, κατασκευάστηκαν τα κανάλια του Βίσνι Βολοτσόκ στην περιφέρεια Τβερ (που συνέστησαν το σύστημα ύδρευσης του Βίσνι Βολοτσόκ) και το κανάλι Ομπβόντνι (ρωσ. Обводный канал, δηλαδή "παρακαμπτήριο κανάλι"). Ταυτόχρονα, δύο προσπάθειες για την κατασκευή καναλιού Βόλγα-Ντον απέτυχαν (αν και κατασκευάστηκαν 24 πύλες για τον έλεγχο της ροής του νερού), ενώ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εργάστηκαν για την κατασκευή του. Οι συνθήκες εργασίας ήταν δύσκολες και το ποσοστό θνησιμότητας ήταν πολύ υψηλό[21].
Η πολιτική του Πέτρου Α΄ στο εμπόριο είχε προστατευτικό χαρακτήρα και εστίαζε στην υποστήριξη της εγχώριας παραγωγής και την επιβολή αυξημένων τελωνειακών δασμών στα εισαγόμενα αγαθά. Έτσι, το 1724 εισήχθη αντίστοιχη τελωνειακή τιμολόγηση με υψηλούς δασμούς σε ξένα αγαθά που μπορούσαν να παραχθούν ή που παράγονταν ήδη από εγχώριες επιχειρήσεις.
Ο αριθμός των εργοστασίων στο τέλος της βασιλείας του Πέτρου έφτασε τα 233[22], συμπεριλαμβανομένων περίπου 90 μεγάλων βιοτεχνιών[23].
Επί βασιλείας Πέτρου Α΄, πραγματοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις στη βιομηχανία τροφίμων και την αγροτική οικονομία. Έχοντας επισκεπτεί την Ολλανδία η παραγωγή τυριού του τράβηξε το ενδιαφέρον και έφερε από εκεί στη Ρωσία ειδικούς τυροκόμους. Έστειλε επίσης σπόρους νέων καλλιεργειών από την Ευρώπη. Χάρη στις προσπάθειές του, στα ρωσικά τραπέζια εμφανίστηκαν λάχανο Σαβοΐας και γογγυλοκράμβη, μαϊντανός, σέλινο, ζαχαρότευτλα, μάραθο, σπανάκι, ηλίανθοι, σταφύλια και άλλα είδη. Ο ίδιος παρακολουθούσε προσωπικά αν οι καλλιέργειες πιάνανε στον πειραματικό κήπο κοντά στο Βορόνεζ, «για να δει αν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν χρήσιμα φρούτα, φυτά, σταφύλια και άλλα βότανα στη γη μας». Ιδιαίτερα επιτυχημένο αποδείχτηκε το πείραμά του με αμπελώνες στις επαρχίες του Βορόνεζ και του Χάρκοβου απ' όπου το περίφημο κρασί Τσιμλιάνσκοε άρχισε να παρέχεται στο βασιλικό τραπέζι. Ο Πέτρος Α΄ έμαθε τους ρώσους να τρώνε πατάτες, και να πίνουν τσάι και καφέ. Τα ζυμαρικά έγιναν επίσης γνωστά στη Ρωσία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέτρου[24].
Στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου, οι άνθρωποι είχαν εύκολη πρόσβαση σε θαλασσινά ψάρια. Αυτό διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι ο τσάρος διέταξε να παραδοθούν τα βόρεια ιχθυοτροφεία στους εμπόρους για δωρεάν εκμετάλλευση. Ο ίδιος ο Πέτρος δεν έτρωγε ψάρι, καθώς το θεωρούσε ανθυγιεινή τροφή[24].
Διάταγμα για τη διαδοχή στον θρόνο του Πέτρου Α΄
ΕπεξεργασίαΠριν από τον Πέτρο Α΄, η σειρά διαδοχής στον ρωσικό αυτοκρατορικό θρόνο δεν ρυθμιζόταν από τον νόμο, αλλά καθοριζόταν εξ ολοκλήρου από την παράδοση. Ο Πέτρος Α΄ εισήγαγε ένα διάταγμα το 1722 για τη διαδοχή στον θρόνο, σύμφωνα με το οποίο ο βασιλεύων μονάρχης διορίζει διάδοχο κατά τη διάρκεια της ζωής του και ο αυτοκράτορας μπορεί να κάνει οποιονδήποτε κληρονόμο του (υποτίθεται ότι ο βασιλιάς θα διόριζε "τον πιο άξιο" διάδοχο). Αυτός ο νόμος ίσχυε μέχρι τη βασιλεία του Παύλου Α΄. Ο ίδιος ο Πέτρος δεν κατάφερε να επωφεληθεί από τον νόμο[9][25].
Ταξική πολιτική
ΕπεξεργασίαΟ βασικός στόχος του Πέτρου Α΄ στην κοινωνική πολιτική ήταν η νομική καταγραφή των ταξικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κάθε κοινωνικής τάξης της Ρωσίας. Έτσι προέκυψε μια νέα δομή της κοινωνίας με πιο ξεκάθαρο ταξικό χαρακτήρα. Τα δικαιώματα των ευγενών διευρύνθηκαν και οι υποχρεώσεις τους καθορίστηκαν ενώ, ταυτόχρονα, ενισχύθηκε ο ζυγός πάνω στους αγρότες.
Ευγενείς
ΕπεξεργασίαΣε ότι αφορά τους ευγενείς, τα βασικά ορόσημα των μεταρρυθμίσεων ήταν:
- Το διάταγμα περί εκπαίδευσης του 1706: τα παιδιά των βογιάρων ήταν υποχρεωμένα να λαμβάνουν εκπαίδευση είτε σε δημοτικό σχολείο, είτε στο σπίτι[26].
