Οριακή (μεταιχμιακή) διαταραχή προσωπικότητας

μια παρατεταμένη διατάραξη της λειτουργίας της προσωπικότητας ενός ατόμου που χαρακτηρίζεται σε βάθος και στην αστάθεια της διάθεσης

Η οριακή (μεταιχμιακή) διαταραχή προσωπικότητας – ΜΔΠ (αγγλικά: borderline personality disorder – BPD‎‎) είναι μια παρατεταμένη διατάραξη της λειτουργίας της προσωπικότητας ενός ατόμου. Χαρακτηρίζεται από μακροπρόθεσμο μοτίβο σημαντικής αστάθειας στις διαπροσωπικές σχέσεις, μια διαστρεβλωμένη αίσθηση του εαυτού και έντονες συναισθηματικές αποκρίσεις.[9][16][17] Τα άτομα που διαγιγνώσκονται με ΜΔΠ συχνά εκδηλώνουν αυτοτραυματικές συμπεριφορές και εμπλέκονται σε επικίνδυνες δραστηριότητες, κυρίως λόγω δυσκολίας ελέγχου των συναισθηματικών καταστάσεων.[18][19][20] Συμπτώματα όπως αποσύνδεση (αίσθημα απομάκρυνσης από την πραγματικότητα), διάχυτη αίσθηση κενού και έντονος φόβος εγκατάλειψης είναι διαδεδομένα μεταξύ των προσβεβλημένων.[16] Η εμφάνιση συμπτωμάτων ΜΔΠ μπορεί να πυροδοτηθεί από γεγονότα που οι άλλοι μπορεί να αντιλαμβάνονται ως φυσιολογικά,[16] με τη διαταραχή να εκδηλώνεται τυπικά στην πρώιμη ενήλικη ζωή και να επιμένει σε διαφορετικά πλαίσια.[9] Η ΜΔΠ είναι συχνά συννοσηρή με διαταραχές χρήσης ουσιών,[21] καταθλιπτικές διαταραχές και διατροφικές διαταραχές.[16] Η ΜΔΠ σχετίζεται με σημαντικό κίνδυνο αυτοκτονίας[9][16] - μελέτες υπολόγισαν ότι έως και 10 τοις εκατό των ατόμων με ΜΔΠ πεθαίνουν από αυτοκτονία.[22][23] Παρά τη σοβαρότητά της, η ΜΔΠ αντιμετωπίζει σημαντικό στιγματισμό τόσο στις απεικονίσεις των μέσων όσο και στον ψυχιατρικό τομέα, που ενδεχομένως οδηγεί σε υποδιάγνωση και ανεπαρκή θεραπεία.[24][25]

Οριακή (μεταιχμιακή) διαταραχή προσωπικότητας
Idealization (Εξιδανίκευση) του Έντβαρτ Μουνκ (1903), ο οποίος εικάζεται ότι είχε οριακή διαταραχή προσωπικότητας[1][2]
Συνώνυμα
 
  • Συναισθηματικά ασταθής διαταραχή προσωπικότητας – παρορμητικός ή οριακός τύπος[3]
  • Διαταραχή συναισθηματικής έντασης[4]
  • Υστερία[5]
  • Υστερική προσωπικότητα – Υστεροειδής[6]
  • Αρνητική συναισθηματικότητα/νευρωτισμός[7]
ΕιδικότηταΨυχιατρική, κλινική ψυχολογία
ΣυμπτώματαΑσταθείς σχέσεις, διαστρεβλωμένη αυτοεικόνα και έντονα συναισθήματα, παρορμητισμός, επαναλαμβανόμενη αυτοκτονική και αυτοτραυματική συμπεριφορά, φόβος εγκατάλειψης, χρόνια αισθήματα κενού, ακατάλληλος θυμός, αποσύνδεση[8][9]
ΕπιπλοκέςΑυτοκτονία, αυτοτραυματισμός[8]
Συνήθης έναρξηΠρώιμη ενήλικη ζωή[9]
ΔιάρκειαΜακροπρόθεσμη[8]
ΑίτιαΓενετικά, νευροβιολογικά, ψυχοκοινωνικά[10]
Διαγνωστική μέθοδοςΜε βάση τα αναφερόμενα συμπτώματα[8]
ΘεραπείαΘεραπεία συμπεριφοράς[8]
ΠρόγνωσηΒελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου,[9] ύφεση εμφανίζεται στο 45% των ασθενών σε ένα ευρύ φάσμα περιόδων παρακολούθησης[11][12][13][14][15]
Νοσηρότητα5.9% (δια βίου επικράτηση)[8]
Ταξινόμηση
ICD-10F60.3
ICD-9301.83
MedlinePlus000935
eMedicinearticle/913575
MeSHD001883

Τα αίτια της ΜΔΠ είναι ασαφή και πολύπλοκα, γεγονός που εμπλέκει γενετικές, νευρολογικές και ψυχοκοινωνικές καταστάσεις στην ανάπτυξή της.[8][26] Είναι εμφανής μια γενετική προδιάθεση, με τη διαταραχή να είναι σημαντικά πιο συχνή σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό ΜΔΠ, ιδιαίτερα σε άμεσους συγγενείς.[8] Έχουν προταθεί ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, και ιδιαίτερα οι δυσμενείς εμπειρίες παιδικής ηλικίας.[27][28] Το αμερικανικό Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM) ταξινομεί την ΜΔΠ στη δραματική ομάδα (Cluster B) των διαταραχών προσωπικότητας.[9] Υπάρχει κίνδυνος λανθασμένης διάγνωσης, με την ΜΔΠ να συγχέεται συχνότερα με διαταραχή της διάθεσης, διαταραχή χρήσης ουσιών ή άλλες διαταραχές ψυχικής υγείας.[9]

Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις για την ΜΔΠ περιλαμβάνουν κυρίως ψυχοθεραπεία, με τη διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία (ΔΣΘ) και τη θεραπεία σχημάτων τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους.[8][25] Αν και η φαρμακοθεραπεία δεν μπορεί να θεραπεύσει την ΜΔΠ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την άμβλυνση των συσχετιζόμενων συμπτωμάτων,[8] με άτυπα αντιψυχωσικά και αντικαταθλιπτικά εκλεκτικού αναστολέα επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI) που συνήθως συνταγογραφούνται, αν και η αποτελεσματικότητά τους είναι ασαφής.

Το όνομα της διαταραχής, ιδιαίτερα η καταλληλότητα του όρου οριακή, είναι αντικείμενο συνεχούς συζήτησης. Αρχικά, ο όρος αντικατόπτριζε ιστορικές ιδέες της οριακής παραφροσύνης και αργότερα περιέγραφε ασθενείς στο μεταίχμιο μεταξύ νεύρωσης και ψύχωσης. Αυτές οι ερμηνείες θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες και κλινικά ανακριβείς.[8][29]

Συμπτώματα

Επεξεργασία
 
Ένα από τα συμπτώματα της ΜΔΠ είναι ο έντονος φόβος συναισθηματικής εγκατάλειψης.

Η οριακή διαταραχή προσωπικότητας, όπως περιγράφεται στο DSM-5, εκδηλώνεται μέσω εννέα διακριτών συμπτωμάτων, με τη διάγνωση να απαιτεί να πληρούνται τουλάχιστον πέντε από τα ακόλουθα κριτήρια:[30]

  1. Μανιώδεις προσπάθειες αποφυγής πραγματικής ή φανταστικής συναισθηματικής εγκατάλειψης.
  2. Ασταθείς και χαοτικές διαπροσωπικές σχέσεις, που συχνά χαρακτηρίζονται από ένα μοτίβο εναλλαγής μεταξύ των ακραίων εξιδανίκευσης και υποτίμησης, γνωστό και ως «διάσχιση».[31]
  3. Αξιοσημείωτα διαταραγμένη αίσθηση ταυτότητας και διαστρεβλωμένη εικόνα του εαυτού.[8]
  4. Παρορμητικές ή απερίσκεπτες συμπεριφορές, συμπεριλαμβανομένων των ανεξέλεγκτων δαπανών, των μη ασφαλών σεξουαλικών πρακτικών, της διαταραχής χρήσης ουσιών, της απερίσκεπτης οδήγησης και της υπερφαγίας.
  5. Επαναλαμβανόμενος αυτοκτονικός ιδεασμός ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν αυτοτραυματισμό.
  6. Ταχέως μεταβαλλόμενη έντονη συναισθηματική δυσρύθμιση.
  7. Χρόνια αισθήματα κενού.
  8. Ακατάλληλος, έντονος θυμός που μπορεί να είναι δύσκολο να ελεγχθεί.
  9. Παροδικός παρανοϊκός ιδεασμός που σχετίζεται με το άγχος ή σοβαρά διασχιστικά συμπτώματα.

Τα διακριτικά χαρακτηριστικά της ΜΔΠ περιλαμβάνουν ένα μοτίβο αστάθειας στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην εικόνα του εαυτού κάποιου, με συχνή ταλάντωση μεταξύ ακραίων εξιδανίκευσης και υποτίμησης των άλλων, παράλληλα με κυμαινόμενες διαθέσεις και δυσκολία ρύθμισης έντονων συναισθηματικών αντιδράσεων. Οι επικίνδυνες ή παρορμητικές συμπεριφορές συνδέονται συνήθως με την ΜΔΠ.

Πρόσθετα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν αβεβαιότητα σχετικά με την ταυτότητα, τις αξίες, τα ήθη και τις πεποιθήσεις κάποιου, παρανοϊκές σκέψεις υπό στρες, επεισόδια αποπροσωποποίησης, και, σε μέτριες έως σοβαρές περιπτώσεις, ρήξεις με την πραγματικότητα που προκαλούνται από άγχος ή επεισόδια ψύχωσης. Είναι επίσης σύνηθες για άτομα με ΜΔΠ να έχουν συννοσηρικές καταστάσεις όπως καταθλιπτικές ή διπολικές διαταραχές, διαταραχές χρήσης ουσιών, διατροφικές διαταραχές, διαταραχή μετατραυματικού στρες και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).[32]

Διάθεση και συναίσθημα

Επεξεργασία

Τα άτομα με ΜΔΠ παρουσιάζουν συναισθηματική απορρύθμιση. Η συναισθηματική απορρύθμιση χαρακτηρίζεται από αδυναμία ευέλικτης ανταπόκρισης και διαχείρισης συναισθηματικών καταστάσεων, με αποτέλεσμα έντονες και παρατεταμένες συναισθηματικές αντιδράσεις που αποκλίνουν από τους κοινωνικούς κανόνες, δεδομένης της φύσης των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων που συναντώνται. Τέτοιες αντιδράσεις όχι μόνο αποκλίνουν από τα αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα αλλά και ξεπερνούν ό,τι άτυπα θεωρείται κατάλληλο ή ανάλογο με τα ερεθίσματα που αντιμετωπίζονται.[33][34][35][36]

Ένα βασικό χαρακτηριστικό της ΜΔΠ είναι η συναισθηματική αστάθεια, η οποία εκδηλώνεται ως γρήγορες και συχνές αλλαγές στη διάθεση υψηλής έντασης επηρεασμού και ταχεία έναρξη των συναισθημάτων, που προκαλούνται από περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Η επιστροφή σε μια σταθερή συναισθηματική κατάσταση καθυστερεί σημαντικά, επιδεινώνοντας την πρόκληση της επίτευξης συναισθηματικής ισορροπίας. Αυτή η αστάθεια εντείνεται περαιτέρω από μια οξεία ευαισθησία σε ψυχοκοινωνικά σημάδια, οδηγώντας σε σημαντικές προκλήσεις στην αποτελεσματική διαχείριση των συναισθημάτων.[37][38][39]

Ως το πρώτο σκέλος της συναισθηματικής απορρύθμισης, τα άτομα με ΜΔΠ αποδεικνύεται ότι έχουν αυξημένη συναισθηματική ευαισθησία, ειδικά σε καταστάσεις αρνητικής διάθεσης όπως ο φόβος, ο θυμός, η στενοχώρια, η απόρριψη, η κριτική, η απόμονωση και η αντιληπτή αποτυχία.[36][40] Αυτή η αυξημένη ευαισθησία οδηγεί σε έντονη απόκριση σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα, συμπεριλαμβανομένων των συναισθημάτων των άλλων ανθρώπων.[36] Μελέτες έχουν εντοπίσει μια προκατάληψη αρνητικότητας σε άτομα με ΜΔΠ, δείχνοντας μια προδιάθεση προς την αναγνώριση και την πιο έντονη αντίδραση σε αρνητικά συναισθήματα σε άλλους, μαζί με μια προκατάληψη προσοχής προς την επεξεργασία ερεθισμάτων με αρνητικό σθένος.[36] Χωρίς αποτελεσματικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης, τα άτομα μπορεί να καταφύγουν σε αυτοτραυματισμό ή αυτοκτονικές συμπεριφορές για να διαχειριστούν ή να ξεφύγουν από αυτά τα έντονα αρνητικά συναισθήματα.[41][36] Ενώ έχουν επίγνωση της υπερβολικής φύσης των συναισθηματικών τους απαντήσεων, τα άτομα με ΜΔΠ αντιμετωπίζουν προκλήσεις στη ρύθμιση αυτών των συναισθημάτων. Για να μετριαστεί η περαιτέρω δυσφορία, μπορεί να υπάρξει μια ασυνείδητη καταστολή της συναισθηματικής επίγνωσης, η οποία παραδόξως εμποδίζει την αναγνώριση καταστάσεων που απαιτούν παρέμβαση.[38]

Το δεύτερο σκέλος της συναισθηματικής απορρύθμισης στην ΜΔΠ είναι τα υψηλά επίπεδα αρνητικής συναισθηματικότητας, που πηγάζουν άμεσα από τη συναισθηματική ευαισθησία του ατόμου στα αρνητικά συναισθήματα.[25] Αυτή η αρνητική συναισθηματικότητα προκαλεί συναισθηματικές αντιδράσεις που αποκλίνουν από τα κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα, με τρόπους δυσανάλογους προς τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα που παρουσιάζονται.[36] Εκείνοι με BPD είναι σχετικά ανίκανοι να ανεχθούν την αγωνία που συναντάται στην καθημερινή ζωή και είναι επιρρεπείς να συμμετάσχουν σε δυσπροσαρμοστικές στρατηγικές για να προσπαθήσουν να μειώσουν την αγωνία που βιώνουν. Οι μη προσαρμοστικές στρατηγικές αντιμετώπισης περιλαμβάνουν κλωθογύρισμα, καταστολή της σκέψης, βιωματική αποφυγή, συναισθηματική απομόνωση, καθώς και παρορμητικές και αυτοτραυματιστικές συμπεριφορές.[36]

Η Αμερικανίδα ψυχολόγος Μάρσα Λίνεχαν τονίζει ότι ενώ η ευαισθησία, η ένταση και η διάρκεια των συναισθηματικών εμπειριών σε άτομα με ΜΔΠ μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, όπως εξαιρετικό ενθουσιασμό, ιδεαλισμό και ικανότητα για χαρά και αγάπη, τα προδιαθέτει επίσης να κατακλύζονται από αρνητικά συναισθήματα.[38][42] Αυτό περιλαμβάνει την εμπειρία βαθιάς θλίψης αντί για απλή θλίψη, έντονης ντροπής αντί ήπιας αμηχανίας, οργής αντί ενόχλησης και πανικού αντί νευρικότητας.[42] Η έρευνα δείχνει ότι τα άτομα με ΜΔΠ υποφέρουν χρόνιο και σημαντικό συναισθηματικό πόνο.[32]

Η συναισθηματική απορρύθμιση είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ΜΔΠ, ωστόσο οι Fitzpatrick et al. (2022) προτείνουν ότι μια τέτοια απορρύθμιση μπορεί επίσης να παρατηρηθεί σε άλλες διαταραχές, όπως η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή. Ωστόσο, τα ευρήματά τους υποδηλώνουν ότι τα άτομα με ΜΔΠ δυσκολεύονται ιδιαίτερα με την απεμπλοκή από τα αρνητικά συναισθήματα και την επίτευξη συναισθηματικής ισορροπίας.[43]

Ευφορία, ή παροδική έντονη χαρά, μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα με ΜΔΠ, αλλά πλήττονται πιο συχνά από δυσφορία (μια βαθιά κατάσταση ανησυχίας ή δυσαρέσκειας), κατάθλιψη και διάχυτη δυσφορία. Οι Zanarini et al. εντόπισαν τέσσερις τύπους δυσφορίας που χαρακτηρίζουν την ΜΔΠ: έντονες συναισθηματικές καταστάσεις, καταστροφικότητα ή αυτοκαταστροφικότητα, συναισθήματα κατακερματισμού ή απώλειας ταυτότητας και αντιλήψεις θυματοποίησης.[44] Η διάγνωση της ΜΔΠ συνδέεται στενά με τα συναισθήματα προδοσίας, την έλλειψη ελέγχου και τον αυτοτραυματισμό.[44]

Επιπλέον, η συναισθηματική αστάθεια, που υποδεικνύει μεταβλητότητα ή διακυμάνσεις στις συναισθηματικές καταστάσεις, είναι συχνή μεταξύ των ατόμων με ΜΔΠ. Αν και η συναισθηματική αστάθεια μπορεί να συνεπάγεται γρήγορες εναλλαγές μεταξύ κατάθλιψης και αγαλλίασης, οι εναλλαγές της διάθεσης στην ΜΔΠ είναι συχνότερα μεταξύ θυμού και άγχους ή κατάθλιψης και άγχους.[45]

Διαπροσωπικές σχέσεις

Επεξεργασία

Οι διαπροσωπικές σχέσεις επηρεάζονται σημαντικά σε άτομα με ΜΔΠ, που χαρακτηρίζονται από αυξημένη ευαισθησία στη συμπεριφορά και τις ενέργειες των άλλων. Τα άτομα με ΜΔΠ μπορεί να έχουν μεγάλη συνείδηση ​​και να είναι ευαίσθητα στην αντιληπτή ή πραγματική μεταχείρισή τους από άλλους. Τα άτομα μπορεί να βιώσουν βαθιά ευτυχία και ευγνωμοσύνη για την αντιληπτή καλοσύνη, αλλά να αισθάνονται έντονη λύπη ή θυμό[46] για την αντιληπτή κριτική ή βλάβη.[47] Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της ΜΔΠ είναι η τάση για εξιδανίκευση και στη συνέχεια υποτίμηση των άλλων, με ταλάντωση μεταξύ ακραίου θαυμασμού και βαθιάς δυσπιστίας ή αντιπάθειας.[48] Αυτό το μοτίβο, γνωστό ως splitting (διάσχιση), μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη δυναμική των διαπροσωπικών σχέσεων.[49][50] Εκτός από αυτή την εξωτερική «διάσχιση», οι ασθενείς με ΜΔΠ έχουν συνήθως εσωτερική διάσχιση, δηλαδή αμφιταλαντεύονται μεταξύ του να θεωρούν τον εαυτό τους καλό άτομο που έχει υποστεί κακομεταχείριση (στην περίπτωση αυτή κυριαρχεί ο θυμός) και κακό άτομο του οποίου η ζωή δεν έχει αξία (στην περίπτωση αυτή αυτοκαταστροφική ή ακόμη και αυτοκτονική συμπεριφορά μπορεί να εμφανιστεί). Αυτή η διάσχιση είναι επίσης εμφανής στη διχοτομική, «ασπρόμαυρη» σκέψη.[51]

Παρά την έντονη επιθυμία για οικειότητα, τα άτομα με ΜΔΠ μπορεί να επιδεικνύουν ανασφαλείς, αποτρεπτικούς, αμφίθυμους ή φοβισμένους τύπους προσκόλλησης στις σχέσεις, περιπλέκοντας τις αλληλεπιδράσεις και τις σχέσεις τους με τους άλλους.[52] Τα μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των γονέων ενηλίκων με BPD, μπορεί να βρεθούν σε έναν κύκλο υπερβολικής εμπλοκής στη ζωή του ατόμου κατά καιρούς και, άλλες φορές, σημαντικής αποστασιοποίησης,[53] συμβάλλοντας σε μια αίσθηση αποξένωσης εντός της οικογενειακής μονάδας.[51]

Οι διαταραχές προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένης της ΜΔΠ, σχετίζονται με αυξημένη συχνότητα χρόνιου στρες και συγκρούσεων, μειωμένη ικανοποίηση στις ρομαντικές σχέσεις, ενδοοικογενειακή κακοποίηση και ακούσιες εγκυμοσύνες.[54] Η έρευνα δείχνει μεταβλητότητα στα πρότυπα σχέσεων μεταξύ ατόμων με ΜΔΠ. Ένα μέρος αυτών των ατόμων μπορεί να μεταβεί γρήγορα μεταξύ των σχέσεων, ένα μοτίβο που περιγράφεται μεταφορικά ως «σαν πεταλούδα», που χαρακτηρίζεται από φευγαλέες και παροδικές αλληλεπιδράσεις και «φτερουγίσματα» μέσα και έξω από τις σχέσεις.[55] Αντίθετα, μια υποομάδα, που αναφέρεται ως «προσκολλημένη», τείνει να δημιουργεί λιγότερες αλλά πιο έντονες και εξαρτημένες σχέσεις. Αυτές οι συνδέσεις συχνά σχηματίζονται γρήγορα και εξελίσσονται σε βαθιά αλληλένδετους και ταραχώδεις δεσμούς,[55] υποδεικνύοντας μια πιο έντονη εξάρτηση από αυτούς τους διαπροσωπικούς δεσμούς σε σύγκριση με αυτούς χωρίς ΜΔΠ.[56]

Τα άτομα με ΜΔΠ εκφράζουν υψηλότερα επίπεδα ζήλιας προς τους συντρόφους τους σε ρομαντικές σχέσεις.[57][58][59][60][61][62]

Συμπεριφορά

Επεξεργασία

Τα πρότυπα συμπεριφοράς που σχετίζονται με την ΜΔΠ συχνά περιλαμβάνουν παρορμητικές ενέργειες, οι οποίες μπορεί να εκδηλωθούν ως διαταραχές χρήσης ουσιών, υπερφαγία, σεξουαλικές εμπειρίες χωρίς προστασία και αυτοτραυματισμό.[63] Αυτές οι συμπεριφορές είναι μια απάντηση στην έντονη συναισθηματική δυσφορία που βιώνουν τα άτομα με ΜΔΠ, χρησιμεύοντας ως άμεση αλλά προσωρινή ανακούφιση του συναισθηματικού τους πόνου.[63] Ωστόσο, τέτοιες ενέργειες συνήθως οδηγούν σε αισθήματα ντροπής και ενοχής, συμβάλλοντας σε έναν φαύλο κύκλο.[63] Αυτός ο κύκλος συνήθως ξεκινά με συναισθηματική δυσφορία, ακολουθούμενη από παρορμητική συμπεριφορά που στοχεύει στον μετριασμό αυτής της δυσφορίας, πράγμα που οδηγεί σε ντροπή και ενοχές, που με τη σειρά τους επιδεινώνουν τον συναισθηματικό πόνο.[63] Αυτή η κλιμάκωση του συναισθηματικού πόνου εντείνει στη συνέχεια τον καταναγκασμό προς την παρορμητική συμπεριφορά ως μορφή ανακούφισης. Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι παρορμητικές αντιδράσεις μπορούν να γίνουν ένας αυτόματος μηχανισμός αντιμετώπισης του συναισθηματικού πόνου.[63]

Αυτοτραυματισμός και αυτοκτονία

Επεξεργασία

Ο αυτοτραυματισμός και οι αυτοκτονικές συμπεριφορές αποτελούν βασικά διαγνωστικά κριτήρια για την ΜΔΠ όπως περιγράφεται στο DSM-5.[9] Μεταξύ 50% και 80% των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με ΜΔΠ αυτοτραυματίζονται, με την κοπή να είναι η πιο κοινή μέθοδος.[64] Άλλες μέθοδοι, όπως μώλωπες, κάψιμο, χτυπήματα στο κεφάλι ή δάγκωμα, είναι επίσης διαδεδομένες.[64] Υπάρχει η υπόθεση ότι τα άτομα με ΜΔΠ μπορεί να βιώνουν μια αίσθηση συναισθηματικής ανακούφισης μετά από πράξεις αυτοτραυματισμού.[65]

