Ορυκτολογία είναι κλάδος της Γεωλογίας που μελετά τα ορυκτά και ειδικότερα τις ιδιότητές τους, τη χημική σύνθεση και συμπεριφορά τους, τη κρυσταλλική μορφή τους καθώς και την κατάταξη και ονοματολογία τους. Επίσης μελετά το ρόλο ενός εκάστου ορυκτού στη φύση, την ιστορία του, την γένεση και τις μεταμορφώσεις του, τις ποικιλίες του (σε διάφορες συνθήκες) και τις μεταξύ τους σχέσεις. Από πρακτική όμως άποψη σημειώνονται τόσο η σπουδαιότητα και η χρήση εκάστου, όσο και τα σημεία της Γης που ανευρίσκονται.

Τα περισσότερα ορυκτά ονομάζονται είτε από τη θέση που αρχικά εντοπίστηκαν, είτε από τη χημική σύστασή τους ή κάποια ιδιότητά τους, είτε από τους ανθρώπους που τα ανακάλυψαν είτε από ανθρώπους που οι ονοματοδότες ήθελαν να τιμήσουν. Αρμόδια για την ονοματοδοσία νέων ορυκτών ή τη μετονομασία ήδη γνωστών αρμόδια είναι η ΙΜΑ (International Mineralogical Association), η οποία για το σκοπό αυτό συγκροτεί επιτροπές, ομάδες εργασίας και συμβούλια[1].

Η Ορυκτολογία συγγενεύει με την Πετρολογία, την Κοιτασματολογία, τη Γεωχημεία και την Κρυσταλλογραφία, αφού τα ορυκτά ως επί το πλείστον είναι κρυσταλλικά σώματα, τα δε πετρώματα αποτελούν αθροίσματα ορυκτών. Θεμελιώδης όμως είναι και ο ρόλος της Χημείας, της Φυσικής και των Μαθηματικών. Τέλος συναφείς είναι και τέχνες όπως η μεταλλευτική και η μεταλλουργία που η μεν πρώτη ενδιαφέρεται για την εξόρυξη των μεταλλευμάτων από τη Γη, η δε δεύτερη την εξαγωγή των μετάλλων από τα μεταλλεύματα.

  • Ο επιστήμονας που ειδικεύεται στη μελέτη και τη σπουδή των ορυκτών ονομάζεται γενικά ορυκτολόγος, λαμβάνοντας πρόσθετο χαρακτηρισμό ανάλογα με τους επιμέρους εξειδικευμένους κλάδους της επιστήμης αυτής (π.χ. ορυκτογράφος, ορυκτοφυσικός, ορυκτοχημικός, κ.λπ.).

Παραπομπές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία