Η μπαρόκ αρχιτεκτονική εμφανίζεται στις αρχές του 17ου αιώνα στην Ιταλία και γρήγορα εξαπλώνεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δανείζεται το αισθητικό λεξιλόγιο της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και το χρησιμοποιεί με έναν πιο θεατρικό τρόπο, πιο ρητορικό και πιο επιδεικτικό, εκφράζοντας τον θρίαμβο της απολυταρχικής εξουσίας και της εκκλησίας. Νέες αρχιτεκτονικές αντιλήψεις για το χρώμα, το φως και τη σκιά χαρακτηρίζουν το μπαρόκ. Σε γενικές γραμμές η μπαρόκ αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από την άφθονη και υπερβολική χρήση των υλικών, παιχνιδιών σκιάς και φωτός, καθώς και χρώματος.[1]

Ο κύριος βωμός στην εκκλησία του Wies
Ο θρόνος του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό

Πρόδρομοι του μπαρόκ

Επεξεργασία

Το μπαρόκ συχνά ταυτίζεται με την Αντιμεταρρύθμιση, αν και υιοθετήθηκε επίσης και από την ελίτ των προτεσταντικών χωρών της Βόρειας Ευρώπης και των σλαβικών ορθόδοξων χωρών. Ωστόσο είναι γενικώς αποδεδειγμένο και αποδεκτό πως η μπαρόκ αρχιτεκτονική γεννήθηκε στη Ρώμη, και πως η γέννησή της είναι συνεπακόλουθη της γέννησης της Αδελφότητας του Ιησού, η οποία ιδρύθηκε με απώτερο στόχο να ενισχύσει την χαμένη επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας και να εκχριστιανίσει το Νέο Κόσμο.[2]

Το τελευταίο δημιούργημα του Μιχαήλ Άγγελου, η βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό μπορεί να θεωρηθεί ως προάγγελος του μπαρόκ στην αρχιτεκτονική με τις κολοσσιαίες διαστάσεις της.

Χαρακτηριστικά

Επεξεργασία

Οι τοιχογραφίες στις οροφές φέρουν ένα άγγιγμα χρώματος. Πολύ συχνά αυτές "ανοίγουν" κατά κάποιο τρόπο τον χώρο, φέροντας ως σχέδιο τον ουρανό, και δίνοντας την εντύπωση ελευθερίας, απεραντοσύνης και μεγαλείου.[3]

Η χρήση φωτός και σκιάς καθώς και των παιχνιδιών του φωτός με τη σκιά γίνεται πλέον το κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων. Τα παράθυρα και τα ανοίγματα μεγαλώνουν, αφήνοντας το φως να χυθεί άπλετα μέσα στους χώρους, δημιουργώντας εκρηκτικές αντιθέσεις με τα σκούρα σημεία των εσωτερικών χώρων.

Θεατρικότητα

Επεξεργασία

Το σχέδιο των πρώτων εκκλησιών μπαρόκ παραμένει "σοφό" και διατηρεί το σχήμα της κλασσικής βασιλικής. Αυτό που κάνει τις εκκλησίες "μπαρόκ" είναι το γεγονός πως η πρόσοψη τους αντιμετωπίζεται ως ένα προσκήνιο αρχαίου θεάτρου, με κίονες, κόγχες και κοιλώματα γεμάτα γλυπτά κτλ.

Ποτέ πριν -και πολύ σπάνια μετά- δεν είχαν κατασκευαστεί βωμοί εκκλησιών όπως ακριβώς μία θεατρική σκηνή, περιστοιχισμένη από κίονες, αγγέλους και αγίους, οι οποίοι είναι σαν σε θεατρική παράσταση. Βιβλικές σκηνές πάνω σε ένα κρεμασμένο πανί στην πίσω σκηνή, ο εκάστοτε προστάτης-άγιος της εκκλησίας σμιλευμένος στο προσκήνιο: τα πάντα θυμίζουν έντονα θεατρική σκηνή.[4]

Ουρμπανισμός

Επεξεργασία

Το μπαρόκ καινοτομεί πραγματικά στην ιδέα της πόλης. Η ιταλική Αναγέννηση είχε αρχίσει ήδη να επανεξετάζει τον ουρμπανισμό, την αστυφιλία δηλαδή, αλλά όλα αυτά στα στενά περιθώρια της μεσαιωνικής πόλης. Τον Μεσαίωνα οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν σε μικρά χωριά, στο ύπαιθρο, ενώ οι πόλεις ήταν λίγες και μικρές. Μόλις με τη δύση των μεσαιωνικών χρόνων η πόλη αποκτά περισσότερη σημασία και δύναμη. Το μπαρόκ αντιθέτως, ανοίγει την πόλη. Οραματίζεται την πόλη ως κέντρο όλων των εξουσιών. Όπως όλη η φύση του μπαρόκ, τα πάντα άρχισαν στη Ρώμη.

 
Βερσαλλίες, πρότυπο της μπαρόκ πόλης

Περιοχικές παραλλαγές

Επεξεργασία

Το μπαρόκ εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, πρώτα στη Ρώμη, και αργότερα και στην υπόλοιπη Ιταλία. Πρωτοπόρος του ιταλικού μπαρόκ θεωρείται ο Κάρλο Μαντέρνο (Carlo Maderno) με την église Sainte-Suzanne, κατασκευασμένη μεταξύ 1585 και 1603. Ο δυναμικός ρυθμός των κιόνων, η κεντρική και περίπλοκη πρόσοψη, τα αγάλματα που είναι τοποθετημένα στις κόγχες και τις εσοχές θυμίζοντας έντονα αρχαίο θέατρο, όλα αυτά συνηγορούν στην πρώτη εμφάνιση του μπαρόκ.