- Το διάταγμα ενιαίας κληρονομιάς του 1714: ένας γαιοκτήμονας που είχε γιούς θα μπορούσε να κληροδοτήσει την ακίνητη περιουσία του σε έναν γιο της επιλογής του. Οι υπόλοιποι ήταν υπόχρεοι υπηρεσίας. Το διάταγμα αυτό σηματοδότησε την τελική συγχώνευση του τσιφλικιού των ευγενών (ρωσ. дворянское поместье) και του φέουδου των βογιάρων (ρωσ. боярская вотчина, μπαγιάρσκαγια βότσινα)[27], εξαλείφοντας έτσι τις διαφορές μεταξύ τους.
- Διαίρεση στρατιωτικής, πολιτικής και δικαστικής υπηρεσίας σε 14 βαθμίδες: Όταν ένας αξιωματούχος ή στρατιωτικός έφτανε στην όγδοη βαθμίδα μπορούσε να λάβει τίτλο ευγενή. Έτσι η καριέρα ενός ατόμου δεν εξαρτιόταν κυρίως από την καταγωγή του, αλλά από τα επιτεύγματά του στη δημόσια υπηρεσία.
Τη θέση του πρώην σώματος των βογιάρων κατέλαβε το «στρατηγείο» (ρωσ. генералитет), που αποτελούνταν από αξιωματούχους των τεσσάρων πρώτων βαθμίδων του επονομαζόμενου «Πίνακα Κατάταξης» (ρωσ. табель о рангах). Το μέχρι πρότινος καθεστώς οικογενειακής αριστοκρατίας έδωσε τη θέση του στην ανάδειξη με βάση την υπηρεσιακή εμπειρία. Τα νομοθετικά μέτρα του Πέτρου, χωρίς να διευρύνουν σημαντικά τα ταξικά δικαιώματα των ευγενών, άλλαξαν σημαντικά τις αρμοδιότητές τους. Οι στρατιωτικές υποθέσεις, που παλαιότερα ήταν καθήκον μιας μικρής μερίδας στρατιωτικών, γίνονται τώρα καθήκον όλων των κοινωνικών στρωμάτων.
Οι ευγενείς την εποχή του Πέτρου Α΄ κατείχαν ακόμα το αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής γης, αλλά, σαν αποτέλεσμα των διαταγμάτων ενιαίας κληρονομιάς, τους ανατίθεται η υποχρέωση απέναντι στο κράτος της φορολογικής συμμόρφωσης των δουλοπάροικων. Οι ευγενείς ήταν υποχρεωμένοι να σπουδάζουν για να είναι έτοιμοι για υπηρεσία. Ο τσάρος κατήργησε την κλειστή φύση της τάξης των στρατιωτικών δίνοντας τη δυνατότητα υπηρεσίας μέσω του Πίνακα Κατάταξης σε άτομα άλλων τάξεων. Από την άλλη, το διάταγμα ενιαίας κληρονομιάς άνοιγε τον δρόμο στην ταξική κινητικότητα. Η τάξη των ευγενών μετατρέπεται έτσι σε στρατιωτική και γραφειοκρατική τάξη τα δικαιώματα την οποίας απορρέουν και καθορίζονται από την υπηρεσία τους στο κράτος αντί να κληρονομούνται.
Χωρικοί και δουλοπάροικοι
ΕπεξεργασίαΟι μεταρρυθμίσεις του Πέτρου άλλαξαν τη θέση των χωρικών. Από τις διαφορετικές κατηγορίες αγροτών που δεν ήταν υποτελείς (δουλοπάροικοι) σε γαιοκτήμονες ή στην εκκλησία (π.χ. μαύροι αγρότες του βορρά[28], μη ρωσικές εθνοτικές ομάδες κ.λπ.), σχηματίστηκε μια νέα ενοποιημένη κατηγορία κρατικών αγροτών (ρωσ. государственные крестьяне) που ήταν προσωπικά ελεύθεροι, αλλά πλήρωναν φόρο στο κράτος. Η άποψη ότι αυτό το διάταγμα «κατέστρεψε τα απομεινάρια της ελεύθερης αγροτιάς» είναι εσφαλμένη καθώς οι πληθυσμιακές ομάδες που αποτελούσαν τους κρατικούς αγρότες δεν θεωρούνταν ελεύθερες στην περίοδο πριν τον Πέτρο Α΄. Με βάση τον Καθεδρικό Κώδικα του 1649 (ρωσ. соборное уложение 1649 г.) οι αγρότες αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται προσκολλημένοι σε μια συγκεκριμένη γη και μπορούσαν να παραχωρηθούν από τον τσάρο σε ιδιώτες ή την εκκλησία ως δουλοπάροικοι. Οι κρατικοί αγρότες τον 18ο αιώνα είχαν τα δικαιώματα των προσωπικά ελεύθερων ανθρώπων (μπορούσαν να κατέχουν περιουσία, να παρουσιάζονται στο δικαστήριο ως διάδικοι, να εκλέγουν αντιπροσώπους σε κτηματομεσιτικά όργανα κ.λπ.), αλλά δεν είχαν ελευθερία μετακίνησης και ο τσάρος μπορούσε να τους μετακινεί ως δουλοπάροικους (μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν τελικά θεωρήθηκαν ελεύθεροι άνθρωποι). Οι νομοθετικές πράξεις που αφορούσαν την ίδια τη δουλοπαροικία ήταν αντιφατικού χαρακτήρα. Έτσι, η παρέμβαση των γαιοκτημόνων στον γάμο των δουλοπάροικων περιορίστηκε (με διάταγμα του 1724), και απαγορεύτηκε να δικάζονται ως κατηγορούμενοι για τα χρέη των γαιοκτημόνων[29].