Οι εκτιμήσεις του κινδύνου θανάτου από αυτοκτονία κατά τη διάρκεια της ζωής μεταξύ των ατόμων με ΜΔΠ κυμαίνονται μεταξύ 3% και 10%, που ποικίλλει ανάλογα με τη μέθοδο έρευνας.[66][51][67] Υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ανδρών που αυτοκτονούν μπορεί να έχουν αδιάγνωστη ΜΔΠ.[68]

Τα κίνητρα πίσω από τον αυτοτραυματισμό και τις απόπειρες αυτοκτονίας μεταξύ των ατόμων με ΜΔΠ διαφέρουν.[41] Σχεδόν το 70% των ατόμων με ΜΔΠ αυτοτραυματίζονται χωρίς την πρόθεση να βάλουν τέλος στη ζωή τους. Τα κίνητρα για αυτοτραυματισμό περιλαμβάνουν την έκφραση θυμού, την αυτοτιμωρία, την πρόκληση φυσιολογικών συναισθημάτων ή συναισθημάτων κανονικότητας ως απάντηση σε διασχιστικά επεισόδια και απόσπαση της προσοχής από συναισθηματική δυσφορία ή δύσκολες καταστάσεις.[41] Αντίθετα, οι πραγματικές απόπειρες αυτοκτονίας από άτομα με ΜΔΠ συχνά υποκινούνται από την ιδέα ότι η ζωή των άλλων θα είναι καλύτερη χωρίς αυτά.[41]

Αίσθηση εαυτού και αυτοαντίληψη

Επεξεργασία

Τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με ΜΔΠ συχνά αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στη διατήρηση μιας σταθερής αυτο-αντίληψης.[69] Αυτή η αστάθεια εκδηλώνεται ως αβεβαιότητα σε προσωπικές αξίες, πεποιθήσεις, προτιμήσεις και ενδιαφέροντα.[70] Μπορεί επίσης να εκφράσουν σύγχυση σχετικά με τις φιλοδοξίες και τους στόχους τους όσον αφορά τις σχέσεις και τις επαγγελματικές τους διαδρομές. Αυτή η απροσδιοριστία οδηγεί σε αισθήματα κενού και βαθιά αίσθηση αποπροσανατολισμού σχετικά με τη δική τους ταυτότητα.[70] Επιπλέον, η αντίληψή τους για τον εαυτό τους μπορεί να αυξομειωθεί δραματικά σε σύντομες περιόδους, ταλαντευόμενη μεταξύ θετικών και αρνητικών αξιολογήσεων. Κατά συνέπεια, τα άτομα με ΜΔΠ μπορεί να υιοθετήσουν την αίσθηση την αυτοεικόνα τους με βάση το περιβάλλον τους ή τα άτομα με τα οποία αλληλεπιδρούν, με αποτέλεσμα μια προσαρμογή ταυτότητας σαν χαμαιλέοντας.[71]

Αποσύνδεση και γνωστικές προκλήσεις

Επεξεργασία

Οι αυξημένες συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνουν τα άτομα με ΜΔΠ μπορεί να εμποδίσουν την ικανότητά τους να συγκεντρωθούν και να λειτουργήσουν γνωστικά.[70] Επιπλέον, τα άτομα με ΜΔΠ μπορεί συχνά να αποσυνδέονται, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως μια ήπια έως σοβαρή αποσύνδεση από σωματικές και συναισθηματικές εμπειρίες.[72] Οι παρατηρητές μπορεί να παρατηρήσουν σημάδια αποσύνδεσης σε άτομα με ΜΔΠ μέσω μειωμένης εκφραστικότητας στο πρόσωπο ή τη φωνή τους, ή μια προφανή αναισθησία σε συναισθηματικές ενδείξεις ή ερεθίσματα.[72]

Η αποσύνδεση συνήθως προκύπτει ως απόκριση σε οδυνηρά περιστατικά ή υπενθυμίσεις παρελθοντικού τραύματος, ενεργώντας ως ψυχολογικός αμυντικός μηχανισμός αποσπώντας την προσοχή από τον τρέχοντα στρεσογόνο παράγοντα ή αποκλείοντάς τον εντελώς. Αυτή η διαδικασία πιστεύεται ότι προστατεύει το άτομο από τα αναμενόμενα συντριπτικά αρνητικά συναισθήματα και τις ανεπιθύμητες παρορμήσεις που μπορεί να προκαλέσει η τρέχουσα συναισθηματική κατάσταση και έχει τις ρίζες του στην αποφυγή έντονου συναισθηματικού πόνου που βασίζεται σε προηγούμενες εμπειρίες. Αν και αυτός ο μηχανισμός μπορεί να προσφέρει προσωρινή συναισθηματική ανάπαυλα, μπορεί να προωθήσει ανθυγιεινές στρατηγικές αντιμετώπισης και ακούσια θαμπά θετικά συναισθήματα, εμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση του ατόμου σε κρίσιμες συναισθηματικές ιδέες. Αυτές οι γνώσεις είναι απαραίτητες για την τεκμηριωμένη, υγιή λήψη αποφάσεων στην καθημερινή ζωή.[72]

Ψυχωτικά συμπτώματα

Επεξεργασία

Η ΜΔΠ χαρακτηρίζεται κυρίως ως διαταραχή που περιλαμβάνει συναισθηματική απορρύθμιση, ωστόσο ψυχωτικά συμπτώματα εμφανίζονται συχνά σε άτομα με ΜΔΠ, με περίπου 20-50% των ασθενών να τα αναφέρουν.[73] Αυτές οι εκδηλώσεις έχουν ιστορικά χαρακτηριστεί ως «ψευδοψυχωσικές» ή «ψυχωτικές», υπονοώντας μια διαφοροποίηση από τα συμπτώματα που παρατηρούνται στις πρωτογενείς ψυχωσικές διαταραχές. Μελέτες που διεξήχθησαν τη δεκαετία του 2010 υποδεικνύουν μια στενότερη ομοιότητα μεταξύ των ψυχωτικών συμπτωμάτων στην ΜΔΠ και εκείνων σε αναγνωρισμένες ψυχωσικές διαταραχές από ό,τι είχε προηγουμένως κατανοηθεί.[73][74] Η διάκριση της ψευδοψύχωσης έχει αντιμετωπίσει κριτική για την αδύναμη κατασκευαστική εγκυρότητά της και τη δυνατότητα να μειώσει την αντιληπτή σοβαρότητα αυτών των συμπτωμάτων, εμποδίζοντας ενδεχομένως την ακριβή διάγνωση και την αποτελεσματική θεραπεία. Κατά συνέπεια, υπάρχουν προτάσεις από ορισμένους στην ερευνητική κοινότητα για να κατηγοριοποιηθούν αυτά τα συμπτώματα ως γνήσια ψύχωση, υποστηρίζοντας την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ ψευδοψύχωσης και αληθινής ψύχωσης.[73][75]

Το DSM-5 προσδιορίζει την παροδική παράνοια, που επιδεινώνεται από το στρες, ως σύμπτωμα της ΜΔΠ.[9] Η έρευνα έχει εντοπίσει την παρουσία τόσο παραισθήσεων όσο και παραληρημάτων σε άτομα με ΜΔΠ που δεν διαθέτουν εναλλακτική διάγνωση που θα εξηγούσε καλύτερα αυτά τα συμπτώματα.[74] Επιπλέον, η φαινομενολογική ανάλυση δείχνει ότι οι ακουστικές λεκτικές παραισθήσεις σε ασθενείς με ΜΔΠ δεν διακρίνονται από αυτές που παρατηρούνται στη σχιζοφρένεια.[74][75] Αυτό έχει οδηγήσει σε προτάσεις για μια πιθανή κοινή αιτιολογική βάση για παραισθήσεις στην ΜΔΠ και άλλες διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων των ψυχωσικών και συναισθηματικών διαταραχών.[74]

Αναπηρία και απασχόληση

Επεξεργασία

Τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με ΜΔΠ συχνά διαθέτουν την ικανότητα να εργάζονται, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζουν θέσεις που ευθυγραμμίζονται με το σύνολο των δεξιοτήτων τους και η σοβαρότητα της κατάστασής τους παραμένει διαχειρίσιμη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ΜΔΠ μπορεί να αναγνωριστεί ως αναπηρία στο χώρο εργασίας, ιδιαίτερα εάν η σοβαρότητα της κατάστασης έχει ως αποτέλεσμα συμπεριφορές που υπονομεύουν τις σχέσεις, εμπλέκονται σε επικίνδυνες δραστηριότητες ή εκδηλώνονται ως έντονο θυμό, αναστέλλοντας έτσι την ικανότητα του ατόμου να εκτελεί αποτελεσματικά τον εργασιακό του ρόλο.[76]

Αιτιολογία

Επεξεργασία

Η αιτιολογία της ΜΔΠ είναι πολύπλευρη, χωρίς συναίνεση για μια μοναδική αιτία.[77] Η ΜΔΠ μπορεί να έχει σχέση με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD).[78] Ενώ το παιδικό τραύμα είναι ένας αναγνωρισμένος παράγοντας που συμβάλλει, οι ρόλοι των συγγενών ανωμαλιών του εγκεφάλου, της γενετικής, της νευροβιολογίας και των μη τραυματικών περιβαλλοντικών παραγόντων παραμένουν θέματα συνεχιζόμενης έρευνας.[77][79]

Γενετικοί παράγοντες

Επεξεργασία

Σε σύγκριση με άλλες σημαντικές ψυχιατρικές παθήσεις, η εξερεύνηση των γενετικών υποστρωμάτων στην ΜΔΠ παραμένει νέα.[80] Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η κληρονομικότητα της ΜΔΠ κυμαίνεται από 37% έως 69%,[81] υποδεικνύοντας ότι οι ανθρώπινες γενετικές παραλλαγές ευθύνονται για ένα σημαντικό μέρος του κινδύνου για ΜΔΠ στον πληθυσμό. Οι μελέτες διδύμων, οι οποίες συχνά αποτελούν τη βάση αυτών των εκτιμήσεων, μπορεί να υπερεκτιμούν την αντιληπτή επίδραση της γενετικής λόγω του κοινού περιβάλλοντος των διδύμων, δυνητικά παραμορφώνοντας τα αποτελέσματα.[82]

Παρά αυτές τις μεθοδολογικές εκτιμήσεις, ορισμένες μελέτες προτείνουν ότι οι διαταραχές προσωπικότητας διαμορφώνονται σημαντικά από τη γενετική, περισσότερο από πολλές διαταραχές του Άξονα Ι, όπως η κατάθλιψη και οι διατροφικές διαταραχές, και ξεπερνούν ακόμη και τη γενετική επίδραση σε γενικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας.[83] Συγκεκριμένα, η ΜΔΠ κατατάσσεται ως η τρίτη πιο κληρονομική μεταξύ των δέκα διαταραχών προσωπικότητας που ερευνήθηκαν.[83]

Έρευνα που περιελάμβανε μελέτες δίδυμων και αδερφών έχει δείξει ένα γενετικό συστατικό σε χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ΜΔΠ, όπως η παρορμητική επιθετικότητα, με τη γενετική συμβολή στη συμπεριφορά από γονίδια που σχετίζονται με τη σεροτονίνη να φαίνεται μέτρια.[84]

Μια μελέτη που διεξήχθη από τους Trull et al. στις Κάτω Χώρες, στην οποία συμμετείχαν 711 ζεύγη αδελφών και 561 γονείς, είχε ως στόχο να εντοπίσει γενετικούς δείκτες που σχετίζονται με τη ΜΔΠ.[85] Αυτή η έρευνα εντόπισε μια σύνδεση με γενετικούς δείκτες στο χρωμόσωμα 9 ως σχετικούς με τα χαρακτηριστικά της ΜΔΠ,[85] υπογραμμίζοντας μια σημαντική γενετική συμβολή στη μεταβλητότητα που παρατηρείται στα χαρακτηριστικά της ΜΔΠ.[85] Προηγούμενα ευρήματα από αυτή την ομάδα έδειξαν ότι το 42% της μεταβλητότητας των χαρακτηριστικών της ΜΔΠ θα μπορούσε να αποδοθεί στη γενετική, ενώ το υπόλοιπο 58% οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.[85]

Μεταξύ συγκεκριμένων γενετικών παραλλαγών που εξετάζονταν μέχρι το 2012, ο πολυμορφισμός DRD4 7-repeat (του υποδοχέα D4 της ντοπαμίνης) που βρίσκεται στο χρωμόσωμα 11 έχει συνδεθεί με αποδιοργανωμένη προσκόλληση και σε συνδυασμό με τον γονότυπο 10/10-repeat του μεταφορέα ντοπαμίνης (DAT), έχει συνδεθεί με προβλήματα με τον ανασταλτικό έλεγχο, τα οποία είναι και τα δύο χαρακτηριστικά της ΜΔΠ.[86] Επιπλέον, διερευνώνται πιθανές συνδέσεις με το χρωμόσωμα 5, υπογραμμίζοντας περαιτέρω το σύνθετο γενετικό τοπίο που επηρεάζει την ανάπτυξη και την εκδήλωση της ΜΔΠ.[87]

Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες

Επεξεργασία

Δυσμενείς παιδικές εμπειρίες

Επεξεργασία

Εμπειρικές μελέτες έχουν τεκμηριώσει μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ δυσμενών εμπειριών της παιδικής ηλικίας, όπως η παιδική κακοποίηση, ιδιαίτερα η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, και εμφάνισης της ΜΔΠ αργότερα στη ζωή.[88][89][90] Οι αναφορές ατόμων που έχουν διαγνωστεί με ΜΔΠ συχνά περιλαμβάνουν αφηγήσεις εκτεταμένης κακοποίησης και παραμέλησης κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, αν και η αιτιώδης συνάφεια παραμένει αντικείμενο συνεχιζόμενης έρευνας.[91] Τα άτομα αυτά είναι σημαντικά πιο επιρρεπή στο να αφηγούνται εμπειρίες λεκτικής, συναισθηματικής, σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης από τους φροντιστές τους,[92] παράλληλα με μια αξιοσημείωτη συχνότητα αιμομιξίας και απώλειας φροντιστών στην πρώιμη παιδική ηλικία.[93]

Επιπλέον, υπάρχουν συνεχείς μαρτυρίες ότι οι φροντιστές ακυρώνουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις των ατόμων, παραμελούν τη σωματική φροντίδα, δεν παρέχουν την απαραίτητη προστασία και επιδεικνύουν συναισθηματική απόσυρση και ασυνέπεια.[93] Συγκεκριμένα, τα θηλυκά άτομα με ΜΔΠ που αναφέρουν παρελθούσα παραμέληση ή κακοποίηση από τους φροντιστές έχουν αυξημένη πιθανότητα να αντιμετωπίσουν σεξουαλική κακοποίηση από άτομα εκτός του στενού οικογενειακού τους κύκλου.[93]

Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο διαρκής αντίκτυπος της χρόνιας κακομεταχείρισης και οι δυσκολίες στο σχηματισμό ασφαλών δεσμών κατά την παιδική ηλικία ενδεχομένως συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ΜΔΠ.[94]

Ακυρωτικό περιβάλλον

Επεξεργασία

Η βιοκοινωνική αναπτυξιακή θεωρία της Μάρσα Λίνεχαν υποστηρίζει ότι η ΜΔΠ προκύπτει από την αλληλεπίδραση μεταξύ της έμφυτης συναισθηματικής ευπάθειας ενός παιδιού και ενός περιβάλλοντος που το ακυρώνει. Η συναισθηματική ευπάθεια θεωρείται ότι επηρεάζεται από βιολογικούς και γενετικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την ιδιοσυγκρασία του παιδιού. Οι παραδοσιακές βιοϊατρικές κατασκευές της ΜΔΠ συχνά επικεντρώνονται αποκλειστικά στους βιολογικούς παράγοντες. Αν και οι παράγοντες αυτοί παίζουν σίγουρα ρόλο στην ανάπτυξη της οριακής διαταραχής προσωπικότητας, δεν παρέχουν μια πλήρη εικόνα. Μια βιοκοινωνική προσέγγιση εξετάζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των γενετικών προδιαθέσεων και των περιβαλλοντικών στρεσογόνων παραγόντων, όπως το παιδικό τραύμα, το ακυρωτικό περιβάλλον και οι κοινωνικές σχέσεις στη διαμόρφωση της πορείας της διαταραχής.[95]

Τα περιβάλλοντα απαξίωσης χαρακτηρίζονται από την παραμέληση, τη γελοιοποίηση, την απόρριψη ή την αποθάρρυνση των συναισθημάτων και των αναγκών ενός παιδιού και μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν εμπειρίες τραύματος και κακοποίησης.[95] Η απαξίωση από τους φροντιστές, τους συνομηλίκους ή τα πρόσωπα εξουσίας μπορεί να οδηγήσει τα άτομα με οριακή διαταραχή προσωπικότητας να αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα των συναισθημάτων και των εμπειριών τους. Αυτό μπορεί να επιδεινώσει τη συναισθηματική τους απορρύθμιση και να συμβάλει σε έναν κύκλο ακύρωσης, δυσφορίας και δυσπροσαρμοστικών στρατηγικών αντιμετώπισης. Όταν τα συναισθήματα απορρίπτονται ή επικρίνονται συνεχώς, τα άτομα με ΜΔΠ μπορεί να καταφύγουν σε καταστροφικές συμπεριφορές όπως ο αυτοτραυματισμός, η κατάχρηση ουσιών ή οι παρορμητικές ενέργειες για να αντιμετωπίσουν τη δυσφορία τους, διαιωνίζοντας περαιτέρω το αρνητικό στίγμα που αποδίδεται σε όσους πάσχουν από οριακή διαταραχή προσωπικότητας.

Κλινικές και πολιτιστικές οπτικές

Επεξεργασία

Η ανθρωπολόγος Ρεμπέκα Λέστερ προβάλλει δύο οπτικές για την ΜΔΠ: μια κλινική οπτική όπου η ΜΔΠ είναι μια «δυσλειτουργία της προσωπικότητας»,[96] και μια ακαδημαϊκή οπτική που θεωρεί τη ΜΔΠ «μηχανισμό κοινωνικής ρύθμισης».[96] Η Λέστερ παρέχει την οπτική ότι η ΜΔΠ είναι μια διαταραχή των σχέσεων και της επικοινωνίας- ότι ένα άτομο με ΜΔΠ δεν έχει τις επικοινωνιακές δεξιότητες και γνώσεις για να αλληλεπιδράσει αποτελεσματικά με τους άλλους μέσα στην κοινωνία και τον πολιτισμό του, δεδομένης της εμπειρίας της ζωής του. Η Λέστερ παρέχει τη μεταφορά της δυαδικότητας σωματιδίου-κύματος στην κβαντική φυσική όταν ασχολείται με τη διάκριση μεταξύ της πολιτισμικής και της κλινικής οπτικής της ΜΔΠ. Όπως η δυαδικότητα σωματιδίου-κύματος, όταν κάνει κανείς ερωτήσεις που μοιάζουν με σωματίδια θα πάρει απαντήσεις που μοιάζουν με σωματίδια - και αν κάνει κάποιος ερωτήσεις που μοιάζουν με κύματα θα πάρει απαντήσεις που μοιάζουν με κύματα. Η Λέστερ υποστηρίζει ότι το ίδιο ισχύει και για την ΜΔΠ - αν κάνει κανείς ερωτήσεις με βάση την κουλτούρα σχετικά με την παρουσία της ΜΔΠ θα λάβει απαντήσεις με βάση την κουλτούρα, και αν κάνει ερωτήσεις με βάση την κλινική προσωπικότητα θα ενισχύσει τις οπτικές με βάση την προσωπικότητα. Η Λέστερ υποστηρίζει ότι και οι δύο οπτικές είναι έγκυρες και θα πρέπει να λειτουργούν παράλληλα για να παρέχουν μεγαλύτερη κατανόηση της ΜΔΠ πολιτισμικά και για το άτομο.[96]

Υπό αυτή την οπτική γωνία, η Λέστερ υποστηρίζει ότι η υψηλότερη διάγνωση των γυναικών από ό,τι των ανδρών με ΜΔΠ συμβάλλει στην υποστήριξη των φεμινιστικών ισχυρισμών. Η υψηλότερη διάγνωση ΜΔΠ στις γυναίκες θα ήταν αναμενόμενη σε πολιτισμούς όπου οι γυναίκες θυματοποιούνται. Κατά την άποψη αυτή, η ΜΔΠ θεωρείται πολιτισμικό φαινόμενο. Αυτό είναι κατανοητό όταν οι συμπεριφορές της ΜΔΠ θεωρούνται μαθημένες συμπεριφορές ως συνέπεια της εμπειρίας τους να επιβιώνουν σε περιβάλλοντα που ενισχύουν την αναξιότητα και την απόρριψή τους. Για την Λέστερ, αυτές οι τεχνικές επιβίωσης αποδεικνύουν την «ανθεκτικότητα, την προσαρμογή, τη δημιουργικότητα» των ανθρώπων. Οι συμπεριφορές που σχετίζονται με τη ΜΔΠ είναι επομένως μια εγγενώς ανθρώπινη αντίδραση.[96]

Εγκεφαλικοί και νευροβιολογικοί παράγοντες

Επεξεργασία

Έρευνες που χρησιμοποιούν τεχνικές δομικής νευροαπεικόνισης, όπως η μορφομετρία με βάση το voxel, έχουν αναφέρει διαφοροποιήσεις σε άτομα που έχουν διαγνωστεί με ΜΔΠ σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που έχουν συσχετιστεί με την ψυχοπαθολογία της ΜΔΠ. Συγκεκριμένα, έχουν παρατηρηθεί μειώσεις στον όγκο που περικλείεται στον ιππόκαμπο, στον τροχιομετωπιαίο φλοιό, στον πρόσθιο φλοιό του φλοιού των προσεκβολών και στην αμυγδαλή, μεταξύ άλλων, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για τη συναισθηματική αυτορρύθμιση και τη διαχείριση του στρες.[86]

Εκτός από τη δομική απεικόνιση, ένα υποσύνολο μελετών που χρησιμοποιούν φασματοσκοπία μαγνητικού συντονισμού έχει διερευνήσει το νευρομεταβολικό προφίλ εντός αυτών των προσβεβλημένων περιοχών. Αυτές οι έρευνες έχουν επικεντρωθεί στις συγκεντρώσεις διαφόρων νευρομεταβολιτών, συμπεριλαμβανομένων του Ν-ακετυλασπαρτικού οξέος, της κρεατίνης, ενώσεων που σχετίζονται με το γλουταμικό οξύ και ενώσεων που περιέχουν χολίνη. Οι μελέτες αυτές αποσκοπούν στο να δείξουν τις βιοχημικές μεταβολές που μπορεί να βρίσκονται πίσω από τη συμπτωματολογία που παρατηρείται στη ΜΔΠ, προσφέροντας πληροφορίες για τη νευροβιολογική βάση της ΜΔΠ.[86]

Νευρολογικά μοτίβα

Επεξεργασία

Η έρευνα για τη ΜΔΠ έχει εντοπίσει ότι η τάση για βίωση έντονων αρνητικών συναισθημάτων, ένα χαρακτηριστικό γνωστό ως αρνητική συναισθηματικότητα, αποτελεί ισχυρότερο προγνωστικό παράγοντα των συμπτωμάτων της ΜΔΠ από ό,τι το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία από μόνο του.[97] Αυτή η συσχέτιση, μαζί με τις παρατηρούμενες διαφοροποιήσεις στη δομή του εγκεφάλου και την παρουσία της ΜΔΠ σε άτομα χωρίς ιστορικό τραύματος,[98] διαχωρίζει τη ΜΔΠ από διαταραχές όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες που συχνά συνυπάρχουν. Κατά συνέπεια, οι έρευνες για τη ΜΔΠ περιλαμβάνουν τόσο αναπτυξιακή όσο και τραυματική προέλευση.