Το πιο πετυχημένο παράδειγμα είναι η τραπεζοειδής προσέγγιση προς τη βασιλική του Αγίου Πέτρου που προσφέρει η πλατεία του Αγίου Πέτρου, σχεδιασμένη από τον Μπερνίνι. Θεωρείται το αριστούργημα της μπαρόκ θεατρικότητας. Δύο κιονοστοιχίες δίνουν το σχήμα της τεράστιας πλατείας, εκτεινόμενες από τη βασιλική ως τους δύο βραχίονες που βρίσκονται στην άκrη της πλατείας, υποδεχόμενες τα πλήθη. Το ελλειπτικό σχήμα είναι τυπικό του μπαρόκ.[5]

 
Η κάτοψη του ναού Σαντ' Ίβο Αλλά Σαπιέντζα στη Ρώμη.
 
Ο ναός Σαντ' Ιβο Αλλά Σαπιέντζα με την αυλή με τις κιονοστοιχίες.

Mία εξέχουσα προσωπικότητα του ιταλικού μπαρόκ είναι επίσης ο Φραντσέσκο Μπορομίνι, ο οποίος αποτελεί και εξαίρεση από τον κανόνα[6]. Η αρχιτεκτονική του προβάλλει νεωτερισμούς, ιδιόμορφες κατασκευές και νέες τάσεις σε σχέση με τις συνηθέστερες πρακτικές της εποχής του οι οποίες είχαν αφετηρία μία ανθρωπομορφική αρχιτεκτονική βασισμένη στον σχεδιασμό σύμφωνα με συγκεκριμένες αναλογίες (με συνηθέστερη μονάδα μέτρου τη διάμετρο της κολώνας). Από τα πιό χαρακτηριστικά έργα του στη Ρώμη, αποτελεί ο ναός Σαν Κάρλο Αλλέ Κουάτρο Φοντάνε και ο ναός Σαντ΄ 'Ιβο Αλλά Σαπιέντζα, ο οποίος ξεκίνησε μόλις πραγματοποιήθηκε ο πρώτος και ήταν και το αριστούργημά του.[7]

Η εκκλησία του Σαντ' Ίβο Αλλά Σαπιέντζα έπρεπε να ανεγερθεί στην ανατολική άκρη της στενόμακρης αυλής με κιoνοστοιχίες του Τζάκομο ντέλλα Πόρτα. Σαν κάτοψη ο Μπορομίνι χρησιμοποιεί την γεωμετρία του ισόπλευρου τριγώνου, όπου μετασχηματίζεται στις ακμές και τις πλευρές του με κύρτα και κοίλα τμήματα ώστε να σχηματίσει τελικά δύο εξάγωνα όμοια με εκείνα του άστρου του Δαβίδ. Ο τρούλος του ναού χωρίζεται σε τομείς : Τη βάση με το τύμπανο του τρούλου εξαγωνικό , πολύ συμπαγές, ακολουθεί μία πυραμίδα κλιμακωτή που διαχωρίζεται από επιστεγείς αντηρίδες που ρόλος τους είναι να μεταφέρουν το φορτίο στο ενισχυμένο τύμπανο. Μετά ακολουθεί η στέψη της πυραμίδας με τύμπανο που εναλλάσσει κυρτά και κοίλα τμήματα και τέλος η κατάληξη της σύνθεσης με μία σπειροειδής απόληξη, μονολιθική και με πλαστικότητα, η οποία δεν συνάδει με κανένα στοιχείο είτε εσωτερικό, είτε εξωτερικό του ναού. Η περιστροφική εξέλιξή της φαίνεται να απελευθερώνει προς τα πάνω μία συγκεντρωμένη ενέργεια θυμίζοντας έντονα τον σπειροειδή μιναρέ του τζαμιού της Σαμάρα.[8]

 
Το ανάκτορο Βω-λε-Βικόντ

Οι Γάλλοι ονομάζουν "κλασική" την αρχιτεκτονική του αιώνα του Λουδοβίκου ΙΔ΄, δηλαδή του 17ου αιώνα, και απορρίπτουν την ονομασία "μπαρόκ". Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ ενός "λογικού" κλασικισμού α λα φρανσαίζ και ενός "υπερβολικού" μπαρόκ σε ιταλικό στυλ οφείλεται στην γενική θέληση που επικρατούσε στη Γαλλία τον 17ο αιώνα να αντικατασταθεί η Ρώμη με το Παρίσι ως κέντρο της ευρωπαϊκής πνευματικής και πολιτιστικής ζωής. Και πράγματι, είναι οι Βερσαλλίες και η αυλή του βασιλιά-ήλιου που παίρνουν τη θέση της Ρώμης ως κοιτίδα πολιτισμού και πρότυπο προς μίμηση για την υπόλοιπη Ευρώπη.

Η οριστική ρήξη έρχεται το 1665 όταν ο Λουδοβίκος απορρίπτει τα σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Μπερνίνι για τις κιονοστοιχίες του Λούβρου: ο πιο διάσημος και ο πιο περιζήτητος αρχιτέκτονας της Ευρώπης εκείνη την εποχή απορρίπτεται από τη γαλλική βασιλική αυλή. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η αρχιτεκτονική κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και του διαδόχου του Λουδοβίκου ΙΕ΄ δεν περιλαμβάνει τίποτε το μπαρόκ. Αντιθέτως, το γούστο για την μεγαλοπρέπεια, την προοπτική και την πολυτελή διακόσμηση φανερώνει αρκετά την επίδραση του μπαρόκ και στη Γαλλία. Μάλιστα πολλοί ιστορικοί της τέχνης θεωρούν πως η αρχιτεκτονική της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου στη Γαλλία ήταν αποκλειστικά και μόνο μπαρόκ.[9]

Παραπομπές

Επεξεργασία