Νικόλαος Λύτρας

Έλληνας ζωγράφος
(Ανακατεύθυνση από Νίκος Λύτρας)

Ο Νικόλαος ή Νίκος[1] Λύτρας (Αθήνα, Μάιος 1883 - Δεκέμβριος 1927) ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος των αρχών του 20ού αιώνα.

Νικόλαος Λύτρας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση2  Μαΐου 1883
Αθήνα
Θάνατος1  Δεκεμβρίου 1927
Αθήνα
Αιτία θανάτουφυματίωση
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Γερμανικά
ΣπουδέςΑνωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταζωγράφος
ΕργοδότηςΑνωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜαρία Χορς-Λύτρα (1919–1927)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας από το 1902 έως το 1906, με δάσκαλους τον πατέρα του Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου από το 1907 έως το 1912, με δάσκαλο τον Λούντβιχ φον Λοφτς.[2]

Εικάζεται ότι στο Μόναχο, ο νεαρός Νικόλαος Λύτρας γνώρισε τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τις δημιουργίες της περίφημης ομάδας «Γαλάζιος Καβαλάρης».[2] Πιο ανοιχτός στα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, ο Νικόλαος Λύτρας έγινε τελικά ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον ρομαντικό ρεαλισμό του 19ου αιώνα και τη μοντέρνα τέχνη του 20ού αιώνα, ειδικά τον εξπρεσιονισμό. Στα έργα του, που συνήθως είναι προσωπογραφίες, τοπία και νεκρές φύσεις, άρχισε να χρησιμοποιεί πλατιές ελεύθερες πινελιές, παχύρρευστο χρώμα και χειρονομιακή γραφή ξεφεύγοντας σημαντικά από τον τότε καθιερωμένο ακαδημαϊσμό της «Σχολής του Μονάχου». Η τεχνοτροπία του δεν άργησε να προκαλέσει το τότε συντηρητικό φιλότεχνο κοινό της Αθήνας.[3]

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων πολέμησε ως έφεδρος αξιωματικός και παρασημοφορήθηκε για τη δράση του. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, συμμετείχε στις εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών τα έτη 1915, 1916, 1917, 1920 και 1926, ενώ το 1919 εξέθεσε από κοινού με τον γλύπτη Γρηγόριο Ζευγώλη.[2]

Τον Αύγουστο του 1917, μαζί με τον Κωνσταντίνο Παρθένη, τον Περικλή Βυζάντιο, τον Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη και τον Λυκούργο Κογεβίνα, δημιούργησε την «Ομάδα Τέχνη», με στόχο την απαλλαγή από τον ζυγό της ακαδημαϊκής (γερμανικής) ζωγραφικής. Με την ίδια καλλιτεχνική ομάδα συνεργάσθηκαν επίσης ο Κωνσταντίνος Μαλέας, ο Οδυσσέας Φωκάς και ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος. Η «Ομάδα Τέχνη» είχε την υποστήριξη του Κόμματος Φιλελευθέρων, του ίδιου του Ελευθερίου Βενιζέλου και τη θερμή θεωρητική στήριξη του Ζαχαρία Παπαντωνίου.[4] Οι εκθέσεις της Ομάδας το 1917, το 1918 και το 1928 έφεραν την αύρα της γαλλικής ζωγραφικής στον ελλαδικό χώρο.

Το 1923, ο Νίκος Λύτρας ήταν συνυποψήφιος με τον Κωνσταντίνο Παρθένη για την έδρα ζωγραφικής της Σχολής Καλών Τεχνών. Τελικά την έδρα την κέρδισε ο Λύτρας, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ότι, μιας και ήταν γιος του Νικηφόρου Λύτρα, εκπροσωπούσε την ξεπερασμένη Σχολή του Μονάχου.[4] Εντούτοις σύγχρονοι τεχνοκριτικοί θεωρούν ότι ο Νικόλαος Λύτρας όχι μόνο δεν εξέφραζε τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό του 19ου αιώνα, αλλά ήταν πιο μοντέρνος και από τον συνυποψήφιό του Παρθένη.