Η έρευνα έχει δείξει αλλαγές σε δύο εγκεφαλικά κυκλώματα που εμπλέκονται στη συναισθηματική δυσλειτουργία που χαρακτηρίζει τη ΜΔΠ: πρώτον, κλιμάκωση της δραστηριότητας σε εγκεφαλικά κυκλώματα που σχετίζονται με τη βίωση έντονου συναισθηματικού πόνου και, δεύτερον, μειωμένη ενεργοποίηση σε κυκλώματα που είναι επιφορτισμένα με τη ρύθμιση ή την καταστολή αυτών των έντονων συναισθημάτων. Αυτές οι δυσλειτουργικές ενεργοποιήσεις συμβαίνουν κατά κύριο λόγο στο μεταιχμιακό σύστημα, αν και οι ατομικές διαφορές καθιστούν αναγκαία την περαιτέρω νευροαπεικονιστική έρευνα για τη λεπτομερή διερεύνηση αυτών των μοτίβων.[99]

Σε αντίθεση με προηγούμενα ευρήματα, τα άτομα με ΜΔΠ παρουσιάζουν μειωμένη ενεργοποίηση της αμυγδαλής σε απόκριση σε αυξημένα αρνητικά συναισθηματικά ερεθίσματα σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου. Ο Τζον Κρίσταλ, εκδότης του Biological Psychiatry, σχολίασε αυτά τα ευρήματα, υποδεικνύοντας ότι συμβάλλουν στην κατανόηση της έμφυτης νευρολογικής προδιάθεσης των ατόμων με ΜΔΠ να διάγουν συναισθηματικά ταραχώδη ζωή, η οποία δεν είναι εγγενώς αρνητική ή μη παραγωγική.[99] Αυτή η συναισθηματική αστάθεια συνδέεται σταθερά με ανισότητες σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου, τονίζοντας τα νευροβιολογικά θεμέλια της ΜΔΠ.[100]

Διαμεσολαβητικοί και μετριαστικοί παράγοντες

Επεξεργασία

Εκτελεστική λειτουργία και ευαισθησία στην κοινωνική απόρριψη

Επεξεργασία

Η υψηλή ευαισθησία στην κοινωνική απόρριψη συνδέεται με πιο σοβαρά συμπτώματα της ΜΔΠ, με την εκτελεστική λειτουργία να παίζει διαμεσολαβητικό ρόλο.[101] Η εκτελεστική λειτουργία - που περιλαμβάνει τον προγραμματισμό, τη μνήμη εργασίας, τον έλεγχο της προσοχής και την επίλυση προβλημάτων - συντονίζει τον τρόπο με τον οποίο η ευαισθησία στην απόρριψη επηρεάζει τα συμπτώματα της ΜΔΠ. Μελέτες καταδεικνύουν ότι τα άτομα με χαμηλότερη εκτελεστική λειτουργία παρουσιάζουν ισχυρότερη συσχέτιση μεταξύ της ευαισθησίας στην απόρριψη και των συμπτωμάτων της ΜΔΠ.[101] Αντίθετα, η υψηλότερη εκτελεστική λειτουργία μπορεί να μετριάσει τον αντίκτυπο της ευαισθησίας στην απόρριψη, προσφέροντας ενδεχομένως προστασία έναντι των συμπτωμάτων της ΜΔΠ.[101] Επιπλέον, οι ελλείψεις στη μνήμη εργασίας σχετίζονται με αυξημένη παρορμητικότητα σε άτομα με ΜΔΠ.[102]

Επιδημιολογία

Επεξεργασία

Η ΜΔΠ έχει σημειακή επικράτηση 1,6%[103] και επιπολασμό σε όλη τη ζωή 5,9% του παγκόσμιου πληθυσμού.[104][9][8][105][106] Σε κλινικές συνθήκες, η εμφάνιση ΜΔΠ είναι 6,4% μεταξύ των ασθενών πρωτοβάθμιας περίθαλψης στην πόλη,[107] 9,3% μεταξύ των ψυχιατρικών εξωτερικών ασθενών[108] και περίπου 20% μεταξύ των ψυχιατρικών εσωτερικών ασθενών.[109] Παρά την υψηλή χρήση των πόρων υγειονομικής περίθαλψης από άτομα με ΜΔΠ,[110] μέχρι το ήμισυ μπορεί να παρουσιάσουν σημαντική βελτίωση σε μια περίοδο δέκα ετών με την κατάλληλη θεραπεία.[9]

Όσον αφορά την κατανομή του φύλου, οι γυναίκες διαγιγνώσκονται με ΜΔΠ τρεις φορές πιο συχνά από τους άνδρες σε κλινικά περιβάλλοντα.[9][105] Ωστόσο, η επιδημιολογική έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν δείχνει σημαντική διαφορά φύλου στον επιπολασμό της ΜΔΠ κατά τη διάρκεια της ζωής στον γενικό πληθυσμό.[111][104] Αυτό το εύρημα υποδηλώνει ότι οι γυναίκες με ΜΔΠ μπορεί να είναι πιο διατεθειμένες να αναζητήσουν θεραπεία σε σύγκριση με τους άνδρες. Μελέτες που εξέτασαν ασθενείς με ΜΔΠ δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά παιδικού τραύματος και στα επίπεδα της τρέχουσας ψυχοκοινωνικής λειτουργίας μεταξύ των φύλων.[112] Η σχέση μεταξύ ΜΔΠ και εθνικότητας εξακολουθεί να είναι ασαφής, με ποικίλα ευρήματα να αναφέρονται στις Ηνωμένες Πολιτείες.[105] Ο συνολικός επιπολασμός της ΜΔΠ στον πληθυσμό των φυλακών των ΗΠΑ θεωρείται ότι είναι 17%.[113] Αυτοί οι υψηλοί αριθμοί μπορεί να σχετίζονται με την υψηλή συχνότητα χρήσης ουσιών και διαταραχών χρήσης ουσιών μεταξύ των ατόμων με ΜΔΠ, η οποία υπολογίζεται σε 38%.[113]

Διάγνωση

Επεξεργασία

Η διάγνωση βασίζεται σε μια κλινική εκτίμηση που γίνεται από έναν ειδικό ψυχικής υγείας (mental health professional). Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνει τις προσωπικές εμπειρίες του ασθενούς, καθώς και τις παρατηρήσεις του κλινικού γιατρού. Μπορεί να γίνει πιο αξιόπιστη με τη χρήση ψυχολογικών δοκιμασιών, όπως το TAT (Thematic Apperception Test) ή το τεστ του Rorschach. Συνήθως τα συμπτώματα εμφανίζονται κατά την εφηβεία ή την νεαρή ενήλικη ζωή. Πιθανό είναι το ενδεχόμενο να επιμένουν για κάποια χρόνια, αλλά κατά κύριο λόγο η πλειοψηφία αυτών μειώνεται. Ο ασθενής με οριακή διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από διάχυτη και υπερβολική αστάθεια των συναισθημάτων, της εικόνας του εαυτού και των διαπροσωπικών του σχέσεων, καθώς και από παρορμητικότητα. Έχει την τάση να εμφανίζει μικροψυχωτικά επεισόδια, συχνά με παράνοια ή παροδικά αποσυνδετικά συμπτώματα. Πολλές φορές απαντώνται απειλές, χειρονομίες ή πράξεις αυτοκαταστροφής, αυτοακρωτηριασμοί ή αυτοκτονίες και το άτομο ενδέχεται να εμπλακεί σε κατάχρηση ουσιών, απρόσεκτη οδήγηση ή επεισόδια υπερφαγίας. Μπορεί ακόμη να εκδηλώσει διαταραχές ταχέων οφθαλμικών κινήσεων (REM) τόσο στη λανθάνουσα περίοδο όσο και στη συνέχεια του ύπνου, όπως και παθολογικά αποτελέσματα στη δοκιμασία καταστολής με δεξαμεθαζόνη και στην εξέταση της ορμόνης έκλυσης θυρεοτροπίνης (TRH). Ο οριακός ασθενής σχεδόν πάντα μοιάζει να βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, επιχειρεί έντονες προσπάθειες αποφυγής της πραγματικής ή φαντασιωμένης εγκατάλειψης και διακατέχεται από χρόνια αισθήματα ματαιότητας. Παρατηρείται δiαταραχή της ταυτότητάς του, έντονος θυμός ή δυσκολία ελέγχου του θυμού (π.χ. συχνές εκδηλώσεις οργής και επανειλημμένοι διαπληκτισμοί), και παροδικός, συνδεόμενος με στρες, παρανοειδής ιδεασμός ή βαριά αποσυνδετικά συμπτώματα. Με τη βοήθεια λοιπόν αυτών των διαγνωστικών κριτηρίων του DSM-IV-TR μπορεί να εντοπισθεί η οριακή διαταραχή προσωπικότητας στα άτομα.

Διαφορική διάγνωση

Επεξεργασία

Όσον αφορά την οριακή διαταραχή προσωπικότητας θα πρέπει να γίνει διαφορική διάγνωση από:

  1. Την ψυχωτική διαταραχή, όπου χαρακτηρίζεται από επίμονη απουσία ελέγχου της πραγματικότητας.
  2. Τη διαταραχή της διάθεσης, γιατί συνήθως δεν είναι αντιδραστική. Η διαφορική διάγνωση από την άτυπη καταθλιπτική διαταραχή είναι συχνά δύσκολη και μερικές φορές, μόνο η δοκιμαστική αντικαταθλιπτική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στη διάκριση.
  3. Τη μεταβολή της προσωπικότητας οφειλόμενη σε γενική ιατρική κατάσταση και σε συμπτώματα που αναπτύσσονται σε συνδυασμό με χρόνια χρήση ουσιών (π.χ. διαταραχή σχετιζόμενη με κοκαΐνη μη προσδιοριζόμενη αλλιώς).
  4. Τις διατροφικές διαταραχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η νευρική ανορεξία και η βουλιμία.
  5. Τη σχιζότυπη διαταραχή της προσωπικότητας, όπου τα συναισθηματικά χαρακτηριστικά είναι λιγότερο έντονα.
  6. Την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ελλείμματα της ηθικής συνείδησης και της ικανότητας για σύναψη προσωπικών δεσμών είναι περισσότερο βαθιά.
  7. Την οιστριονική διαταραχή προσωπικότητας, όπου ο αυτοακρωτηριασμός και η αυτοκτονία είναι λιγότερο συνηθισμένα και ο ασθενής έχει περισσότερες διαπροσωπικές σχέσεις.
  8. Τη ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας, όπου ο σχηματισμός της ταυτότητας είναι πιο σταθερός.
  9. Την εξαρτημένη διαταραχή προσωπικότητας· σ' αυτή τη διαταραχή οι δεσμοί είναι σταθεροί.
  10. Την παρανοειδή διαταραχή προσωπικότητας, όπου η καχυποψία του ατόμου είναι περισσότερο ακραία και ασταθής.

Πορεία και πρόγνωση

Επεξεργασία

Η πρόγνωση για την οριακή (μεταιχμιακή) διαταραχή προσωπικότητας ποικίλει. Μπορεί να είναι από εντελώς αρνητική έως μια εξέλιξη με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Βελτίωση ως κάποιο βαθμό μπορεί να παρατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου. Οριακά άτομα με λίγη ή καθόλου θεραπεία και χωρίς απόπειρες αυτοκτονίας τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε περιθωριακή κοινωνική προσαρμογή, ειδικά αν βρουν ένα όχι ιδιαίτερα απαιτητικό επάγγελμα και ένα άτομο (μητέρα, αδελφό, σύζυγο) που να δημιουργήσουν συμβιωτική σχέση. Όσον αφορά την εξέλιξη της διαταραχής παρουσιάζει ποικιλία σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Παρόλα αυτά η πιο συνηθισμένη εξέλιξη είναι αυτή της χρόνιας αστάθειας, που εμφανίζεται στην αρχή της ενήλικης ζωής με επεισόδια έντονης αποσταθεροποίησης σε συναισθηματικό επίπεδο ή υπό τη μορφή ενορμητικής συμπεριφοράς. Με την πάροδο της ηλικίας, όμως, μετά τα τριάντα ή σαράντα, ο κίνδυνος της αυτοκτονίας ελαττώνεται και επέρχεται σταδιακά μια σχετική σταθερότητα στις σχέσεις, στις επαγγελματικές δραστηριότητες και στις γενικότερες κατευθύνσεις στη ζωή.

Θεραπεία

Επεξεργασία

Οι οριακοί ασθενείς μπορεί να εκδηλώσουν «συναισθηματικές κρίσεις», κάτι που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Προτείνονται λοιπόν δύο είδη θεραπείας: α) η ψυχοθεραπεία και β) η φαρμακοθεραπεία.