Επίσης ενέκρινε τον κανονισμό με βάση τον οποίο η περιουσία ενός γαιοκτήμονα που οδηγούσε τους χωρικούς σε χρεοκοπία θα τίθοταν σε κηδεμονία[29], και στους χαλόπους (ρωσ. холоп, χαλόπ) δόθηκε η δυνατότητα να κατατάσσονται στον στρατό και έτσι να απελευθερώνονται από την εξάρτηση από τους γαιοκτήμονες[30] (με διάταγμα της 2 (13) Ιουλίου 1743 της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Ρωσίας οι δουλοπάροικοι έχασαν αυτή τη δυνατότητα).
Με το διάταγμα του 1699 και την ετυμηγορία του Δημαρχείου του 1700, οι αγρότες που ασχολούνταν με το εμπόριο ή κάποια τέχνη είχαν το δικαίωμα να μετακινηθούν σε ποσάντ (ρωσ. посад) και να μην είναι δουλοπάροικοι[31]. Ταυτόχρονα όμως τα μέτρα εναντίον των δραπετών-χωρικών αυστηροποιήθηκαν και πολλοί χωρικοί της αυλής (ρωσ. дворцовые крестьяне) διατέθηκαν σε ιδιώτες. Μάλιστα με διάταγμα της 7 (17) Απριλίου του 1690 επετράπη η πώληση δουλοπάροικων που είχε ένας γαιοκτήμονας λόγω ανεξόφλητων χρεών το οποίο στην πράξη δημιούργησε μιας μορφής εμπόριο δουλοπάροικων[31]. Η επιβολή κεφαλικού φόρου στους χαλόπους (ρωσ. холоп, χαλόπ) οδήγησε στη συγχώνευση τους με τους δουλοπάροικους (ρως. крепостные крестьяне). Οι εκκλησιαστικοί αγρότες υπάχθηκαν στο μοναστηριακό πρικάζ και απομακρύνθηκαν από την εξουσία των μοναστηριών.
Επί Πέτρου, δημιουργήθηκε μια νέα κατηγορία εξαρτημένων χωρικών που ανατίθονταν σε μανουφακτούρες (βιοτεχνίες). Τον 18ο αιώνα οι χωρικοί αυτοί ονομάστηκαν "χωρικοί μανουφακτούρας" посессионные крестьяне, ποσεσιόνιγιε κρεστγιάνιε). Με διάταγμα του 1721 επιτράπηκε σε ευγενείς και παραγωγούς από την τάξη των εμπόρων να αγοράζουν χωρικούς για να τους εκμεταλλεύονται σε μανουφακτούρες. Νομικά, οι χωρικοί αυτοί δεν θεωρούνταν κτήμα των ιδιοκτητών της βιοτεχνίας, αλλά ήταν "δεμένοι" στην παραγωγή — ο ιδιοκτήτης της βιοτεχνίας δεν μπορούσε ούτε να τους πουλήσει ούτε να τους υποθηκεύσει ή να τους χρησιμοποιήσει για ανάγκες άλλες από αυτές της μανιφακτούρας. Οι χωρικοί μανουφακτούρας λάμβαναν σταθερό μισθό και εκτελούσαν συγκεκριμένο όγκο εργασίας[32].
Ο αστικός πληθυσμός την εποχή του Πέτρου Α΄ ήταν περίπου το 3% του πληθυσμού της χώρας[33]. Η μόνη μεγάλη πόλη ήταν η Μόσχα, η οποία ήταν η πρωτεύουσα πριν από τη βασιλεία του Πέτρου A'. Αν και η Ρωσία υστερούσε σημαντικά σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη ως προς την ανάπτυξη των πόλεων και τη βιομηχανική ανάπτυξη, κατά τον 17ο αιώνα σημειώθηκε σταδιακή αύξηση. Η κοινωνική πολιτική του Μεγάλου Πέτρου σχετικά με τον αστικό πληθυσμό στόχευε στη διασφάλιση της πληρωμής του κεφαλικού φόρου. Για τον σκοπό αυτό, ο πληθυσμός χωρίστηκε σε δύο κατηγορίες: τους τακτικούς (ρωσ. регулярные, ρεγκουλιάρνιγιε) (βιομήχανοι, έμποροι, βιοτέχνες) και τους μη-τακτικούς πολίτες (οι υπόλοιποι). Η διαφορά μεταξύ του αστικού τακτικού πολίτη του τέλους της βασιλείας του Πέτρου Α΄ και του μη-τακτικού ήταν ότι ο πρώτος συμμετείχε στην διακυβέρνηση της πόλης εκλέγοντας μέλη του δικαστηρίου, εγγραφόταν σε κάποια συντεχνία ή ένωση τεχνιτών ή είχε χρηματικές υποχρεώσεις στον βαθμό που του αναλογούσε.
Το 1722 εμφανίστηκαν οι πρώτες συντεχνίες τεχνιτών (ρωσ. ремесленные цехи) κατά το δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο. Ο κύριος σκοπός της δημιουργίας τους ήταν να ενώσουν ανόμοιους τεχνίτες για την παραγωγή προϊόντων που χρειαζόταν ο στρατός. Ωστόσο, η συντεχνιακή αυτή δομή δε μακροημέρευσε στη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέτρου Α΄, το σύστημα διακυβέρνησης των πόλεων άλλαξε. Οι βοεβόδες που ορίζονταν από τον τσάρο αντικαταστάθηκαν από εκλεγμένους Δικαστές της Πόλης (ρωσ. городские магистраты), υπαγόμενους στο Κύριο Δικαστήριο (ρωσ. главный магистрат, γλάβνι μαγκιστράτ). Οι δικαστές εξασφάλιζαν την είσπραξη των φόρων και ασκούσαν δικαστικό έργο. Αυτά τα μέτρα σήμαναν την ανάπτυξη της αυτοδιοίκησης των πόλεων[34].
Πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις
ΕπεξεργασίαΜε την επιστροφή του από την Μεγάλη Πρεσβεία, ο Πέτρος Α΄ κήρυξε πόλεμο με τις εκδηλώσεις του "παρωχημένου" τρόπου ζωής στην εξωτερική εμφάνιση (με πλέον γνωστή την απαγόρευση γενειάδων). Επίσης μεγάλη βάση έδωσε και στην εκπαίδευση των ευγενών και την εισαγωγή τους στην εξευρωπαϊσμένη κοσμική κουλτούρα. Άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα κοσμικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, ιδρύθηκε η πρώτη ρωσική εφημερίδα τακτικής κυκλοφορίας—τα "Νεά της Αγίας Πετρούπουλης" (ρωσ. Санкт-Петербургские ведомости)[35], και εμφανίστηκαν μεταφράσεις πολλών βιβλίων στα ρωσικά. Ο Πέτρος Α΄ όρισε το επίπεδο επιτυχίας των ευγενών ως συνάρτηση της εκπαίδευσής τους.
Επί Πέτρου Α΄ το 1703 δημοσιεύτηκε το πρώτο βιβλίο στη ρωσική γλώσσα με αραβικούς αριθμούς—η "Αριθμητική" (ρωσ. «Арифметика») του Λεόντι Φιλίποβιτς Μαγκίντσκι (ρωσ. Леонтий Филиппович Магницкий). Μέχρι τότε οι αριθμοί συμβολίζονταν με κυριλλικά γράμματα που έφεραν ειδικά διακριτικά σύμβολα γνωστά ως "τίτλο" (ρωσ. титло < ελλ. τίτλος) που μοιάζαν με κυματιστή γραμμή. Το 1708 ο Πέτρος Α ενέκρινε ένα καινούργιο απλοποιημένο αλφάβητο (το εκκλησιαστικό σλαβονικό αλφάβητο χρησιμοποιούνταν ακόμη στα εκκλησιαστικά κείμενα), ενώ τα γράμματα "ξι" και "ψι" αφαιρέθηκαν.
Ο Πέτρος Α΄ δημιούργησε καινούργια τυπογραφεία στα οποία την περίοδο 1700-1725 τυπώθηκαν 1312 τίτλοι βιβλίων (δυο φορές περισσότερο από την εως τότε περίοδο της ρωσικής τυπογραφίας). Λόγω του όγκου παραγωγής βιβλίων, η χρήση χαριού αυξήθηκε από 4-8 χιλιάδες φύλλα στα τέλη του 17ου αιώνα στα 50 χιλιάδες φύλλα το 1719[36].
Επιπλέον, 4,5 χιλιάδες νέες λέξεις-δάνεια από ευρωπαϊκές γλώσσες εισήχθησαν στη ρωσική γλώσσα[37].
Το 1724 ο Πέτρος Α΄ ενέκρινε το πλαίσιο λειτουργίας της Ακαδημίας επιστημών της Αγίας Πετρούπολης η οποία άνοιξε το 1725, μετά τον θάνατό του.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η κατασκευή της Νήσου Κάμενι (ρωσ. Каменный остров, κάμενι όστραφ) στην Αγία Πετρούπουλη για την οποία εργάστηκαν ξένοι αρχιτέκτονες και η οποία υλοποιήθηκε με βάση σχέδιο του τσάρου. Δημιουργήθηκε έτσι ένα νέο αστικό περιβάλλον με άγνωστες μέχρι τότε μορφές καθημερινότητας και διασκέδασης (π.χ. θέατρο και χοροί μεταμφιεσμένων). Άλλαξε επίσης η εσωτερική διακόσμηση των σπιτιών, ο τρόπος ζωής, η διατροφή και άλλα.
Με ειδικό διάταγμα του τσάρου το 1718 εισήχθησαν οι λεγόμενες Συνελεύσεις (ρωσ. Петровские ассамблеи, πετρόφσκιε ασαμμπλιέι) που αποτέλεσαν έναν νέο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των ευγενών. Στις Συνελεύσεις οι ευγενείς χόρευαν και επικοινωνούσαν ελεύθερα σε αντίθεση με τις εως τότε γιορτές και δεξιώσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις του Πέτρου Α΄ δεν αφορούσαν μόνο την πολιτική και την οικονομία, αλλά και την τέχνη. Ο Πέτρος Α΄ καλούσε ξένους καλλιτέχνες στη Ρωσία και ταυτόχρονα έστελνε ταλαντούχους νέους στο εξωτερικό (κυρίως στην Ολλανδία και την Ιταλία) να σπουδάσουν τέχνες.
Το δεύτερο τέταρτο του 18ου αιώνα οι "συνταξιούχοι του Πέτρου" άρχισαν να επιστρέφουν στη Ρωσία φέρνονταν μαζί τους καλλιτεχνική εμπειρία και τεχνικές που απέκτησαν στο εξωτερικό[38].