Στα λίγα χρόνια που δίδαξε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, κατάφερε να αλλάξει τη δομή και τον ρόλο των εργαστηρίων, που αποτελούσαν πλέον αυτοτελείς εκπαιδευτικές μονάδες με υπεύθυνο έναν καλλιτέχνη-καθηγητή. Κυρίως όμως, πρόλαβε να εισαγάγει στη σχολή τα νέα ρεύματα, καθώς και μια νέα οπτική της τέχνης και της διδασκαλίας της.[4]

Γενικότερα, ο Νικόλαος Λύτρας, με την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του σε σχέση με το χρώμα, εισήγαγε στην Ελλάδα τον εξπρεσιονισμό. Τα φωτεινά τοπία και οι προσωπογραφίες του με τις αδρές πινελιές, έργα για τα οποία δέχτηκε σκληρή πολεμική από τους υποστηρικτές της ρεαλιστικής σχολής, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα έργα αντίστοιχων Ευρωπαίων εξπρεσιονιστών. Άλλοι πάλι βρίσκουν πως το έργο του στέκεται πιο κοντά στο μεταϊμπρεσιονιστικό έργο του Πωλ Σεζάν.[2] Δυστυχώς για τον ζωγράφο, πέθανε νέος από φυματίωση και η αναγνώριση του πρωτοποριακού του έργου άργησε να έλθει. Σήμερα όμως θεωρείται ένας από τους κύριους ανανεωτές της ελληνικής ζωγραφικής και ιδίως της προσωπογραφίας.[5]

Μετά τον θάνατό του, διοργανώθηκαν αναδρομικές εκθέσεις του έργου του στο Ζάππειο το 1929, στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1936 και στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας το 2008.[2]



Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Για πολλά χρόνια, ο ζωγράφος ήταν γνωστός στο ευρύτερο κοινό ως «Νικόλαος Λύτρας». Ωστόσο το 2008, η τεχνοκριτικός Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα πρότεινε το όνομα του ζωγράφου να αναφέρεται στο εξής ως «Νίκος Λύτρας», υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος υπέγραφε με αυτό το όνομα τα πρώιμα έργα του, αλλά και ότι υπήρξε ένας μοντέρνος ζωγράφος και συνεπώς το μικρό όνομα «Νίκος» τού ταιριάζει καλύτερα (βλ. Αυγ. Ζενάκος, «Με το φως του Νίκου Λύτρα», εφημ. Το Βήμα, 23 Μαρτίου 2008). (ανακτήθηκε 18 Μαρτίου 2021)
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Αυγουστίνος Ζενάκος, «Με το φως του Νίκου Λύτρα»[νεκρός σύνδεσμος], εφημ. Το Βήμα, 23 Μαρτίου 2008. (ανακτήθηκε 18 Μαρτίου 2021)
  3. Βασιλική Τζεβελέκου, «Αι αντιπαθητικαί τεχνοτροπίαι ενός πρωτοπόρου...», εφημ. Ελεύθερος Τύπος, 18 Μαρτίου 2008.
  4. 4,0 4,1 4,2 Τατιάνα Ρόκου, «Νίκος Λύτρας, ο ζωγράφος του βλέμματος»[νεκρός σύνδεσμος], εφημ. Ναυτεμπορική, 28 Μαρτίου 2008.
  5. Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρία· Καρακούρτη-Ορφανοπούλου, Λαμπρινή, επιμ. (2020). Η ανθρώπινη μορφή στην ελληνική ζωγραφική, 20ός αιώνας. Αθήνα: Ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη. σ. 21. ISBN 978-618-5201-10-4.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Κούρια, Αφροδίτη (2008). Νίκος Λύτρας: χτίζοντας με το χρώμα και το φως. Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. ISBN 978-960-201-191-1.