Ψυχοθεραπεία

Επεξεργασία

Η θεραπεία των ατόμων με οριακή διαταραχή δεν είναι εύκολη και μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πολλές μελέτες οι οποίες εξετάζουν την αποτελεσματικότητά της. Ο πυρήνας της Γνωστικής Θεραπείας είναι η εύρεση και η τροποποίηση των γνωστικών σχημάτων που οδηγεί σε μη αποδεκτές συμπεριφορές. Χρησιμοποιείται η προσέγγιση της Γνωστικής Αναλυτικής Θεραπείας. Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας εξαρτώνται από την πιο προβληματική συμπεριφορά τη δεδομένη στιγμή. Ένας από τους πιο σημαντικούς θεραπευτικούς στόχους είναι η μείωση του ρίσκου για αυτο-ακρωτηριασμό. Αυτό πραγματοποιείται με την εύρεση των σκέψεων και συναισθημάτων που συνοδεύουν ένα επεισόδιο. Το κάθε ένα από αυτά αποτελεί θεραπευτικό στόχο. Όταν υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης αυτοκτονικού επεισοδίου, συγκεκριμένες στρατηγικές, όπως η επίλυση προβλημάτων, χρησιμοποιούνται για τη μείωση του κινδύνου.

Μία ακόμη σημαντική μορφή θεραπείας είναι η Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία, η οποία αποτελείται από συμπεριφορικά στοιχεία. Ο κύριος στόχος και σε αυτή τη θεραπεία είναι η μείωση του αυτο-ακρωτηριασμού και της αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Πραγματοποιείται σε ατομικές και ομαδικές συνεδρίες. Το μοντέλο περιλαμβάνει τέσσερα στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι η αντιμετώπιση των επικίνδυνων παρορμητικών συμπεριφορών, με στόχο την απόκτηση μεγαλύτερου ελέγχου. Το δεύτερο στάδιο εστιάζεται στην ανάπτυξη ικανοτήτων ρύθμισης και ελέγχου της υπερβολικής συναισθηματικότητας. Το τρίτο στάδιο εστιάζεται στην βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων και τέλος, το τέταρτο στάδιο έχει ως στόχο την ενίσχυση της σύνδεσης του ατόμου με τους άλλους, καθώς και της δυνατότητας να είναι ευτυχισμένο. Έχει αποδειχθεί αποτελεσματική μορφή θεραπείας στη μείωση την παρορμητικότητας και αυτοκτονικής συμπεριφοράς.