Στις 30 Δεκεμβρίου 1701 ο Πέτρος Α΄ εξέδωσε διάταγμα με βάση το οποίο στα επίσημα έγγραφα (όπως τα τσελομπίτναγια, ρωσ. челобитная) τα ονόματα πρέπει να αναγράφονται στην πλήρη τους μορφή και όχι ως χαϊδευτρικά ή υποκοριστικά (για παράδειγμα να γράφεται "Ιβάν" αντί για "Ιβάσκα" κλπ). Επίσης, το ίδιο διάταγμα καταργούσε την απαίτηση να γονατίζουν μπροστά στον τσάρο, και τον χειμώνα όταν έχει κρύο να βγάζουν τον σκούφο τους έξω απ' το σπίτι που βρίσκεται ο τσάρος. Ο ίδιος εξήγησε την ανάγκη γι αυτές τις αλλαγές λέγοντας «Λιγότερη ευτέλεια, περισσότερος ζήλος για υπηρεσία και πίστη σε εμένα και το κράτος—αυτή η τιμή ταιριάζει σε ένα τσάρο...»[39]
Ο Πέτρος Α΄ προσπάθησε να αλλάξει τη θέση της γυναίκας στη ρωσική κοινωνία. Με ειδικά διατάγματα (1700, 1702 и 1724) απαγόρευσε τον γάμο με τη βία. Προβλεπόταν επίσης ότι μεταξύ του αρραβώνα και του γάμου πρέπει να παρέλθει περίοδος έξι εβδομάδων «ώστε το ζευγάρι να γνωριστεί». Μάλιστα το διάταγμα όριζε ότι αν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου «ο γαμπρός δε θέλει τη νύφη, ή η νύφη δε θέλει να παντρευτεί το γαμπρό», ακόμα και αν επιμένουν οι γονείς, «θα είναι ελεύθεροι.» Από το 1702 η ίδια η νύφη (και όχι αποκλειστικά οι γονείς) απέκτησε επίσημα το δικαίωμα να λύνει τον αρραβώνα ή να σπάει μια συμφωνία γάμου και ουδεμία από τις πλευρές δεν είχε δικαίωμα «να διεκδικήσει αποζημίωση» (για τα έξοδα του γάμου). Επιπλέον, οι νομοθετικοί κανονισμοί του 1696-1704 για τους δημόσιους εορτασμούς εισήγαγαν την υποχρεωτική συμμετοχή σε εορτασμούς και γιορτές για όλους τους ρώσους, συμπεριλαμβανομένων αυτών του «γυκαικείου φύλου»[40].
Σταδιακά, ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, κοσμοθεωρίας και αισθητικής διαμορφώθηκε μεταξύ των ευγενών το οποίο ήταν ριζικά διαφορετικό από τις αξίες και την κοσμοθεωρία της πλειοψηφίας των εκπροσώπων των υπόλοιπων τάξεων.
Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
ΕπεξεργασίαΟ Πέτρος A' αναγνώριζε την ανάγκη για εκπαίδευση και συζήτησε αυτό το θέμα, μεταξύ άλλων το 1698—1699 με τον Πατριάρχη Μόσχας Αδριανό. Τα εκκλησιαστικά σχολεία αποτελούσαν σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης εκείνη την εποχή[41]. Στη συνέχεια ο τσάρος έλαβε μια σειρά αποφασιστικών μέτρων.
Στις 14 (25) Ιανουαρίου του 1701 άνοιξε στη Μόσχα η Σχολή Μαθηματικών και Επιστημών Ναυσιπλοΐας. Την περίοδο 1701—1721 στη Μόσχα άνοιξε η Σχολή Πυροβολικού, η Σχόλη Μηχανικών, και η Ιατρική Σχολή, ενώ στην Αγία Πετρούπολη άνοιξε η Σχολή Μηχανικών και η Σχολή Ναυτικού, και οι σχολές των ορυχείων του Ολόνιετς (Олонецкие горные заводы) και των Ουραλίων. Το 1705 άνοιξε το πρώτο γυμνάσιο στη Ρωσία. Με βάση το διάταγμα της 20ης (31ης) Ιανουαρίου 1714, τους στόχους της μαζικής εκπαίδευσης έπρεπε να υπηρετήσουν τα "αριθμητικά σχολεία" (ρωσ. цифирные школы, τσιφίρνιε σκόλι) στις επαρχιακές πόλεις, που σκοπό είχαν να «διδάξουν στα παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων ανάγνωση και γραφή, αριθμούς και γεωμετρία»[42]. Το σχέδιο ήταν να δημιουργηθούν από δυο τέτοια σχολεία σε κάθε περιφέρεια με δωρεάν εκπαίδευση. Το 1721 άνοιξαν Σχολεία Φρουράς (ρωσ. гарнизонные школы, γκαρνιζόνιε σκόλι) για τα παιδιά των στρατιωτών και δημιουργήθηκε ένα δίκτυο θεολογικών σχολών για την εκπαίδευση ιερέων.
Στις 20 (31) Ιανουαρίου του 1724 ο αυτοκράτορας υπέγραψε στη Γερουσία την απόφαση «περί Ακαδημίας» και μετά από δυο μέρες ενέκρινε το πλαίσιο λειτουργίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, του πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης, και του συνδεδεμένου ακαδημαϊκού γυμνασίου[41].
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέτρου Α΄, αρκετές χιλιάδες ρώσοι πήγαν για σπουδές στο εξωτερικό.
Τα διατάγματα του Πέτρου Α΄ εισήγαγαν την υποχρεωτική εκπαίδευση για τους ευγενείς και τους κληρικούς, αλλά παρόμοια μέτρα για τον αστικό πληθυσμό συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους ευγενείς και ακυρώθηκαν. Η προσπάθεια του Πέτρου Α΄ να δημιουργήσει ένα δημοτικό σχολείο για όλες τις κοινωνικές τάξεις απέτυχε (η δημιουργία ενός δικτύου σχολείων σταμάτησε μετά τον θάνατό του· τα περισσότερα από τα "αριθμητικά" σχολεία υπό τους διαδόχους του επαναχρησιμοποιήθηκαν ως σχολεία για τον κλήρο), αλλά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τέθηκαν τα θεμέλια για τη διάδοση της εκπαίδευσης στη Ρωσία.
