Με το όνομα Μουγιλίδαι, ή Μουγιλίδες, (Mugilidae), φέρεται οικογένεια ψαριών της οποίας κύριος αντιπρόσωπος είναι το γένος Μουγίλος (Mugil), ο γνωστός κέφαλος.

Μουγιλίδαι
Μουγίλος ο κέφαλος (Mugil cephalus)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Τάξη: Μουγιλόμορφα (Mugiliformes)
L. S. Berg, 1940
Οικογένεια: Μουγιλίδες (Mugilidae)
G. Cuvier, 1829
Γένη

Τα ψάρια αυτής της οικογένειας ζουν σε μικρές ομάδες κοντά στις ακτές και συχνά μπαίνουν σε τέλματα της θάλασσας, σε ποταμόκολπους, ακόμη και μέσα σε λιμένες, γύρω από τους προβλήτες. Συχνά πηδούν έξω από το νερό αποφεύγοντας έτσι τα δίχτυα.

Μορφολογικά έχουν μεγάλο και πλατύ κεφάλι με κοντό και αμβλύ ρύγχος που καταλήγει σε χοντρα χείλη. Αντίθετα τα δόντια τους είναι λεπτά. Φέρουν δύο μικρά ραχιαία πτερύγια σε απόσταση το ένα από το άλλο. Το πρώτο φέρει 4 αγκαθωτές ακτίνες ενώ στο δεύτερο φέρει μαλακές. Το σώμα τους είναι ατρακτοειδές, έχει γκρί ασημί χρώμα, χωρίς τη χαρακτηριστική πλαγία γραμμή.

Οι μουγιλίδες τρέφονται κυρίως με φύκια που συνθλίβουν στο στομάχι τους που μοιάζει πολύ με τον μυώδη στόμαχο των πτηνών. Πολλές φορές καταπίνουν τον θαλάσσιο βούρκο που μ΄ ένα όργανο που έχουν στο φάρυγγα το φιλτράρουν κρατώντας μόνο ότι τους είναι φαγώσιμο.

Τα πιο διαδεδομένα είδη της οικογένειας αυτής είναι:

  1. Ο Μουγίλος ο κέφαλος (Mugil cephalus), κοινώς στην ελληνική πανίδα ως κέφαλος ή κεφαλάς, και για το θηλυκό μπάφα, που μπορεί να φθάσει και τα 60 εκατοστόμετρα. Γενικά είναι ψάρι με λεπτή σάρκα που πολλές φορές μετά το βράσιμο αναδίδει μυρωδιά βούρκου.
  2. Ο Μουγίλος ο χρυσόχρους ή μουγίλος ο χρυσίζων (Mugil auratus), κοινώς μυξανάρι, που φέρει κίτρινες κηλίδες στα βραγχιακά επικαλύμματα, και
  3. Ο λαυκίνος, (Mugil capito), κοινώς μαυράκι, που είναι μεγαλύτερος από τον κέφαλο και φέρει στη ράχη και στις πλευρές μαύρες ραβδώσεις.

Ταξινόμηση Επεξεργασία

Οι Μουγιλίδες ανήκουν στην υπόταξη των Μουγιλοειδών.

Πηγές Επεξεργασία

  1. «Agonostomus monticola: Agonostomus. Etymology: from the Greek, a = without, gonias= angle, corner and stoma = mouth». Fishbase (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  2. Possibly named after American marine biologist Frederick Aldrich
  3. «Cestraeus goldiei: Cestraeus. Etymology: from the Greek, kestra = a shark; Greek, kestros = sharpened». Fishbase (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  4. «Κέστρα». Greek Word Study Tool (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  5. «Chaenomugil proboscideus: Chaenomugil. Etymology: from the Greek, chaeno = to yawn and Latin, mugil, -is = grey mullet». Fishbase (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. [νεκρός σύνδεσμος]
  6. «Crenimugil crenilabis: Crenimugil. Etymology: from the Latin, crenulatus = cut, clipped and Latin, mugil = grey mullet». Fishbase (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  7. «Joturus pichardi: Joturus. Etymology: from the the Greek letter iota and Greek, oura = tail». Fishbase (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  8. «Myxus capensis: Myxus. Etymology: from the Greek Myxus: Greek, myxos = mucus». Fishbase (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  9. «μύξος». Greek Word Study Tool (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  10. «Oedalechilus labiosus: Oedalechilus. Etymology: from the oidaleos, -a, -on = swollen and cheilos = lip». Fishbase (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  11. «Sicamugil cascasia: Sicamugil. Etymology: from the Greek, sika, sikya = cucumber and Latin, mugil, -is = grey mullet». Fishbase (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 
  12. «σικύα». Greek Word Study Tool (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2012. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

  •   Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Mugilidae στο Wikimedia Commons