Φαρμακοθεραπεία

Επεξεργασία

Η φαρμακοθεραπεία μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη στην αντιμετώπιση ορισμένων οξέων συμπτωμάτων που εμφανίζονται περιοδικά, όπως το άγχος και η κατάθλιψη. Τα αντιψυχωτικά είναι χρήσιμα για τον έλεγχο του θυμού, της επιθετικότητας και των βραχέων ψυχωτικών επεισοδίων. Τα αντικαταθλιπτικά είναι σε θέση να βελτιώσουν την καταθλιπτική διάθεση. Οι αναστολείς της μονοαμινο-οξειδάσης (MAOIs) μπορεί να είναι αποτελεσματικοί στη ρύθμιση της παρορμητικής συμπεριφοράς. Επίσης, οι βενζοδιαζεπίνες φαίνεται να είναι χρήσιμες για την αντιμετώπιση του άγχους και της κατάθλιψης, αλλά ορισμένοι ασθενείς εμφανίζουν άρση των αναστολών με αυτά τα φάρμακα. Τα αντισπασμωδικά, όπως η καρβαμαζεπίνη, μπορεί να βελτιώσουν τη συνολική λειτουργικότητα και οι σεροτονινεργικοί παράγοντες, όπως η φλουοξετίνη, έχουν αποδειχτεί επίσης χρήσιμοι.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Aarkrog T (1990). Edvard Munch: The Life of a Person with Borderline Personality as Seen Through His Art [Edvard Munch, et livsløb af en grænsepersonlighed forstået gennem hans billeder]. Danmark: Lundbeck Pharma A/S. ISBN 978-87-983524-1-9. 
  2. «Edvard Munch». The American Imago; A Psychoanalytic Journal for the Arts and Sciences (Johns Hopkins University Press) 37 (4): 413–443. 1980. PMID 7008567. https://www.jstor.org/stable/26303797. Ανακτήθηκε στις 10 August 2021. 
  3. Cloninger RC (2005). «Antisocial Personality Disorder: A Review». Στο: Maj M, Akiskal HS, Mezzich JE, επιμ. Personality disorders. New York City: John Wiley & Sons. σελ. 126. ISBN 978-0-470-09036-7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2020. 
  4. Blom JD (2010). A Dictionary of Hallucinations (1st έκδοση). New York: Springer. σελ. 74. ISBN 978-1-4419-1223-7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2020. 
  5. Bollas C, και άλλοι. (American Psychological Association) (2000). Hysteria (1st έκδοση). Taylor & Francis. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Δεκεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2022. 
  6. «Historical roots of histrionic personality disorder». Frontiers in Psychology 6 (1463): 1463. 25 September 2015. doi:10.3389/fpsyg.2015.01463. PMID 26441812. 
  7. «ICD-11 – ICD-11 for Mortality and Morbidity Statistics». World Health Organization. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2021. 
  8. 8,00 8,01 8,02 8,03 8,04 8,05 8,06 8,07 8,08 8,09 8,10 8,11 8,12 «Borderline Personality Disorder». NIMH. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2016. 
  9. 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 American Psychiatric Association 2013, σελίδες 645, 663–6
  10. Caspi, Avshalom; McClay, Joseph; Moffitt, Terrie E.; Mill, Jonathan; Martin, Judy; Craig, Ian W.; Taylor, Alan; Poulton, Richie (2002-08-02). «Role of Genotype in the Cycle of Violence in Maltreated Children». Science 297 (5582): 851–854. doi:10.1126/science.1072290. ISSN 0036-8075. PMID 12161658. Bibcode2002Sci...297..851C. 
  11. Skodol, Andrew E; Siever, Larry J; Livesley, W.John; Gunderson, John G; Pfohl, Bruce; Widiger, Thomas A (2002). «The borderline diagnosis II: biology, genetics, and clinical course». Biological Psychiatry 51 (12): 951–963. doi:10.1016/S0006-3223(02)01325-2. PMID 12062878. https://archive.org/details/sim_biological-psychiatry_2002-06-15_51_12/page/n30. 
  12. Skodol, Andrew E.; Bender, Donna S.; Pagano, Maria E.; Shea, M. Tracie; Yen, Shirley; Sanislow, Charles A.; Grilo, Carlos M.; Daversa, Maria T. και άλλοι. (2007-07-15). «Positive Childhood Experiences: Resilience and Recovery From Personality Disorder in Early Adulthood». The Journal of Clinical Psychiatry 68 (7): 1102–1108. doi:10.4088/JCP.v68n0719. ISSN 0160-6689. PMID 17685749. PMC 2705622. https://archive.org/details/sim_journal-of-clinical-psychiatry_2007-07_68_7/page/n169. 
  13. Zanarini, Mary C.; Frankenburg, Frances R.; Hennen, John; Reich, D. Bradford; Silk, Kenneth R. (2006). «Prediction of the 10-Year Course of Borderline Personality Disorder». American Journal of Psychiatry 163 (5): 827–832. doi:10.1176/ajp.2006.163.5.827. ISSN 0002-953X. PMID 16648323. 
  14. Zanarini, Mary C.; Frankenburg, Frances R.; Reich, D. Bradford; Fitzmaurice, Garrett (2010). «Time to Attainment of Recovery From Borderline Personality Disorder and Stability of Recovery: A 10-year Prospective Follow-Up Study». American Journal of Psychiatry 167 (6): 663–667. doi:10.1176/appi.ajp.2009.09081130. ISSN 0002-953X. PMID 20395399. 
  15. Zanarini, Mary C.; Frankenburg, Frances R.; Reich, D. Bradford; Fitzmaurice, Garrett (2012). «Attainment and Stability of Sustained Symptomatic Remission and Recovery Among Patients With Borderline Personality Disorder and Axis II Comparison Subjects: A 16-Year Prospective Follow-Up Study». American Journal of Psychiatry 169 (5): 476–483. doi:10.1176/appi.ajp.2011.11101550. ISSN 0002-953X. PMID 22737693. PMC 3509999. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-psychiatry_2012-05_169_5/page/n69. 
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 «Borderline Personality Disorder». NIMH. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2016. 
  17. «Borderline personality disorder and emotion dysregulation». Development and Psychopathology (Cambridge University Press) 31 (3): 1143–1156. August 2019. doi:10.1017/S0954579419000658. PMID 31169118. https://www.cambridge.org/core/product/identifier/S0954579419000658/type/journal_article. Ανακτήθηκε στις 5 April 2020. 
  18. «The Role of Trauma in Early Onset Borderline Personality Disorder: A Biopsychosocial Perspective». Frontiers in Psychiatry 12: 721361. 23 September 2021. doi:10.3389/fpsyt.2021.721361. PMID 34630181. 
  19. «Borderline personality disorder and childhood trauma: exploring the affected biological systems and mechanisms». BMC Psychiatry 17 (1): 221. June 2017. doi:10.1186/s12888-017-1383-2. PMID 28619017. 
  20. «Borderline Personality Disorder». The National Institute of Mental Health. Δεκεμβρίου 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2021. Other signs or symptoms may include: [...] Impulsive and often dangerous behaviors [...] Self-harming behavior [...]. Borderline personality disorder is also associated with a significantly higher rate of self-harm and suicidal behavior than the general public. (Ελληνικά: Άλλα σημάδια ή συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν: [...] Παρορμητικές και συχνά επικίνδυνες συμπεριφορές [...] Αυτοτραυματική συμπεριφορά [...]. Η οριακή διαταραχή προσωπικότητας σχετίζεται επίσης με σημαντικά υψηλότερο ποσοστό αυτοτραυματισμού και αυτοκτονικής συμπεριφοράς από το ευρύ κοινό.) 
  21. «Alcohol Use Disorder and Antisocial and Borderline Personality Disorders». Alcohol Research: Current Reviews 40 (1): arcr.v40.1.05. 2019. doi:10.35946/arcr.v40.1.05. PMID 31886107. 
  22. Kreisman J, Strauss H (2004). Sometimes I Act Crazy. Living With Borderline Personality Disorder . Wiley & Sons. σελ. 206. ISBN 978-0-471-22286-6. 
  23. Kaurin, Aleksandra; Dombrovski, Alexandre; Hallquist, Michael; Wright, Aidan (2020-12-10). «Momentary Interpersonal Processes of Suicidal Surges in Borderline Personality Disorder». Psychological Medicine 52 (13): 2702–2712. doi:10.1017/S0033291720004791. PMC 8190164. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC8190164/#:~:text=People%20diagnosed%20with%20borderline%20personality,Black%20et%20al.%2C%202004%3B. «People diagnosed with borderline personality disorder (BPD) are at high risk of dying by suicide: almost all report chronic suicidal ideation, 84% of patients with BPD engage in suicidal behavior, 70% attempt suicide, with a mean of 3.4 lifetime attempts per individual, and 5–10% die by suicide (Black et al., 2004; McGirr et al., 2007; Soloff et al., 1994). (Ελληνικά: Τα άτομα που διαγιγνώσκονται με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας (ΜΔΠ) διατρέχουν υψηλό κίνδυνο αυτοκτονίας: σχεδόν όλοι αναφέρουν χρόνιο αυτοκτονικό ιδεασμό, 84% των ασθενών με ΜΔΠ εμπλέκονται σε αυτοκτονική συμπεριφορά, 70% κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας, με μέσο όρο 3,4 απόπειρες ζωής ανά άτομο και το 5–10% πεθαίνει από αυτοκτονία». 
  24. «Borderline personality disorder, stigma, and treatment implications». Harvard Review of Psychiatry 14 (5): 249–256. 2006. doi:10.1080/10673220600975121. PMID 16990170. https://static1.squarespace.com/static/5e7bbc0adb05de74ea06f6a0/t/5ea1c293f38c3a5c41f7ed9e/1587659411794/Aviram+BPD+and+Stigma+Har+Rev+Psychiatry.pdf. Ανακτήθηκε στις 2024-12-24. «The stigmatization of BPD is likely to be a result of several characteristics of the BPD syndrome. [... Pejorative] terms such as "difficult," "treatment resistant," "manipulative," "demanding," and "attention seeking" [are used to describe such individuals. This] can have an impact upon the treater's a priori expectations. [... Such] stigmatization is likely to be a result of several characteristics of the BPD syndrome [... and the fact that] psychotherapy with [them] may involve disturbing and frightening behavior, including intense anger, chronic suicidal ideation, self-injury, and suicide attempts. [...Clinicians, under the stigma, may] see lower levels of [their patient's] functioning as deliberate and within [ones] control, or as manipulation, or as a rejection of help, [...and may therefore respond] in unintentially damaging ways, [...possibly by withdrawing] physically and emotionally. [...] It has been found that when one person has negative expectations of another, the former changes his or her behavior toward the latter. These interpersonal situations have been described as self-fulfilling prophecies.». 
  25. 25,0 25,1 25,2 «Emotional Processes in Borderline Personality Disorder: An Update for Clinical Practice». Journal of Psychotherapy Integration 27 (4): 425-438. 2017. PMID 29527105. PMC 5842953. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC5842953/. «[Clinicians] may hesitate to [provide treatment to BPD patients] due to discomfort working with the high-risk behaviours and intense interpersonal and emotional dysregulation typical of [the disorder... Treatments supported by empirical evidences include Dialectical behavior therapy, Mentalization-based treatment, Transference-focused psychotherapy, Schema-focused therapy, and General Psychiatric Magement... On the psychopathology side, it's possible that] emotional reactivity may be [more] pronounced [...] in response to social stressors and in interpersonal and self-conscious emotions (e.g., anger, shame) [...] Emotional vulnerability in BPD may also vary across specific emotions, [particularly for] sadness, hostility, and fear.». 
  26. Clinical Practice Guideline for the Management of Borderline Personality Disorder. Melbourne: National Health and Medical Research Council. 2013. σελίδες 40–41. ISBN 978-1-86496-564-3. In addition to the evidence identified by the systematic review, the Committee also considered a recent narrative review of studies that have evaluated biological and environmental factors as potential risk factors for BPD (including prospective studies of children and adolescents, and studies of young people with BPD) 
  27. «Borderline personality disorder». Lancet 377 (9759): 74–84. January 2011. doi:10.1016/s0140-6736(10)61422-5. PMID 21195251. 
  28. «Negative emotional reactivity as a marker of vulnerability in the development of borderline personality disorder symptoms». Developmental Psychopathology 28 (1): 213-224. 2015-04-30. doi:10.1017/S0954579415000395. PMC 4418187. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC4418187/. «[This study examines] the interplay between negative emotional reactivity and cumulative exposure to family adversity on the development of BPD symptoms across three years (ages 16-18) in a diverse, at-risk sample of adolescent girls (N=113) [... Results demonstrated that] exposure to adversity strengthened the association between negative emotional reactivity and BPD symptoms. Additionally, family adversity predicted increasing BPD symptoms during late adolescence. [Findings highlight] negative emotional reactivity as a marker of vulnerability that ultimately increases [risk of developming BPD.]». 
  29. «Borderline personality disorder: ontogeny of a diagnosis». The American Journal of Psychiatry 166 (5): 530–539. May 2009. doi:10.1176/appi.ajp.2009.08121825. PMID 19411380. 
  30. «Diagnostic criteria for 301.83 Borderline Personality Disorder – Behavenet». behavenet.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2019. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2019. A pervasive pattern of instability of interpersonal relationships, self-image, and affects [...] indicated by five (or more) of the following: [...] 
  31. «Social Cognition and Borderline Personality Disorder: Splitting and Trust Impairment Findings». The Psychiatric Clinics of North America 41 (4): 613–632. December 2018. doi:10.1016/j.psc.2018.07.003. PMID 30447728. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0193953X18311328. «BPO [Borderline Personality Organization] is rooted in psychoanalytic object relations theory (ORT) which conceptualizes BPD and BPO to exhibit a propensity to view significant others as either idealized or persecutory (splitting) and a trait-like paranoid view of interpersonal relations. From the ORT model, those with BPD think that they will ultimately be betrayed, abandoned, or neglected by significant others, despite periodic idealizations.». 
  32. 32,0 32,1 DSM-5 Task Force (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders : DSM-5. American Psychiatric Association. ISBN 978-0-89042-554-1. OCLC 863153409. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2020. 
  33. Austin, Marie-Paule· Highet, Nicole· Expert Working Group (2017). Mental Health Care in the Perinatal Period. Melbourne: Centre of Perinatal Excellence. 
  34. Linehan 1993, σελ. 43
  35. Manning 2011, σελ. 36
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 36,5 36,6 Carpenter, Ryan W.; Trull, Timothy J. (January 2013). «Components of Emotion Dysregulation in Borderline Personality Disorder: A Review». Current Psychiatry Reports 15 (1): 335. doi:10.1007/s11920-012-0335-2. ISSN 1523-3812. PMID 23250816. 
  37. Hooley J, Butcher JM, Nock MK (2017). Abnormal Psychology (17th έκδοση). London, England: Pearson Education. σελ. 359. ISBN 978-0-13-385205-9. 
  38. 38,0 38,1 38,2 Linehan 1993, σελ. 45
  39. Dick, Alexandra M.; Suvak, Michael K. (July 2018). «Borderline personality disorder affective instability: What you know impacts how you feel.». Personality Disorders: Theory, Research, and Treatment 9 (4): 369–378. doi:10.1037/per0000280. ISSN 1949-2723. PMID 29461071. 
  40. «Aversive tension in patients with borderline personality disorder: a computer-based controlled field study». Acta Psychiatrica Scandinavica 111 (5): 372–9. May 2005. doi:10.1111/j.1600-0447.2004.00466.x. PMID 15819731. 
  41. 41,0 41,1 41,2 41,3 «Reasons for suicide attempts and nonsuicidal self-injury in women with borderline personality disorder». Journal of Abnormal Psychology 111 (1): 198–202. February 2002. doi:10.1037/0021-843X.111.1.198. PMID 11866174. 
  42. 42,0 42,1 Linehan 1993, σελ. 44
  43. «Is borderline personality disorder really an emotion dysregulation disorder and, if so, how? A comprehensive experimental paradigm». Psychological Medicine 52 (12): 2319–2331. September 2022. doi:10.1017/S0033291720004225. PMID 33198829. 
  44. 44,0 44,1 «The pain of being borderline: dysphoric states specific to borderline personality disorder». Harvard Review of Psychiatry 6 (4): 201–7. 1998. doi:10.3109/10673229809000330. PMID 10370445. 
  45. «Characterizing affective instability in borderline personality disorder». The American Journal of Psychiatry 159 (5): 784–8. May 2002. doi:10.1176/appi.ajp.159.5.784. PMID 11986132. 
  46. «Interpersonal Problems and Negative Affect in Borderline Personality and Depressive Disorders in Daily Life». Clinical Psychological Science (Sage Publishing) 5 (3): 470-484. 2017. doi:10.1177/216770261667. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC5436804/. «[We] assessed the relations between momentary negative affect (hostility, sadness, fear) and interpersonal problems (rejection, disagreement) in a sample of 80 BPD and 51 depressed outpatients at 6 time-points over 28 days [...] Results revealed a mutually reinforcing relationship between disagreement and hostility, rejection and hostility, and between rejection and sadness in both groups, at the momentary and day level. The mutual reinforcement between hostility and rejection/disagreement was significantly stronger in the BPD group.». 