Ημερολογιακή μεταρρύθμιση
ΕπεξεργασίαΣτη Ρωσία τα έτη μετρώνταν από τη "Δημιουργία του Κόσμου"—το έτος που πίστευαν ότι δημιουργήθηκε ο κόσμος με βάση την Παλαιά Διαθήκη. Το σύστημα αυτό είναι γνωστό και ως Βυζαντική εποχή ή Κωνσταντινοπολίτικη εποχή ή αναφερόταν ως "από τον καιρό του Αδάμ" (ρωσ. "от Адама"). Ο Πέτρος Α΄ άλλαξε αυτή την ημερολογιακή σύμβαση στο έτος γέννησης του Χριστού. Έτσι, το έτος 7208 από τη Δημιουργία του Κόσμου έγινε το 1700 από τη Γέννηση του Χριστού και η Πρωτοχρονιά άρχισε να γιορτάζεται την 1η Ιανουαρίου αντί για την 1η Σεπτεμβρίου. Επιπλέον εισήχθη ομοιόμορφη εφαρμογή του Ιουλιανού ημερολογίου.
Στη Ρωσία, στις 19 και 20 Δεκεμβρίου 7208 από τη Δημιουργία του Κόσμου (1699 από τη γέννηση του Χριστού), υπογράφηκαν τα διατάγματα του Πέτρου Α: Αρ. 1735 "περί της εφεξής καταγραφής της από 1ης ημέρας του έτους 1700 από τη γέννηση του Χριστού, και όχι από τη δημιουργία του κόσμου", και Αρ. 1736 "περί εορτασμού του νέου έτους" τα οποία όριζαν ότι μετά την 31η Δεκεμβρίου 7208 έπεται η 1η Ιανουαρίου του 1700 και θα πρέπει αυτή η ημερομηνία στο εξής να θεωρείται η αρχή του έτους (και όχι η 1η Σεπτεμβρίου)[43].
Έτσι το έτος 7208 από τη Δημιουργία του Κόσμου αποδείχθηκε το συντομότερο για τη Ρωσία, αφού διήρκεσε μόνο τέσσερις μήνες: από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο[44].
Μεταρρύθμιση της ώρας
ΕπεξεργασίαΣτη Ρωσία ο χρόνος χωριζόταν απλά σε μέρα και νύχτα και τα σημεία εκκίνησης του ρολογιού ήταν η ανατολή και η δύση του ηλίου και όχι τα μεσάνυχτα και το μεσημέρι. Η ώρα της ημέρας και της νύχτας μαζί ήταν 24 ώρες, αλλά δεν υπήρχε η έννοια της «ημέρας». Δεδομένου ότι η ώρα της ανατολής και της δύσης του ηλίου άλλαζε κατά τη διάρκεια του έτους, άλλαξε και ο αριθμός των ωρών ημέρας και νύχτας. Η ημέρα στο γεωγραφικό πλάτος της Μόσχας καθόλη τη διάρκεια του έτους διαρκούσε από επτά ώρες τον χειμώνα έως 17 ώρες το καλοκαίρι, και η χρονική διάρκεια της νύχτας άλλαζε ανάλογα (από 17 σε επτά ώρες)[45]. Ο ιστορικός Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Προζορόφσκι (ρωσ. Дмитрий Иванович Прозоровский) αμφισβήτησε ωστόσο την υπόθεση ότι το σημείο αναφοράς των ρολογιών ήταν η ανατολή του ηλίου. Κατά τη γνώμη του του, «η αρχή της ημέρας είτε προηγούνταν της ανατολής του ηλίου, είτε ήταν μετά την ανατολή του ηλίου, το σημείο αναφοράς θα έπρεπε να ήταν το μεσημέρι, το οποίο σε όλους τους ωριαίους υπολογισμούς μπορεί να καθοριστεί με μεγάλη ακρίβεια.»[46]
Η μεταρρύθμιση της ώρας έγινε το 1706. Ο διοικητής, διπλωμάτης και συγγραφέας, Σάξωνας βαρόνος Λουδοβίκος Νικόλαος φον Χάλαρτ (Ludwig Nikolaus von Hallart), ένας από τους αξιοσημείωτους συνεργάτες του τσάρου, σημείωσε στην «Ιστορία της έναρξης του Πολέμου με τη Σουηδία» ότι η Αυτού Μεγαλειότητα, με διάταγμα, «κατήργησε τους ωρολογιακούς κύκλους στους πύργους ώστε οι ώρες να μετρώνται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο από τη 1 έως τις 12, δηλαδή από το μεσημέρι και τα μεσάνυχτα, ενώ πριν από αυτό οι ώρες μετρώνταν από το πρωί έως το βράδυ, και στους κύκλους των ωρών οι υποδιαιρέσεις ήταν από το 1 έως το 17»[45][47] . Ωστόσο στη Ρωσία ακόμη και πριν από τις αρχές του 18ου αιώνα η διδασκαλία της διαίρεσης του χρόνου ήταν και «γερμανιστί» (λεπτά, δευτερόλεπτα, τριτόλεπτα) και στα ρωσικά[48]. Στο ρωσικό σύστημα κάθε ώρα υποδιαιρούνταν σε 5 "κλασματικές ώρες" οι οποίες με τη σειρά τους υποδιαιρούνταν σε 5 "δεύτερες κλασματικές ώρες". Λαμπρός εκπρόσωπος των ρωσικών ρολογιών του 17ου αιώνα με 17-ψήφιο καντράν[49] και υποδιαιρέσεις της μισής "κλασματικής ώρας" (1/10 της ώρας)[50] ήταν το ρολόι του σκωτσέζου μηχανικού και αρχιτέκτονα Christopher Galloway στον Πύργο του Σωτήρα (ρωσ. Спасская башня, σπάσκαγια μπάσνια) στο Κρεμλίνο της Μόσχας.[51]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Μεγάλη Ρωσική εγκλυκλοπαίδεια (Большая российская энциклопедия), От царства к империи (Από τον τσαρισμό στην αυτοκρατορία), Αρχειοθετήθηκε Ιουνίου 2, 2023 στη Wayback Machine του Internet Archive
- ↑ Политика в отношении раскольников России XVIII В. (на основе правовых актов, опубликованных в полном собрании законов Российской империи) – Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη Κιμπερ-Λιένινκα
- ↑ Прохоров, Александр Михайлович (1969–1978). Реформы Петра I (Μεταρρυθμίσεις του Πέτρου Α) (στα Ρωσικά). 30 (3η έκδοση). Μόσχα, Σοβιετική Ένωση: Большая советская энциклопедия (Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια). σελ. -. ISBN 5-85270-324-9.
