Η ορμονοθεραπεία (ονομάζεται επίσης ορμονική θεραπεία ή ενδοκρινική θεραπεία) επιβραδύνει ή σταματά την ανάπτυξη των ορμονοευαίσθητων όγκων εμποδίζοντας την ικανότητα του σώματος να παράγει ορμόνες ή παρεμβαίνοντας στις επιδράσεις των ορμονών στα καρκινικά κύτταρα. Οι όγκοι που δεν είναι ευαίσθητοι στις ορμόνες δεν έχουν ορμονικούς υποδοχείς και δεν ανταποκρίνονται στην ορμονοθεραπεία.[1][2]

Οι ορμόνες είναι πρωτεΐνες ή ουσίες που παράγονται από το σώμα και βοηθούν στον έλεγχο του τρόπου λειτουργίας ορισμένων τύπων κυττάρων. Για παράδειγμα, ορισμένα μέρη του σώματος βασίζονται σε ορμόνες του φύλου, όπως τα οιστρογόνα, η τεστοστερόνη και η προγεστερόνη, για να λειτουργήσουν σωστά. Υπάρχουν και άλλοι τύποι ορμονών στο σώμα μας, όπως οι ορμόνες του θυρεοειδούς, η κορτιζόλη, η αδρεναλίνη και η ινσουλίνη. Διαφορετικοί τύποι ορμονών παράγονται από διαφορετικά όργανα ή αδένες.[3]

Ορισμένοι καρκίνοι εξαρτώνται από τις ορμόνες για να αναπτυχθούν. Εξαιτίας αυτού, οι θεραπείες που μπλοκάρουν ή αλλάζουν τις ορμόνες μπορούν μερικές φορές να βοηθήσουν στην επιβράδυνση ή να σταματήσουν την ανάπτυξη αυτών των καρκίνων.[4] Η ορμονοθεραπεία χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία ορισμένων ειδών καρκίνου του μαστού και του προστάτη που εξαρτώνται από τις ορμόνες του φύλου για να αναπτυχθούν. Μερικοί άλλοι καρκίνοι μπορούν επίσης να αντιμετωπιστούν με ορμονοθεραπεία (όπως καρκίνος του ενδομητρίου ή καρκίνος των επινεφριδίων).[3] Η ορμονοθεραπεία χρησιμοποιείται επίσης για την καταστροφή των ευαίσθητων στις ορμόνες καρκινικών κυττάρων που έχουν κάνει μεταστάσεις, ή για καρκίνους που έχουν υποτροπιάσει (επιστρέψει). Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ανακούφιση των συμπτωμάτων ενός ασθενούς με καρκίνο (όπως ο πόνος από έναν μεγάλο όγκο), ο οποίος δεν μπορεί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για άλλους λόγους υγείας.[4]

Η ορμονοθεραπεία θεωρείται συστημική θεραπεία επειδή οι ορμόνες στις οποίες στοχεύουν κυκλοφορούν στο σώμα. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην ορμονοθεραπεία ταξιδεύουν σε όλο το σώμα για να στοχεύσουν και να βρουν τις ορμόνες. Αυτό την κάνει διαφορετική από τις θεραπείες που επηρεάζουν μόνο ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματος, όπως οι περισσότεροι τύποι χειρουργικής επέμβασης και ακτινοθεραπείας. Θεραπείες σαν αυτές ονομάζονται τοπικές θεραπείες επειδή επηρεάζουν ένα μέρος του σώματος.[3]

Η ορμονική θεραπεία χορηγείται συχνά σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες. Ο χρόνος ποικίλλει ανάλογα με τον όγκο, το στάδιο και τη θέση του, μεταξύ άλλων παραγόντων. Για παράδειγμα, στη νεοεπικουρική ορμονοθεραπεία οι ορμονες χορηγούνται πριν τη χειρουργική επέμβαση ή την ακτινοθεραπεία. Ο στόχος είναι ο όγκος να συρρικνωθεί για να διευκολυνθεί η θεραπεία του. Στην επικουρική ορμονοθεραπεία, οι ορμόνες χορηγούνται μετά τη χειρουργική επέμβαση, την ακτινοθεραπεία ή τη χημειοθεραπεία. Μετά τη θεραπεία, οι ορμόνες μειώνουν τον κίνδυνο επανεμφάνισης ή εξάπλωσης του καρκίνου.[4]

Μερικές συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίζουν οι ασθενείς από τη λήψη των φαρμάκων είναι αλλαγές στη διάθεση, εξάψεις, κούραση, μειωμένη οστική πυκνότητα, πιθανή αύξηση βάρους, διάρροια κ.α.[3] Η ορμονοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί ως φάρμακα που λαμβάνονται από το στόμα, ενέσιμα φάρμακα, ή με χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης των ωοθηκών που παράγουν ορμόνες (ωοθηκεκτομή) ή των όρχεων (ορχιεκτομή).[4]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Hormone Therapy for Breast Cancer Fact Sheet - NCI». www.cancer.gov (στα Αγγλικά). 12 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου 2024. 
  2. «How Hormone Therapy Works». UPMC Hillman Cancer Center (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου 2024. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «Hormone Therapy | Hormone Treatment for Cancer | Endocrine Therapy». www.cancer.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου 2024. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 «Hormonal Therapy for Cancer». Yale Medicine (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου 2024.