  47. «Introduction to special issue: cognition and emotion in borderline personality disorder». Journal of Behavior Therapy and Experimental Psychiatry 36 (3): 167–72. September 2005. doi:10.1016/j.jbtep.2005.06.001. PMID 16018875. 
  48. Linehan 1993, σελ. 146
  49. «What Is BPD: Symptoms». National Education Alliance for Borderline Personality Disorder. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2013. 
  50. Robinson DJ (2005). Disordered Personalities. Rapid Psychler Press. σελίδες 255–310. ISBN 978-1-894328-09-8. 
  51. 51,0 51,1 51,2 «Clinical practice. Borderline personality disorder». The New England Journal of Medicine 364 (21): 2037–2042. May 2011. doi:10.1056/NEJMcp1007358. PMID 21612472. 
  52. «Attachment and borderline personality disorder: implications for psychotherapy». Psychopathology 38 (2): 64–74. 2005. doi:10.1159/000084813. PMID 15802944. 
  53. «Family relationships of adults with borderline personality disorder». Comprehensive Psychiatry 37 (1): 43–51. 1996. doi:10.1016/S0010-440X(96)90050-4. PMID 8770526. 
  54. «Borderline personality disorder symptoms as predictors of 4-year romantic relationship dysfunction in young women: addressing issues of specificity». Journal of Abnormal Psychology 109 (3): 451–460. August 2000. doi:10.1037/0021-843X.109.3.451. PMID 11016115. 
  55. 55,0 55,1 «Patterns of interpersonal behaviors and borderline personality characteristics». Personality and Individual Differences 42 (2): 193–200. 2007-01-01. doi:10.1016/j.paid.2006.06.010. ISSN 0191-8869. 
  56. Jackson MH, Westbrook LF (2009). Borderline Personality Disorder: New Research. Nova Science Publishers, Incorporated. σελίδες 137–146. ISBN 978-1-60876-540-9. 
  57. Cameranesi, Margherita (2016). «Battering typologies, attachment insecurity, and personality disorders: A comprehensive literature review». Aggression and Violent Behavior 28: 29–46. doi:10.1016/j.avb.2016.03.005. 
  58. Tay, Sarah-Ann; Hulbert, Carol A.; Jackson, Henry J.; Chanen, Andrew M. (2017). «Affective and cognitive theory of mind abilities in youth with borderline personality disorder or major depressive disorder». Psychiatry Research 255: 405–411. doi:10.1016/j.psychres.2017.06.016. PMID 28667928. 
  59. Brüne, Martin; Walden, Sarah; Edel, Marc-Andreas; Dimaggio, Giancarlo (2016). «Mentalization of complex emotions in borderline personality disorder: The impact of parenting and exposure to trauma on the performance in a novel cartoon-based task». Comprehensive Psychiatry 64: 29–37. doi:10.1016/j.comppsych.2015.08.003. PMID 26350276. 
  60. «Management of borderline personality disorder: a review of psychotherapeutic approaches». World Psychiatry 5 (1): 15–20. February 2006. PMID 16757985. 
  61. Stockdale, Laura A.; Coyne, Sarah M.; Nelson, David A.; Erickson, Daniel H. (2015). «Borderline personality disorder features, jealousy, and cyberbullying in adolescence». Personality and Individual Differences 83: 148–153. doi:10.1016/j.paid.2015.04.003. 
  62. Zeigler-Hill, Virgil; Vonk, Jennifer (2023). «Borderline Personality Features and Mate Retention Behaviors: The Mediating Roles of Suspicious and Reactive Jealousy». Sexes 4 (4): 507–521. doi:10.3390/sexes4040033. 
  63. 63,0 63,1 63,2 63,3 63,4 Manning 2011, σελ. 18
  64. 64,0 64,1 «[Borderline personality disorder, self-mutilation and suicide: literature review]» (στα γαλλικά). L'Encéphale 34 (5): 452–8. October 2008. doi:10.1016/j.encep.2007.10.007. PMID 19068333. 
  65. «Physical and social pains in borderline disorder and neuroanatomical correlates: a systematic review». Current Psychiatry Reports 16 (5): 443. May 2014. doi:10.1007/s11920-014-0443-2. PMID 24633938. 
  66. «Suicidality in Borderline Personality Disorder.». Medicina (Kaunas) 55 (6): 223. 2019. doi:10.3390/medicina55060223. PMID 31142033. 
  67. Gunderson JG, Links PS (2008). Borderline Personality Disorder: A Clinical Guide (2nd έκδοση). American Psychiatric Publishing, Inc. σελ. 9. ISBN 978-1-58562-335-8. 
  68. Paris J (2008). Treatment of Borderline Personality Disorder. A Guide to Evidence-Based Practice. The Guilford Press. σελίδες 21–22. 
  69. Vater, Aline; Schröder, Michela; Weißgerber, Susan; Roepke, Stefan; Schütz, Astrid (March 2015). «Self-concept structure and borderline personality disorder: Evidence for negative compartmentalization». Journal of Behavior Therapy and Experimental Psychiatry (Elsevier) 46: 50-58. doi:10.1016/j.jbtep.2014.08.003. PMID 25222626. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0005791614000731. «Borderline personality disorder (BPD) is characterized by an unstable and incongruent self-concept. [...] The results of our study show that patients with BPD exhibit more compartmentalized self-concepts than non-clinical and depressed individuals, i.e., they have difficulties incorporating both positive and negative traits within separate self-aspects.». 
  70. 70,0 70,1 70,2 Manning 2011, σελ. 23
  71. «Diagnosing borderline personality disorder». CMAJ 184 (16): 1789–1794. November 2012. doi:10.1503/cmaj.090618. PMID 22988153. 
  72. 72,0 72,1 72,2 Manning 2011, σελ. 24
  73. 73,0 73,1 73,2 Pull, Charles B.; Janca, Aleksandar, επιμ. (January 2013). «Psychotic symptoms in patients with borderline personality disorder: prevalence and clinical management». Current Opinion in Psychiatry 26 (1): 113–9. doi:10.1097/YCO.0b013e32835a2ae7. PMID 23168909. https://journals.lww.com/co-psychiatry/fulltext/2013/01000/psychotic_symptoms_in_patients_with_borderline.21.aspx. «Of patients with BPD about 20–50% report psychotic symptoms. Hallucinations can be similar to those in patients with psychotic disorders in terms of phenomenology, emotional impact, and their persistence over time [...] terms like pseudo-psychotic or quasi-psychotic are misleading and should be avoided [...] and current diagnostic systems might require revision to emphasise psychotic symptoms.». 
  74. 74,0 74,1 74,2 74,3 «Hallucinations in borderline personality disorder: Prevalence, characteristics and associations with comorbid symptoms and disorders». Scientific Reports 7 (1): 13920. October 2017. doi:10.1038/s41598-017-13108-6. PMID 29066713. Bibcode2017NatSR...713920N. 
  75. 75,0 75,1 «Auditory Verbal Hallucinations in Borderline Personality Disorder and the Efficacy of Antipsychotics: A Systematic Review». Frontiers in Psychiatry 9: 347. 31 July 2018. doi:10.3389/fpsyt.2018.00347. PMID 30108529. 
  76. «Borderline personality disorder and disability». AAOHN Journal 59 (4): 158–60. April 2011. doi:10.1177/216507991105900401. PMID 21462898. 
  77. 77,0 77,1 «Borderline personality disorder». Mayo Clinic. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2008. 
  78. «The phenomenological and conceptual interface between borderline personality disorder and PTSD». The American Journal of Psychiatry 150 (1): 19–27. January 1993. doi:10.1176/ajp.150.1.19. PMID 8417576. 
  79. «Pathways to the development of borderline personality disorder». Journal of Personality Disorders 11 (1): 93–104. 1997. doi:10.1521/pedi.1997.11.1.93. PMID 9113824. https://archive.org/details/sim_journal-of-personality-disorders_spring-1997_11_1/page/n94. 
  80. «Past, present, and future of genetic research in borderline personality disorder». Current Opinion in Psychology 21: 60–68. June 2018. doi:10.1016/j.copsyc.2017.09.002. PMID 29032046. 
  81. «Family Study of Borderline Personality Disorder and Its Sectors of Psychopathology». JAMA: The Journal of the American Medical Association 68 (7): 753–762. August 2011. doi:10.1001/archgenpsychiatry.2011.65. PMID 3150490. 
  82. «Genetics of patients with borderline personality disorder». The Psychiatric Clinics of North America 23 (1): 1–9. March 2000. doi:10.1016/S0193-953X(05)70139-8. PMID 10729927. 
  83. 83,0 83,1 «A twin study of personality disorders». Comprehensive Psychiatry 41 (6): 416–425. 2000. doi:10.1053/comp.2000.16560. PMID 11086146. 
  84. «Trauma, genes, and the neurobiology of personality disorders». Annals of the New York Academy of Sciences 1032 (1): 104–116. December 2004. doi:10.1196/annals.1314.008. PMID 15677398. Bibcode2004NYASA1032..104G. 
  85. 85,0 85,1 85,2 85,3 «Possible Genetic Causes of Borderline Personality Disorder Identified». sciencedaily.com. 20 Δεκεμβρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαΐου 2014. 
  86. 86,0 86,1 86,2 «Brain structure and function in borderline personality disorder». Brain Structure & Function 217 (4): 767–782. October 2012. doi:10.1007/s00429-012-0379-4. PMID 22252376. 
  87. «Genome-wide analyses of borderline personality features». Molecular Psychiatry 19 (8): 923–929. August 2014. doi:10.1038/mp.2013.109. PMID 23979607. 
  88. «Child Development and Personality Disorder». The Psychiatric Clinics of North America 31 (3): 477–493, vii. September 2008. doi:10.1016/j.psc.2008.03.005. PMID 18638647. http://ereserve.library.utah.edu/Annual/PSY/6330/Crowell/child.pdf. Ανακτήθηκε στις 2025-01-08. 
  89. Herman JL (1992). Trauma and recovery. New York: Basic Books. ISBN 978-0-465-08730-3. 
  90. «Axis One/Axis Two: A disordered borderline». Australian and New Zealand Journal of Psychiatry 39: A97–A153. December 2005. doi:10.1111/j.1440-1614.2005.01674_39_s1.x. https://www.researchgate.net/publication/295309096_Axis_oneaxis_two_A_disordered_borderline. Ανακτήθηκε στις 2025-01-08. 
  91. «Borderline personality disorder and childhood trauma: evidence for a causal relationship». Current Psychiatry Reports 11 (1): 63–68. February 2009. doi:10.1007/s11920-009-0010-4. PMID 19187711. https://link.springer.com/article/10.1007/s11920-009-0010-4. 
  92. «Borderline personality disorder: Understanding this challenging mental illness». Mayo Clinic. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 August 2017. https://web.archive.org/web/20170830054834/http://www.mayoclinic.org/diseases-conditions/borderline-personality-disorder/basics/risk-factors/con-20023204. Ανακτήθηκε στις 5 September 2017. 
  93. 93,0 93,1 93,2 «Biparental failure in the childhood experiences of borderline patients». Journal of Personality Disorders 14 (3): 264–273. 2000. doi:10.1521/pedi.2000.14.3.264. PMID 11019749. https://guilfordjournals.com/doi/abs/10.1521/pedi.2000.14.3.264. 
  94. Dozier M, Stovall-McClough KC, Albus KE (1999). «Attachment and psychopathology in adulthood». Στο: Cassidy J, Shaver PR, επιμ. Handbook of attachment. New York: Guilford Press. σελίδες 497–519. 
  95. 95,0 95,1 «A Biosocial Developmental Model of Borderline Personality: Elaborating and Extending Linehan’s Theory». Psychological Bulletin 135 (3): 495-510. May 2009. doi:10.1037/a0015616. PMID 19379027. PMC 2696274. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC2696274/. Ανακτήθηκε στις 2025-01-08. 
  96. 96,0 96,1 96,2 96,3 Lester, Rebecca J (February 2013). «Lessons from the borderline: Anthropology, psychiatry, and the risks of being human». Feminism & Psychology 23 (1): 70–77. doi:10.1177/0959353512467969. ISSN 0959-3535. http://journals.sagepub.com/doi/10.1177/0959353512467969. 
  97. «Thought suppression mediates the relationship between negative affect and borderline personality disorder symptoms». Behaviour Research and Therapy 43 (9): 1173–1185. September 2005. doi:10.1016/j.brat.2004.08.006. PMID 16005704. https://archive.org/details/sim_behaviour-research-and-therapy_2005-09_43_9/page/n66. 
  98. Chapman & Gratz 2007, σελ. 52
  99. 99,0 99,1 «Neural correlates of negative emotionality in borderline personality disorder: an activation-likelihood-estimation meta-analysis». Biological Psychiatry 73 (2): 153–160. January 2013. doi:10.1016/j.biopsych.2012.07.014. PMID 22906520. 
  100. «Neural correlates of emotion processing in borderline personality disorder». Psychiatry Research 172 (3): 192–199. June 2009. doi:10.1016/j.pscychresns.2008.07.010. PMID 19394205. «BPD patients demonstrated greater differences in activation than controls, when viewing negative pictures compared with rest, in the amygdala, fusiform gyrus, primary visual areas, superior temporal gyrus (STG), and premotor areas, while healthy controls showed greater differences than BPD patients in the insula, middle temporal gyrus and dorsolateral prefrontal cortex.». 
  101. 101,0 101,1 101,2 «Rejection Sensitivity and Executive Control: Joint predictors of Borderline Personality features». Journal of Research in Personality 42 (1): 151–168. February 2008. doi:10.1016/j.jrp.2007.04.002. PMID 18496604. 
  102. «Impaired working memory and normal sustained attention in borderline personality disorder». Acta Neuropsychiatrica 24 (6): 349–355. December 2012. doi:10.1111/j.1601-5215.2011.00630.x. PMID 25287177. 
  103. Oldham JM (Ιουλίου 2004). «Borderline Personality Disorder: An Overview». Psychiatric Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2013. 
  104. 104,0 104,1 «Prevalence, correlates, disability, and comorbidity of DSM-IV borderline personality disorder: results from the Wave 2 National Epidemiologic Survey on Alcohol and Related Conditions». The Journal of Clinical Psychiatry 69 (4): 533–545. April 2008. doi:10.4088/JCP.v69n0404. PMID 18426259. 
  105. 105,0 105,1 105,2 «Borderline personality disorder: Epidemiology, pathogenesis, clinical features, course, assessment, and diagnosis». UpToDate . Wolters Kluwer. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2024. 
  106. «NIMH " Personality Disorders». nimh.nih.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2021. 
  107. «Borderline personality disorder in primary care». Archives of Internal Medicine 162 (1): 53–60. January 2002. doi:10.1001/archinte.162.1.53. PMID 11784220. 
  108. «The prevalence of DSM-IV personality disorders in psychiatric outpatients». The American Journal of Psychiatry 162 (10): 1911–1918. October 2005. doi:10.1176/appi.ajp.162.10.1911. PMID 16199838. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-psychiatry_2005-10_162_10/page/n188. 
  109. American Psychiatric Association Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM-IV). 
  110. «Borderline personality disorder: resource utilisation costs in Ireland». Irish Journal of Psychological Medicine 38 (3): 169–176. September 2021. doi:10.1017/ipm.2018.30. PMID 34465404. 
  111. «DSM-IV personality disorders in the National Comorbidity Survey Replication». Biological Psychiatry 62 (6): 553–564. September 2007. doi:10.1016/j.biopsych.2006.09.019. PMID 17217923. 
  112. «Gender differences in borderline personality disorder: findings from the Collaborative Longitudinal Personality Disorders Study». Comprehensive Psychiatry 44 (4): 284–292. July 2003. doi:10.1016/S0010-440X(03)00090-7. PMID 12923706. https://works.bepress.com/cgi/viewcontent.cgi?article=1033&context=charles_sanislow. 
  113. 113,0 113,1 «BPD Fact Sheet». National Educational Alliance for Borderline Personality Disorder. 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιανουαρίου 2013. 
  • AMERICAN PSYCHIATRIC ASSOCIATION, DSM-IV, Washington, 1994.
  • BERGERET, G., Psychologie pathologique, Paris, Masson, 1979.
  • BESANCON, G., Manual de Psychopathologie, Paris, Dunod, 1993.
  • EISENSTEIN, V. W., Psychotherapie différentielle des etats limites, in: Techniques spécialisées de la psychotherapie, Paris, P.U.F., 1956.
  • FREUD, S.(1924), Le probleme économique du masochisme, in: Névrose, psychose et pervesion, Paris, P.UF., 1981.
  • FREUD, S.(1938), Le clivage du Moi dans les mécanismes de défence, in: Ges. W., tome XVII, Imago London, 1941.
  • Gabbard GO: Psychodynamic Psychiatry in Clinical Practice: The DSM-IV Edition, American Psychiatric Press, Washington, 1994.
  • GREEN, A., La folie privée, Paris, Gallimard, 1990.
  • KAPLAN, H. I., SADDOCK, B. J., Comprehensive Textbook of Psychiatry, Williams & Wilkins, Baltimore, 1989.
  • KERNBERG, O., Les troubles limites de la personnalité, Toulouse, Privat, 1989.
  • LAPLANCHE, J. ET PONTALIS, J.-B., Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος, 1986.
  • LEMPERIERE, T., - FELINE, A., GUTMANN, A., - ADES, J., - PILATE, C., Εγχειρίδιο Ψυχιατρικής Ενηλίκων, Α' τόμος, Εκδόσεις Λίτσας 1994.
  • ΧΑΡΤΟΚΟΛΛΗΣ, Π., Εισαγωγή στην ψυχιατρική, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1986.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία