Η μουσελίνα (στα αγγλικά: muslin) είναι πολυτελές, λεπτό και διαφανές ύφασμα από μαλλί, βαμβάκι ή μετάξι. Αρχικά ήταν το όνομα που δόθηκε σε μια κατηγορία υφαντών βαμβακερών υφασμάτων με απλή ύφανση.

Ετυμολογία & Ιστορία Επεξεργασία

Η λέξη «μουσελίνα» προέρχεται από το όνομα της αρχαίας πόλης "Maisolos" ή Μασσαλία, που αντιστοιχεί στη σύγχρονη πόλη Machilipatnam της ομόσπονδης πολιτείας Άντρα Πραντές της Ινδίας με την οποία είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι.[1]Σύμφωνα με άλλες απόψεις η μουσελίνα εισήχθηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη από τους Σταυροφόρους οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με το συγκεκριμένο ύφασμα στη Μέση Ανατολή. Το 1298 ο Μάρκο Πόλο περιέγραψε τη μουσελίνα σε ένα βιβλίο του και παράλληλα έδωσε την πληροφορία πως αυτό το ύφασμα κατασκευαζόταν στη Μοσούλη.[2]

Άλλοι τύποι μουσελίνας Επεξεργασία

  • Ακατέργαστη μουσελίνα (αγγλικά: raw muslin), όρος που χρησιμοποιείται για την αλεύκαντη και άβαφη μουσελίνα.
  • Mule: ανήκει στην οικογένεια της μουσελίνας και πήρε το όνομά της από την Ινδική λέξη «mulmull» που σημαίνει μουσελίνα. Πρόκειται για μαλακό και αέρινο ύφασμα, φτιαγμένο με απλή ύφανση από εξαιρετικής ποιότητας βαμβακερά νήματα. Ο αρχικός τόπος ύφανσής της ήταν η Βεγγάλη στην Ινδία. Κατά τον 17ο αιώνα γίνονταν εξαγωγές στη Μεγάλη Βρετανία για την παρασκευή εξαιρετικής ποιότητας πανωφοριών. Πολλές φορές διακοσμείται με ενυφασμένα σχέδια από χρυσοκλωστή και ασημοκλωστή.

Παραπομπές Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Martin Hardingham, The illustrated dictionary of fabrics, Studio Vista, Νέα Υόρκη 1978.
  • The Anstey Weston Guide to textile terms, Weston Publishing Limited, Αγγλία 1997.