- ↑ Захаров, Α. Β. (2010). «Консилия министров (Τα κονσίλια των υπουργών), Большая российская энциклопедия (Μεγάλη ρωρική εγκυκλοπαίδεια), τόμος 15» (PDF). σελ. 78. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Φεβρουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2016.
- ↑ Корб И. Г. Дневник путешествия в Московию (1698 и 1699 гг.) / пер. и примеч. А. И. Малеина. — СПб.: Типография А. С. Суворина, 1906. — С. 135. Αρχειοθετήθηκε στο web archive στις 12 Φεβρουαρίου 2023
- ↑ Νεπόμνιασιι (Непомнящий), Νικολάι Νικολάγιεβιτς (Николай Николаевич). 100 Μεγάλοι Θησαυροί της Ρωσίας (στα Ρωσικά). Μόσχα: -. σελ. 53. ISBN 978-5-9533-2698-8.
- ↑ Богословский, Михаил Михайлович (1902). Областная реформа Петра Великого. Провинция 1719—1727 гг. Москва: Университетская типография.
- ↑ Милюков, Павел Николаевич (1984). Государственное хозяйство России в первой половине XVIII столетия и реформы Петра Великого. С.-Петербург: Книгоиздательство М. В. Пирожкова. Исторический отдел № 5.
- ↑ 9,0 9,1 Платонов, Сергей Ф. (1917). Платонов С.Ф. Полный курс лекций по русской истории (Πλήρης κύκλος διαλέξεων ρωσικής ιστορίας). Μόσχα: АСТ. ISBN 5-9713-5956-8.
- ↑ Милов, Л.В.· Воронкова, С.В.· Вдовин, А.И.· Барсенков, А.С. (2006). История России: с древнейших времен до начала XXI века: учебник для вузов. Москва: Московский государственный университет им. Ломоносова. ISBN 5-699-18159-8.
- ↑ Бородина, E.B. (2022). «Судебная реформа Петра Великого в контексте административных преобразования (1717–1727)». Ural Historical Journal (Institute of History and Archaeology of Ural Branch of Russian Academy of Science) 75 (2). doi:. https://elar.urfu.ru/bitstream/10995/118008/1/2-s2.0-85134663188.pdf. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2024.
- ↑ Указ о форме суда. Москва, СПб. 1723.
- ↑ 13,0 13,1 Д. О. Серов. Фискальская служба России: зигзаги исторического пути. Вестник Новосибирского университета. Сер. Право. 2005. T. 1. Вып. 1.
- ↑ 14,0 14,1 Ерошкин Н. П. История государственных учреждений дореволюционной России. М., 1968.
- ↑ Σεντοφ, Β. Π. Η δύση του βασιλείου της Μόσχας, η τσαρική αυλή στα τέλη του 17ου αιώνα (στα Ρωσικά). Αγ. Πετρούπολη: Ντμίτρι Μπουλάνιν (Дмитрий Буланин). σελ. 1-52. ISBN 978-5-86007-564-1.
- ↑ Соловьёв С. М. История России с древнейших времён. Т. 18, гл. 3. Αρχειοθετήθηκε Ιουλίου 10, 2018 στη Wayback Machine του Internet Archive
- ↑ «А. М. Панченко. Начало петровской реформы: идейная подоплёка.». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2009.
- ↑ Σαλαβγιόφ (Соловьёв), Σεργκέι Μιχάιλοβιτς. «Κεφάλαιο 3». Η Ιστορία της Ρωσίας από την αρχαιότητα (История России с древнейших времён) (στα Ρωσικά). 15. Αγία Πετρούπολη: Συναιτερισμός "Δημόσιο Όφελος" (Товарищество «Общественная польза»).
- ↑ Ανισίμοφ (Анисимов), Ευγένιος (1989). Ο καιρός των μεταρρυθμίσεων του Πέτρου (Время петровских реформ). Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη): Λενιζντάτ. σελ. -. ISBN 5-289-00262-6.
- ↑ Кочиева, Мария. «Постой, билет. Как исполнялась «квартирная» повинность петровской эпохи». Санкт-Петербуржские Ведомости (στα Ρωσικά). Ανακτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2024.
- ↑ Павленко, Николай Иванович (1994). Пётр Великий (στα Ρωσικά). Ρωσία: Мысль. ISBN 5-244-00791-2.
- ↑ «Реформы Петра I». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2011.
- ↑ Παβλένκο (Павленко), Νικολάι Ιβάνοβιτς (2010). Ο Πέτρος ο Μέγας (στα Ρωσικά). Ρωσία: Αβάντα+. σελ. 760. ISBN 5-244-00791-2.
- ↑ 24,0 24,1 Μπικόφσκαγια (Быковская), Ν. Ζ. (2005). Γαστρονομικές προτιμήσεις των τρανών (Кулинарные пристрастия великих) (στα Ρωσικά). Μόσχα, Αγία Πετρούπολη: ΑΣΤ (АСТ). σελ. 23-24. ISBN 5-17-029290-2.
- ↑ Каменский, Α. Β. От Петра I до Павла I: реформы в России XVIII века(Από τον Πέτρο Α΄ στον Παύλο Α΄: μεταρρυθμίσεις στη Ρωσία του 18ου αιώνα). Μόσχα: Российский гос. гуманитарный ун-т. ISBN 5-7281-0396-0.
- ↑ «30. Правовое положение населения по реформам Петра I». StudFiles (στα Ρωσικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαΐου 2024. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2024.
- ↑ Ярославцева, Светлана (2008). «Боярская вотчина». Девять веков юга Москвы. Между Филями и Братеевом. издательство АСТ. ISBN 978-5-17-055278-8.
- ↑ Андреевский, Иван Ефимович· Арсеньев, Константин Константинович· Петрушевский, Фёдор Фомич, επιμ. (1907). «Черносошные крестьяне». Энциклопедический словарь. 86. СПб: АО «Ф. А. Брокгауз — И. А. Ефрон».
- ↑ 29,0 29,1 Б. Б. Кафенгауза, επιμ. (1956). Очерки истории СССР. XVIII век (στα Ρωσικά). Москва: Академия наук СССР, институт истории.
- ↑ Ключевский В. (2002). Русская история : Полный курс лекций (Лекция LXIII). Минск: издательство АСТ.
- ↑ 31,0 31,1 Маньков, А. Г. (1962). Развитие крепостного права в России во второй половине XVII века. Ленинград: Акад. наук СССР. Ин-т истории.
- ↑ Де Мадриага, И. (2006). Россия в эпоху Екатерины Великой. Омега. ISBN 5-86793-182-X.
- ↑ Ключевский В. (2002). Русская история : Полный курс лекций (Лекция LXV). Минск: издательство АСТ.
- ↑ Миронов, Борис Николаевич (2000). Социальная история России периода империи (XVIII - начало XX в.) : Генезис личности, демократ. семьи, гражд. о-ва и правового государства. Санкт-Петербург. ISBN 5-86007-185-X.
- ↑ Рохленко Д. Б. Первая русская печатная газета Αρχειοθετήθηκε Απριλίου 30, 2017 στη Wayback Machine του Internet Archive/Наука и жизнь. № 3, 2007.
- ↑ Джеймс Крейкрафт Революция Петра: здания, образы, слова // сборник «Пётр Великий» под редакцией Е. В. Анисимова 2007 г., с. 84.
- ↑ Джеймс Крейкрафт Революция Петра: здания, образы, слова // сборник «Петр Великий» под редакцией Е. В. Анисимова 2007 г., стр. 87
- ↑ Ильина, Τ. Β. (2019). Русское искусство XVIII века + CD : учебник для бакалавриата и магистратуры (Η ρωσική τέχνη στον 18ο αιώνα + CD: βιβλίο για προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα) (στα Ρωσικά). ISBN 978-5-9916-3527-1.
- ↑ М. Быков. Сказ про указ (Ιστορία του διατάγματος) Αρχειοθετήθηκε 2013-06-15 στο Wayback Machine.
- ↑ «Частная жизнь русской женщины: невеста, жена, любовница. (X — начало XIX века)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2011.
- ↑ 41,0 41,1 Сенько П. Н. (1995). Русские церковные деятели–члены Академии Наук. ЛАНС. σελ. 11.
- ↑ «Этот день в истории». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2024.
- ↑ Σπεράνσκι (Сперанский), Μ. Μ. (1830). Πλήρης συλλογή νόμων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Συλλογή Ι. Τόμος III. Περίοδος 1689 - 1699 (στα Ρωσικά). Αγία Πετρούπολη: Τύπος. II Τμήμα της Καγκελαρίας της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας (Тип. II Отделения Собственной Его Императорского Величества Канцелярии). σελ. 680.
- ↑ «Την 1η Ιανουαρίου του 1700 στη Ρωσία εισάγεται το Ιουλιανό ημερολόγιο». Calend.ru. Ανακτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2024.
- ↑ 45,0 45,1 «Повседневная жизнь Петра Великого и его сподвижников (Виктор Петрович Наумов) Страницы 34 и 35 - ЛитВек - Читать онлайн полностью». Электронная библиотека ЛитВек (στα Ρωσικά). Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2022.
- ↑ Прозоровский, Д. И. (1877). О старинном русском счислении часов (Περί της παλαιάς ρωσικής μέτρησης της ώρας) (στα Ρωσικά). Αγία Πετρούπολη: Имп. Акад. наук. σελ. 77.
- ↑ Виктор Петрович Наумов (2010). Повседневная жизнь Петра Великого и его сподвижников (Η καθημερινότητα του Μεγάλου Πέτρου και των συντρόφων του) (στα Ρωσικά). Москва: Молодая гвардия. σελ. 34,35. ISBN 978-5-235-03374-0.
- ↑ Συλλογή χειρόγραφων βιβλίων του Ι. Κ. Αντρόνοφ, Απόθεμα 726. Αρ. 4. "Книга глаголемая арефметика, сиреч цыфирная мудрость счетная". — 1667. — σελ. 44, 46, 52.
- ↑ Мейерберг. Альбомъ Мейерберга. Виды и бытовыя картины Россiи XVII века. Рисунки Дрезденскаго альбома, воспроизведенные съ подлинника въ натуральную величину съ приложенiемъ карты пути цесарскаго посольства 1661-62 гг / Составитель А. С. Суворин. — 1903. — С. 88 Часы на Спаскихъ воротахъ.
- ↑ Аввакумов, Николай Михайлович (1970). Кремленоград, или Виды главнейших святынь Московского Кремля. Графические листы, показан лист с реконструкцией Спасской башни с часами Галовея с нониусом. Москва: Московские учебники. σελ. 14.
- ↑ Икона XVII века Симона Ушакова. «Увеличенный фрагмент иконы «Древо государства московского», где проглядываются по три нониусные звёзды по двум сторонам от солнца-стрелки над циферблатом часов XVII века».