Για άλλες χρήσεις, δείτε: Μοίρα.

Η μοίρα είναι όρος που χρησιμοποιείται στη νομική ορολογία και σημαίνει μερίδιο[1]. Κατά το Αστικό Δίκαιο οι κατιόντες (παιδιά) του κληρονομημένου (θανόντος), καθώς και ο επιζών σύζυγος έχουν δικαίωμα νομίμου μοίρας στην κληρονομιά. Αν δεν υπάρχουν παιδιά στη θέση τους υπεισέρχονται οι ανιόντες (γονείς) του κληρονομουμένου. Αυτό σημαίνει ότι η μισή περιουσία του κληρονομουμένου πηγαίνει υποχρεωτικά σε αυτούς και ακόμα και με διαθήκη δεν μπορεί ο κληρονομούμενος να τη διαθέσει αλλού. Συνεπώς η "νόμιμη μοίρα" αποτελεί την εκ κληρονομικής περιουσίας μερίδα την οποία δικαιούται να απαιτήσει ο κατιών, ο σύζυγος ή ο ανιών του κληρονομημένου που από τη στιγμή που απαιτούν καλούνται νόμιμοι μεριδούχοι ή "αναγκαίοι κληρονόμοι" ακόμη και παρά τη θέληση του κληρονομημένου. Εξαίρεση υπάρχει αν ο κληρονομούμενος έχει αποκληρώσει κάποιον από τους αναγκαίους κληρονόμους για τους λόγους που περιοριστικά αναφέρει ο νόμος (ασωτία, επιβουλή της ζωής του κλπ.). Η ρύθμιση αυτή περί νόμιμης μοίρας αποτελεί εξαίρεση στην κατά τα άλλα κατοχυρούμενη στο νόμο ελευθερία του διατιθέναι, στην ελευθερία δηλαδή του κληρονομουμένου να διαθέσει την περιουσία του όπως θέλει μετά θάνατον και αποσκοπεί στην προστασία της οικογένειας. Κατά το άρθρο 1825 Α.Κ. η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας.

Σύμφωνα με το άρθρο 1827 του Α.Κ.[2] αν στο μεριδούχο, έχει καταληφθεί λιγότερο από την νόμιμη μοίρα, το δικαίωμα του υπάρχει για το μέρος που λείπει.

Ως βάση στον υπολογισμό λαμβάνεται η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομημένου, αφαιρουμένων χρεών, δαπανών κηδείας και απογραφής κληρονομιάς.

Αναλυτικά περί του ποσοστού διάθεσης, σειράς διαδοχής και άλλων σχετικών παρέχονται σε σχετικά άρθρα του Αστικού Κώδικα.

παραπομπές Επεξεργασία

  1. μοίρα στο Λεξικό κοινής νεοελληνικής του ΙΝΣ ΑΠΘ
  2. Άρθρο 1827 του Αστικού Κώδικα